ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 66
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 826/2005)
9 Φεβρουαρίου, 2007
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΤΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή.
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ'ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 14.6.2005 (Αντίγραφο επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α στην παρούσα) και η οποία λήφθηκε από τον Αιτητή στις 20.6.05 και με βάση την οποία απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Αδειών η Ιεραρχική Προσφυγή του Αιτητή εναντίον της αρνητικής απόφασης της Αρχής Αδειών για χορήγηση σ' αυτόν νέας άδειας αστικού ταξί με έδρα την Αμμόχωστο είναι άκυρη και/ή παράνομη εξ υπαρχής και εστερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.»
Η Αρχή Αδειών με ανακοίνωση της γνωστοποίησε σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι δέχεται αιτήσεις μέχρι τις 30.10.2001 για τη χορήγηση νέων αδειών οδικής χρήσεως αστικών ταξί για όλες τις αστικές περιοχές της Κύπρου. Αναφερόταν στην ανακοίνωση ότι θα ληφθούν υπόψη και όσες αιτήσεις υπεβλήθησαν κατά την περίοδο μεταξύ 1.1.1998 και 31.3.1998. Ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση την πιο πάνω περίοδο του 1998. Έτσι η Αρχή Αδειών με επιστολή της ζήτησε από τον αιτητή να υποβάλει τα απαιτούμενα πιστοποιητικά και βεβαιώσεις για να διαπιστωθεί κατά πόσο ικανοποιεί τα κριτήρια που τέθηκαν για τη χορήγηση των νέων αυτών αδειών. Ο αιτητής ανταποκρίθηκε σ' αυτή την επιστολή της Αρχής Αδειών και υπέβαλε στις 18.10.2001 τα σχετικά έγγραφα.
Στις 16.1.2002 η Αρχή Αδειών σε συνεδρία της ενημερώθηκε από έρευνα του Τμήματος Μεταφορών για την αξία πώλησης των αδειών οδικής χρήσεως των αστικών ταξί ανά τροχαία περιοχή.
Στις 6.2.2002 η Αρχή Αδειών σε συνεδρία της ενημερώθηκε για τις απόψεις των εκπροσώπων των αυτοκινητιστικών οργανώσεων.
Στις 16.4.2002 ετοιμάστηκε έκθεση από τον Ανώτερο Ελεγκτή Μεταφορών Λάρνακας/Αμμοχώστου με όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την αίτηση του αιτητή.
Στις 14.6.2002 ο αιτητής κλήθηκε και παρακάθισε σε προφορική εξέταση ενώπιον της Αρχής Αδειών.
Στις 5.7.2002 το Τμήμα οδικών Μεταφορών κατάθεσε στην Αρχή Αδειών σημείωμα με τις απόψεις του, σύμφωνα με το άρθρο 5(14) του Ν. 9/82.
Στις 8.7.2002 η Αρχή Αδειών, σε συνεδρία της, αφού έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που ήταν ενώπιον της, καθόρισε τα αριθμητικά πλαίσια των νέων αδειών που θεώρησε ότι έπρεπε να χορηγηθούν για κάθε Αστική Τροχαία Περιοχή.
Στις 15.10.2002 η Αρχή Αδειών, σε συνεδρία της, αφού εξέτασε τους διοικητικούς φακέλους των αιτητών για την Αστική Περιοχή Αμμοχώστου, ενέκρινε τους αιτητές με αύξοντα αριθμό 1-64 και απέρριψε την αίτηση του αιτητή.
Στις 16.12.2002 ο αιτητής υπέβαλε Ιεραρχική Προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης της Αρχής Αδειών.
Στις 6.5.2004 η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών (Α.Α.Α.), σε συνεδρία της, άκουσε το δικηγόρο του αιτητή, ο οποίος κατέθεσε γραπτή αγόρευση, και υπέβαλε τον ίδιο τον αιτητή σε προφορική εξέταση. Αφού περατώθηκε η προφορική εξέταση του αιτητή η Α.Α.Α., όπως φαίνεται στα πρακτικά, στο φάκελο που είναι ενώπιον μου ως Τεκμήριο 1, επεφύλαξε την απόφαση της. Στη συνεδρία αυτή ήταν παρόντες ο Πρόεδρος της Αρχής κ. Α. Μισός και τα Μέλη κ.κ. Γ. Ιωάννου, Γ. Κυπριανού, Λ. Λυσάνδρου και Χ. Παντελή.
Την 11.6.2005 η Α.Α.Α. εξέδωσε την απόφαση της με την οποία απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή και επικύρωσε την απόφαση της Αρχής Αδειών. Την απόφαση της Α.Α.Α. έλαβαν ο Πρόεδρος της Α. Μισός και τα Μέλη Γ. Κυπριανού και Λ. Λυσάνδρου. Από τα πρακτικά, όπως φαίνονται στο διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1, παρόντες ήσαν ο Πρόεδρος και τα δύο πιο πάνω ονομαζόμενα Μέλη. Δεν έλαβαν μέρος στη συνεδρία και φυσικά δεν έλαβαν μέρος στη λήψη της επίδικης απόφασης τα Μέλη Γ. Ιωάννου και Χ. Παντελή.
Στην προσφυγή του ο αιτητής προβάλλει διάφορους λόγους ακύρωσης μεταξύ των οποίων και τον εξής:-
«Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση και οποιαδήποτε απόφαση ενδιάμεση και/ή προπαρασκευαστική εκδόθηκε υπό συλλογικού οργάνου το οποίο δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης τον αναπτύσσει μόνο στην απαντητική αγόρευση του. Ισχυρίζεται και είναι ορθό, ότι τα αντίγραφα των πρακτικών που επισυνάφθησαν στη γραπτή ένσταση των καθ' ων η αίτηση είναι ελλιπή. Δεν περιλαμβάνονται οι δύο κρίσιμες συνεδρίες που πρώτο υποβλήθηκε ο αιτητής σε προφορική εξέταση και δεύτερο όταν λήφθηκε η επίδικη απόφαση.
Η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση κατά τις διευκρινήσεις ενώπιον μου δεν αντέκρουσε τις εισηγήσεις του συνηγόρου του αιτητή επί της ουσίας, αρκέσθηκε απλώς να δηλώσει ότι οτιδήποτε υπήρχε στο φάκελο είχαν επισυναφθεί στη γραπτή ένσταση και στη γραπτή αγόρευση της.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Από το διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1, προκύπτει, όπως ανάφερα προηγουμένως, ότι κατά την εξέταση της υπόθεσης και κατά την προφορική εξέταση του αιτητή παρευρίσκοντο και τα Μέλη Γ. Ιωάννου και Χ. Παντελή τα οποία δεν φαίνεται να έχουν λάβει μέρος στη λήψη της επίδικης απόφασης. Δεν φαίνεται στα πρακτικά, επίσης, εάν εκλήθησαν με οποιοδήποτε τρόπο στην τελική συνεδρία κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση.
Το άρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999) έχει ως εξής:
«Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί αν λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»
Η νομολογία επίσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέχθηκε και διαμόρφωσε τις αρχές αυτές τις οποίες κωδικοποίησε ο πιο πάνω νόμος.
Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 53 αναφέρονται τα εξής καταληκτικά στη σελίδα 62:-
«Όμως θεωρούμε σαν καίριο πλήγμα για τη νομιμότητα της σύνθεσης της Επιτροπής την απουσία του Α. Δημητρίου από τη συνεδρία της 27/8/02 όταν εκδόθηκε η απόφαση για την επιβολή ποινής στην Αρχή. Ήταν παρών στις 26/8/02 όταν η Αρχή κρίθηκε ένοχη. Δεν είναι γνωστό αν ορίστηκε συνεδρία για επιβολή ποινής. Όπως και να έχει το πράγμα η απουσία του πλήττει καίρια τη νομιμότητα σύνθεσης της Επιτροπής εφόσον σκοπός της συνεδρίας στις 27/8/02 ήταν η επιβολή ποινής, πολύ περισσότερο αφού ήταν παρών κατά τη λήψη απόφασης για την ενοχή της Αρχής. Είναι άγνωστο, πως η παρουσία του θα ήταν δυνατό να επηρεάσει το αποτέλεσμα της απόφασης.»
(Βλέπε επίσης: Λ. Ευσταθίου κ.ά. ν. Παναγιώτας Πολυβίου και Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (2000) 3 Α.Α.Δ. 367).
Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι ο λόγος ακύρωσης για κακή σύνθεση του συλλογικού οργάνου κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης ευσταθεί.
Με την κατάληξη μου αυτή δεν προκύπτει η ανάγκη εξέτασης των άλλων λόγων ακύρωσης που προτείνει ο αιτητής.
Η προσφυγή γίνεται δεκτή με £600 έξοδα υπέρ του αιτητή.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ