ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 188
&nb sp; Συνεκδικασθείσες υποθέσεις αρ. 853/2002, 854/2002 και 1044/2002
26 Μαρτίου, 2007
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24, 61 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Υπόθεση αρ. 853/02
CYPOIL FUEL TANKERS LIMITED
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Καθού η αίτηση.
................................
Υπόθεση αρ. 854/02
MELERO ENTERPRISES LIMITED
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Καθού η αίτηση
............................
Υπόθεση αρ. 1044/02
CYPOIL FUEL TANKERS LIMITED
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Καθού η αίτηση
...........................
Ι. Νικολάου, για τις αιτήτριες σε όλες τις προσφυγές
Γ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθού η αίτηση σε όλες τις προσφυγές.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με τις παρούσες προσφυγές η αιτήτρια εταιρεία στην κάθε υπόθεση ζητά την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (πιο κάτω αναφερόμενου ως «καθ΄ου η αίτηση») με την οποία επιβλήθηκε φόρος προστιθέμενης αξίας στην καθεμιά ως ακολούθως:
(α) Στην εταιρεία Cypoil Fuel Tankers Limited (προσφ. αρ. 853/02) ποσό £73.381,36 σύμφωνα με απόφαση ημερ. 25/7/02
(β) Στην εταιρεία Melero Enterprises Limited ((προσφ. αρ. 854/02) ποσό £252.631,79 σύμφωνα με απόφαση ημερ. 25/7/02
(γ) Στην εταιρεία Cypoil Fuel Tankers Limited (προσφ. αρ. 1044/02) ποσό £88.892,18 σύμφωνα με απόφαση ημερ. 2/10/02 και για ποσό £90.099,48 ως η κατάσταση λογαριασμού ημερ. 25/10/02 (βλ. θεραπείες Β και Γ αντίστοιχα).
Παραθέτω αυτούσιες τις τρεις επίδικες αποφάσεις για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του θέματος που εξετάζουμε. Στην προσφυγή με αριθμό 853/02 η απόφαση έχει ως ακολούθως:
«Βεβαίωση φόρου
Αναφέρομαι στην διερεύνηση των φορολογικών υποθέσεων της επιχείρησης σας, που άρχισε στις 28 Μαρτίου 2002 και σας πληροφορώ, ότι από την εξέταση των εγγράφων και στοιχείων που λήφθηκαν από τα υποστατικά σας και τις πληροφορίες που λήφθηκαν από πελάτες σας για την περίοδο από 1/7/2000 μέχρι 30/11/2001, το περιεχόμενο των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλατε είναι λανθασμένο για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω:
1.1. Ενώ σε όλα τα τιμολόγια που εκδώσατε χρεώνατε τον φόρο προστιθέμενης αξίας επί της συνολικής τους αξίας για όλες τις υπηρεσίες που παρείχατε, δεν καταχωρούσατε στον χειρόγραφο λογαριασμό Φ.Π.Α. εκροών που τηρούσατε, με βάση τον οποίο συμπληρώσατε τις φορολογικές σας δηλώσεις, το ποσό του φόρου που αφορούσε μεταφορές καυσίμων σε λιμάνια και αεροδρόμια, με αποτέλεσμα ο φόρος αυτός να μην έχει δηλωθεί και αποδοθεί στο κράτος.
1.2 Τηρούσατε διπλά λογιστικά βιβλία, σε μηχανογραφημένη και σε χειρόγραφη μορφή. Διαπιστώθηκε από σύγκριση των δύο για την περίοδο από 1/7/2000 μέχρι και 30/11/2001 ότι, στον λογαριασμό Φ.Π.Α. εκροών σε μηχανογραφημένη μορφή καταχωρούσατε ορθά τον φόρο εκροών για όλες τις υπηρεσίες που παρείχατε, ενώ στον λογαριασμό Φ.Π.Α. που τηρούσατε σε χειρόγραφη μορφή δεν καταχωρούσατε τον Φ.Π.Α. τον οποίο χρεώνατε στα τιμολόγια που εκδίδατε και αφορούσαν μεταφορά καυσίμων από το διυλιστήριο προς τα αεροδρόμια και τα λιμάνια. Ως εξήγηση έχετε προβάλει τον ισχυρισμό ότι οι μεταφορές αυτές φορολογούνται με τον μηδενικό συντελεστή, κάτι το οποίο είναι λανθασμένο καθότι αντίκειται προς τις τότε ισχύουσες διατάξεις των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 1990 έως 2000 (Ν246/90). Εξάλλου στα τιμολόγια τα οποία εκδίδατε χρεώνατε κανονικά τον Φ.Π.Α. και για τις μεταφορές καυσίμων σε λιμάνια και αεροδρόμια, και με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 37(1) και (2γ) εάν από το περιεχόμενο του τιμολογίου φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών και το ποσό του φόρου που αναλογεί σ' αυτή αναγράφεται στο τιμολόγιο ξεχωριστά, τότε το πρόσωπο το οποίο εξέδωσε το τιμολόγιο οφείλει να καταβάλει στον Έφορο ποσό ίσο με το ποσό που αναγράφεται σ' αυτό ως φόρος ή, αν το ποσό του φόρου δεν αναγράφεται ξεχωριστά οφείλει να καταβάλει ποσό ίσο με το ποσό που αναλογεί ως φόρος στην εν λόγω παράδοση ή παροχή. Τα πιο πάνω ισχύουν ακόμα και η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών που αναγράφεται στο τιμολόγιο δεν επιβαρύνετο ή επιβαρύνεται με το ποσό του φόρου που φαίνεται σ' αυτό, ή με οποιοδήποτε ποσό φόρου.
1.3 Τα ποσά φόρου εκροών που έχετε δηλώσει στις φορολογικές σας δηλώσεις για τις υπό εξέταση περιόδους, δεν συνάδουν με τα αντίστοιχα ποσά φόρου που είναι καταχωρημένα στον χειρόγραφο λογαριασμό Φ.Π.Α. εκροών της εταιρείας.
2. Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, όλα τα τιμολόγια τα οποία έχετε εκδώσει από την 1/7/2000 μέχρι και 30/11/2001 καταγράφηκαν και υπολογίστηκε εκ νέου ο συνολικός φόρος εκροών που θα έπρεπε να είχατε αποδώσει στο υπό αναφορά χρονικό διάστημα και ανέρχεται στο ποσό των £188.742,79 ενώ εσείς στις φορολογικές δηλώσεις που υποβάλατε δηλώσατε μόνο £115.361,43. Η διαφορά που ανέρχεται στο ποσό των £73.381,36 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς. Λεπτομέρειες των σχετικών υπολογισμών παρουσιάζονται στο παράρτημα που επισυνάπτεται. Σημειώνεται ότι η ανάλυση παρουσιάζεται σε μηνιαία μορφή και ότι περαιτέρω κατά τιμολόγιο ανάλυση σας έχει δοθεί σε ηλεκτρονική μορφή για δική σας αναφορά και χρήση.
3. Για τους πιο πάνω λόγους:
. Το συνολικό ποσό των £73.381,36 (Εβδομήντα τρεις χιλιάδες τριακόσιες ογδόντα μία λίρες και τριάντα έξη σεντ) βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει του άρθρου 34(1) των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 1990 έως 2000, και
. Καλείστε, δυνάμει του άρθρου 36 των ιδίων νόμων, να καταβάλετε £73.381,36 (Εβδομήντα τρεις χιλιάδες τριακόσιες ογδόντα μία λίρες και τριάντα έξη σεντ). Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει τον επιπρόσθετο πληρωτέο φόρο για όλες τις φορολογικές σας δηλωσεις μέχρι 30/11/2001.
4. Η πληρωμή του πιο πάνω ποσού πρέπει να γίνει μέσα σε δεκατέσσερις μέρες από την ημερομηνία της επιστολής αυτης σε ένα από τα καταστήματα των εμπορικών τραπεζών ή των συνεργατικών ιδρυμάτων που συνεργάζονται με την Υπηρεσία Φ.Π.Α. χρησιμοποιώντας το μέρος Β του εντύπου Φ.Π.Α. 4 που εσωκλείεται. Μετά την πληρωμή το πρώτο αντίτυπο θα πρέπει να αποσταλεί στον Έφορο Φ.Π.Α. 1471, Λευκωσία.
5. Παρακαλώ έχετε υπόψη ότι το πιο πάνω ποσό αποτελεί αστικό χρέος προς την Δημοκρατία και η πληρωμή του δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών προστίμων ή/και τόκων.
6. Σημειώστε ότι, η διερεύνηση των ποινικών αδικημάτων που πιθανόν να διαπράχθηκαν από την εταιρεία σας και τους διευθυντές της ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.»
Με σχεδόν πανομοιότυπο περιεχόμενο είναι η επιστολή της 25/7/02 που αφορά την προσφυγή αρ. 854/02, με τη μόνη διαφορά ότι εκεί έγινε εξέταση για την περίοδο από 1/7/92 μέχρι 30/6/00 και το αιτούμενο ποσό Φ.Π.Α. είναι £252.631,79.
Αναφορικά με την προσφυγή αρ. 1044/02 η απόφαση της 2/10/02 έχει διαφορετική διατύπωση και διαλαμβάνει, στο μέρος που μας ενδιαφέρει, ως εξής:
«Απαίτηση εξόφλησης χρέους
Σύμφωνα με το εδάφιο (8) του άρθρου 45 και της παραγράφου 4(1) του Δέκατου Παραρτήματος του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(1)/2000), καλείστε να καταβάλετε εντός 14 ημερών από την ημερομηνία λήψεως της παρούσας απαίτησης το οφειλόμενο ποσό των Λ.Κ. 88.892,18.
Το πιο πάνω ποσό προκύπτει από τη βεβαίωση του ποσού του οφειλόμενου φόρου ύστερα από την πραγματοποίηση φορολογικού ελέγχου.
Επισυνάπτεται αναλυτική κατάσταση χρέους κατά τη 10/8/2002.»
Από την αναλυτική κατάσταση που συνοδεύει την εν λόγω επιστολή, φαίνεται ότι στο οφειλόμενο ποσό των £90.099,48, (ως η κατάσταση λογαριασμού ημερ. 25/10/02 της οποίας ζητείται η ακύρωση με την θεραπεία Γ), περιλαμβάνεται και το ποσό των £73.381,36 αντικείμενο της προσφυγής αρ. 853/02. Προφανώς γιαυτό και ο καθού η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η επιστολή ημερ. 2/10/02 με την οποία αποστάληκε στις αιτήτριες η κατάσταση λογαριασμού και η απαίτηση του ποσού, όπως διαμορφώθηκε μέχρι τότε, δεν αποτελούν εκτελεστή διοικητική πράξη και/ή απόφαση και επομένως δεν μπορούν να είναι αντικείμενο προσφυγής. Βασίστηκε η πλευρά του καθού η αίτηση και σε σχετική νομολογία (βλ. Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 645/97 ημερ. 20/4/99, Χατζηχαμπής Δ., Καλαπαλίκης ν. Δημοκρατίας υποθ. αρ. 704/06 ημερ. 5/2/99, Κωνσταντινίδης Δ και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας υποθ. 342/97 ημερ. 10/9/99, Αρτέμης, Δ).
Στην Καλαπαλίκης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) λέχθηκαν τα εξής:
«Εφόσον οι καταστάσεις εμφανίζονται να συνοψίζουν απλώς όσα προκύπτουν ως οφειλόμενα, δεν είναι εκτελεστές πράξεις αλλά έγγραφα πληροφοριακής φύσης. Ας σημειωθεί πως δεν εγείρεται ως λόγος ακυρότητας τους οτιδήποτε το ξεχωριστό, που δεν ανατρέχει δηλαδή στην εγγραφή. Η προσφυγή 938/96 και τα αιτήματα Γ στις άλλες είναι απαράδεκτα αφού δεν αφορούν σε εκτελεστή πράξη.»
Ενόψει της πιο πάνω θέσης του καθού η αίτηση, με την απαντητική του αγόρευση στις υποθέσεις 853/02 και 1044/02 ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητριών δηλώνει ότι δε θα επιμείνει στην προσφυγή αρ. 1044/02 αλλά επειδή η προδικαστική ένσταση εγείρεται για πρώτη φορά με τη γραπτή αγόρευση του καθού η αίτηση, η απόσυρση της πρέπει να είναι χωρίς έξοδα.
Με βάση τα πιο πάνω και εφόσον η απόφαση που προσβάλλεται με την προσφυγή 853/02 ουσιαστικά καλύπτει το βασικό ποσό που περιέχεται στις καταστάσεις λογαριασμού της προσφυγής 1044/02, η προσφυγή αυτή απορρίπτεται αλλά υπό τις περιστάσεις χωρίς έξοδα. Μένουν λοιπόν για εξέταση οι προσφυγές 853/02 και 854/02.
Ενόψει του ότι οι πιο πάνω υποθέσεις παρουσιάζουν την ίδια νομική και πραγματική βάση έχουν συνεκδικαστεί σύμφωνα με διάταγμα του δικαστηρίου ημερ. 14/4/05.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΡΙΏΝ (ΠΡΟΣΦ. 853/02, 854/02)
Προβάλλεται από την πλευρά των αιτητριών ότι (α) η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται προς τα άρθρα 23, 24 και 28 του Συντάγματος (β) ότι πεπλανημένα και/ή παράνομα ο καθού η αίτηση αποφάσισε την είσπραξη φορολογίας προστιθέμενης αξίας για την παράδοση καυσίμων στα λιμάνια και τα αεροδρόμια, (γ) πεπλανημένα δεν έλαβε υπόψη και/ή δεν αξιολόγησε το γεγονός ότι οι αιτήτριες δήλωναν στο φόρο εισοδήματος ολόκληρο το ποσό που εισέπραξαν από την παροχή της υπηρεσίας παράδοσης καυσίμων στα λιμάνια και αεροδρόμια, (δ) πεπλανημένα έκρινε ότι το περιεχόμενο των δηλώσεων που υποβλήθηκαν ήταν λανθασμένο, (ε) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του νόμου 158(1)/99 αφού ο καθού η αίτηση εξέδωσε τη βεβαίωση συμπληρωματικών φορολογιών για περίοδο που αυτές έχουν ήδη παραγραφεί.
Σχετικά με τα πιο πάνω, και πιο συγκεκριμένα, είναι η θέση των αιτητριών ότι ο καθού η αίτηση δεν είχε υπόψη τα ακριβή και πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, πριν καταλήξει στις προσβαλλόμενης αποφάσεις. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι πεπλανημένα ο καθού η αίτηση ισχυρίζεται ότι οι αιτήτριες παρείχαν υπηρεσίες οι οποίες φορολογούνται γιατί η παράδοση των καυσίμων στα λιμάνια και αεροδρόμια γινόταν από τις εταιρείες περελαιοειδών και όχι από τις αιτήτριες. Επομένως εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα ισχυρίζεται ο καθού η αίτηση ότι οι αιτήτριες δεν παρέδιδαν οι ίδιες καύσιμα σε λιμάνια και αεροδρόμια, αλλά παρείχαν υπηρεσίες μεταφοράς των καυσίμων σε εταιρείες άλλες, οι οποίες με τη σειρά τους παρέδιδαν τα καύσιμα αυτά στα λιμάνια και τα αεροδρόμια. Είναι επίσης ισχυρισμός των αιτητριών ότι το άρθρο 37 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90 ως έχει τροποποιηθεί) με βάση το οποίο καθορίζεται η υποχρέωση καταβολής στον Έφορο του ποσού που αναγράφεται στο τιμολόγιο ως φόρος, αντίκειται στα άρθρα 23 και 24 του Συντάγματος, αφού το άρθρο 37 επιβάλλει τέτοια υποχρέωση, ανεξάρτητα αν ο Νόμος εξουσιοδοτεί την επιβολή φόρου. Έτσι το γεγονός ότι οι αιτήτριες εταιρείες χρέωσαν και εισέπραξαν ποσό χρημάτων ως φόρο προστιθέμενης αξίας που διαπιστώνεται ότι παράνομα επιβλήθηκε, δεν μπορεί να δημιουργεί υποχρέωση καταβολής του στη Δημοκρατία.
Παρά την κάπως διαφορετική διατύπωση των γεγονότων των υποθέσεων, όπως αυτά φαίνονται στις προσφυγές και ενστάσεις, αλλά και τις γραπτές αγορεύσεις που έχουν καταχωρηθεί, σε αργότερο στάδιο της διαδικασίας και συγκεκριμένα στις 31/5/06, οι διάδικοι (μέσω των συνηγόρων τους) προέβησαν σε ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΔΕΚΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ως ακολούθως:
«1. Οι αιτήτριες εταιρείες, δραστηριοποιούνται με την φόρτωση, μεταφορά και παράδοση καυσίμων και άλλων ειδών παραγωγής από αργό πετρέλαιο, από τις εγκαταστάσεις των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών στη Λάρνακα προς τους υποσταθμούς βενζίνης, τα αεροδρόμια και λιμάνια. Και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, οι αιτήτριες εταιρείες φορτώνουν καύσιμα για τα λιμάνια και αεροδρόμια και τα παραδίδουν ως εφόδια σε πλοία και αεροπλάνα. Η φόρτωση, μεταφορά και παράδοση των καυσίμων, αποτελεί την κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα των μετόχων και διευθυντών των αιτητριών εταιρειών κατά τα τελευταία 50 χρόνια.
2. Διευκρινίζεται περαιτέρω ότι η κυριότητα των πετρελαιοειδών στην προκειμένη περίπτωση, ανήκει στις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών και δεν μεταβιβάζεται στις αιτήτριες εταιρείες, οι οποίες ούτε και αποκτούν την κυριότητα των αγαθών αυτών.
3. Οι αιτήτριες εταιρείες φορτώνουν από τις εγκαταστάσεις των εταιρειών στη Λάρνακα και παραδίδουν στα λιμάνια, τα καύσιμα των πλοίων τα οποία εκφορτώνουν στο ίδιο το πλοίο. Περαιτέρω, οι αιτήτριες εταιρείες, φορτώνουν ειδικά καύσιμα αεροπλάνων, από τις εγκαταστάσεις των εταιρειών στη Λάρνακα και τα παραδίδουν στα αεροδρόμια, τα οποία εκφορτώνουν σε δεξαμενές στους αερολιμένες για ατελή καύσιμα, όπου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εφόδια των αεροπορικών πτήσεων αερογραμμών που έχουν ως τελικό προορισμό έδαφος εκτός Δημοκρατίας. Τα καύσιμα που οι αιτήτριες παραδίδουν στα αεροδρόμια είναι ειδικά και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για αεροπορικές πτήσεις.
4. Η παράδοση και εκφόρτωση των πετρελαιοειδών στα λιμάνια και αεροδρόμια, δεν γίνεται σε πρατήρια των εταιρειών πετρελαιοειδών, οι οποίες στη συνέχεια τα παραδίδουν στα πλοία και αεροπλάνα, όπως πεπλανημένα ισχυρίζεται ο καθ' ου η αίτηση, αφού στα λιμάνια, δεν υπάρχουν ούτε και δεξαμενές και η εκφόρτωση των πετρελαιοειδών, γίνεται απ' ευθείας επί των πλοίων, με τα οχήματα των αιτητριών τα οποία είναι εφοδιασμένα με λάστιχα μήκους μέχρι 50 μ. και με ειδικές αντλίες εκφορτώσεως, καθώς και με φλάντζες, για να συνδεθούν με τα στόμια των σωλήνων εισδοχής των πλοίων.
5. Οι αιτήτριες εταιρείες δεν παρείχαν υπηρεσίες μεταφοράς σε άλλες εταιρείες, αλλά παρέδιδαν τα καύσιμα οι ίδιες στα λιμάνια και τα αεροδρόμια, αφού η παράδοση των καυσίμων στα αεροδρόμια, γινόταν σε δεξαμενές καυσίμων αεροπλάνων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως εφόδια για αεροπορικές πτήσεις εκτός Δημοκρατίας και η πετρέλευση των πλοίων ή σκαφών μέσα στις λιμενικές περιοχές της Κύπρου, γινόταν από τις αιτήτριες εταιρείες, οι οποίες ήταν αδειούχες από την Αρχή Λιμένων Κύπρου. Η πετρέλευση γινόταν από την αιτήτρια με βυτιοφόρα για πλοία που προσέγγιζαν στα κρηπιδώματα των λιμανιών. Τα βυτιοφόρα της αιτήτριας εισέρχονταν στις λιμενικές περιοχές και παράδιδαν καύσιμα σε σκάφη που ήταν μέσα σ' αυτές.»
Με τα παραδεκτά γεγονότα, τις ένορκες δηλώσεις που τέθηκαν ενώπιον μου (των Ραφφί Πογιατζιάν και Πέτρου Επισκόπου εκ μέρους των αιτητριών και του Νίκου Σταύρου εκ μέρους του καθού η αίτηση) αλλά και τη γραμμή αντεξέτασής τους, διαφάνηκε ότι το όλο θέμα είναι πιο απλό απ' ότι αρχικά παρουσιαζόταν. Κύριο ερώτημα στις υποθέσεις αυτές είναι η διαπίστωση των υπηρεσιών που προσέφεραν οι αιτήτριες εταιρείες. Οι ίδιες ισχυρίζονται ότι η παράδοση των καυσίμων στα λιμάνια και αεροδρόμια, (στα πλοία και αεροπλάνα αντίστοιχα), γίνεται από αυτές και όχι από τις εταιρείες πετρελαιοειδών. Αντίθετη είναι η θέση του καθού η αίτηση που ισχυρίζεται ότι «οι αιτήτριες δεν παρέδιδαν οι ίδιες τα καύσιμα σε λιμάνια και αεροδρόμια, αλλά παρείχαν υπηρεσίες μεταφοράς των καυσίμων σε εταιρείες άλλες, οι οποίες με τη σειρά τους παρέδιδαν τα καύσιμα αυτά στα λιμάνια και τα αεροδρόμια.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ.
Προτού αρχίσω την εξέταση των νομικών ισχυρισμών των αιτητριών, προτιμώ να παραθέσω, έστω και περιληπτικά, τη νομική πτυχή που διέπει υποθέσεις αυτής της φύσης με ιδιαίτερη αναφορά στους κανόνες ερμηνείας φορολογικών νόμων αφού στις παρούσες υποθέσεις τίθεται και τέτοιο θέμα.
Ενόψει του τεκμηρίου κανονικότητας των διοικητικών πράξεων οι επίδικες φορολογίες θα πρέπει να θεωρούνται έγκυρες εκτός αν οι αιτητές αποδείξουν το αντίθετο. Από πολύ παλιά (βλ. Coussoumides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 1, σελ. 18, Makrides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 147, 153, Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 699, 667, 669, Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376, Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346 και Goodstones ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 707, 713), αποφασίστηκε ότι σε περιπτώσεις όπως την παρούσα το βάρος απόδειξης είναι στον αιτητή για να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι θα πρέπει να παρέμβει και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Εάν η απόφαση ήταν εύλογα εφικτή για τον καθού η αίτηση, το δικαστήριο δε θα επέμβει και αν ακόμη η υπόθεση ήταν τέτοια που το ίδιο το δικαστήριο δυνατό να κατέληγε σε διαφορετική απόφαση.
Είναι περαιτέρω η θέση των αιτητριών ότι οι πρόνοιες του άρθρου 37 παραβιάζουν το άρθρο 24.2 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει ότι κανένας φόρος δεν επιβάλλεται παρά μόνο με νόμο ή κατ' εξουσιοδότηση νόμου. Από πλευράς του καθού η αίτηση υποστηρίζεται ότι οι εν λόγω φορολογίες επιβλήθηκαν με νομοθετική εξουσιοδότηση. Το σχετικό άρθρο του Νόμου στο οποίο βασίζονται οι αιτήτριες εταιρείες, είναι το 27(5)(β) που διαλαμβάνει ως εξής:
«(5) Η παράδοση οποιωνδήποτε αγαθών υπόκειται σε φορολογικό συντελεστή μηδέν τοις εκατόν (0%) εάν ο Έφορος ικανοποιηθεί ότι το πρόσωπο το οποίο πραγματοποιεί την παράδοσή τους -
(α) Έχει εξαγάγει τα αγαθά αυτά, ή
(β) τα έχει φορτώσει ως εφόδια για θαλάσσια διαδρομή ή αεροπορική πτήση η οποία έχει ως τελικό προορισμό έδαφος εκτός της Δημοκρατίας, ή ως εμπορεύματα τα οποία θα πωληθούν λιανικώς σε πρόσωπα που μεταφέρονται στην εν λόγω διαδρομή ή πτήση σε πλοίο ή αεροπλάνο,
και εάν έχουν ικανοποιηθούν οποιοιδήποτε άλλοι όροι τους οποίους ο Έφορος κρίνει σκόπιμο να επιβάλει.»
Στη γραπτή του αγόρευση η πλευρά του καθού η αίτηση προβάλλει τη θέση ότι το άρθρο αυτό «αφορά αγαθά τα οποία εξάγονται ή έχουν φορτωθεί για θαλάσσια ή αεροπορική διαδρομή. Οι αιτητές μετέφεραν τα πετρελαιοειδή στις δεξαμενές των πελατών τους στα αεροδρόμια και τα λιμάνια και οπουδήποτε αυτές ευρίσκονταν, όμως ήταν οι πελάτες τους που τα φόρτωναν, προμήθευαν, τις αεροπορικές εταιρείες με δικά τους φορτηγά και όχι οι αιτητές.» Συνεχίζει η πλευρά του καθού η αίτηση ως εξής: «Εν πάση περιπτώσει οι αιτητές δεν προσκόμισαν οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι οι ίδιοι φόρτωναν τα καύσιμα στα αεροπλάνα και στα πλοία».
Είμαι της άποψης ότι η πιο πάνω θέση του καθού η αίτηση είναι αντίθετη με τα παραδεκτά γεγονότα, όπως αυτά δηλώθηκαν στις 31/5/06 και ιδιαίτερα τις παραγράφους 3 και 4, ούτως ώστε το πραγματικό υπόβαθρο με βάση το οποίο ο καθού η αίτηση ερμήνευσε τη σχετική νομοθετική πρόνοια, να ήταν εσφαλμένο. Πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, είναι αρκετή για να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης νοουμένου ότι η πλάνη αφορά ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης. (Βλ. μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1994) 3 Α.Α.Δ. 27 σελ. 31, Περικλέους ν. Δημοκρατίας κα (1996)3 Α.-Α.Δ. 174, Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 863, 869-870 και Παπαδόπουλος κα ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 Α.ΑΔ. 276). Ακόμη και η πιθανότητα πλάνης αναφορικά με ουσιώδη γεγονότα, οδηγεί επίσης σε ακύρωση. (Βλ. Δήμος Στροβόλου ν. Πήττα κα (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 55)
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Περικλέους ν. Δημοκρατίας κα. η απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος να φορολογήσει τον εφεσείοντα για εισόδημα που είχε από την πώληση μεριδίου του σε ακίνητο (αφού θεώρησε την επένδυση ότι είχε εμπορικό χαρακτήρα) παρόλο που επιβεβαιώθηκε πρωτόδικα, ακυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακριβώς γιατί η απόφαση του Εφόρου είχε στηριχθεί σε πεπλανημένα γεγονότα. Στη σελ. 177 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεκύρωσε την επίδικη διοικητική απόφαση, λαμβάνοντας ως δεδομένη την ύπαρξη των γεγονότων τα οποία στοιχειοθετούν τη φορολογική απόφαση. Εδώ εντοπίζεται το σφάλμα. Η απουσία οποιουδήποτε στοιχείου, το οποίο να τείνει να υποστηρίζει την ύπαρξη των γεγονότων τα οποία επικαλείται ο Έφορος, αφενός, και η αναμφισβήτητη αντινομική προς την ύπαρξη των γεγονότων αυτών μαρτυρία, αφετέρου, εκθεμελιώνουν την απόφαση του Εφόρου. Η διαπίστωση αυτή καθιστά την απόφαση πεπλανημένη γιατί βασίζεται σε ανύπαρκτα γεγονότα. Πρέπει, επομένως, να παραμερίσουμε την πρωτόδικη απόφαση και να ακυρώσουμε την επίδικη διοικητική απόφαση. Δεν είναι ανάγκη, κατά συνέπεια, να εξετάσουμε κατά πόσο η απόφαση, που αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής, θα ευσταθούσε αν υφίσταντο τα γεγονότα στα οποία εδράζεται. Αυτό θα αποτελούσε θεωρητικό εγχείρημα το οποίο δε θα επιχειρήσουμε.»
Στρεφόμενος στη δική μας υπόθεση, προσέχω ότι τα γεγονότα με βάση τα οποία λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις όπως επικαλείτο αυτά η πλευρά του καθού η αίτηση στην ένσταση και γραπτή της αγόρευση πριν την 31/5/06 που δηλώθηκαν κοινώς παραδεκτά γεγονότα, είναι ουσιωδώς διαφορετικά από αυτά που αναφέρονται στα παραδεκτά γεγονότα και ιδιαίτερα τις παραγράφους 3 και 4 όπου φαίνεται ότι «πεπλανημένα» ο καθού η αίτηση θεωρούσε μέχρι τότε ότι η παράδοση γινόταν ξανά στις εταιρείες από τις οποίες είχαν φορτωθεί τα πετρελαιοειδή. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι, αν οι υποθέσεις αυτές εξετάζονταν με βάση τα γεγονότα που περιέχονται στα παραδεκτά γεγονότα (και ιδιαίτερα αυτά των παραγράφων 3 και 4), τότε η απόφαση του καθού η αίτηση δυνατό να ήταν ότι η περίπτωση καλύπτεται από τις πρόνοιες του άρθρου 27(5)(β) του Νόμου που διαλαμβάνει ότι ο φορολογικός συντελεστής είναι μηδέν τοις εκατόν (0%).
Αναφέρομαι ξανά στις παραγράφους 3 και 4 των παραδεκτών γεγονότων υπογραμμίζοντας τα σημεία εκείνα που κρίνω ότι είναι σε ουσιώδη αντίθεση με τα γεγονότα με βάση τα οποία έκρινε ο καθού η αίτηση ότι στην περίπτωση δεν εφαρμόζεται η πρόνοια για μηδενικό συντελεστή.
«3. Οι αιτήτριες εταιρείες φορτώνουν από τις εγκαταστάσεις των εταιρειών στη Λάρνακα και παραδίδουν στα λιμάνια, τα καύσιμα των πλοίων τα οποία εκφορτώνουν στο ίδιο το πλοίο. Περαιτέρω, οι αιτήτριες εταιρείες, φορτώνουν ειδικά καύσιμα αεροπλάνων, από τις εγκαταστάσεις των εταιρειών στη Λάρνακα και τα παραδίδουν στα αεροδρόμια, τα οποία εκφορτώνουν σε δεξαμενές στους αερολιμένες για ατελή καύσιμα, όπου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εφόδια των αεροπορικών πτήσεων αερογραμμών που έχουν ως τελικό προορισμό έδαφος εκτός Δημοκρατίας. Τα καύσιμα που οι αιτήτριες παραδίδουν στα αεροδρόμια είναι ειδικά και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για αεροπορικές πτήσεις.
4. Η παράδοση και εκφόρτωση των πετρελαιοειδών στα λιμάνια και αεροδρόμια, δεν γίνεται σε πρατήρια των εταιρειών πετρελαιοειδών, οι οποίες στη συνέχεια τα παραδίδουν στα πλοία και αεροπλάνα, όπως πεπλανημένα ισχυρίζεται ο καθ' ου η αίτηση, αφού στα λιμάνια, δεν υπάρχουν ούτε και δεξαμενές και η εκφόρτωση των πετρελαιοειδών, γίνεται απ' ευθείας επί των πλοίων, με τα οχήματα των αιτητριών τα οποία είναι εφοδιασμένα με λάστιχα μήκους μέχρι 50 μ. και με ειδικές αντλίες εκφορτώσεως, καθώς και με φλάντζες, για να συνδεθούν με τα στόμια των σωλήνων εισδοχής των πλοίων.»
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι οι προσβαλλόμενες με τις προσφυγές αρ. 853/02 και 854/02 αποφάσεις λήφθηκαν στη βάση πραγματικής πλάνης, ουσιώδους μορφής, που είναι ένας από τους λόγους που επικαλούνται οι αιτήτριες, ούτως ώστε να επιβάλλεται η ακύρωση των επίδικων φορολογιών. Επομένως δε χρειάζεται να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους τους οποίους προώθησαν οι αιτήτριες εταιρείες όπως για παράδειγμα αν το άρθρο 37 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου είναι αντισυνταγματικό. Τέτοιο θέμα θα χρειαζόταν να εξεταστεί αν τα γεγονότα ήσαν τέτοια που η εν λόγω μεταφορά πετρελαιοειδών δεν υπόκειτο σε φόρο προστιθέμενης αξίας. Εδώ η θέση του καθού η αίτηση είναι ότι υπόκειτο σε φόρο, θέμα όμως που στηρίχθηκε σε πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Θέματα συνταγματικότητας εξετάζονται μόνο όπου τούτο είναι αναγκαίο για την υπό εκδίκαση υπόθεση και εδώ εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μου αυτό δεν είναι αναγκαίο.
Ενόψει των πιο πάνω οι προσφυγές 853/02 και 854/02 επιτυγχάνουν με έξοδα. Οι προσβαλλόμενες φορολογίες ακυρώνονται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή 1044/02 απορρίπτεται, αλλά υπό τις περιστάσεις χωρίς έξοδα.
Μ. Φωτίου, Δ.