ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 4 ΑΑΔ 353

5 Μαΐου, 2006

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΑΔΑΜΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 685/2002)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η υποχρέωση καθορισμού των λόγων ακυρώσεως στο δικόγραφο της προσφυγής ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια υπηρεσίας ― Η ερμηνεία και εφαρμογή τους αποτελεί καθήκον του διορίζοντος οργάνου ― Η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας από την Ε.Δ.Υ. ήταν ορθή στην κριθείσα περίπτωση και δεν επληρούντο οι όροι για δικαστική επέμβαση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πλεονέκτημα ― Η απαίτηση ειδικής αιτιολόγησης για παραγνώρισή του ― Κατά πόσο η κατά νόμον αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή μπορεί να αποτελέσει μέρος τέτοιας αιτιολογίας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Η ευθύνη διαπίστωσης της κατοχής τους από τους υποψηφίους βαρύνει το διορίζον όργανο, στην απόφαση του οποίου δεν χωρεί δικαστική επέμβαση, αν αυτή ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Όρια αναθεωρητικού ελέγχου της κατά νόμον αναιτιολόγητης σύστασης.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η υποχρέωση καθορισμού των λόγων ακυρώσεως στο δικόγραφο της προσφυγής ― Συνέπειες από την μη εκπλήρωσή της στην κριθείσα περίπτωση.

Παθόντες ― Ο περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμος του 1997 (Ν.55(Ι)/97 όπως τροποποιήθηκε με το Ν.100(Ι)/98) ― Κατά πόσο έτυχε ορθής ερμηνείας από την Ε.Δ.Υ. στην κριθείσα περίπτωση και κατά πόσο η ενδεχόμενη εσφαλμένη ερμηνεία του θα μπορούσε να επηρεάσει την νομιμότητα της επίδικης απόφασης, μετά την κρίση του συγκεκριμένου νόμου ως αντισυνταγματικού από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Ο αιτητής ζήτησε με την προσφυγή την ακύρωση της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών για την πλήρωση των επίδικων θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Έχει εγερθεί προδικαστική ένσταση, ότι ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να προβληθεί γιατί δεν έχει εγερθεί με το δικόγραφο της προσφυγής, όπως απαιτεί η νομολογία. Ούτε και περιλαμβάνεται ανάμεσα στους λόγους που μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.

    Σίγουρα ο λανθασμένος τρόπος προκήρυξης των θέσεων και η μη ορθή εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των συγκεκριμένων λόγων της αίτησης. Σύμφωνα με τη νομολογία, οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να καταγράφονται στο δικόγραφο. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, αν ανατρέξει κανείς στα νομικά σημεία πάνω στα οποία βασίζεται η παρούσα προσφυγή, εύκολα θα διαπιστώσει ότι ανάμεσα σ' αυτά περιλαμβάνεται και η μη ορθή εφαρμογή ή ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας. Αυτός ο λόγος ακύρωσης περιλαμβάνει και το υπό εξέταση θέμα, παρόλο που δεν αναφέρεται ρητά σε λανθασμένο τρόπο προκήρυξης των επίδικων θέσεων.

2. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας.

    Στην παρούσα περίπτωση, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η σχετική σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας δεν επιδέχετο οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Αφού λήφθηκαν υπόψη οι ανάγκες της υπηρεσίας κατά τη δεδομένη στιγμή, στη συνέχεια κατανεμήθηκαν οι επίδικες θέσεις ανάλογα.

3. Με τον επόμενο ισχυρισμό του ο αιτητής υποστηρίζει ότι παρόλο που του πιστώθηκε το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα, εντούτοις η Ε.Δ.Υ. δεν τον επέλεξε για προαγωγή αλλά αντί αυτού προτίμησε τα Ε.Μ. Μ. Καρακόκκινο και Μ. Τάππα-Κολοκοτρώνη που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα, χωρίς να δώσει για την εν λόγω προτίμηση ειδική αιτιολογία όπως απαιτεί η νομολογία.

    Τα όσα ειπώθηκαν από την Ε.Δ.Υ. στο πρακτικό κρίνεται ότι παρέχουν την απαιτούμενη, στην προκείμενη περίπτωση, ειδική αιτιολογία. Το ένα σκέλος της αιτιολογίας είναι ότι τα εν λόγω Ε.Μ. έχουν αξιολογηθεί σε ψηλότερο βαθμό κατά την προφορική εξέταση. Τούτο είναι ορθό. Το άλλο σκέλος είναι ότι έχουν τη σύσταση του διευθυντή. Και αυτό είναι ορθό.

    Αναφορικά με το βαθμό της βαρύτητας που πρέπει να δίδεται   από την Ε.Δ.Υ. στην αναιτιολόγητη σύσταση του διευθυντή (στις περιπτώσεις βέβαια που ο νόμος δεν απαιτεί αιτιολογία), υπάρχουν συγκρουόμενες πρωτόδικες αποφάσεις.

    Αυτό που φαίνεται κοινό στις αποφάσεις αυτές, είναι ότι κάποια σημασία μπορεί να δοθεί στην αναιτιολόγητη σύσταση.  Άλλωστε το Αρθρο 34(9) του Ν.1/90 περιέχει τη φράση «αφού λάβει δεόντως υπόψη της» η Επιτροπή. Έτσι χωρίς ανάγκη τοποθέτησης στην παρούσα περίπτωση υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης, κρίνεται ότι ήταν επιτρεπτό στην Ε.Δ.Υ. να λάβει υπόψη τη σύσταση του διευθυντή για παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή.

4. Αμφισβητείται από μέρους του αιτητή, η ορθότητα της προσέγγισης τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Ε.Δ.Υ., ότι τα πτυχία των Ε.Μ. 1 και 4, δηλαδή της Αντωνίας Ιακώβου και της Μαρίας Μάρκου αντίστοιχα, πληρούσαν το προβλεπόμενο στην παράγραφο 3(1)(α) του σχεδίου υπηρεσίας προσόν, του πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών/στοιχείων γης.

    Ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Ε.Δ.Υ. κατέληξαν στην προκείμενη περίπτωση, στο συμπέρασμα, ότι οι τίτλοι σπουδών των υπό αναφορά Ε.Μ. ικανοποιούσαν τη συγκεκριμένη απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας, αφού έλαβαν προς τούτο τις απόψεις του Πανεπιστημίου Κύπρου. Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 93.

5.       Προβάλλεται επίσης από μέρους του αιτητή ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη. Στην προκείμενη περίπτωση, πρόκειται για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής για τις οποίες το Αρθρο 34(9) του Ν. 1/90 δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση. Σύμφωνα με τη νομολογία σε τέτοιες θέσεις η σύσταση του Διευθυντή ελέγχεται δικαστικά, μόνο όπου ο Διευθυντής θελήσει να αιτιολογήσει τη σύσταση του.

6. Στην υπό εξέταση υπόθεση ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν έχει εγερθεί με το δικόγραφο της προσφυγής και κατά συνέπεια δε δύναται να προβληθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία μόνο λόγοι που εγείρουν θέματα δημόσιας τάξεως εξετάζονται αυτεπάγγελτα. Ο υπό αναφορά λόγος δεν περιλαμβάνεται ανάμεσα σ' αυτούς.

7. Ένας άλλος λόγος που προβάλλεται προς ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι ότι η πείρα του αιτητή ενώ αποτελεί πλεονέκτημα δεν λήφθηκε υπόψη και δεν σταθμίστηκε συνολικά μαζί με τα υπόλοιπα καθιερωμένα κριτήρια. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.   Η δύο ετών πείρα του αιτητή, του πιστώθηκε ως πλεονέκτημα.  Όμως τα Ε.Μ. θεωρήθηκαν υπέρτερά του.

8. Ο τελευταίος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται από μέρους του αιτητή, αφορά το Ν. 55(1)/97 όπως έχει τροποποιηθεί από το Ν. 100(1)/98. Είναι η θέση του αιτητή, ότι παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου του, αποδεικνύεται περίτρανα ότι πληρούσε τις πρόνοιες του εν λόγω νόμου ως «παθών», εντούτοις η Ε.Δ.Υ. χωρίς καμιά αιτιολογία κατέληξε στην απόφαση ότι, επειδή οι υπό πλήρωση θέσεις ήταν στην προκείμενη περίπτωση λιγότερες από δέκα, δεν μπορούσε να κάνει χρήση των προνοιών του Αρθρου 3(1) αυτού. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όμως και αν ακόμα η Ε.Δ.Υ. ενήργησε λανθασμένα στην αντίκρυση του συγκεκριμένου θέματος, από τη στιγμή που ο συγκεκριμένος νόμος κρίθηκε (κατά πλειοψηφία) από το Ανώτατο Δικαστήριο ως αντισυνταγματικός (βλ. Δημοκρατία v. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534), δεν θα βοηθούσε τον αιτητή η εφαρμογή του.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αναστασίου v. ΕΤΕΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 616,

Γρηγορίου v. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728,

Καμένος v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25,

Δημοκρατία v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286,

Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,

Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Aρ. 2) (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1822,

Χατζηβασιλείου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1361/00, ημερ. 29.10.2001,

Παρέλλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1432,

Γερμανού κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 A.A.Δ. 377,

Βασιλείου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 604/01 κ.ά., ημερ. 18.4.2003,

Ονουφρίου v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 821,

Δημοκρατία v. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534.

Προσφυγή.

Δ. Κακουλλής, για τον Αιτητή.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Δ. Καλλής, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2, Μ. Καρακόκκινο.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, Α. Ιακώβου και 4 Μ. Μάρκου.

Καμιά άλλη εμφάνιση.

Cur. adv. vult.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία διορίστηκαν και/ή προάχθηκαν στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας από 3/6/02, οι Αντωνία Ιακώβου, Μάριος Καρακόκκινος, Μαρία Τάππα-Κολοκοτρώνη, Μαρία Μάρκου, Στέφανος Ρουσιάς, Αστέρω Αθηνοδώρου Κυριάκου, Σταύρος Λύτρας και Χαραλάμπους Στυλιανού, η οποία απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμό 3611 και ημερ. 14/6/02.

Γεγονότα

Με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών εκ μέρους της αρμόδιας αρχής ημερ. 12/9/00, ζητήθηκε η πλήρωση 8 (οκτώ) μόνιμων θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, (θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής). Οι θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 12/1/01 με τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων την 5/2/01. Ας σημειωθεί ότι κατά την εν λόγω δημοσίευση οι οκτώ επίδικες θέσεις διαχωρίστηκαν σε κατηγορίες με αποτέλεσμα τα απαιτούμενα γι' αυτές προσόντα να διαφέρουν ανάλογα με την κατηγορία. Συγκεκριμένα, σε σχετική σημείωση του οικείου σχεδίου υπηρεσίας καθοριζόταν πως «οι παρούσες ανάγκες της Υπηρεσίας απαιτούν» όπως οι υποψήφιοι κατέχουν για -

-  τις πέντε θέσεις πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στα Νομικά (περιλαμβανομένου και του Barrister-at-Law)

-  τη μια θέση πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στη Διαχείριση Ακινήτων ή στις Εκτιμήσεις ή πλήρες μέλος (Fellow ή Professional Associate του Royal Institution of Chartered Surveyors (General Practice Division) ή μέλος άλλου ισότιμου σχετικού επαγγελματικού σώματος μετά από επιτυχή συμπλήρωση τριετούς τουλάχιστον ακαδημαϊκού κύκλου σπουδών.

-  Τις δύο θέσεις πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών/στοιχείων γης (L.I.S. Legal/Fiscal).

Σε ανταπόκριση στην πιο πάνω δημοσίευση υποβλήθηκαν συνολικά 111 αιτήσεις. Η Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.) αποφάσισε ότι πενήντα πέντε (55) από τους υποψηφίους δεν κατείχαν τα προβλεπόμενα στην παραταθείσα ήδη σημείωση ακαδημαϊκά προσόντα. Σε σχέση με τους υπόλοιπους, η Σ.Ε. υπέδειξε πόσοι από αυτούς ενέπιπταν σε καθεμιά από τις τρεις πιο πάνω κατηγορίες, και στη συνέχεια αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο αντίκρυζε το απαιτούμενο για τις δύο θέσεις πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών/στοιχείων γης (L.I.S. Legal/Fiscal). Για τη διεκδίκηση των εν λόγω θέσεων, παρουσιάστηκαν κατά την προφορική εξέταση υποψήφιοι με τα πιο κάτω πτυχία:

1. Εφαρμοσμένη Πληροφορική του Πανεπιστημίου Μακεδονίας,

2. Bachelor for Science (Honors) in Computer Science and Information Systems of University of Manchester,

3. M.Sc in Computer Based Information Systems of University of Sunderland, και

4. Δίπλωμα Ηλεκτρολόγου Μηχανικού του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών και Πληροφορικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

    Έτσι η Σ.Ε. προέβη σε διερεύνηση κατά πόσο οι συγκεκριμένοι τίτλοι σπουδών πληρούν την υπό αναφορά απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας. Για το σκοπό αυτό, ζήτησε να πληροφορηθεί τόσο από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, όσο κι από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πώς αξιολογούνται τα πιο πάνω πτυχία σε συνάρτηση πάντοτε με το σχέδιο υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης. Η κατάληξη ήταν, να υιοθετηθούν πλήρως οι διαβιβασθείσες προς αυτή θέσεις του Πανεπιστημίου Κύπρου, (αφού από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας δεν δόθηκε απάντηση) σύμφωνα με τις οποίες όλοι οι προαναφερθέντες τίτλοι εκτός του Διπλώματος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, προσδίδουν στους κατόχους τους τη γνώση και τις δυνατότητες να ασχοληθούν με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών για διάφορους τομείς περιλαμβανομένων των στοιχείων γης. Με τα υπόλοιπα προβλεπόμενα προσόντα δεν ασχολήθηκε. Προφανώς θεώρησε πως όλοι οι κριθέντες ως προσοντούχοι υποψήφιοι αυτοδήλως τα κατείχαν. Επισημαίνεται, ότι το σχέδιο υπηρεσίας εκτός των προσόντων που ήδη παρατέθηκαν, απαιτούσε επίσης και τα εξής:

«3. Απαιτούμενα προσόντα

........................................................................................................

........................................................................................................

(2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

(3) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

......................................................................................................»

Επιπλέον διαλάμβανε, στην παράγραφο 3(4), ότι πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης αποτελούσε πλεονέκτημα.

Στη συνέχεια η Σ.Ε. διεξήγαγε στις 23, 25, 26, 27 και 30 Απριλίου 2001 προφορική εξέταση των σαρανταδύο υποψηφίων που παρουσιάστηκαν. Τους αξιολόγησε με τους χαρακτηρισμούς «πάρα πολύ καλός», «Σχεδόν εξαίρετος» και «Εξαίρετος» και κατέγραψε συνοπτικά το λόγο ή τους λόγους. Από τα Ε.Μ. ως «πάρα πολύ καλοί» χαρακτηρίστηκαν οι Αντωνία Ιακώβου και Μαρία Τάππα-Κολοκοτρώνη ως «σχεδόν εξαίρετοι» οι Μάριος Καρακόκκινος, Αστέρω Αθηνοδώρου-Κυριάκου και Στέφανος Ρουσιάς και ως «εξαίρετοι» οι Σταύρος Λύτρας, Μαρία Μάρκου και Χαράλαμπους Στυλιανού. Ο αιτητής χαρακτηρίστηκε ως «πάρα πολύ καλός». Ακολούθως η Σ.Ε. με την έκθεσή της προέβηκε σε μια τελική αξιολόγηση των υποψηφίων βάσει όλων των ενώπιον της στοιχείων, και κατάληξε ομόφωνα στην επιλογή 28 υποψηφίων τους οποίους και σύστησε. Από αυτούς, είκοσι συστήνονταν για τις πέντε θέσεις, τέσσερις για τη μια θέση και άλλοι τέσσερις για τις δύο θέσεις. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν τόσο ο αιτητής, που ας σημειωθεί περιλαμβάνετο μεταξύ των συστηθέντων για τις πέντε θέσεις, όσο και τα Ε.Μ.. Επισημαίνεται πως από τα Ε.Μ. οι Μ. Καρακόκινος, Μ. Τάππα-Κολοκοτρώνη, Αστέρω Αθηνοδώρου Κυριάκου, Σταύρος Λύτρας και Χαράλαμπος Στυλιανού συστήνονταν για τις πέντε θέσεις και ο Στέφανος Ρουσσιάς για τη μια θέση.

Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 7/12/01 αφού μελέτησε την έκθεση της Σ.Ε. έκρινε ότι κάποια θέματα έχρηζαν πρόσθετων διευκρινίσεων. Για το λόγο αυτό αποφάσισε όπως οι 111 αιτήσεις που συνολικά υποβλήθηκαν σταλούν εκ νέου σ' αυτήν προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ακόλουθα:

(1) Να τεκμηριωθεί η θέση της Σ.Ε. για τη μη κατοχή των προσόντων από τον αιτητή Φιλίππου Κυριάκο,

(2) Να καταγραφεί και να αιτιολογηθεί πώς η Σ.Ε. κατέληξε στην κρίση της για την κατοχή από τους αιτητές της «πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας»,

(3) Να αιτιολογηθεί η κρίση της Σ.Ε. για την κατοχή του πλεονεκτήματος και να καθοριστεί η χρονική διάρκεια αυτού, και

(4)   Να δοθεί ειδική αιτιολογία για το γεγονός ότι ο υποψήφιος Μιχαήλ Χαράλαμπος, στον οποίο λογίστηκε πλεονέκτημα, δε συστήνεται.

Η συμπληρωματική έκθεση της Σ.Ε. με τις ζητούμενες διευκρινίσεις στάληκε στην Ε.Δ.Υ. με επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (ο Διευθυντής), ημερ. 22/1/02. Σύμφωνα με αυτή, για μεν την απαίτηση της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής, αφού λήφθηκε υπόψη σχετική εγκύκλιος της Ε.Δ.Υ., θεωρήθηκε ως αποδεκτό τεκμήριο, η κατοχή απολυτηρίου αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης Ελλάδας και Κύπρου με βασική γλώσσα διδασκαλίας την ελληνική, για δε την απαίτηση της καλής γνώσης της αγγλικής, θεωρήθηκε ως αποδεκτό τεκμήριο η κατοχή απολυτηρίου αναγνωρισμένης σχολής μέσης εκπαίδευσης. Σημειώνεται ότι όλοι οι υποψήφιοι για την επίδικη θέση κρίθηκαν από τη Σ.Ε. ως κατέχοντες το συγκεκριμένο προσόν.

Όσον αφορά τώρα το πλεονέκτημα, η Σ.Ε. αποφάσισε ότι χρειαζόταν πείρα τουλάχιστον δύο ετών. Σημείωσε δε ότι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι που εργάζονται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και είναι υποψήφιοι το κατέχουν, συν ακόμη ένας υποψήφιος. Με βάση την πιο πάνω κατάληξη, ανάμεσα στα πρόσωπα που διέθεταν το πλεονέκτημα ήταν όχι μόνο ο αιτητής, αλλά και τα Ε.Μ. 6, 7 και 8, ήτοι οι Αστέρω Αθηνοδώρου Κυριάκου, Σταύρος Λύτρας και Χαράλαμπος Στυλιανού, αντίστοιχα.

Η Ε.Δ.Υ. συνέχισε την εξέταση της έκθεσης της Σ.Ε. στη συνεδρία της ημερ. 1/2/02. Αφού δε κατ' αρχάς, ανέφερε χαρακτηριστικά πως σε ό,τι αφορά τα απαιτούμενα προσόντα και το πλεονέκτημα υιοθετεί τα πορίσματα αυτής, αποφάσισε να καλέσει ενώπιόν της σε προφορική εξέταση, σε ημερομηνίες που θα οριστούν αργότερα, τους 28 υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Σ.Ε. Ταυτόχρονα υπέδειξε ότι κατά τις εν λόγω ημερομηνίες πρέπει να κληθεί και να παρευρίσκεται και ο Διευθυντής.

Η Ε.Δ.Υ στις συνεδρίες της ημερ. 3/4/02, 4/4/02 και 5/4/02, στην παρουσία και του Διευθυντή, δέχτηκε χωριστά τους υποψηφίους που είχαν κληθεί σε προφορική εξέταση. Στη συνεδρία της ημερ. 10/4/02, αφού άκουσε τις απόψεις του Διευθυντή σχετικά με την απόδοση όλων των υποψηφίων που προσήλθαν στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, προέβη και η ίδια σε αξιολόγηση της απόδοσής τους υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή.

Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης και από τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και αφού έλαβε υπόψη τις συστάσεις του Διευθυντή και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση καθώς και τις απόψεις της Συμβουλευτικής έκρινε ότι τα ε.μ. υπερείχαν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε για διορισμό/προαγωγή στις επίδικες θέσεις.

Περαιτέρω η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι στην παρούσα διαδικασία υπάρχουν υποψήφιοι που καλύπτονται από τις πρόνοιες του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου του 1997 (Ν. 55(1)/97 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 100(1)/98), αλλά επειδή οι υπό πλήρωση θέσεις είναι λιγότερες από δέκα αποφάσισε να μην κάνει χρήση των προνοιών του πιο πάνω νόμου. Επισημαίνεται ότι ως ημερομηνία ισχύος του διορισμού/προαγωγής των ε.μ. καθορίστηκε από την Επιτροπή η 3/6/02. Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση.

Λόγοι ακύρωσης

Ο αιτητής, στη γραπτή του αγόρευση, προβάλλει σειρά νομικών σημείων τα οποία κατά την άποψή του τεκμηριώνουν λόγους ακύρωσης.

Αποτελεί κατ' αρχήν ισχυρισμό του, ότι στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε λανθασμένος τρόπος προκήρυξης των θέσεων και μη ορθή εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας. Έρεισμα για την εισήγηση του αυτή αποτέλεσε σχετική σημείωση που περιλαμβάνεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας, η οποία προβλέπει τα εξής:

«Σημ. Τα στην παράγραφο 3(1) απαιτούμενα προσόντα καθορίζονται κατά τη δημοσίευση της θέσης ανάλογα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας.»

Είναι η θέση του αιτητή, πως καθήκον των καθ' ων η αίτηση σύμφωνα με την λόγω σημείωση, ήταν να καθορίσουν απλώς τα απαιτούμενα προσόντα ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας και όχι να διαχωρίσουν, ως έπραξαν, τις 8 επίδικες θέσεις σε κατηγορίες με αποτέλεσμα τα απαιτούμενα γι' αυτές προσόντα να διαφέρουν ανάλογα με την κατηγορία. Τα καθήκοντα και οι ευθύνες των θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄, συνεχίζει η εισήγηση του αιτητή, είναι ενιαία και ίδια χωρίς διάκριση ως προς το δίπλωμα ή τα ακαδημαϊκά προσόντα οποιουδήποτε υποψηφίου. Αποτελεί πεποίθηση του, πως με τον τρόπο που ενήργησαν οι καθ' ων η αίτηση, ουσιαστικά απέκλεισαν τους υποψηφίους από το να διεκδικήσουν θέση στο σύνολο των 8 προκηρυχθέντων θέσεων, καταστρατηγώντας με αυτό τον τρόπο τα δικαιώματά τους, χωρίς μάλιστα να προηγηθεί οποιαδήποτε έρευνα για να εξακριβωθούν οι ανάγκες της υπηρεσίας και χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε αιτιολογία όσον αφορά το συγκεκριμένο σκεπτικό τους.

Τόσο η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση όσο και το Ε.Μ. 2 Μ. Καρακόκκινος αντικρούοντας τον εν λόγω ισχυρισμό, ήγειραν προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να προβληθεί γιατί δεν έχει εγερθεί με το δικόγραφο της προσφυγής, όπως απαιτεί η νομολογία. Ούτε και περιλαμβάνεται ανάμεσα στους λόγους που μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, δηλαδή λόγοι που εγείρουν θέματα δημόσιας τάξης. (Βλ. Αναστασίου v. ΕΤΕΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 616.)

Σίγουρα ο λανθασμένος τρόπος προκήρυξης των θέσεων και η μη ορθή εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των συγκεκριμένων λόγων της αίτησης. Σύμφωνα με τη νομολογία, οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να καταγράφονται στο δικόγραφο. (βλ. Γρηγορίου v. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728 και Καμένος v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25). Στην προκείμενη όμως περίπτωση, δε συμφωνώ με την εγερθείσα προδικαστική ένσταση. Αν ανατρέξει κανείς στα νομικά σημεία πάνω στα οποία βασίζεται η παρούσα προσφυγή, εύκολα θα διαπιστώσει ότι ανάμεσα σ' αυτά περιλαμβάνεται και η μη ορθή εφαρμογή ή ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας. Κατά την άποψη μου αυτός ο λόγος ακύρωσης περιλαμβάνει και το υπό εξέταση θέμα, παρόλο που δεν αναφέρεται ρητά σε λανθασμένο τρόπο προκήρυξης των επίδικων θέσεων.

Πέραν της πιο πάνω εξετασθείσας προδικαστικής ένστασης, οι καθ' ων η αίτηση και το Ε.Μ. 2, όσον αφορά την ουσία του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης που προβλήθηκε, υποστήριξαν πως στην υπό εξέταση περίπτωση, ο τρόπος δημοσίευσης των επίδικων θέσεων συνάδει πλήρως με το λεκτικό της σχετικής σημείωσης, καθώς και ότι η ερμηνεία που δόθηκε ήταν η μόνη εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του συνολικού λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού τους αυτού, υπέδειξαν πως σύμφωνα με τη νομολογία κατά την εφαρμογή και ερμηνεία ενός σχεδίου υπηρεσίας το δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει όταν η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Είναι η θέση τους ότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι από τις περιπτώσεις που χρήζουν οποιασδήποτε δικαστικής επέμβασης.

Θα συμφωνήσω με τους πιο πάνω ισχυρισμούς των καθ' ων και του Ε.Μ. 2. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. (βλ. Δημοκρατία v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286 και Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 93).

Στην παρούσα περίπτωση, από τα όσα έχουν ήδη λεχθεί, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η σχετική σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας δεν επιδέχετο οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Αφού λήφθηκαν υπόψη οι ανάγκες της υπηρεσίας κατά τη δεδομένη στιγμή, στη συνέχεια κατανεμήθηκαν οι επίδικες θέσεις ανάλογα. Επομένως ο ισχυρισμός αυτός του αιτητή απορρίπτεται.

Με τον επόμενο ισχυρισμό του ο αιτητής υποστηρίζει ότι παρόλο που του πιστώθηκε το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα, εντούτοις η Ε.Δ.Υ. δεν τον επέλεξε για προαγωγή αλλά αντί αυτού προτίμησε τα Ε.Μ. Μ. Καρακόκκινο και Μ. Τάππα-Κολοκοτρώνη που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα χωρίς να δώσει για την εν λόγω προτίμηση ειδική αιτιολογία όπως απαιτεί η νομολογία. Σε σχέση με το θέμα αυτό η Ολομέλεια στην Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1822, 1830, υπογράμμισε ότι:

«..... απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου, όταν υποψήφιος που έχει το πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα Σχέδια Υπηρεσίας δεν επιλέγεται για διορισμό. Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα επαρκώς. Η αιτιολόγηση δε αυτή δέον να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από οποιοδήποτε ή το Διοικητικό Δικαστήριο .............»

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

Αν ανατρέξουμε στα ενώπιον του δικαστηρίου παρατεθέντα στοιχεία, θα διαπιστώσουμε ότι η Ε.Δ.Υ. κατά τη συνεδρία της στις 10/4/02 ανέφερε τα εξής επιλέγοντας τα συγκεκριμένα Ε.Μ.:

«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, επιλέγοντας τους πιο πάνω, δεν παρέλειψε να επισημάνει το γεγονός ότι οι Καρακόκκινος Μάριος και Κολοκοτρώνη-Τάππα Μαρία, που επιλέγησαν για τις δυο από τις πέντε θέσεις στις οποίες απαιτείτο Πανεπιστημιακό δίπλωμα στα Νομικά, και ο Ρουσιάς Στέφανος, που επιλέγηκε για τη μια θέση που απαιτείτο Πανεπιστημιακό δίπλωμα στη Διαχείριση Ακινήτων ή στις εκτιμήσεις ή πλήρες μέλος (Fellow ή Professional Associate) του Royal Institution of Chartered Surveyors (General Practice Division) ή μέλος άλλου ισότιμου σχετικού επαγγελματικού σώματος μετά από επιτυχή συμπλήρωση τριετούς τουλάχιστον ακαδημαϊκού κύκλου σπουδών, δεν κατέχουν πλεονέκτημα, σε αντίθεση με άλλους υποψηφίους που κατέχουν το σχετικό πλεονέκτημα αλλά δεν έχουν επιλεγεί. Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη ότι οι επιλεγέντες, συγκρινόμενοι με τους μη επιλεγέντες που διαθέτουν το πλεονέκτημα, έχουν αξιολογηθεί σε υψηλότερο βαθμό κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και, επιπλέον, έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή, θεωρεί ότι μόνο η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν μπορεί να ανατρέψει την υπεροχή των επιλεγέντων, τους οποίους θεωρεί καταλληλότερους για την υπό πλήρωση θέση

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

Για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, είμαι της άποψης ότι τα όσα πιο πάνω ειπώθηκαν από την Ε.Δ.Υ. παρέχουν την απαιτούμενη, στην προκείμενη περίπτωση, ειδική αιτιολογία. Το ένα σκέλος της αιτιολογίας είναι ότι τα εν λόγω Ε.Μ. έχουν αξιολογηθεί σε ψηλότερο βαθμό κατά την προφορική εξέταση. Τούτο είναι ορθό. Το άλλο σκέλος είναι ότι έχουν τη σύσταση του διευθυντή. Και αυτό είναι ορθό. Όμως εδώ τίθεται και θέμα της βαρύτητας που δόθηκε στη σύσταση. Η περίπτωση καλύπτεται από το Αρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 ως έχει τροποποιηθεί) που διαλαμβάνει ως εξής:

«34(9) Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε, προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.»

Αναφορικά με το βαθμό της βαρύτητας που πρέπει να δίδεται   από την Ε.Δ.Υ. στην αναιτιολόγητη σύσταση του διευθυντή (στις περιπτώσεις βέβαια που ο νόμος δεν απαιτεί αιτιολογία), υπάρχουν συγκρουόμενες πρωτόδικες αποφάσεις. Για παράδειγμα στη Χατζηβασιλείου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1361/00, ημερ. 29/10/01 (Νικήτας, Δ.) παρόλο που ήταν περίπτωση που ο νόμος δεν επέβαλλε αιτιολόγηση της σύστασης του διευθυντή, λέχθηκε ότι «η απλή σύσταση, χωρίς αιτιολόγηση, δεν έχει ιδιαίτερη αξία» ειδικά στην περίπτωση όπου η διαφορά στην προφορική εξέταση ήταν μικρή.

Στην υπόθεση Παρέλλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1432 (Νικολάου, Δ.) διατυπώθηκε η αποψη ότι «ως θέμα αρχής η σύσταση θα πρέπει να μην έχει παρα μόνο μηδενική αξία» ή εφόσον ο νόμος επιτρέπει την αναιτιολόγητη σύσταση, θα πρέπει να της αποδοθεί σημασία η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική. Η ίδια άποψη εκφράστηκε από τον ίδιο Δικαστή και στην υπόθεση Γερμανού κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 A.A.Δ. 377.

Στη Βασιλείου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 604/01 κ.ά., ημερ. 18/4/03, ο Νικολαΐδης, Δ., εξέφρασε τη διαφωνία του με τις προαναφερθείσες υποθέσεις Χατζηβασιλείου και Γερμανού και πρόσθεσε ότι εφόσον ο νομοθέτης έκρινε ότι δε χρειάζεται αιτιολογία της σύστασης, δε βλέπει πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η μείωση της σημασίας της, εκτός βέβαια αν η σύσταση δε συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων.

Παρά τη διαφορετική διατύπωση αναφορικά με το βαθμό της σημασίας της σύστασης που προκύπτει από τις πιο πάνω υποθέσεις, αυτό που φαίνεται κοινό, είναι ότι κάποια σημασία μπορεί να δοθεί. Άλλωστε το Αρθρο 34(9) περιέχει τη φράση «αφού λάβει δεόντως υπόψη της» η Επιτροπή. Έτσι χωρίς να χρειάζεται να τοποθετηθώ στην παρούσα περίπτωση υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης, κρίνω ότι ήταν επιτρεπτό στην Ε.Δ.Υ. να λάβει υπόψη τη σύσταση του διευθυντή, η οποία σε συνδυασμό έστω και την μικρή υπεροχή των δυο αυτών Ε.Μ., να ικανοποιεί την απαίτηση για ειδική αιτιολογία γιατί προτιμηθούν αυτοί αντί του αιτητή παρόλο που δεν είχαν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας.

Έρχομαι τώρα να εξετάσω και τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που αφορούν όλα τα Ε.Μ. Αμφισβητείται από μέρους του αιτητή, η ορθότητα της προσέγγισης τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Ε.Δ.Υ., ότι τα πτυχία των Ε.Μ. 1 και 4, δηλαδή της Αντωνίας Ιακώβου και της Μαρίας Μάρκου αντίστοιχα, πληρούσαν το προβλεπόμενο στην παράγραφο 3(1)(α) του σχεδίου υπηρεσίας προσόν, του πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών/στοιχείων γης. (L.I.S, Legal/Fiscal). Ειδικότερα, υποβάλλεται, ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις των δύο Επιτροπών είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.

Αναφέρω εδώ ότι τα Ε.Μ. 2 και 4 ήγειραν στη γραπτή τους αγόρευση προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος προβολής του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης καθότι ο ίδιος, με βάση τα προσόντα του, δεν ήταν υποψήφιος για τις εν λόγω δύο θέσεις αλλά μόνο για τις 5, αφού οι θέσεις διαχωρίστηκαν.

Ενόψει της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την έννοια του εννόμου συμφέροντος, δε θα θεωρούσα ότι η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Συνεπώς προχωρώ να εξετάσω το λόγο που ήγειρε ο αιτητής.

Εξέτασα τα όσα επικαλείται ο αιτητής. Για τους λόγους που εξηγώ πιο κάτω καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Όπως προκύπτει από τα ενώπιόν μου στοιχεία, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Ε.Δ.Υ. κατέληξαν στην προκείμενη περίπτωση, στο συμπέρασμα, ότι οι τίτλοι σπουδών των υπό αναφορά Ε.Μ. ικανοποιούσαν τη συγκεκριμένη απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας, αφού έλαβαν προς τούτο τις απόψεις του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ας σημειωθεί ότι η Αντωνία Ιακώβου (Ε.Μ. 1) κατείχε το μεταπτυχιακό «MSc in Computer Based Information Systems of University of Sunderland, ενώ η Μαρία Μάρκου (Ε.Μ. 4) κατείχε πτυχίο Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Τα πιο πιο κάτω αποσπάσματα από την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και από συνεδρίαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 1/2/02 αντίστοιχα, μιλούν αφ' εαυτού:

«2.2 Θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών/στοιχείων γης (L.I.S. Legal/Fiscal)

Για τη διεκδίκηση των θέσεων που αναφέρονται στο (γ) πιο πάνω παρουσιάστηκαν στην προφορική εξέταση αιτητές με τα πιο κάτω πτυχία:

Εφαρμοσμένη Πληροφορική Πανεπιστημίου Μακεδονίας,

Bachelor of Science /Honors) in Computer Science and Information Systems of University of Manchester,

MSc in Computer Based Information Systems of University of Sunderland,

Δίπλωμα Ηλεκτρολόγου Μηχανικού του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών και Πληροφορικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβηκε σε διερεύνηση, κατά πόσο οι τίτλοι αυτοί πληρούν την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, για κατοχή Πανεπιστημιακού Διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος, σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων στοιχείων γης (LΙS Legal/Fiscal), δηλαδή κατά πόσο οι τίτλοι αυτοί είναι σχετικοί και προσδίδουν στους κατόχους τους, τη γνώση και τις δυνατότητες να ασχοληθούν με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών, για διάφορους τομείς περιλαμβανομένων των στοιχείων γης.

Για το σκοπό αυτό ζήτησε να πληροφορηθεί τόσο από το Πανεπιστήμιο Κύπρου όσο και από το πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πως αξιολογούνται τα πιο πάνω πτυχία, σε σχέση με το Σχέδιο Υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης.

Η θέση του Πανεπιστημίου Κύπρου είναι ότι «οι γενικές γνώσεις που αποκτούν απόφοιτοι πληροφορικής, πληρούν την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης για κατοχή Πανεπιστημιακού διπλώματος σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης και προσδίδουν στους κατόχους τους όλη τη γνώση και τις δυνατότητες που χρειάζονται για να ασχοληθούν με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών τόσο για εφαρμογές στοιχείων γης, όσο και για άλλες εφαρμογές». Απάντηση από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας δε λήφθηκε.

Σ' ό,τι αφορά το Δίπλωμα Ηλεκτρολόγου Μηχανικού του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών και Πληροφορικής του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, η Συμβουλευτική Επιτροπή, μετά και από τη μελέτη της αναλυτικής βαθμολογίας στην οποία αναφέρονται τα μαθήματα που διδάσκονται για την απόκτηση του σχετικού πτυχίου, θεωρεί ότι αυτό έκδηλα δεν εμπίπτει στα πτυχία πληροφορικής.

Ενόψει της πιο πάνω έρευνας, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποδέχεται και υιοθετεί τη θέση ότι οι πιο πάνω τίτλοι, εκτός του Διπλώματος Ηλεκτρολόγου Μηχανικού του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών και Πληροφορικής του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, είναι σχετικοί και προσδίδουν στους κατόχους τους, τη γνώση και τις δυνατότητες να ασχοληθούν με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών για διάφορους τομείς, περιλαμβανομένων των στοιχείων γης.»

Παράγραφος 10:

«Όσον αφορά τα προσόντα των υποψηφίων, το πλεονέκτημα και την απαιτούμενη γνώση της Αγγλικής γλώσσας, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Ειδικότερα, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, έχοντας υπόψη την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας, που αφορά τις δύο από τις οκτώ υπό πλήρωση θέσεις, για κατοχή Πανεπιστημιακού Διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών/στοιχείων γης (L.I.S. Legal/Fiscal), τα προσόντα των υποψηφίων και τη θέση του Πανεπιστημίου Κύπρου, στο οποίο τέθηκε ανάλογο ερώτημα, υιοθετεί το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι τα πτυχία Εφαρμοσμένης Πληροφορικής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Bachelor of Science (Honors) in Computer Science and Information System of University of Manchester και M.Sc. in Computer Based Information Systems of University of Sunderland ειναι σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών-στοιχείων γης.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας απευθύνθηκε παλαιότερα στο Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, με επιστολή του Προέδρου με αρ. φακ. 15.21.001.16.05.07/02 και με ημερομηνία 7.6.01, και, αφού αναφέρθηκε στις σχετικές πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας, υπέβαλε το ερώτημα κατά πόσον κάτοχoι προσόντων σε θέματα πληροφορικής μπορούν να θεωρηθούν ότι πληρούν τη σχετική απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας.

Ο Πρόεδρος του Τμήματος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Κύπρoυ, με επιστολή του με ημερομηνία 25.6.01, ανταποκρινόμενος στην πιο πάνω επιστολή, ανέφερε:

'Οι γενικές γνώσεις που αποκτούν απόφοιτοι πληροφορικής πληρούν την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης για κατοχή Πανεπιστημιακού διπλώματος σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης και προσδίδουν στους κατόχους τους όλη τη γνώση και τις δυνατότητες που χρειάζονται για να ασχοληθούν με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών τόσο για εφαρμογή στοιχείων γης όσο και για άλλες εφαρμογές.'»

Πρόσθετα προς τα πιο πάνω, σε σχέση με το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε και στην Κυπριακή Δημοκρατία v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 93. Η απόφαση του Εφετείου επ' αυτού περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κάτοχοι διπλώματος στην Πληροφορική κατείχαν τη γνώση για την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών για διάφορους κλάδους, περιλαμβανομένων των στοιχείων γης όπως απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, αφού έλαβε προς τούτο τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Μηχανογραφικών Υπηρεσιών. Αφού έλαβε επίσης υπόψη ότι επειδή ο τίτλος L.I.S. Legal Fiscal που αναφέρεται στο σχέδιο υπηρεσίας δεν προσφέρεται από κανένα πανεπιστήμιο. Θεώρησε ότι οι τίτλοι των ενδιαφερόμενων μερών, δηλαδή το πτυχίο Εφηρμοσμένης Πληροφορικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, το πτυχίο Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Κύπρου και το μεταπτυχιακό «Master of Science in Analysis Design and Management of Information Systems" του πανεπιστημιου του Λονδίνου καθιστούσαν τους κατόχους τους προσοντούχους με βάση την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας, όπως διατυπωνόταν στην παράγραφο 3(1)(α).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με την πιο πάνω κρίση της Ε.Δ.Υ. σημειώνοντας ότι οι πιο πάνω τίτλοι « δεν μπορούσαν λογικά να θεωρηθούν ότι ικανοποιούσαν την απαίτηση για θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης». Προχώρησε δε σε κρίσεις και ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας εκφράζοντας την άποψη ότι το απαιτούμενο «ήταν προσόν κατά την απόκτηση του οποίου να είχε ασχοληθεί ο κάτοχος με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης, και όχι γενικό προσόν στην Πληροφορική ......» για να καταλήξει στο εύρημα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήσαν προσοντούχες.

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Όπως έχει τονισθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στη Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517:

«Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέματα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. (βλ. Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 6). Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Aρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).»

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν περιορίστηκε στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και υπεισήλθε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., υποκαθιστώντας την κρίση της. Συνακόλουθα η εισήγηση της εφεσείουσας επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σε ό,τι αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη Χ. Τσαγγαρίδου και Α. Χατζημάρκου, των οποίων ο διορισμός επικυρώνεται.»

Προβάλλεται επίσης από μέρους του αιτητή ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη. Στην προκείμενη περίπτωση όπως έχει ήδη ειπωθεί, πρόκειται για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής για τις οποίες το Αρθρο 34(9) του Ν. 1/90 δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση. Σύμφωνα με τη νομολογία σε τέτοιες θέσεις η σύσταση του Διευθυντή ελέγχεται δικαστικά, μόνο όπου ο Διευθυντής θελήσει να αιτιολογήσει τη σύσταση του.  (Βλ. Ονουφρίου v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 821).

Πέραν όμως αυτού προχωρώ να αναφέρω ότι στην υπό εξέταση υπόθεση ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν έχει εγερθεί με το δικόγραφο της προσφυγής και κατά συνέπεια δε δύναται να προβληθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία μόνο λόγοι που εγείρουν θέματα δημόσιας τάξεως εξετάζονται αυτεπάγγελτα. Ο υπό αναφορά λόγος δεν περιλαμβάνεται ανάμεσα σ' αυτούς. Θα θεωρούσα λοιπόν αποδεκτή επί του προκειμένου την προδικαστική ένσταση που ήγειραν οι καθ' ων η αίτηση και το Ε.Μ. 2.

Ένας άλλος λόγος που προβάλλεται προς ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι ότι η πείρα του αιτητή ενώ αποτελεί πλεονέκτημα δε λήφθηκε υπόψη και δε σταθμίστηκε συνολικά μαζί με τα υπόλοιπα καθιερωμένα κριτήρια. Κατά τη γνώμη μου ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως έχει ήδη λεχθεί, η δύο ετών πείρα του αιτητή, του πιστώθηκε ως πλεονέκτημα. Όμως τα Ε.Μ. θεωρήθηκαν υπέρτερα του. Αυτό διαπιστώνεται ξεκάθαρα από μια προσεκτική μελέτη όλων των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων.

Ο τελευταίος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται από μέρους του αιτητή αφορά το Ν. 55(1)/97 όπως έχει τροποποιηθεί από το Ν. 100(1)/98. Είναι η θέση του αιτητή, ότι παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου του, αποδεικνύεται περίτρανα ότι πληρούσε τις πρόνοιες του εν λόγω νόμου ως «παθών», εντούτοις η Ε.Δ.Υ. χωρίς καμιά αιτιολογία κατέληξε στην απόφαση ότι, επειδή οι υπό πλήρωση θέσεις ήταν στην προκείμενη περίπτωση λιγότερες από δέκα, δεν μπορούσε να κάνει χρήση των προνοιών του Αρθρου 3(1) αυτού. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όμως και αν ακόμα υποθέσουμε ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε λανθασμένα στην αντίκρυση του συγκεκριμένου θέματος, από τη στιγμή που ο συγκεκριμένος νόμος κρίθηκε (κατά πλειοψηφία) από το Ανώτατο Δικαστήριο ως αντισυνταγματικός (βλ. Δημοκρατία v. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534), δε βλέπω πώς θα βοηθούσε τον αιτητή η εφαρμογή του.

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθών η αίτηση και των Ε.Μ. 1, 2 και 4, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο