ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
TSOUNTAS & OTHERS ν. REPUBLIC (1987) 3 CLR 1523
Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Αμπελ. Προϊόντω (1992) 3 ΑΑΔ 228
Kυπριακός Oργανισμός Tουρισμού ν. Λοΐζου Προδρόμου. (1995) 3 ΑΑΔ 128
Iακωβίδης Mιχαήλ ν. Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 28
Iορδάνου Γεώργιος ν. Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 250
Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517
Αντωνίου Ιάκωβος και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 669
Πετρίδου Φλωρεντία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 636
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
&n bsp; Υπóθεση Αρ. 1032/2005
30 Απριλίου, 2007
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
EΛΕΝΗ ΠΙΕΡΗ
Αιτήτρια
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Καθ΄ών η αίτηση.
................................
Α. Σ. Αγγελίδης με Αλ. Αγρότη (κα) για την αιτήτρια
Π. Πολυβίου, για τον καθού η αίτηση
Ι. Νικολάου, για την Παντελίτσα Χατζηανδρέου, ενδιαφερόμενο μέρος 2 (ε.μ.2)
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του καθού η αίτηση με την οποία προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη (1) Μόνικα Χατζηπαύλου (ε.μ.1) και (2) Παντελίτσα Χατζηανδρέου (ε.μ.2) στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης τάξης από 1/9/05 αντί την ίδια.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η αιτήτρια βασίζει την αίτηση της στα πιο κάτω γεγονότα τα οποία και παραθέτω αυτούσια:
«(α) Η αιτήτρια έχοντας όλα τα απαραίτητα προσόντα και πείρα διεκδίκησε την επίδικη θέση.
(β) Είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι το Δημοτικό Συμβούλιο με πάσχουσα σύνθεση ή και διαδικασία, στηριζόμενος σε προπαρασκευαστικές πράξεις παράνομες και/ή εσφαλμένες και/ή σε κριτήρια μη αξιοκρατικά, δεν έδωσε ορθή βαρύτητα στην αρχαιότητα και πείρα στα οποία υπερείχε η αιτήτρια και επέλεξε αναιτιολόγητα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα που μάλιστα δεν προέρχοντο από υπηρεσία στο Δήμο Λευκωσίας αλλά από το Σφαγείο Κοφίνου και/ή υστερούσαν της αιτήτριας.
(γ) Γι' αυτό η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δικαιούται να επιτύχει στην προσφυγή της αυτή, με έξοδα σε βάρος του καθ' ου η αίτηση.
(δ) Η αιτήτρια επιφυλάττει το δικαίωμα να προσθέτει και/ή διαφοροποιήσει τους νομικούς λόγους της προσφυγής της σε μεταγενέστερο στάδιο.»
Επειδή η πιο πάνω διατύπωση των γεγονότων μάλλον παραθέτει νομικούς ισχυρισμούς, παραθέτω τα γεγονότα όπως προκύπτουν και από την ένσταση, που έχουν ως ακολούθως:
«1. Η υπόθεση αφορά την πλήρωση δυο κενών θέσεων Λογιστικού Λειτουργού 1ης τάξης. Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης επισυνάπτεται. (Επισύναψη 1).
2. Υπήρχαν 3 υποψήφιοι για την πλήρωση των δυο κενών θέσεων Λογιστικού Λειτουργού 1ης τάξης. Ο σχετικός πίνακας υποψηφίων επισυνάπτεται. (Επισύναψη 2).
3. Η Επιτροπή Προσωπικού συνεδρίασε στις 27.6.05 αναφορικά με το θέμα (Επισύναψη 3).
4. Η Επιτροπή Προσωπικού απεφάσισε ότι η αιτήτρια δεν πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού 1ης τάξης.
5. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προσωπικού απέστειλε σχετικό σημείωμα προς το Δημοτικό Συμβούλιο στις 29.6.05 (Επισύναψη 4)
6. Το Δημοτικό Συμβούλιο υιοθέτησε την κρίση της Επιτροπής Προσωπικού ότι η αιτήτρια δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης (Επισύναψη 5).»
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Στην αίτηση της η αιτήτρια διατυπώνει 17 λόγους για τους οποίους εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Με την γραπτή της αγόρευση προώθησε τους ακόλουθους λόγους:
(α) πάσχουσα η σύνθεση και λειτουργία του Δημοτικού Συμβουλίου κατά τη συνεδρίασή του ημερ. 21/7/05.
(β) Πάσχουσα η απόφαση του καθού η αίτηση να αποκλείσει την αιτήτρια από τη διεκδίκηση της θέσης.
Από πλευράς του καθού η αίτηση τόσο στην ένσταση όσο και στη γραπτή αγόρευση εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει την παρούσα προσφυγή αφού δεν έχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διεκδίκηση της θέσης και διαζευκτικά ότι ορθά αποκλείστηκε από την διεκδίκηση της θέσης. Τη θέση αυτή υιοθετεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος του ε.μ. 2, ο οποίος προχωρεί και αναφέρει ότι η επιλογή του ε.μ.2 είναι καθόλα νόμιμη και ορθή.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Μελέτησα τις αντίστοιχες αγορεύσεις και τα όσα ανέφεραν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι κατά το στάδιο των διευκρινίσεων. Το θεωρώ ορθό όπως εξετάσω πρώτα τον ισχυρισμό του καθού η αίτηση και ε.μ. 2 ότι η αιτήτρια δεν έχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και ως εκ τούτου δεν έχει έννομο συμφέρον να προωθεί την προσφυγή αυτή. Αν η θέση αυτή ευσταθεί, τότε δε χρειάζεται να εξετασθούν οι λόγοι που προβάλλει η αιτήτρια αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης.
Τα απαιτούμενα από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για την επίδικη θέση έχουν ως ακολούθως:
«ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΌΝΤΑ
(α) Τα ίδια προσόντα που απαιτούνται στην παράγραφο (1)(α) των Απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας για τη θέση Λογιστικού Λειτουργού και δεκαετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού ή/και στη προηγούμενη θέση Εξεταστή Λογαριασμών, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.
(β) Τα ίδια προσόντα που απαιτούνται στην παράγραφο (1)(β) των Απαιτουμένων Προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας για τη θέση Λογιστικού Λειτουργού και δεκαπενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού ή/και στην προηγούμενη θέση Εξεταστή Λογαριασμών, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.»
Επιβάλλεται λοιπόν να παραθέσω και τα προσόντα που απαιτούνται για τη θέση του Λογιστικού Λειτουργού όπως αυτά απαιτούνται από τις παραγράφους 1(α) και 1(β) του σχετικού με τη θέση αυτή Σχεδίου Υπηρεσίας.
«ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ
1(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: Λογιστική, Οικονομικά, Εμπορικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων.
(Σημ. Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο)
ή
(β) 1. Απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης και
2. επιτυχία στην Ανώτερη Εξέταση στη Λογιστική (Higher
Accounting Examination) του Εμπορικού Επιμελητηρίου του
Λονδίνου ή σε οποιαδήποτε άλλη εξέταση ήθελε εγκριθεί ως
ισότιμη από τον Υπουργό Οικονομικών.»
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο ορθά ο καθού η αίτηση αποφάσισε ότι η αιτήτρια δεν ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας. Με το θέμα αυτό είχα ασχοληθεί σε προηγούμενες μου αποφάσεις όπως η Γιάννης Νικολάου ν. Ρ.Ι.Κ. υποθ. αρ. 725/02 και 872/02 ημερ. 13/1/05 και Σωτήρης Σκανναβίδης ν. Ρ.Ι.Κ. προσφ. αρ. 429/02 ημερ. 29/7/05, που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθού η αίτηση. Στη σελ. 5 της υπόθεσης Σκανναβίδης (πιο πάνω) διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Στη τελευταία πιο πάνω υπόθεση Γιάννης Νικολάου ν. Ρ.Ι.Κ. σχετικά με το θέμα αυτό στη σελ. 11 είχα αναφέρει τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με τη νομολογία η εξέταση του θέματος κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα ανάγεται στην εξουσία του αρμοδίου για το διορισμό και/ή προαγωγή οργάνου. Το Δικαστήριο τότε μόνο δικαιολογείται να παρέμβει όταν διαπιστώνεται αυθαιρεσία ή πλάνη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Μιχαήλ Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28 Γεώργιος Ιορδάνου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 250). Άλλη περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο μπορεί να παρέμβει είναι εκεί που η ερμηνεία που έδωσε το αρμόδιο όργανο δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (βλ. Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Δ.Δ. 1318).»
Σχετικά με το ίδιο θέμα, δηλαδή την ερμηνεία σχεδίων υπηρεσίας, στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Ε.Δ.Υ. ν. Δώρας Γερμανού κ.α. Α.Ε. 3242 και 3254 ημερ. 21/3/05, στη σελ. 7 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με την πιο πάνω κρίση της Ε.Δ.Υ. σημειώνοντας ότι οι πιο πάνω τίτλοι «δεν μπορούσαν λογικά να θεωρηθούν ότι ικανοποιούσαν την απαίτηση για θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης». Προχώρησε δε σε κρίσεις και ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας εκφράζοντας την άποψη ότι το απαιτούμενο «ήταν προσόν κατά την απόκτηση του οποίου να είχε ασχοληθεί ο κάτοχος με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης, και όχι γενικό προσόν στην Πληροφορική .......» για να καταλήξει στο εύρημα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν προσοντούχες.
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Όπως έχει τονισθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στην Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517:
«Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. (βλ. Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60). Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. (βλ. Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).»
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και υπεισήλθε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., υποκαθιστώντας την κρίση της. Συνακόλουθα η εισήγηση της εφεσείουσας επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σε ό,τι αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη Χ. Τσαγγαρίδου Α. Χατζημάρκου, των οποίων ο διορισμός επικυρώνεται.»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και να υποκαταστήσει την κρίση της. Κατ' αναλογία και εδώ δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθού η αίτηση. Η ερμηνεία και η εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου θέμα με το οποίο το δικαστήριο σπάνια επεμβαίνει. (Βλ. Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128 και Φλωρεντία Πετρίδου ν. Ρ.Ι.Κ. Α.Ε. 3355 ημερ. 10/11/04). Η παρούσα, δεν εμπίπτει στις εν λόγω σπάνιες περιπτώσεις.
Το σκεπτικό του καθού η αίτηση γιατί η αιτήτρια δεν πληροί τα απαιτούμενα προσόντα βασίζεται σε σχετικό σημείωμα του Προέδρου της Επιτροπής Προσωπικού (παράρτημα 4 στην ένσταση), την άποψη του οποίου δέχθηκε ως ορθή, όπως φαίνεται στο παράρτημα 5 στην ένσταση σελ. 7και 8. Παραθέτω μέρος της έκθεσης της Επιτροπής Προσωπικού, που έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με τα πιο πάνω η κα Ελένη Πιερή είναι κάτοχος του επαγγελματικού προσόντος LCCI.
Έχει συνολική υπηρεσία στο Δήμο Λευκωσίας δεκαέξι χρόνια από τα οποία δώδεκα χρόνια στη θέση εισπράκτορα και τέσσερα χρόνια στη θέση Λογιστικού Λειτουργού.
Στο σχέδιο υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού δεν υπάρχει καμία πρόνοια που να αναφέρει ότι η υπηρεσία της στη θέση του εισπράκτορα που κατείχε από τις 17.7.89 μέχρι και την 1.9.2001 μετρά για σκοπούς προαγωγής.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω η Επιτροπή ομόφωνα αποφάσισε όπως αποκλείσει την κα Ελένη Πιερή από την όλη διαδικασία για τον λόγο ότι δεν πληρεί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού Α΄που απαιτούνται για προαγωγή, παρά το ότι είναι κάτοχος του απαιτούμενου προσόντος.»
Βασική θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας είναι ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι αυτή κατείχε τη θέση του Λογιστικού Λειτουργού από 17/7/89 όταν είχε προσληφθεί στην υπηρεσία του Δήμου Λευκωσίας ως εισπράκτορας αφού η θέση αυτή έχει μετονομαστεί σε Λογιστικό Λειτουργό, γεγονός, που σύμφωνα με νομολογία (αναφέρθηκε στην υπόθεση Τsountas & Others v. Republic (1986) 3 (A) C.L.R. 1417), έδιδε το δικαίωμα στην αιτήτρια να θεωρείται ότι κατείχε τη θέση αυτή από 17/7/89. Επομένως πρόκειται περί νομικής πλάνης και/ή έλλειψης της δέουσας έρευνας από το Δημοτικό Συμβούλιο. Από πλευράς του καθού η αίτηση δεν απαντάται ο ισχυρισμός αυτός. Απλώς προβάλλεται η θέση ότι η εξουσία ερμηνείας των σχεδίων υπηρεσίας είναι στο Δημοτικό Συμβούλιο και η ερμηνεία που έδωσε για αποκλεισμό της αιτήτριας, είναι μέσα στα λογικά πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας. Το ίδιο υποστηρίζεται και από πλευράς ε.μ.2.
Μελέτησα τις αυθεντίες που επικαλέστηκε η πλευρά της αιτήτριας για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι κατείχε τη θέση λογιστικού λειτουργού από τις 17/7/89 που είχε πρωτοδιοριστεί στη θέση του εισπράκτορα αφού η θέση αυτή έχει μετονονομαστεί σε Λογιστικό Λειτουργό, ανεξάρτητα αν η μετονομασία έγινε το 2001 (1/9/01), και ότι η μετονομασία είχε αναδρομική ισχύ.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Tsountas & Others v. Republic, το ε.μ. ήταν ένας από τους υποψήφιους για την πλήρωση της θέσης του Aρχειοφύλακα (Archivist) στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι αιτητές δεν είχαν αποταθεί για τη θέση. Στις 9/4/81 η Ε.Δ.Υ. πρόσφερε τη θέση στο ε.μ., η οποία την αποδέχθηκε. Στις 22/4/81 τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 20/88 με τον οποίο έγινε αναδιοργάνωση και η θέση του Αρχειοφύλακα 1ης τάξης (Archivist 1st grade) έγινε θέση Γραφέα 1ης και 2ης τάξης στο Γενικό Γραφειακό Προσωπικό. Έτσι η Ε.Δ.Υ. τοποθέτησε το ε.μ. στη θέση του Γραφέα 1ης τάξης από 15/6/81 με αποτέλεσμα την καταχώρηση προσφυγής από τους αιτητές οι οποίοι κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχαν τη θέση Γραφέα 2ης τάξης. Η τοποθέτηση του ε.μ. στη θέση Γραφέα 1ης τάξης έγινε με βάση σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Η προσφυγή απορρίφθηκε, βασικά για το λόγο ότι δεν είχαν αποταθεί οι αιτητές για την πλήρωση της θέσης και έτσι στερούντο εννόμου συμφέροντος. Ακολούθησε έφεση (βλ. Tsountas & Others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1523) η οποία απορρίφθηκε για τον ίδιο λόγο, δηλαδή έλλειψη εννόμου συμφέροντος.
Είμαι της άποψης ότι η προαναφερθείσα υπόθεση Tsountas, δεν βοηθά άμεσα τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι κατείχε τη θέση Λογιστικού Λειτουργού αναδρομικά από 17/7/89 που είχε διοριστεί ως εισπράκτορας διότι δεν αποφασίστηκε κάτι τέτοιο δηλαδή όταν υπάρχει μετονομασία θέσης θα πρέπει αυτή να εφαρμόζεται αναδρομικά. Απλώς βοηθά έμμεσα, με την έννοια ότι φαίνεται πως με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα (λεπτομέρειες της οποίας όμως δε φαίνονται) εφαρμόστηκε η μετονομασία αναδρομικά. Κάπως σχετικές με το θέμα θεωρώ τις υποθέσεις Αντωνίου κα ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 669 και Μαρία Κωνσταντίνου Κακαρή ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας υπόθ. Αρ. 377/05 ημερ. 12/5/06.
Από την πρώτη υπόθεση φαίνεται ότι κριτήριο κατά πόσο η μετονομασία μιας θέσης θα εφαρμοστεί αναδρομικά ή όχι είναι (α) το λεκτικό της απόφασης για μετονομασία και (β) αν δεν διευκρινίζεται τούτο από το λεκτικό, τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες της θέσης όπως αυτά ήσαν πριν και μετά τη μετονομασία.
Στη δεύτερη υπόθεση (Μαρία Κωνσταντίνου Κακαρή) ο καθού η αίτηση Οργανισμός είχε ενεργήσει με βάση τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα που ήταν αναιτιολόγητη και αντίθετη με τις γνωματεύσεις των δυο νομικών του συμβούλων και το δικαστήριο (Χατζχηχαμπής Δ) ακύρωσε την απόφαση ως αναιτιολόγητη.
Στη δική μας περίπτωση ο καθού η αίτηση με επιστολή του ημερ. 10/1/05 ζήτησε την άποψη του Διευθυντή Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού ο οποίος με επιστολή του ημερ. 14/2/06 απάντησε τα ακόλουθα:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με αρ. Φακ. 03-5/63 και ημερ. 10.1.2005, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι στη δημόσια υπηρεσία, σε περίπτωση μετονομασίας θέσης μέσω του Προϋπολογισμού, η υπηρεσία στην προηγούμενη θέση αναγνωρίζεται ως υπηρεσία στη μετονομασθείσα νέα θέση για σκοπούς προαγωγής.
2. Σχετική με το θέμα αυτό είναι και η επιστολή μας με αρ. Φακ. 19.6.37 και ημερ. 10.7.1998, σε απάντηση ανάλογου ερωτήματος που μας θέσατε με την επιστολή σας με αρ. Φακ. 03-2/7 και ημερ. 30.3.1998.»
Παρά την πιο πάνω άποψη του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ο καθού η αίτηση χωρίς τη διεξαγωγή οποιασδήποτε περαιτέρω έρευνας και χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία γιατί να μην ακολουθήσει αυτή την άποψη, κατάληξε να μην αναγνωρίσει την υπηρεσία της αιτήτριας στη θέση εισπράκτορα για σκοπούς προαγωγής. Είμαι της άποψης ότι η απόφαση του καθού η αίτηση υπόκειται σε ακύρωση (α) λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και (β) λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Το γεγονός ότι σύμφωνα με τη νομολογία που παράθεσα πιο πάνω το θέμα αξιολόγησης των προσόντων των υποψηφίων και γενικά των σχεδίων υπηρεσίας είναι κατά κύριο λόγο στην αρμόδια αρχή, δε σημαίνει ότι τούτο μπορεί να γίνεται χωρίς τη δέουσα έρευνα ή αιτιολογία. Εφόσον λοιπόν έκρινα ότι κακώς αποκλείστηκε από τη διαδικασία προαγωγής η αιτήτρια, δε χρειάζεται να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης.
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθού η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ