ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1656/2005)
16 Φεβρουαρίου, 2007
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ALIREZA OSHAGHPOUR,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
Α. Παπασιάντης, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος είναι Ιρανός και συνιδιοκτήτης ενός κοσμηματοπωλείου στο Ιράν, έφθασε στην Κύπρο στις 9/1/2002 και στις 14/1/2002 υπέβαλε αίτηση για την παροχή πολιτικού ασύλου. Στην αίτηση του ανέφερε ότι ήλθε στην Κύπρο γιατί στο Ιράν δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν υπάρχει ελευθερία έκφρασης και λόγου και γιατί η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Πιο συγκεκριμένα ανέφερε ότι είχε διαφορές με το συνέταιρο του στο κοσμηματοπωλείο, ο οποίος του χρωστούσε χρήματα και ότι προς διευθέτηση της διαφοράς είχε μεσολαβήσει ένα τρίτο πρόσωπο κοινός φίλος και των δύο. Το πρόσωπο αυτό ήταν μέλος της μυστικής αστυνομίας του Ιράν και όταν ο αιτητής αρνήθηκε να δεχθεί τη συμβιβαστική πρόταση που του υποβλήθηκε εκ μέρους του συνεταίρου του από το τρίτο πρόσωπο, ο τελευταίος μαζί με έναν άλλο τον απήγαγαν. Αφού τον κράτησαν για πέντε μέρες και τον βασάνισαν ρίχνοντας του μεταξύ άλλων και κρύο νερό στο σώμα, του ζήτησαν να υπογράψει δήλωση ότι δεν θα ξανασυμμετάσχει σε ενέργειες εναντίον του Ιρανικού καθεστώτος. Ο αιτητής δεν κατάγγειλε το επεισόδιο αλλά κατόρθωσε να διαφύγει από το Ιράν.
Όταν κλήθηκε σε συνέντευξη ο αιτητής παρουσίασε μια διαφορετική εικόνα των γεγονότων που είχε περιλάβει στην αίτηση ασύλου. Σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν απάντησε ότι δεν ήταν πολιτικά ενεργός και ότι τελικά κατόρθωσε να διαφύγει από το αεροδρόμιο της Τεχεράνης δωροδοκώντας μέσω ενός ανώνυμου ταγματάρχη τους υπαλλήλους του αεροδρομίου.
Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα του αφού έκρινε ότι ο αιτητής δεν ενέπιπτε μέσα στις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 (σύμφωνα με το οποίο πρόσφυγας θεωρείται πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού δεν είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής), ούτε ήταν δυνατό να παραχωρηθεί σε αυτό το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας του άρθρου 19(1).
Ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή, αλλά η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αφού υιοθέτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου απέρριψε την προσφυγή.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενος ότι
(i) Δεν είχε γίνει η δέουσα έρευνα και
(ii) Ο αιτητής δεν κλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.
(i) Έλλειψη δέουσας έρευνας.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ιστοσελίδα του διαδικτύου μέσω της οποίας οι καθ'ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του με νόμιμες διαδικασίες και επίδειξη διαβατηρίου στο αεροδρόμιο χωρίς να εμποδιστεί από τις αρχές, δεν απέκλειε το ενδεχόμενο εξόδου από τη χώρα με δωροδοκία ή πλαστά έγγραφα. Επιπρόσθετα ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να αξιολογηθούν συγκεκριμένα έγγραφα τα οποία υποστήριζαν τις θέσεις του.
Η πιο πάνω εισήγηση είναι αβάσιμη. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου έγινε επαρκής έρευνα μέσα στα πλαίσια της οποίας εξετάστηκαν και τα πιο πάνω θέματα τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου όσο και από την Αναθεωρητική Αρχή.
Αναφορικά με τον τρόπο εξόδου του αιτητή από το Ιράν, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διερεύνησε το ζήτημα και από τις πληροφορίες που συνέλεξε διεφάνη ότι με τους πολλούς και αυστηρούς ελέγχους που διενεργούνται στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο το εγχείρημα για την αναχώρηση είτε με δωροδοκία είτε με κατοχή και επίδειξη ψευδών εγγράφων. Το πιο πάνω συμπέρασμα το οποίο θεωρήθηκε ότι έπληττε την αξιοπιστία του αιτητή επικροτήθηκε ως ορθό και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.
Αναφορικά με τα έγγραφα με τα οποία ο αιτητής εφοδίασε την Υπηρεσία Ασύλου και τα οποία κατά την άποψη του δεν αξιολογήθηκαν, αυτά λήφθηκαν υπόψη και σχολιάστηκαν στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής. Πιο συγκεκριμένα επρόκειτο για ένα πιστοποιητικό ότι ο αιτητής ήταν κάτοχος ενός καταστήματος, γεγονός όμως το οποίο εύλογα θεωρήθηκε ότι δεν τεκμηρίωνε τους ισχυρισμούς του ότι είχε προβλήματα με το συνέταιρό του, ένα έγγραφο με το οποίο ο αιτητής καλείτο σε δίκη στις 22/11/2001 για αντικαθεστωτικές δραστηριότητες, του οποίου όμως η γνησιότητα αμφισβητήθηκε λόγω της αναχώρησης του αιτητή με νόμιμο τρόπο από τη χώρα του στις 9/1/2002 και τέλος, ένα έγγραφο των αστυνομικών αρχών για την κατοχή του οποίου ο αιτητής δεν έδωσε πειστική απάντηση.
Έχει ήδη καθιερωθεί νομολογιακά από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το εκδικάζον τη νομιμότητα μιας διοικητικής απόφασης Δικαστήριο δεν μπορεί να επεμβαίνει σε κάθε περίπτωση πάνω σε θέματα κρίσης της αρμόδιας αρχής, για να καταλήξει σε υποκατάσταση της κρίσης της διοικητικής αρχής. (Βλ. Anayat Samson v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Προσφυγή Αρ. 628/2005, της 26/6/2006, Azia Abdul Khalifa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Προσφυγή Αρ. 548/2005, της 26/6/2006 και Mohammad Reza Zahmatkesh v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Προσφυγή Αρ. 198/2005, της 26/6/2006).
Στην παρούσα υπόθεση η έρευνα που είχε διεξαχθεί ήταν εμπεριστατωμένη και επαρκής και το σχετικό συμπέρασμα της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ήταν εύλογα επιτρεπτό.
(ii) Ο αιτητής δεν κλήθηκε σε συνέντευξη.
Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι ενόψει των ισχυρισμών που είχε προβάλει και των εγγράφων που είχε παρουσιάσει, θα έπρεπε να είχε κληθεί σε συνέντευξη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων προς το σκοπό εξαγωγής ορθών συμπερασμάτων ως προς τη δυνατότητα παροχής στον αιτητή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Ο προβαλλόμενος λόγος δεν ευσταθεί. Το άρθρο 28Ζ του περί Προσφύγων Νόμου παρέχει στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διακριτική ευχέρεια να καλεί σε προσωπική συνέντευξη ή να διεξάγει ακροαματική διαδικασία σε περίπτωση που το κρίνει σκόπιμο. Όπως έχει αποφασιστεί από την πλήρη Ολομέλεια στην Harpeet Singh v. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 481/2005, της 26/6/2006, η Αναθεωρητική Αρχή δεν έχει υποχρέωση να καλεί τους αιτητές σε προσωπική συνέντευξη. Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής είχε την ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του και μέσω του δικηγόρου του με τη διοικητική προσφυγή και με την εκτενή ιδιόχειρη επιστολή του που επισύναψε στη διοικητική προσφυγή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £400 έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ