ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                      &n bsp;                          Υπóθεση  Αρ. 1155/04

 

 

28  Φεβρουαρίου, 2007

 

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΗΚΑΣ

                                    Αιτητής

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

                                    Καθ΄ ής η αίτηση.

................................

 

Σ. Μαμαντόπουλος,  για τον αιτητή

Δ. Εργατούδη (κα), Νομικός Λειτουργός για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθής η αίτηση.

Ι. Νικολάου, για το ενδιαφερόμενο μέρος Παναγιώτα Χατζηζωρτζή

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 24.9.04 και με την οποία προήγαγε στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης από την 15.4.04 την Χατζηζωρζή Παναγιώτα αντί του αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και  στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Για την πλήρωση 41 θέσεων υποβλήθηκαν 133 αιτήσεις, μετά που ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού είχε διαβιβάσει, στις 8.1.2004 τη σχετική έγκριση για πλήρωση των θέσεων.  Με νεότερο έγγραφο ημερ. 25.2.2004 ακολούθησε έγκριση για πλήρωση 4 επιπρόσθετων θέσεων Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής εκπαίδευσης. Η θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας ως πρώτου διορισμού και προαγωγής.

 

Για την επιλογή των καταλληλότερων για διορισμό-προαγωγή, ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στους περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμους 1969 - 2003 (στο εξής θα αναφέρεται o Νόμος ).  Οι αιτήσεις τέθηκαν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία, κατόπιν μελέτης των προσωπικών φακέλων των αιτητών, προέβηκε στην αριθμητική αποτίμηση της αξίας τους, των προσόντων τους και της αρχαιότητας τους με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(4)(α), (β) και (γ) του Νόμου.

 

Αναφορικά με την απόδοση μονάδων για πρόσθετα προσόντα, η Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση την τροποποίηση του νόμου ημερομηνίας 17.5.99, αποφάσισε να δίδονται ως εξής:

5 μονάδες για διδακτορικό τίτλο

3 μονάδες για το προσόν Μ.Α.,

2 μονάδες για μεταπτυχιακό δίπλωμα ή πτυχίο ή τίτλο διάρκειας ενός τουλάχιστον έτους (για το πτυχίο Μαρασλείου παραχωρούνται δύο μονάδες

1 μονάδα για δεύτερο πτυχίο

0.50 μονάδα για πτυχίο εξομοίωσης ή άλλο πιστοποιητικό παρακολούθησης (certificates)

 

Στη συνέχεια, η Συμβουλευτική Επιτροπή με έγγραφο της ημερ.25.2.2004, διαβίβασε την έκθεσή της και τον κατάλογο των υποψηφίων, τους οποίους αυτή σύστησε με σειρά προτεραιότητας, στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.  Ο αιτητής ήταν στην 129η θέση στον κατάλογο με σύνολο μονάδων 191,00.  Συγκέντρωσε αναλυτικότερα: Μονάδες αξίας 185, μονάδες αρχαιότητας 3 και μονάδες σε προσόντα 3.   Το ε.μ. Χατζηζωρζή Παναγιώτα, (στην 81η θέση στον κατάλογο προτεινομένων), συγκέντρωσε σύνολο μονάδων 193.92.  (Μονάδες αξίας 190, μονάδες αρχαιότητας 3,42 και 0,50 μονάδες αναφορικά με τα προσόντα).

 

Κατά τη συνεδρίασή της ημερομηνίας 16.3.2004, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Επιτροπή ή Ε.Ε.Υ.), εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν από ενδιαφερόμενους για αναθεώρηση του καταλόγου των προτεινόμενων υποψηφίων που είχε καταρτίσει η Συμβουλευτική Επιτροπή. Υποβλήθηκαν 4 ενστάσεις ανάμεσα στις οποίες και μία, που προερχόταν από τον αιτητή Γεώργιο Ζήκα.   Η ένσταση του αφορούσε ειδικότερα τη σειρά του στον κατάλογο προτεινομένων που κατάρτισε η Συμβουλευτική επιτροπή και στην οποία ισχυριζόταν ότι είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος και ότι αξιολογήθηκε λανθασμένα από την αρμόδια αρχή.   Η Επιτροπή αφού εξέτασε την ένσταση του αποφάσισε να τον πληροφορήσει με τα ακόλουθα:

 

«.................................................................................................

 

(ι) Η ένσταση του δεν έγινε δεκτή. Η Συμβουλευτική επιτροπή ορθά του παραχώρησε 3 μονάδες για τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών που κατέχει (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης Παιδαγωγικών Επιστημών του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης)

 

(ιι) Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι η βαθμολογία του με την οποία τον αξιολόγησε η αρμόδια αρχή είναι χαμηλή σε σχέση με άλλους υποψηφίους για την παρούσα θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, η Επιτροπή τον πληροφόρησε ότι δεν είναι αρμοδιότητα της το θέμα της βαθμολογίας αλλά θέμα αποκλειστικής αρμοδιότητας του Υπουργείου Παιδείας. »

 

Στη συνέχεια, η ΕΕΥ προχώρησε στην εξέταση της νομιμότητας του καταλόγου που είχε καταρτίσει η Συμβουλευτική Επιτροπή και διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούσαν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας των υπό πλήρωση θέσεων, και κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων σύμφωνα με το άρθρο 35Β(8) του Νόμου. Ακολούθως αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο, σε προσωπική συνέντευξη, καθορίζοντας εκ των προτέρων τα κριτήρια για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη.  Οι προσωπικές συνεντεύξεις έγιναν στις 8.3.04, 22.3.04, 23.3.04, 5.4.04, 6.4.04 και 7.4.04.

 

Στις 7.4.04, η Επιτροπή (ΕΕΥ) πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση προσφέροντας προαγωγή στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής εκπαίδευσης από 15.4.2004 και 1.9.2004 στους 45 υποψήφιους, μεταξύ των οποίων ήταν και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του οποίου την προαγωγή προσβάλλει ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Είναι η θέση του αιτητή ότι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας πεπλανημένα, αυθαίρετα και παράνομα απέρριψε την αίτησή του με αποτέλεσμα να παραμείνει στον κατάλογο προτεινομένων στη θέση 129, ενώ με κανονική και δίκαιη βαθμολογία θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή του καταλόγου προτεινομένων. Ισχυρίζεται ότι κατατάγηκε στη θέση αυτή λόγω πεπλανημένων, παράνομων και αυθαίρετων βαθμολογιών που έλαβε για τις σχολικές χρονιές 1998-1999, 2000-2001 και 2002-2003. Περαιτέρω είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι έκδηλα υπερέχει του ενδιαφερόμενου προσώπου τόσο σε αξία όσο και σε προσόντα.

 

Πριν προχωρήσω στην εξέταση της επιχειρηματολογίας της κάθε πλευράς, σημειώνω ότι θεωρώ ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή καλύπτονται από τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η εξεταζόμενη προσφυγή και επομένως η εισήγηση του ενδιαφερόμενου προσώπου περί του αντιθέτου, δεν ευσταθεί.

 

Αναφορικά τώρα με τον πρώτο ισχυρισμό του αιτητή περί αυθαίρετης και άδικης βαθμολογίας κατά τις σχολικές χρονιές 1998-1999, 2000-2001 και 2002-2003, αυτό κατά την κρίση μου αποτελεί ζήτημα το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην εξέταση της νομιμότητας του καταλόγου που έχει καταρτίσει η Συμβουλευτική Επιτροπή και επομένως δεν θα μπορούσε η Επιτροπή αυτεπάγγελτα να εξετάσει.  Με την τροποποίηση του άρθρου 35Β(8) η Επιτροπή δικαιούται και υποχρεούται να εξετάσει τη νομιμότητα του καταλόγου που της υποβάλλει η Συμβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα αν έχουν υποβληθεί οποιεσδήποτε ενστάσεις. Η Επιτροπή δηλαδή αυτεπαγγέλτως εξετάζει εάν η Συμβουλευτική Επιτροπή εξετέλεσε νόμιμα και ορθά το έργο της με βάση όσα οι πρόνοιες των παραγράφων 1 μέχρι 6 του άρθρου 35Β της επιβάλλουν. Με βάση τις ρηθείσες πρόνοιες των παραγράφων αυτών, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έχει καθήκον να πάει πέραν από τα τεθέντα ενώπιον της στοιχεία και να κάμει έρευνα αν καλώς ή κακώς κάποιος υποψήφιος έχει μια συγκεκριμένη βαθμολογία. Η Συμβουλευτική Επιτροπή περιορίζεται στον υπολογισμό της αξίας των υποψηφίων στη βάση της βαθμολογίας. Επομένως, ζητήματα που αφορούν στην ορθότητα απόρριψης ένστασης εκπαιδευτικού που υποβλήθηκε δυνάμει των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976, (ΚΔΠ 223/76) με σκοπό την αναθεώρηση της βαθμολογίας του για συγκεκριμένο έτος και γενικά ζητήματα εγκυρότητας βαθμολογίας που προηγήθηκε της κατάρτισης του καταλόγου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δεν δύνανται να θεωρηθούν θέματα που άπτονται της νομιμότητας του καταλόγου και επομένως η Επιτροπή δεν δύναται να τα εξετάσει αυτεπάγγελτα.

 

Τέτοια ζητήματα - που αφορούν στην κανονικότητα της βαθμολογίας που προηγήθηκε της κατάρτισης του καταλόγου από τη Συμβουλευτική επιτροπή- χρειάζεται να τεθούν υπόψη της Επιτροπής με ρητή ένσταση από τον ενδιαφερόμενο. Διαφορετική προσέγγιση, όπως τονίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σαμάρα (2004) 3 Α.Α.Δ. 253.

 «θέτει επί των ώμων της Επιτροπής υπέρμετρο βάρος να έχει κάθε φορά να εξετάσει ζητήματα που δυνατό να προέκυψαν πολύ πριν υπάρξει προοπτική για προαγωγή του ενδιαφερομένου χωρίς να τής ζητείται ειδικά να κάμει κάτι τέτοιο».

 

Στη δική μας περίπτωση θεωρώ ότι η ένστασή του αιτητή ημερ.5 Μαρτίου 2004 προς την Επιτροπή δεν αφορούσε συγκεκριμένα ζητήματα της βαθμολογίας του πριν την κατάρτιση του καταλόγου, εφόσον το θέμα της ένστασής του αφορούσε ρητά τη σειρά (βαθμολογία) του στον εν λόγω κατάλογο. Κατά συνέπεια, είναι ανεπίτρεπτη η κατευθείαν εξέταση από το Δικαστήριο των βαθμολογιών του αιτητή για τις συγκεκριμένες σχολικές χρονιές, στο πλαίσιο της αναθεώρησης της απόφασης της Επιτροπής.

 

Αναφορικά με την εισήγηση του αιτητή ότι υπερέχει έκδηλα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, ούτε αυτή μπορεί να γίνει αποδεκτή.   Το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή. Ο κατάλογος των υποψηφίων που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και συστήνει με σειρά προτεραιότητας, καθορίζεται με την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες .

 

Για την αριθμητική αποτίμηση του κριτηρίου της αξίας λαμβάνεται υπόψη:

 

«το σύνολο των μονάδων που προκύπτει από την πρόσθεση του τετραπλασίου μέσου όρου των τελευταίων δύο βαθμολογιών και του μέσου όρου της συνολικής βαθμολογίας των τελευταίων δέκα ετών υπηρεσίας στη θέση ή προκειμένου για υποψήφιους με υπηρεσία λιγότερη από δέκα έτη στη θέση του μέσου όρου της συνολικής βαθμολογίας στη θέση».

 

 

Ο μέσος όρος των επιμέρους βαθμολογιών των υπηρεσιακών εκθέσεων των τελευταίων δύο ετών ήταν για το μέν ενδιαφερόμενο πρόσωπο 38 ενώ για τον αιτητή 37. Ο μέσος όρος βαθμολογιών για τα τελευταία 10 έτη ήταν και πάλι για τον ενδιαφερόμενο 38 ενώ για τον αιτητή 37.  Οι μονάδες αξίας του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν 190 ενώ του αιτητή 185.

 

Όσον αφορά την αριθμητική αποτίμηση των προσόντων του αιτητή , και τον ισχυρισμό του ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης ως προς τις μονάδες που προσδόθηκαν στο μεταπτυχιακό του τίτλο, σημειώνω ότι η αποτίμηση των μονάδων ως προς τα προσόντα έγινε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(4)(β)(ιιι) και (iv) όπως ίσχυε (από 17.5.99) πριν την τροποποίησή του με το Ν 44(Ι)/2004. Σημειώνεται ότι ο Νόμος Ν 44(Ι)/2004 τέθηκε σε εφαρμογή την 19.3.2004. Επομένως κατά τον ουσιώδη χρόνο της λήψης της σχετικής απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (25.2.04), ως προς τον καταμερισμό των μονάδων αξιολόγησης των πρόσθετων προσόντων,  ίσχυε ο Ν.44(Ι)/99.

 

Το άρθρο 35Β(4)(β) του Ν.44(Ι)/99 προνοεί τα εξής:

 

«(4) όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας, η οποία θα καθορίζεται με την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες όπως παρακάτω:

 

(α) .................................................. .................

 

(β) προσόντα:

 

1 έως 5 μονάδες, που δίδονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με αιτιολογημένη απόφαση της, για πρόσθετο προσόν, το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης ως ακολούθως:

 

 

(ι) 5 μονάδες για διδακτορικό τίτλο

(ιι) 3 μονάδες για μεταπτυχιακό τίτλο «Μαστερ»

(ιιι) 2 μονάδες για μεταπτυχιακό δίπλωμα ή πτυχίο

διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους

v) 0,5-1 μονάδα για άλλο πρόσθετο προσόν:

 

Νοείται ότι για τον ίδιο ή ισότιμο τίτλο, δίπλωμα, πτυχίο ή άλλο πρόσθετο προσόν απονέμονται πάντα ίσες μονάδες.

 

........................................»

 

Θεωρώ ότι εν προκειμένω, η Συμβουλευτική Επιτροπή εφάρμοσε ορθά τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας κατά την αποτίμηση σε μονάδες των προσόντων των υποψηφίων αποφασίζοντας να δώσει 2 μονάδες για μεταπτυχιακό δίπλωμα ή πτυχίο ή τίτλο διάρκειας ενός τουλάχιστον έτους (σημειώνοντας ειδικά ότι για το πτυχίο Μαρασλείου παραχωρούνται 2 μονάδες), 1 μονάδα για δεύτερο πτυχίο και 0,50 μονάδα για πτυχίο εξομοίωσης.

 

Ο αιτητής κατέχει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης Παιδαγωγικών Επιστημών του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης), Πτυχίο της Μαρασλείου Σχολής και Πτυχίο εξομοίωσης ( ενεκρίθη από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Αθηνών). Για τα προσόντα του αυτά, αποδόθηκαν στον αιτητή 3,00 μονάδες . Στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποδόθηκαν 0.50 μονάδες για το πτυχίο (Εξομοίωσης.) που κατείχε. Ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή ότι υπάρχει πεπλανημένη αξιολόγηση των προσόντων του θεωρώ ότι ο ισχυρισμός του αυτός είναι ασαφής , αόριστος και ατεκμηρίωτος. Εν πάση όμως περιπτώσει και στην περίπτωση που απονέμονταν 4.50 μονάδες αντί 3 ως προς την αξιολόγηση των προσόντων του (2 μονάδες δεδομένου ότι κατείχε και μεταπτυχιακό δίπλωμα, 2 μονάδες για το πτυχίο Μαρασλείου και 0.50 μονάδες για το Πτυχίο Εξομοίωσης) το αποτέλεσμα της συνολικής βαθμολογίας του δεν θα ήταν ικανό να ανατρέψει τη σειρά του στον κατάλογο έναντι της ενδιαφερόμενης . Η ενδιαφερόμενη θα εξακολουθούσε να προηγείται (με σύνολο μονάδων 193.92) έναντι του αιτητή (192.50).

 

Αναφορικά με το κριτήριο της αρχαιότητας σημειώνεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προήχθη στη θέση Βοηθού Διευθυντή την 1.9.00 ενώ ο αιτητής προήχθη στην ίδια θέση την.1.2.01. Σημειώνεται ότι για τον υπολογισμό των μονάδων αρχαιότητας λήφθηκε υπόψη η 9η Φεβρουαρίου 2004, ήτοι η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής αίτησης υποψηφιότητας για την επίδικη θέση. Συνακόλουθα προσδόθηκαν 3,42 μονάδες (για 41 μήνες υπηρεσίας στη θέση) στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο και στον αιτητή αντίστοιχα προσδόθηκαν 3,00 μονάδες αρχαιότητας (για 36 μήνες υπηρεσίας στην θέση).  Περαιτέρω σημειώνω ότι η Επιτροπή αφού προκαθόρισε τη βαρύτητα που θα δινόταν στα κριτήρια του άρθρου 35Β (10)(β) του Νόμου, αξιολόγησε την απόδοση κάθε υποψηφίου στη συνέντευξη με μονάδες για κάθε κριτήριο χωριστά. Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης αναλυόταν περιγραφικά και παρουσιαζόταν αριθμητικά σε συνοπτικό πίνακα. Το άθροισμα των επιμέρους κρίσεων μεταφράστηκε σε γενικό χαρακτηρισμό με βάση την κλίμακα αξιολόγησης όπως καθορίζεται στο άρθρο 35(10)(β).  Η καλύτερη συνολική βαθμολογία που έλαβε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο  κατά την προφορική συνέντευξη προσμετρά στο κριτήριο αξία και δίδει προβάδισμα στο κριτήριο αυτό στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  Στον αιτητή αποδόθηκαν συνολικά 2.00 μονάδες  και στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο 3.00.

 

Η ΕΕΥ πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση αφού στάθμισε όλα τα πιο πάνω  στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των μονάδων ενός εκάστου των υποψηφίων που διαμορφώθηκε από:

 

«i. τις μονάδες που η Συμβουλευτική Επιτροπή κατένειμε σε κάθε υποψήφιο, και όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά από εξέταση των υποβληθεισών ενστάσεων και από έλεγχο της νομιμότητας του καταλόγου και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (βλέπε άρθρο 35Β(8)), και

 

ii.  τις μονάδες που η Επιτροπή έδωσε κατά την αξιολόγηση της απόδοσης κάθε υποψηφίου στη συνέντευξη.»

 

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με βάση τα πιο πάνω στοιχεία συγκέντρωσε περισσότερες μονάδες (196,92) από τον αιτητή (193.00). Επομένως ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή του Δικαστηρίου.

 

  Η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί με βάση τις δύο αρχές που συνόψισε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σειρά αποφάσεων (βλ. μεταξύ άλλων, Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, Georghiou and others v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 678, Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1318ότι δηλαδή:

       (α)  Το διοικητικό δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή.

       (β)  Το δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση, αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό, με την κρίση του αρμόδιου οργάνου.

 

Στη δική μας περίπτωση ο αιτητής απέτυχε να δείξει καλό λόγο για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

 

 

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο