ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 713
11 Αυγούστου, 2006
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 146
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 805/2004)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 806/2004)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 805/2004, 806/2004)
Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή για έκδοση άδειας ελεγκτή εταιρειών, να προσβάλει την απόρριψη της αίτησης.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Άρθρο 28 του Συντάγματος ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο το άρθρο 3(2) του Ν.76(Ι)/01, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.167(Ι)/03, αντίκειται στο άρθρο 28.
Ο περί Εταιρειών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2001 (Ν.76(Ι)/01), όπως τροποποιήθηκε με το Ν.167(Ι)/03 ― Άρθρο 3(2) ― Κατά πόσο παραβιάζει την αρχή της ισότητας (άρθρο 28 του Συντάγματος) και την επαγγελματική ελευθερία (άρθρο 25 του Συντάγματος).
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Το αξίωμα της απαγόρευσης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Περιστάσεις εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.
Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Οδηγία ― Προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκτά άμεση νομική ισχύ στην εσωτερική έννομη τάξη κράτους-μέλους ― Συναφής ερμηνεία της Όγδοης Οδηγίας 84/253/ΕΟΚ, σε συνδυασμό με την περί Εταιρειών νομοθεσία όσον αφορά την εγγραφή ελεγκτών εταιρειών.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της απόρριψης των αιτήσεών τους για παραχώρηση άδειας ελεγκτή εταιρειών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Η ισχύς της εξουσιοδότησης, την οποία έλαβαν οι αιτητές από τον Υπουργό Οικονομικών και η οποία επισυνάφθηκε στις αιτήσεις τους για απόκτηση άδειας ελεγκτή εταιρειών, ουδέποτε αμφισβητήθηκε ή ανεστάλη από την αρμόδια αρχή. Κατά συνέπεια, οι αιτητές είχαν δικαίωμα να την προσκομίσουν, όπως, επίσης, και έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίδικη απόφαση.
2. Ως πρώτος λόγος ακύρωσης, προβάλλεται, από μέρους των αιτητών, η αντισυνταγματικότητα του Ν.76(Ι)/2001, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.167(Ι)/2003, ιδιαίτερα δε των διατάξεων του Άρθρου 3(2) αυτού, οι οποίες έτυχαν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση. Υποστηρίζεται ότι οι συγκεκριμένες πρόνοιες εισάγουν δυσμενή, αυθαίρετη και αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των εργοδοτουμένων λογιστών και των αυτοτελώς εργαζομένων, παραβιάζοντας το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Ο όρος «ίσοι ενώπιον του νόμου» όμως στο Άρθρο 28.1 δεν αναφέρεται σε ακριβή αριθμητική ισότητα, αλλά διασφαλίζει το δικαίωμα των πολιτών κατά των αυθαίρετων διαφοροποιήσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων. Η συγκεκριμένη διάκριση, στην οποία προβαίνει ο υπό αναφορά Νόμος, ούτε αδικαιολόγητη ούτε αυθαίρετη είναι.
3. Περαιτέρω οι αιτητές δε νομιμοποιούνται να θέτουν ζήτημα αντισυνταγματικότητας. Δεν είναι, δηλαδή, δυνατό, από τη μια, να επικαλούνται το όφελος της εξουσιοδότησης υπό τους όρους που αυτή παραχωρήθηκε, και, από την άλλη, επειδή η προσδοκία τους δεν πραγματοποιήθηκε, να επιδιώκουν την προσβολή των όρων αυτών. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
4. Όπως προκύπτει από το κείμενο του Άρθρου 3(2) του Ν.76(Ι)/2001, (όπως τροποποιήθηκε), οι συγκεκριμένες διατάξεις δεν καθορίζουν τα απαραίτητα για το επάγγελμα του ελεγκτή προσόντα. Αυτά καθορίζονται βάσει του Άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.76(Ι)/2001. Ο νομοθέτης δεν έθεσε την εγγραφή στο μητρώο των αυτοτελώς εργαζομένων ως απαραίτητο προσόν για την, δυνάμει του Άρθρου 155, άδεια ελεγκτή. Όπως πολύ ορθά υποστηρίζει ο καθ' ου η αίτηση, οι επίμαχες πρόνοιες, που είναι μεταβατικές, έδωσαν στους ανεξάρτητους λογιστές που δεν πληρούσαν τα προσόντα του Άρθρου 155 το δικαίωμα να εγγραφούν ως ελεγκτές για σκοπούς του περί Εταιρειών Νόμου. Δε χρειαζόταν, συνεπώς, να καταδείξει το νομικό έρεισμα για τον περιορισμό του οφέλους των διατάξεων μόνο στους αυτοτελώς εργαζομένους ανεξάρτητους λογιστές,
5. Ως τελευταίος λόγος ακύρωσης προβάλλεται, από μέρους των αιτητών, ότι οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του Ν.76(Ι)/2001 και/ή η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκεινται στο περιεχόμενο και τον σκοπό της Όγδοης Οδηγίας 84/253/ΕΟΚ.
Για να έχει όμως πολίτης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δικαίωμα να επικαλείται ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους - μέλους του διάταξη κοινοτικής οδηγίας, θα πρέπει αυτή να έχει άμεση ισχύ («direct effect»), ώστε να παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα.
Οι προϋποθέσεις, προκειμένου να έχει άμεση ισχύ μια τέτοια διάταξη, έχουν καθοριστεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Στην παρούσα περίπτωση, όλες οι διατάξεις - (βλ. Άρθρα 7, 8, 9, 13, 14(3) και 15) - της Όγδοης Οδηγίας, τις οποίες επικαλούνται οι αιτητές, με εξαίρεση τη διάταξη του Άρθρου 2 αυτής, αποτελούν μεταβατικές ή δυνητικές διατάξεις, που παρέχουν στα κράτη - μέλη, υπό προϋποθέσεις και εντός καθορισμένης στην Οδηγία χρονικής περιόδου, τη διακριτική ευχέρεια να εισαγάγουν παρεκκλίσεις από τις διατάξεις της Οδηγίας. Δε διαπιστώνεται να έχει γίνει χρήση του δικαιώματος αυτού. Συνεπώς, οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν άμεση ισχύ και οι αιτητές δεν μπορούν να τις επικαλούνται. Η μη άσκηση του δικαιώματος εισαγωγής παρεκκλίσεων δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί από το Δικαστήριο.
Σε ό,τι αφορά τη διάταξη του Άρθρου 15 της Όγδοης Οδηγίας, στην οποία, επίσης, παραπέμπουν οι αιτητές, αυτή αποτελεί μεταβατική διάταξη, η εφαρμογή της οποίας υπόκειται σε σαφή χρονικό περιορισμό, ο οποίος έχει παρέλθει κατά το χρόνο που οι αιτητές την επικαλούνται και δεν μπορεί να έχει ισχύ.
Ο ισχυρισμός ότι ο νομοθέτης μετέφερε στο Νόμο τις διατάξεις του Άρθρου 2 της Όγδοης Οδηγίας, το οποίο έχει άμεση ισχύ, με τη διαφοροποίηση ότι επιτρέπει μόνο στα φυσικά πρόσωπα που είναι αυτοτελώς εργαζόμενοι να λάβουν άδεια ελεγκτή εταιρειών αντί και στα φυσικά πρόσωπα που ενεργούν στο όνομα εταιρείας, δεν ευσταθεί.
Ούτε από το προοίμιο του Νόμου αλλά ούτε και από το κείμενο της Τέταρτης Οδηγίας προκύπτει αυτή να έχει τροποποιηθεί με την Όγδοη Οδηγία, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής και να επηρεάζει τους αιτητές.
Ο Ν.167(Ι)/2003 δεν εναρμονίζεται με την Όγδοη Οδηγία, το Άρθρο 15 της οποίας, εν πάση περιπτώσει, είχε συγκεκριμένη χρονική περίοδο εφαρμογής και αποτελούσε μεταβατική διάταξη, αλλά με την Τέταρτη Οδηγία.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73,
Τσαγγάρης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 434,
Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125,
Panayides v. Republic a.o. (1965) 3 C.L.R. 107,
Republic v. Arakian a.o. (1972) 3 C.L.R. 294,
Antoniades a.o. v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641,
Νικολαΐδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7,
The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,
ΡΙΚ κ.ά. v. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Δ.Δ. 159,
Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406,
Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335,
Πιτσιλλίδης κ.ά. v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7,
C-41/74, Van Duyn v. Home Office, Συλλογή (ελληνική έκδοση), 1974, σελ. 537, αποφάσεις ημερ. 19/11/1991,
C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λ.π., Συλλογή 1991, σελ. 1-5357, σκέψη 11, ημερ. 11.7.2002,
C-62/00, Marks & Spencer, Συλλογή 2002, σελ. 1-6325, σκέψη 25,
C-72/95, Kraaijeveld BV, Συλλογή 1996, σελ. 1-5403.
Προσφυγή.
Κ. Κακουλλή, για τους Αιτητές και στις δύο προσφυγές.
Α. Πανταζή-Λάμπρου, Νομική Λειτουργός, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι παρούσες προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν γιατί στρέφονται κατά της ίδιας διοικητικής πράξης και παρουσιάζουν κοινά σημεία γεγονότων και νόμου, επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης του καθ' ου η αίτηση Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, (ο «Υπουργός»), ημερομηνίας 27/5/2004, με την οποία οι αιτήσεις των αιτητών για απόκτηση άδειας ελεγκτή εταιρειών, για σκοπούς του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, απορρίφθηκαν.
Πραγματικά γεγονότα και νομοθετικό πλαίσιο των υπό εξέταση προσφυγών:
Το Άρθρο 3(2) του περί Εταιρειών (Τροποποιητικός) Νόμου του 2001, (Ν.76(Ι)/2001), όπως τροποποιήθηκε με το Ν.167(Ι)/2003, ορίζει ότι:-
«(2) Κάθε πρόσωπο, το οποίο κατά την 4η Μαΐου, 2001, ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Οικονομικών να ενεργεί ως ανεξάρτητος λογιστής για τους σκοπούς των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων και αποδεδειγμένα ασκούσε το επάγγελμα του ανεξάρτητου λογιστή ως αυτοτελώς εργαζόμενος κατά την 4η Μαΐου, 2001, κατόπιν αίτησης προς τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και παρά τις διατάξεις του άρθρου 155 του βασικού νόμου δικαιούται εις άδεια με την οποία θεωρείται ότι κατέχει τα προσόντα για να διοριστεί ως ελεγκτής εταιρειών, για τους σκοπούς του βασικού νόμου:
Νοείται ότι η σχετική αίτηση υποβάλλεται μέχρι τις 30 Απριλίου, 2004.»
Έχοντας υπόψη τις εν λόγω διατάξεις, το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, με ανακοίνωσή του στον τύπο, πληροφόρησε όλους όσοι επιθυμούσαν να αποκτήσουν άδεια ελεγκτή εταιρειών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου, να υποβάλουν αίτηση στον Υπουργό, η οποία να συνοδεύεται από τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:-
«(α) Άδεια από τον Υπουργό Οικονομικών για την ετοιμασία λογαριασμών προσδιορισμού φορολογητέου εισοδήματος για την επιβολή φόρου, η οποία χορηγήθηκε πριν ή κατά την 4η Μαΐου, 2001.
(β) Βεβαίωση από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι κατά την 4η Μαΐου, 2001, ήταν ασφαλισμένος στο Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο, και πλήρωσε τα σχετικά τέλη.
(γ) Βεβαίωση από το Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων ότι πριν ή κατά την 4η Μαΐου, 2001, υπέβαλλε εκ μέρους πελατών του λογαριασμούς προσδιορισμού φορολογητέου εισοδήματος για την επιβολή φόρου.»
Oι αιτητές, με επιστολές τους ημερομηνίας 3/4/2004 και 29/4/2004, αντίστοιχα, ανταποκρινόμενοι στην πιο πάνω ανακοίνωση, υπέβαλαν ο καθένας ξεχωριστά αίτηση για παραχώρηση άδειας ελεγκτή εταιρειών, δυνάμει του προαναφερθέντος Άρθρου.
Οι αιτήσεις τους τέθηκαν υπόψη του Υπουργού με υπηρεσιακό σημείωμα, όπου αναφέρονταν τα εξής:-
«3. Ανδρέας Χαραλάμπους (Ερ. 50-49, Τόμος 3)
Έχω ελέγξει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία υπέβαλε με την αίτηση του ο κ. Ανδρέας Χαραλάμπους και έχω διαπιστώσει ότι δεν ασκούσε το επάγγελμα του ανεξάρτητου λογιστή ως αυτοτελώς εργαζόμενος κατά την 4η Μαΐου, 2001, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 3 ('Μεταβατικές Διατάξεις') του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 (Ν.76(Ι)/2001) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2003 (Ν.167(Ι)/2003).
Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η παραχώρηση άδειας ελεγκτή.»
«9. Γεώργιος Δ. Νικολάου (Ερ. 81-78, Τόμος 5)
Έχω ελέγξει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία υπέβαλε με την αίτηση του ο κ. Γεώργιος Δ. Νικολάου και έχω διαπιστώσει ότι δεν ασκούσε το επάγγελμα του ανεξάρτητου λογιστή ως αυτοτελώς εργαζόμενος κατά την 4η Μαΐου, 2001, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 3 ('Μεταβατικές Διατάξεις') του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 (Ν.76(Ι)/2001) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2003 (Ν.167(Ι)/2003).
Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η παραχώρηση άδειας ελεγκτή.»
Στη συνέχεια, ο Υπουργός απέρριψε τις αιτήσεις και οι αιτητές ενημερώθηκαν ανάλογα, με επιστολή ημερομηνίας 27/5/2004.
Προδικαστική Ένσταση:
Ο καθ' ου η αίτηση, με την ένστασή του, εγείρει προδικαστικό ζήτημα εννόμου συμφέροντος των αιτητών. Ισχυρίζεται ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος, αφού, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή στις 4/5/2001, ασκούσαν το επάγγελμα του ανεξάρτητου λογιστή κατά παράβαση του όρου (ii) της εξουσιοδότησης που έλαβαν από τον Υπουργό Οικονομικών. Ο συγκεκριμένος όρος, συνεχίζει η εισήγηση, ορίζει στο δικαιούχο της εξουσιοδότησης τα εξής:-
«(ii) Θα ασκείτε το επάγγελμα του ανεξάρτητου λογιστή, είτε από μόνος σας είτε σε συνεταιρισμό με άλλο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Οικονομικών πρόσωπο. Κατά συνέπεια αν εξακολουθήσετε να παρέχετε ή στο μέλλον αποφασίσετε να παρέχετε και μισθωτές υπηρεσίες, η άδεια αυτή μπορεί να ανασταλεί για οποιαδήποτε χρονική περίοδο που ο Υπουργός Οικονομικών θα κρίνει τούτο σκόπιμο."
Παρά τον πιο πάνω όρο στις άδειες και των δύο, αυτοί, καθώς οι ίδιοι στις σχετικές προς τον Υπουργό αιτήσεις τους δήλωσαν, εργάζονταν σε Ελεγκτικά Γραφεία. Οι αιτητές, καταλήγει ο καθ' ου η αίτηση, δεν νομιμοποιούνται να επικαλούνται την εν λόγω εξουσιοδότηση, προκειμένου να αποκτήσουν το όφελος των διατάξεων του Άρθρου 3(2) του Ν.76(Ι)/2001, (όπως τροποποιήθηκε). Δεν μπορούν, από τη μια, να παραβιάζουν τους όρους της εξουσιοδότησής τους και, από την άλλη, να τους επικαλούνται.
Δε συμφωνώ με τη θέση αυτή του καθ' ου η αίτηση. Καθώς προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, η ισχύς της εξουσιοδότησης, την οποία έλαβαν οι αιτητές από τον Υπουργό Οικονομικών και η οποία επισυνάφθηκε στις αιτήσεις τους για απόκτηση άδειας ελεγκτή εταιρειών, ουδέποτε αμφισβητήθηκε ή ανεστάλη από την αρμόδια αρχή. Κατά συνέπεια, οι αιτητές είχαν δικαίωμα να την προσκομίσουν, όπως, επίσης, και έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίδικη απόφαση.
Σύμφωνα με το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση ατόμου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο αποτελεί η προσβολή υπαρκτού συμφέροντος και ο άμεσος δυσμενής επηρεασμός του από την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73, Τσαγγάρης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 434).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτητές υπέβαλαν τις αιτήσεις τους για απόκτηση άδειας ελεγκτή εταιρειών, οι οποίες τελικά απορρίφθηκαν, με αποτέλεσμα να υποστούν οι ίδιοι, ως άμεσοι αποδέκτες της εν λόγω απόφασης, βλάβη.
Λόγοι ακύρωσης:
Ως πρώτος λόγος ακύρωσης, προβάλλεται, από μέρους των αιτητών, η αντισυνταγματικότητα του Ν.76(Ι)/2001, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.167(Ι)/2003, ιδιαίτερα δε των διατάξεων του Άρθρου 3(2) αυτού, οι οποίες έτυχαν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση. Υποστηρίζεται ότι οι συγκεκριμένες πρόνοιες εισάγουν δυσμενή, αυθαίρετη και αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των εργοδοτουμένων λογιστών και των αυτοτελώς εργαζομένων, παραβιάζοντας το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η συγκεκριμένη διάκριση γίνεται χωρίς να υπάρχουν γεγονότα ή λόγοι, που να την δικαιολογούν.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Η ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 28 του Συντάγματος έχει αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων της κυπριακής νομολογίας. Ο όρος «ίσοι ενώπιον του νόμου» στο Άρθρο 28.1 δεν αναφέρεται σε ακριβή αριθμητική ισότητα, αλλά διασφαλίζει το δικαίωμα των πολιτών κατά των αυθαίρετων διαφοροποιήσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων (βλ. Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125, 131· Panayides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 107· Republic v. Arakian a.o. (1972) 3 C.L.R. 294, 299· Antoniades a.o. v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641· Νικολαΐδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7).
Είναι καλά νομολογημένο ότι ο νόμος τεκμαίρεται συνταγματικός, εκτός εάν αυτός που τον αμφισβητεί αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι είναι αντισυνταγματικός - (βλ. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, 654-655 και ΡΙΚ κ.ά. v. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Δ.Δ. 159).
Η συγκεκριμένη διάκριση, στην οποία προβαίνει ο υπό αναφορά Νόμος, ούτε αδικαιολόγητη ούτε αυθαίρετη είναι. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η διάκριση προϋπήρχε - και αυτό προκύπτει μέσα από την εξουσιοδότηση του Υπουργού Οικονομικών, την οποία οι αιτητές κατείχαν και προσκόμισαν προκειμένου να αποδείξουν ότι κατά τον κρίσιμο για την εφαρμογή του πιο πάνω Άρθρου χρόνο ήταν ανεξάρτητοι λογιστές - θεωρώ ότι οι αιτητές δε νομιμοποιούνται να θέτουν ζήτημα αντισυνταγματικότητας. Δεν είναι, δηλαδή, δυνατό, από τη μια, να επικαλούνται το όφελος της εξουσιοδότησης υπό τους όρους που αυτή παραχωρήθηκε, και, από την άλλη, επειδή η προσδοκία τους δεν πραγματοποιήθηκε, να επιδιώκουν την προσβολή των όρων αυτών. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Σχετικά επί του σημείου είναι τα λεχθέντα από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406, κατά την εξέταση παρόμοιου λόγου ακύρωσης:- (σελ. 415-416)
«Έχουμε την άποψη, με κάθε εκτίμηση προς το συνάδελφο που επιλήφθηκε της υπόθεσης πρωτόδικα, ότι δεδομένης της εν προκειμένω συμμετοχής της αιτήτριας στο διαγωνισμό, αυτή δεν μπορούσε να προβάλει μετ' εννόμου συμφέροντος ζήτημα αντισυνταγματικότητας των εν λόγω Κανονισμών. Αποκομίζοντας το όφελος της συμμετοχής στη διαδικασία δεν μπορούσε εν συνεχεία, επειδή η προσδοκία της δεν πραγματώθηκε, να επιδιώξει τη μηδένιση της διαδικασίας. Δηλαδή, να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει: βλ. την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ηλία κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, όπως και την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ v. Δήμου Λάρνακας κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 345. Σε σχέση, πιο συγκεκριμένα, με το υπό αναφορά ζήτημα η Ολομέλεια πρόσφατα στην Αναστασίου v. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339, επιδοκίμασε την ακόλουθη υπόμνηση στην οποία είχε προβεί ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην Αναστασίου v. Κ.Ο.Τ. (1996) 4(Δ) A.A.Δ. 2440:
'Όχι μόνο η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται 'μετ' εννόμου συμφέροντος' για να είναι παραδεκτοί.'»
Μια άλλη εισήγηση είναι ότι οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του Ν.76(Ι)/2001, (όπως τροποποιήθηκε), παραβιάζουν το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος - (Άρθρο 25 του Συντάγματος). Υποστηρίζεται ότι οι επίδικες πρόνοιες, με τη διάκριση την οποία εισάγουν, από τη μια, θέτουν ως απαιτούμενο προσόν για την άσκηση του επαγγέλματος του ελεγκτή την εγγραφή στο μητρώο των αυτοτελώς εργαζομένων, χωρίς ο όρος αυτός να δύναται να υπαχθεί σε οποιαδήποτε από τις δεσμεύσεις ή τους περιορισμούς που αναφέρονται εξαντλητικά στο Άρθρο 25.2 του Συντάγματος, και, από την άλλη, δε συγκεκριμενοποιούν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τους λόγους που δικαιολογούν την αναγκαιότητα μιας τέτοιας εγγραφής. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού τους αυτού, παραπέμπουν στις Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335 και Πιτσιλλίδης κ.ά. v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7, όπου γίνεται επισκόπηση της νομολογίας σε σχέση με το Άρθρο 25 του Συντάγματος.
Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Όπως προκύπτει από το κείμενο του Άρθρου 3(2) του Ν.76(Ι)/2001, (όπως τροποποιήθηκε), οι συγκεκριμένες διατάξεις δεν καθορίζουν τα απαραίτητα για το επάγγελμα του ελεγκτή προσόντα. Αυτά καθορίζονται βάσει του Άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.76(Ι)/2001. Ο νομοθέτης δεν έθεσε την εγγραφή στο μητρώο των αυτοτελώς εργαζομένων ως απαραίτητο προσόν για την, δυνάμει του Άρθρου 155, άδεια ελεγκτή. Όπως πολύ ορθά υποστηρίζει ο καθ' ου η αίτηση, οι επίμαχες πρόνοιες, που είναι μεταβατικές, έδωσαν στους ανεξάρτητους λογιστές που δεν πληρούσαν τα προσόντα του Άρθρου 155 το δικαίωμα να εγγραφούν ως ελεγκτές για σκοπούς του περί Εταιρειών Νόμου. Δε χρειαζόταν, συνεπώς, να καταδείξει το νομικό έρεισμα για τον περιορισμό του οφέλους των διατάξεων μόνο στους αυτοτελώς εργαζομένους ανεξάρτητους λογιστές, αφού, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δυνάμει του όρου (ii) της εξουσιοδότησης του Υπουργού Οικονομικών, μόνο οι αυτοτελώς εργαζόμενοι ή οι συνέταιροι άλλου εξουσιοδοτημένου, κατά τους ίδιους όρους, προσώπου μπορούσαν να είναι ανεξάρτητοι λογιστές.
Ως τελευταίος λόγος ακύρωσης προβάλλεται, από μέρους των αιτητών, ότι οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του Ν.76(Ι)/2001 και/ή η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκεινται:-
(α) Στο περιεχόμενο της Όγδοης Οδηγίας 84/253/ΕΟΚ. Ενώ το Άρθρο 2(β)(ι) της Όγδοης Οδηγίας προβλέπει ότι είναι δυνατό να χορηγείται χωριστή άδεια στα φυσικά πρόσωπα που διενεργούν το νόμιμο έλεγχο στο όνομα της εταιρείας, το Άρθρο 3(2) του Ν.76(Ι)/2001 προβλέπει μόνο φυσικά πρόσωπα, που είναι αυτοτελώς εργαζόμενοι (συνέταιροι), μπορούν να εγγραφούν ως ανεξάρτητοι λογιστές, χωρίς να υπάρχει λόγος γι' αυτήν τη διαφοροποίηση· και
(β) Στο σκοπό της Όγδοης Οδηγίας, που είναι, μεταξύ άλλων, να επιτραπεί στα κράτη - μέλη να προβλέψουν μεταβατικές διατάξεις υπέρ των επαγγελματιών και οι αιτητές πληρούν σωρευτικά όλες τις προϋποθέσεις που θέτουν τα Άρθρα 7, 8, 9, 13, 14(3) και 15 της εν λόγω Οδηγίας.
Για να έχει πολίτης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δικαίωμα να επικαλείται ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους - μέλους του διάταξη κοινοτικής οδηγίας, θα πρέπει αυτή να έχει άμεση ισχύ («direct effect»), ώστε να παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα.
Οι προϋποθέσεις, προκειμένου να έχει άμεση ισχύ μια τέτοια διάταξη, έχουν καθοριστεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - (το «Δ.Ε.Κ.») - στην απόφασή του C-41/74, Van Duyn v. Home Office, Συλλογή (ελληνική έκδοση) 1974, σελ. 537. Για να διαπιστωθεί αν οι διατάξεις μιας οδηγίας έχουν άμεση ισχύ, θα πρέπει το λεκτικό τους να είναι τέτοιο, που να επιβάλλει στο κράτος - μέλος μια σαφή υποχρέωση, η συμμόρφωση με την οποία δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε εξαίρεση ή όρο και η οποία, εκ φύσεως, δεν προϋποθέτει, από μέρους είτε των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε του κράτους - μέλους, τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης. επίσης, όταν είναι ακριβείς και από άποψη περιεχομένου απαλλαγμένες αιρέσεων - (βλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λ.π., Συλλογή 1991, σελ. 1-5357, σκέψη 11 και της 11ης Ιουλίου 2002, C-62/00, Marks & Spencer, Συλλογή 2002, σελ. 1-6325, σκέψη 25). Όταν, όμως, με μια διάταξη παρέχεται στο κράτος - μέλος περιθώριο εκτιμήσεως (discretion), τότε η διάταξη αυτή είναι δυνατό να έχει άμεση ισχύ, αν το κράτος - μέλος κάνει χρήση αυτού του περιθωρίου. Σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο είναι δυνατό να ελέγξει τυχόν υπέρβαση από το κράτος - μέλος του περιθωρίου εκτιμήσεως, με σκοπό να διαπιστώσει εάν η εφαρμογή του περιθωρίου είναι αντίθετη προς το σκοπό και το πνεύμα της Οδηγίας - (βλ. τη C-72/95, Kraaijeveld BV, Συλλογή 1996, σελ. 1-5403).
Στην παρούσα περίπτωση, όλες οι διατάξεις - (βλ. Άρθρα 7, 8, 9, 13, 14(3) και 15) - της Όγδοης Οδηγίας, τις οποίες επικαλούνται οι αιτητές, με εξαίρεση τη διάταξη του Άρθρου 2 αυτής, αποτελούν μεταβατικές ή δυνητικές διατάξεις, που παρέχουν στα κράτη - μέλη, υπό προϋποθέσεις και εντός καθορισμένης στην Οδηγία χρονικής περιόδου, τη διακριτική ευχέρεια να εισαγάγουν παρεκκλίσεις από τις διατάξεις της Οδηγίας. Δε διαπιστώνεται να έχει γίνει χρήση του δικαιώματος αυτού. Συνεπώς, οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν άμεση ισχύ και οι αιτητές δεν μπορούν να τις επικαλούνται. Η μη άσκηση του δικαιώματος εισαγωγής παρεκκλίσεων δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί από το Δικαστήριο.
Σε ό,τι αφορά τη διάταξη του Άρθρου 15 της Όγδοης Οδηγίας, στην οποία, επίσης, παραπέμπουν οι αιτητές, αυτή αποτελεί μεταβατική διάταξη, η εφαρμογή της οποίας υπόκειται σε σαφή χρονικό περιορισμό, ο οποίος έχει παρέλθει κατά το χρόνο που οι αιτητές την επικαλούνται και δεν μπορεί να έχει ισχύ.
Ο ισχυρισμός ότι ο νομοθέτης μετέφερε στο Νόμο τις διατάξεις του Άρθρου 2 της Όγδοης Οδηγίας, το οποίο έχει άμεση ισχύ, με τη διαφοροποίηση ότι επιτρέπει μόνο στα φυσικά πρόσωπα που είναι αυτοτελώς εργαζόμενοι να λάβουν άδεια ελεγκτή εταιρειών αντί και στα φυσικά πρόσωπα που ενεργούν στο όνομα εταιρείας, δεν ευσταθεί. Από το Άρθρο 155Β(3) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο εισήχθη με το Ν.76(Ι)/2001, για σκοπούς εναρμόνισης με την Όγδοη Οδηγία, προκύπτει ότι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί στο όνομα εταιρείας και το οποίο πληροί τα προσόντα που καθορίζονται στο Άρθρο 155(1) του Κεφ. 113, όπως αντικαταστάθηκε, επίσης, με το Ν.76(Ι)/2001, δύναται να διοριστεί ως ελεγκτής εταιρειών.
Οι αιτητές, στην απαντητική τους αγόρευση, πρόσθεσαν ότι ο Ν.167(Ι)/2003, δυνάμει του οποίου τροποποιήθηκε το Άρθρο 3(2) του Ν.76(Ι)/2001, στο προοίμιο του επικαλείται την Όγδοη Οδηγία, με το Άρθρο 15 της οποίας καθορίζονται τα προσόντα που πρέπει να έχει κάποιος, για να μπορεί να οριστεί ως ελεγκτής. Με την αναφορά αυτή της Όγδοης Οδηγίας στο Νόμο, οι διατάξεις της έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική νομοθεσία. Το Άρθρο 3(2), ως έχει τροποποιηθεί με το Ν.167(Ι)/2003, είναι η θέση τους ότι μετέφερε στην εσωτερική νομοθεσία το Άρθρο 15 της Όγδοης Οδηγίας, το οποίο προβλέπει:-
«Έως ένα έτος μετά τη θέση σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30, παράγραφος 2, οι επαγγελματίες που δεν έχουν λάβει άδεια με ατομική πράξη των αρμόδιων αρχών, αλλά είναι εντούτοις ικανοί, μέσα σ' ένα κράτος μέλος, να διενεργούν τον νόμιμο έλεγχο των εγγράφων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και έχουν πράγματι ασκήσει παρόμοια δραστηριότητα έως αυτή την ημερομηνία, μπορούν να λάβουν άδεια από αυτό το κράτος μέλος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»
Παρά την πιο πάνω αναφορά, εισηγούνται, ο Ν.167(Ι)/2003 πρόσθεσε μια νέα προϋπόθεση για τους επαγγελματίες ελεγκτές, η οποία δεν υπάρχει στο κείμενο της Όγδοης Οδηγίας - να είναι αυτοτελώς εργαζόμενοι - παραβιάζοντας έτσι το πνεύμα και το σκοπό της Οδηγίας.
Ο καθ' ου η αίτηση το επιχείρημα αυτό το απορρίπτει, με παραπομπή στο προοίμιο του Νόμου και αναφέρει ότι σε κανένα στάδιο η Τέταρτη Οδηγία δεν τροποποιήθηκε από την Όγδοη Οδηγία.
Παραθέτω, από το προοίμιο του Νόμου, ότι εδώ ενδιαφέρει:-
«Για σκοπούς εναρμονίσεως προς τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τον τίτλο:
'Τέταρτη Οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζόμενη στο άρθρο 54 δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης, περί των ετήσιων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών' (EE L 222 της 25.7.1978, σελ. 11) όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι την Οδηγία του Συμβουλίου αρ. 2003/38/ΕΚ (ΕΕ L 120 της 13.5.2003, σελ. 22),»
Έχω εξετάσει τις θέσεις των δύο πλευρών σε σχέση με το πιο πάνω επιχείρημα. Συμφωνώ με τη θέση του καθ' ου η αίτηση. Ούτε από το προοίμιο του Νόμου αλλά ούτε και από το κείμενο της Τέταρτης Οδηγίας προκύπτει αυτή να έχει τροποποιηθεί με την Όγδοη Οδηγία, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής και να επηρεάζει τους αιτητές.
Ο Ν.167(Ι)/2003 δεν εναρμονίζεται με την Όγδοη Οδηγία, το Άρθρο 15 της οποίας, εν πάση περιπτώσει, είχε συγκεκριμένη χρονική περίοδο εφαρμογής και αποτελούσε μεταβατική διάταξη, αλλά με την Τέταρτη Οδηγία.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Oι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.