ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυριάκου Κώστας και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2004) 3 ΑΑΔ 83
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κωστάκη Ιακώβου και Άλλης (2005) 3 ΑΑΔ 35
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2006) 4 ΑΑΔ 581
4 Ιουλίου, 2006
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 28, 124 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 308/2004)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Ισχυρισμοί περί παράνομης σύνταξής τους απορρίφθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. ― Κατά πόσο επιτρέπεται κατά τη διεξαγωγή της, η παρουσία και συμμετοχή του Προϊσταμένου του Τμήματος στο οποίο ανήκει η κενή θέση και ειδικότερα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στην κριθείσα περίπτωση ― Ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου που τίθεται από τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο αρ. 1/90 (Άρθρα 17, 33, 34 και 35) σε συνδυασμό προς το Άρθρο 21(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών, για πλήρωση της θέσης Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Ένας λόγος ακυρώσεως απευθύνεται στη νομιμότητα των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, με αναφορά στο ότι η σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης διαφοροποιείτο ή δεν διαφοροποιείτο ως προς κάθε υποψήφιο, χωρίς νομικό ή λογικό έρεισμα. Οι εκθέσεις, είναι η εισήγηση, δεν εσυντάχθησαν σύμφωνα με το Αρθρο 50(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) και τον Κανονισμό 7 της Κ.Δ.Π. 386/90.
Τόσο το Αρθρο 50(3) όμως όσο και ο Κανονισμός 7(7) παρέχουν μεγάλη ευελιξία ως προς τη σύνθεση της επιτροπής αξιολόγησης του κάθε υπαλλήλου. Και δεν γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη εισήγηση, που να καταδεικνύει ότι ως προς οποιαδήποτε συγκεκριμένη ομάδα αξιολόγησης υπήρξε παράβαση του Αρθρου 50(3) ή/και του Κανονισμού 7(7), και κατ' επέκταση του Κανονισμού 11(2)(β) ως προς το ενιαίο μέτρο κρίσης. Δεν γίνεται επίσης ισχυρισμός ότι ο τρόπος με τον οποίο εσυντάχθησαν οι υπηρεσιακές εκθέσεις επηρέασε δυσμενώς τον αιτητή.
2. Πιο ουσιαστική είναι η περαιτέρω εισήγηση του αιτητή, που αφορά τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας των προφορικών συνεντεύξεων ενώπιον της Ε.Δ.Υ.. Ήταν, εισηγείται, παράνομη η συμμετοχή σε αυτή του Γενικού Εισαγγελέα, καθ' όσον το Αρθρο 34 του Ν. 1/90, που εφαρμόζεται εφ' όσον επρόκειτο για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, δεν προβλέπει ρητά για την παρουσία άλλων. Η Δημοκρατία παρέπεμψε στο Αρθρο 17 ως παρέχον έρεισμα για τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα.
Να λεχθεί ευθύς εξ αρχής ότι το Αρθρο 17 δεν βοηθά την υπόθεση της Δημοκρατίας. Κατά πρώτον, το άρθρο αυτό φαίνεται να αφορά μάλλον τη δυνατότητα της Ε.Δ.Υ. να εξαναγκάσει την παρουσία δημόσιου υπάλληλου να παρουσιασθεί ενώπιον της στα πλαίσια της διαδικασίας δέουσας πληροφόρησης της σε θέμα που έχει να εξετάσει, όπως καθορίζεται και στο Αρθρο 21(2) του Ν. 158(Ι)/99, παρά τη συνδρομή τέτοιου προσώπου προς την Επιτροπή στην άσκηση αυτής ταύτης της όποιας αρμοδιότητας της όπως είναι η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης. Κατά δεύτερον, όπως ρητά ορίζει το Αρθρο 17, αφορά την παρουσία δημόσιου υπάλληλου. Από το συσχετισμό των ορισμών των όρων "δημόσιος υπάλληλος", "δημόσια θέση" και "δημόσια υπηρεσία" στο Αρθρο 2 του Νόμου, προκύπτει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι δημόσιος υπάλληλος που θα μπορούσε να εφαρμόζεται στην περίπτωση του το Αρθρο 17.
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί λοιπόν στα πλαίσια και στην ερμηνεία του ίδιου του Νόμου, ο οποίος ρυθμίζει τα των αρμοδιοτήτων της Ε.Δ.Υ.. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Νόμος προβλέπει λεπτομερώς ως προς τη διαδικασία που αφορά διορισμούς και προαγωγές. Αφού, για σκοπούς διορισμού και προαγωγής, κατατάσσει τις θέσεις στις τρεις κατηγορίες (α) Πρώτου Διορισμού, (β) Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, (γ) Προαγωγής, προχωρεί στα Αρθρα 33, 34 και 35 να καθορίσει τη διαδικασία για κάθε τέτοια αντίστοιχη θέση. Στο Αρθρο 33 προνοεί, στο εδάφιο (10), ότι η Ε.Δ.Υ., κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, "μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν". Αυτό θα εκάλυπτε τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα στην προφορική εξέταση αν είχε εφαρμογή το Αρθρο 33 προκειμένου για θέση Πρώτου Διορισμού. Δεν υπάρχει όμως αντίστοιχη πρόνοια στο Αρθρο 34, που εφαρμόζετο προκειμένου για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ούτε, στο Αρθρο 35 που αφορά θέση προαγωγής. Η διαφοροποίηση αυτή, εφ' όσον πρόκειται για ρητή νομοθετική ρύθμιση, δεν αφήνει περιθώρια επέκτασης στο Αρθρο 34 της δυνατότητας που παρέχει στην Ε.Δ.Υ. το Αρθρο 33(10).
Κατά συνέπεια, δεν είχε νομικό έρεισμα η παρουσία και συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. και δη στην προφορική εξέταση, με αποτέλεσμα να αναιρείται η νομιμότητα της διαδικασίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κυριάκου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83,
Δημοκρατία v. Ιακώβου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 35.
Προσφυγή.
Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για την Καθ' ης η Αίτηση.
Στ. Σκορδής, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ε. Κλεόπα Κακομανώλη.
Α. Κουντουρή, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Ν. Νικολαΐδου, Λ. Χριστοδουλίδου και Μ. Ευαγγέλου.
Ε. Παπακυριακού, παρουσιάζεται προσωπικά.
Cur. adv. vult.
XATZHXAMΠHΣ, Δ.: Ο Αιτητής και τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη, όλοι τότε Δικηγόροι της Δημοκρατίας Α΄ στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, ήσαν μεταξύ των 13 υποψηφίων για πέντε θέσεις Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, που είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Του θέματος επελήφθη κατ' αρχή η Συμβουλευτική Επιτροπή, αποτελούμενη από το Γενικό Εισαγγελέα, το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και τρεις Εισαγγελείς της Δημοκρατίας, η οποία διεξήγαγε εκτενείς προφορικές εξετάσεις νομικών γνώσεων και κρίσεων και κατέταξε τους υποψηφίους, ως προς τη γενική της εντύπωση, σε ανάλογες κατηγορίες με σχετική αιτιολογία. Ο Αιτητής κ. Χριστοφόρου και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κα Χριστοδουλίδου, κα. Κλεόπα και κα. Παπακυριακού κατατάχθησαν στην κατηγορία "πάρα πολύ καλός", τα δε Ενδιαφερόμενα Μέρη κ. Ευαγγέλου και κα Νικολαΐδου κατατάχθησαν στην κατηγορία "πολύ καλός". Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε επίσης ότι όλοι οι υποψήφιοι διέθεταν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και ότι το πλεονέκτημα διέθεταν μόνο η κα. Χριστοδουλίδου και η κα Μαυρομουστάκη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε και την αρχαιότητα των υποψηφίων στη θέση που κατείχαν:
1. κα. Χριστοδουλίδου 15.4.1998
2. κα. Νικολαΐδου 15.8.1998
3. κα. Παπακυριακού 15.8.1998
4. κ. Χριστοφόρου 15.8.1998
5. κ. Ευαγγέλου 15.5.2001
6. κα. Κλεόπα 15.5.2001
Του θέματος επελήφθη στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. προς την οποία υπεβλήθη η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η οποία, κρίνοντας ότι όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και ότι το πλεονέκτημα κατείχαν μόνο η κα. Χριστοδουλίδου και η κα. Μαυρομουστάκη, τους κάλεσε σε προφορική εξέταση. Αυτή έγινε στην παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα ο οποίος μετείχε στις ερωτήσεις, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη τα οποία αξιολόγησε ως "πάρα πολύ καλός" ενώ τον Αιτητή ως "πολύ καλός". Την ίδια αξιολόγηση έκανε και η Ε.Δ.Υ., με σχετική αιτιολογία, επέλεξε δε τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Η Επιτροπή καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, έλαβε υπόψη ότι οι επιλεγέντες, συγκρινόμενοι με τους μη επιλεγέντες, αξιολογήθηκαν σε υψηλότερο επίπεδο στην ενώπιόν της προφορική εξέταση και διαθέτουν υπέρ τους τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι επιλεγείσες Ζαννέτου-Χριστοδουλίδου Λουΐζα, Νικολαΐδου-Σιέλις Ελεονώρα και Παπακυριακού-Ρωσσίδου Εύα προηγούνται των λοιπών υποψηφίων, οι δε επιλεγέντες Ευαγγέλου Μιχαήλ και Κλεόπα-Κακομανώλη Έλενα υστερούν μόνο έναντι των Χριστοφόρου Ανδρέα, Μαππουρίδη Ανδρέα και Γεωργαλλή Γεώργιου. Ωστόσο, η Επιτροπή, έχοντας υπόψη το σύνολο των ενώπιόν της στοιχείων απόδοσης των Ευαγγέλου και Κλεόπα-Κακομανώλη κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση καθώς και του γεγονότος ότι οι δύο επιλεγέντες διαθέτουν τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και δεν υστερούν ή/και υπερέχουν σε αξία, έκρινε ότι αυτοί υπερέχουν γενικά και τους επέλεξε ως καταλληλότερους για προαγωγή."
Ο κ. Χριστοφόρου αναπτύσσει μεγάλο αριθμό λόγων ακύρωσης. Ένας από αυτούς απευθύνεται στη νομιμότητα των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, ενστάσεις του κ. Χριστοφόρου κατά των οποίων και είχαν απορριφθεί, με αναφορά στο ότι η σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης διαφοροποιείτο ή δεν διαφοροποιείτο ως προς κάθε υποψήφιο χωρίς νομικό ή λογικό έρεισμα. Οι εκθέσεις, εισηγείται ο κ. Χριστοφόρου, δεν εσυντάχθησαν σύμφωνα με το Αρθρο 50(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) και τον Κανονισμό 7 της Κ.Δ.Π. 386/90.
Η εισήγηση είναι χωρίς έρεισμα. Όπως παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, τόσο το Αρθρο 50(3) όσο και ο Κανονισμός 7(7) παρέχουν μεγάλη ευελιξία ως προς τη σύνθεση της επιτροπής αξιολόγησης του κάθε υπαλλήλου. Και δεν γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη εισήγηση που να καταδεικνύει ότι ως προς οποιαδήποτε συγκεκριμένη ομάδα αξιολόγησης υπήρξε παράβαση του Αρθρου 50(3) ή/και του Κανονισμού 7(7), και κατ' επέκταση του Κανονισμού 11(2)(β) ως προς το ενιαίο μέτρο κρίσης. Ορθή όμως είναι, πέραν τούτου, και η παρατήρηση του κ. Τριανταφυλλίδη ότι δεν γίνεται ισχυρισμός ότι ο τρόπος με τον οποίο εσυντάχθησαν οι υπηρεσιακές εκθέσεις επηρέασε δυσμενώς τον κ. Χριστοφόρου.
Δύο άλλοι λόγοι ακύρωσης που εισηγείται ο κ. Χριστοφόρου αφορούν το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο ένας είναι ότι τα πρακτικά της: (α) Δεν αντανακλούν ορθά, με βάση τις καταγραφείσες ερωτήσεις και απαντήσεις, την κρίση της επί της απόδοσης των υποψηφίων. Η εισήγηση χρειάζεται μόνο να καταγραφεί για να απορριφθεί, αφού δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να κρίνει πρωτογενώς τα πράγματα. (β) Ελλείπει το χειρόγραφο σημείωμα στο οποίο καταγράφεται η υπαγόρευση από κάθε μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής προς τον Πρόεδρο της εντύπωσης του από την προφορική εξέταση. Δεν μπορεί να απασχολεί όμως το Δικαστήριο το θέμα αυτό, αναγόμενο στις εσωτερικές διεργασίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεδομένου ότι η συλλογική κατάληξη της υπό τη μορφή της γενικής εντύπωσης της είναι δεόντως καταγραμμένη στα πρακτικά. Εξ άλλου, και ως προς τις δύο πτυχές της εισήγησης, παραγνωρίζεται το θεμελιακό στοιχείο ότι ο κ. Χριστοφόρου όχι μόνο είχε συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά και είχε χαρακτηρισθεί "πάρα πολύ καλός" ως προς την απόδοση του στην προφορική εξέταση.
Αυτά ουσιαστικά απαντούν και την άλλη σχετική εισήγηση του κ. Χριστοφόρου ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν παράνομη, η οποία συναρτάται προς την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Πιο ειδικά, δεν διαπιστώνω έλλειψη αιτιολογίας της κρίσης αυτής όπως εισηγείται ο κ. Χριστοφόρου. Απεναντίας, έχοντας υπ' όψη την πληρότητα με την οποία διεξήχθησαν οι προφορικές εξετάσεις και το ότι το ζητούμενο είναι αυτή ταύτη η κρίση επί της απόδοσης σε αυτές, το συνοπτικό της διατύπωσης της κρίσης δεν αφαιρεί από τη νομιμότητα της με δεδομένο πάντοτε ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην υποκειμενική πτυχή της κρίσης του διοικητικού οργάνου. Και πάλι δε να υπενθυμίσω ότι κανένα παράπονο δεν θα έπρεπε να έχει ο κ. Χριστοφόρου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία τον χαρακτήρισε "πάρα πολύ καλός" και τον σύστησε.
Παράπονο όμως διατυπώνει ο κ. Χριστοφόρου και ως προς τη διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και δη ως προς τα πρακτικά της. Περιορίζομαι να πω ότι δεν μπορώ να ακολουθήσω και να δεχθώ τις σκέψεις που αναπτύσσονται για να διατυπωθεί ουσιαστικά υπόνοια και εισήγηση για αναλήθεια των πρακτικών και σκηνοθετημένη σύνταξη τους εκ μέρους όλων των εμπλεκομένων, περιλαμβανομένου του Γενικού Εισαγγελέα, με, προφανώς, απώτερο στόχο να πληγεί η υποψηφιότητα του κ. Χριστοφόρου και να ευνοηθούν άλλες υποψηφιότητες.
Πιο ουσιαστική είναι η περαιτέρω εισήγηση του κ. Χριστοφόρου που αφορά τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας των προφορικών συνεντεύξεων ενώπιον της Ε.Δ.Υ.. Ήταν, εισηγείται, παράνομη η συμμετοχή σε αυτή του Γενικού Εισαγγελέα καθ' όσον το Αρθρο 34 του Ν. 1/90, που εφαρμόζεται εφ' όσον επρόκειτο για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, δεν προβλέπει ρητά για την παρουσία άλλων. Η Δημοκρατία αντέτεινε σε τούτο ότι η συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα ήταν νόμιμη δυνάμει του Αρθρου 33(10), ανεγνώρισε όμως κατά τις διευκρινίσεις ότι, εφ' όσον δεν επρόκειτο για θέση Πρώτου Διορισμού ώστε η διαδικασία να ρυθμίζεται από το Αρθρο 33, είναι όντως το Αρθρο 34 που ισχύει. Παρέπεμψε όμως περαιτέρω στο Αρθρο 17 ως παρέχον έρεισμα για τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα.
Να λεχθεί ευθύς εξ αρχής ότι το Αρθρο 17 δεν βοηθά την υπόθεση της Δημοκρατίας. Κατά πρώτον, το άρθρο αυτό φαίνεται να αφορά μάλλον τη δυνατότητα της Ε.Δ.Υ. να εξαναγκάσει την παρουσία δημόσιου υπάλληλου να παρουσιασθεί ενώπιον της στα πλαίσια της διαδικασίας δέουσας πληροφόρησης της σε θέμα που έχει να εξετάσει, όπως καθορίζεται και στο Αρθρο 21(2) του Ν. 158(Ι)/99, παρά τη συνδρομή τέτοιου προσώπου προς την Επιτροπή στην άσκηση αυτής ταύτης της όποιας αρμοδιότητας της όπως είναι η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης. Κατά δεύτερον, όπως ρητά ορίζει το Αρθρο 17, αφορά την παρουσία δημόσιου υπάλληλου. Από το συσχετισμό των ορισμών των όρων "δημόσιος υπάλληλος", "δημόσια θέση" και "δημόσια υπηρεσία" στο Αρθρο 2 του Νόμου, προκύπτει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι δημόσιος υπάλληλος που θα μπορούσε να εφαρμόζεται στην περίπτωση του το Αρθρο 17. Διαφοροποιούνται από την προκειμένη οι υποθέσεις Κυριάκου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 A.A.Δ. 83 και Δημοκρατία v. Ιακώβου κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 35, στις οποίες έγινε αναφορά. Στην πρώτη μάλιστα δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της συμμετοχής του Γενικού Διευθυντή στην προφορική εξέταση και η διαφορά αφορούσε μάλλον τη νομιμότητα της αξιολόγησης του για την απόδοση των υποψηφίων. Στη δεύτερη ετέθη ευθέως θέμα της νομιμότητας της συμμετοχής του Γενικού Διευθυντή στην προφορική εξέταση, εθεωρήθη όμως ότι αυτή εκαλύπτετο από το Αρθρο 17.
Το ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσο, ελλείψει ρητής πρόνοιας στο νόμο που να επιτρέπει τη συμμετοχή άλλου προσώπου, και δη στην προκειμένη περίπτωση του Γενικού Εισαγγελέα ως προϊσταμένου της υπηρεσίας του, κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ., υπάρχει τέτοια δυνατότητα, έχοντας πάντοτε υπ' όψη και την αρχή η οποία συνοψίζεται στο Αρθρο 21(1) του Ν. 158(Ι)/99, ότι η παρουσία μη εξουσιοδοτημένου από το Νόμο προσώπου, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στη ψηφοφορία (πλην του πρακτικογράφου), πλήττει τη νομιμότητα της λειτουργίας του διοικητικού οργάνου.
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί λοιπόν στα πλαίσια και στην ερμηνεία του ίδιου του Νόμου, ο οποίος ρυθμίζει τα των αρμοδιοτήτων της Ε.Δ.Υ.. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Νόμος προβλέπει λεπτομερώς ως προς τη διαδικασία που αφορά διορισμούς και προαγωγές. Αφού, για σκοπούς διορισμού και προαγωγής, κατατάσσει τις θέσεις στις τρεις κατηγορίες (α) Πρώτου Διορισμού, (β) Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, (γ) Προαγωγής, προχωρεί στα Αρθρα 33, 34 και 35 να καθορίσει τη διαδικασία για κάθε τέτοια αντίστοιχη θέση. Στο Αρθρο 33 προνοεί, στο εδάφιο (10), ότι η Ε.Δ.Υ., κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, "μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν". Αυτό θα εκάλυπτε τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα στην προφορική εξέταση αν είχε εφαρμογή το Αρθρο 33 προκειμένου για θέση Πρώτου Διορισμού. Δεν υπάρχει όμως αντίστοιχη πρόνοια στο Αρθρο 34, που εφαρμόζετο προκειμένου για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ούτε, ειρήσθω, στο Αρθρο 35 που αφορά θέση προαγωγής. Η διαφοροποίηση αυτή, εφ' όσον πρόκειται για ρητή νομοθετική ρύθμιση, δεν αφήνει περιθώρια επέκτασης στο Αρθρο 34 της δυνατότητας που παρέχει στην Ε.Δ.Υ. το Αρθρο 33(10), ούτε βεβαίως έχω παραπεμφθεί, αλλά ούτε και έχω εντοπίσει, άλλη νομοθετική διάταξη ή γενική αρχή που να παρέχει αυτή τη δυνατότητα. Πέραν τούτου, δεν φαίνεται να ελλείπει η λογική του νομοθέτη στη διαφοροποίηση που έκανε στο Αρθρο 33 αφ' ενός και στα Αρθρα 34 και 35 αφ' ετέρου. Στην περίπτωση θέσης Πρώτου Διορισμού η προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. φαίνεται να έχει εξέχουσα θέση. Κατ' αρχάς, είναι υποχρεωτική. Και ευλόγως, έχοντας υπ' όψη την ανοικτή προέλευση των υποψηφίων και την ανάγκη διαπίστωσης της καταλληλότητας τους χωρίς τη βοήθεια που θα μπορούσε να είχε προσφέρει η γνώση προηγούμενης υπηρεσίας τους, τονίζεται δε ειδικώς, στο Αρθρο 33(11), ότι η Ε.Δ.Υ. "λαμβάνει δεόντως υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση" μαζί με τα άλλα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (6). Εξ ίσου εύλογο είναι λοιπόν η Ε.Δ.Υ., η οποία μπορεί να μην έχει εξειδικευμένες γνώσεις, να βοηθηθεί στη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης από πρόσωπα που, ως εκ των ειδικών τους γνώσεων, είναι σε θέση να τη βοηθήσουν ακριβώς για να διαπιστώσει την καταλληλότητα προσώπων που επιχειρούν να εισέλθουν στην υπηρεσία.
Διαφορετικά είναι τα πράγματα στην περίπτωση θέσης Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Εδώ η προφορική εξέταση της Ε.Δ.Υ. δεν είναι υποχρεωτική, ώστε να υποβαθμίζεται έτσι κατά κάποιο τρόπο η σημασία της ως γνωστολογικής δοκιμασίας των υποψηφίων που να απαιτεί την παρουσία ειδικών προς βοήθεια της Ε.Δ.Υ.. Πέραν τούτου, και αν ακόμα η Ε.Δ.Υ. αποφασίσει να διεξάγει προφορική εξέταση, οι υποψήφιοι, ως εκ της φύσης της θέσης, μπορεί να μην είναι όλοι ενδοϋπηρεσιακοί. Η παρουσία του προϊστάμενου, ή και άλλου λειτουργού, θα μπορούσε να ευνοούσε τελικά τους ενδοϋπηρεσιακούς υποψηφίους. Αλλά και πέραν τούτου, και στη συνήθη περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι όλοι ενδοϋπηρεσιακοί και ουσιαστικά η πλήρωση γίνεται ως να επρόκειτο για θέση προαγωγής, η πρόθεση του νομοθέτη φαίνεται να ήταν να μη δοθεί στην προφορική εξέταση η εξέχουσα θέση που έχει στην περίπτωση θέσης Πρώτου Διορισμού αλλά, και αν κριθεί αναγκαία, να θεωρείται συμπληρωματική προς τα ήδη υφιστάμενα και γνωστά στοιχεία της όλης σταδιοδρομίας των υποψηφίων που αντικειμενικά αποτυπώνουν την καταλληλότητά τους και τη μεταξύ τους συγκριτική σημασία της. Η λογική αυτή επιβεβαιώνεται ακόμη περισσότερο και στην περίπτωση του Αρθρου 35 που αφορά θέσεις Προαγωγής και μόνο.
Καταλήγω λοιπόν ότι δεν είχε νομικό έρεισμα η παρουσία και συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. και δη στην προφορική εξέταση, με αποτέλεσμα να αναιρείται η νομιμότητα της διαδικασίας. Για το λόγο αυτό, και χωρίς να εξετάζω τους υπόλοιπους λόγους που αφορούν στάδια επόμενα τούτου, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
H προσφυγή επιτυγχάνει.