ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δρουσιώτης ν. Δήμου Δατσιών (1992) 3 ΑΑΔ 437
Παπαδόπουλος Mάριος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608
Δημοκρατία της Kύπρου ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 ΑΑΔ 1037
Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 357/2005)
29 Μαρτίου, 2007
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΙΛΟΘΕΗ Μ. ΜΟΥΡΤΖΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
Α.Σ Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Γ. Ερωτοκρίτου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Φιλοθέη Μουρτζή (αιτήτρια) αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) της 14/1/2005, με την οποία προήχθησαν κατόπιν επανεξέτασης η Ελένη Λάμπρου και η Παναγιώτα Δημητρίου (ενδιαφερόμενα μέρη) στη θέση Ανώτερης Επισκέπτριας Αδελφής (Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας) αναδρομικά από 1/10/1991.
(α) Τα γεγονότα.
Με τρεις διαδοχικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακυρώθηκαν αντίστοιχες αποφάσεις της Ε.Δ.Υ. για την προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών στη θέση Ανώτερης Επισκέπτριας Αδελφής, ο τίτλος της οποίας αντικαταστάθηκε από 1/1/1992 με τον τίτλο Πρώτος Λειτουργός Επισκεπτριών Υγείας. Η τελευταία απόφαση προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών, κατόπιν επανεξέτασης, αναδρομικά από 1/10/1991, προσβλήθηκε από την αιτήτρια και ακυρώθηκε με την προσφυγή Φιλοθέη Μ. Μουρτζή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 133/2002, της 26/11/2003, γιατί η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν ήταν αιτιολογημένη κατά παράβαση του άρθρου 34(6) του Νόμου 1/90.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης η Συμβουλευτική Επιτροπή επανεξέτασε τις αιτήσεις των υποψηφίων (μεταξύ των οποίων εκείνες της αιτήτριας και των ενδιαφερόμενων μερών), χωρίς να τους καλέσει σε νέα προφορική εξέταση, χαρακτηρίζοντας την αιτήτρια ως "πολύ καλή" και τα ενδιαφερόμενα μέρη ως "εξαίρετες". Μετά τη διαβίβαση της αξιολόγησης στην Ε.Δ.Υ. η τελευταία ζήτησε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα κατά πόσο υπήρχε υποχρέωση διενέργειας προφορικής εξέτασης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στα πλαίσια της επανεξέτασης. Ως αποτέλεσμα της απάντησης του Γενικού Εισαγγελέα ότι υπήρχε υποχρέωση διενέργειας προφορικής εξέτασης, σύμφωνα με την απόφαση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, η Ε.Δ.Υ. παρέπεμψε τις αιτήσεις των υποψηφίων στη Συμβουλευτική Επιτροπή με οδηγίες για τη διενέργεια προφορικής εξέτασης.
Με βάση την προφορική εξέταση η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε την αιτήτρια ως "πάρα πολύ καλή" και τα ενδιαφερόμενα μέρη ως "εξαίρετες" και απέστειλε νέα αιτιολογημένη έκθεση στην Ε.Δ.Υ. με την οποία συστήνονταν για προαγωγή τόσο η αιτήτρια όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Μετά τη δική της αξιολόγηση η Ε.Δ.Υ., αφού άκουσε και τη Διευθύντρια των Ιατρικών Υπηρεσιών, αποφάσισε την προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί η διεξαγωγή νέων προφορικών εξετάσεων παραβίασε το δεδικασμένο, την αρχή της ίσης μεταχείρισης και γιατί η απόφαση λήφθηκε κάτω από συνθήκες πλάνης περί τα πράγματα, γιατί υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων και γιατί η σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας είναι παράνομη.
(β) Η παραβίαση του δεδικασμένου με τη διενέργεια νέας προφορικής εξέτασης.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι εφόσον η ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 133/2002 βασίστηκε στην έλλειψη αιτιολογίας της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η διενέργεια νέας προφορικής εξέτασης δεν ήταν δυνατή αφού έτσι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 58 του Νόμου 158(Ι)/99 που κωδικοποιεί τις αρχές της επανεξέτασης, ενώ ταυτόχρονα παραβιαζόταν η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Και τούτο γιατί μετά από 13 χρόνια από την πρώτη προφορική εξέταση που έλαβε χώρα το 1991, μπορούσε να είχε μεταβληθεί το γνωσιολογικό υπόβαθρο, οι ιδιότητες και οι ικανότητες των υποψηφίων.
Η πιο πάνω εισήγηση είναι ορθή. Σύμφωνα με τις αρχές που έχουν καθιερωθεί νομολογιακά, η επανεξέταση διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. (Βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ., Προσφυγή Αρ. 810/2004, της 12/2/2007 (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας).
Στην παρούσα περίπτωση εκείνο που αναμενόταν ήταν η δέουσα αιτιολόγηση της αξιολόγησης της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία και όχι η δημιουργία νέων στοιχείων με την επανάληψη της προφορικής εξέτασης μετά παρέλευση 13 χρόνων από τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς αυτό να προκύπτει από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Το πλαίσιο της επανεξέτασης είχε προσδιοριστεί στην ακυρωτική απόφαση. Η διεξαγωγή μιας νέας προφορικής εξέτασης θα είχε σημασία μόνο στην περίπτωση που είχε κριθεί στην ακυρωτική απόφαση της 26/11/2003 ότι έπασχε η προφορική εξέταση που έγινε στην αρχική διαδικασία. Στην προκείμενη υπόθεση η διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της νομολογίας που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις επανεξέτασης ύστερα από ακυρωτική απόφαση. (Βλ. Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437). Η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε καθ' υπέρβαση των υποδείξεων της δικαστικής απόφασης της 26/11/2003, επιβάλλοντας στη Συμβουλευτική Επιτροπή τη διενέργεια νέας προφορικής εξέτασης, τα αποτελέσματα της οποίας ως νέο στοιχείο συντέλεσαν στην επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών για προαγωγή στην επίδικη θέση.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με £700 έξοδα σε βάρος της Ε.Δ.Υ.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ