ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 4 ΑΑΔ 232

3 Μαρτίου, 2006

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 8, 11, 12, 13, 15, 25, 28, 29, 30

ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

MOHAMMAD EBRAHIMI,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 148/2005)

 

Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Διοικητική προσφυγή αλλοδαπού για την εξασφάλιση διεθνούς προστασίας ― Εφαρμογή των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/00) (ιδιαίτερα των Άρθρων 3, 13, 19, 19Α και 282) στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Η απόρριψη της διοικητικής προσφυγής κρίθηκε νομότυπη σε όλες τις πτυχές της ― Περιστάσεις.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αλλοδαποί ― Κατά πόσο οι περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων εγγυήσεις του Συντάγματος, επιτάσσουν ότι θα πρέπει να διασφαλίζεται η παραμονή στη Δημοκρατία αλλοδαπών των οποίων δικαστικές διαδικασίες εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόρριψης από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων της διοικητικής του προσφυγής, εναντίον της αρνητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στο αίτημά του για διεθνή προστασία και παράλληλα την ακύρωση της συνακόλουθης απόφασης απέλασής του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Το κατά πόσο θα καλείτο για συνέντευξη ο αιτητής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ήταν ζήτημα που ενέπιπτε στη διακριτική εξουσία της Αναθεωρητικής Αρχής δυνάμει του Άρθρου 28Ζ Ν.6(Ι)/2000. Η Αναθεωρητική Αρχή ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής της εξουσίας, μη καλώντας τον αιτητή σε συνέντευξη και μη διεξάγοντας νέα ακροαματική διαδικασία, εφόσον ο αιτητής δεν είχε παρουσιάσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία.

2.  Παρά τη μη κλήση του αιτητή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, τα συμπεράσματα της Αναθεωρητικής Αρχής αναφορικά με την έλλειψη αξιοπιστίας του δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μεμπτά. Υπήρχαν αρκετές και σημαντικές αντιφάσεις και κενά στους ισχυρισμούς που στο αρχικό στάδιο πρόβαλε ο αιτητής και εκείνους που πρόβαλε στη συνέχεια. Υπήρχαν επίσης συγκεκριμένες θέσεις του αιτητή που δεν μπορούσαν να αντέξουν στη βάσανο της λογικής. Ορθά, λήφθηκε υπόψη η μαρτυρία του αιτητή τόσον ενώπιον της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες όσο και ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

3.  Τα ανθρώπινα δικαιώματα που αναγνωρίζονται και προστατεύονται από το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία εγγυούνται την απρόσκοπτη πρόσβαση οποιουδήποτε ατόμου στα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν απαιτούν ούτε και υπαγορεύουν ότι θα πρέπει απαραίτητα και ανεξαρτήτως των περιστάσεων, να επιτρέπεται η παραμονή, στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλοδαπών των οποίων δικαστικές διαδικασίες εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων. Η διακριτική ευχέρεια των Αρχών ενός κυριάρχου κράτους, να μην επιτρέπουν την παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός του δεν καταργείται από το γεγονός ότι τα δικαιώματα του αλλοδαπού υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση η οποία εκκρεμεί.

     Κατά συνέπεια ορθά απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων το αίτημα του αιτητή να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και ορθά ζητήθηκε η αναχώρηση και η απέλασή του, εντός 14 ημερών από 21.12.2004, παρά τη μη εκπνοή της περιόδου των 75 ημερών που ο αιτητής είχε για να καταχωρήσει προσφυγή εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.

4.  Έγινε δέουσα έρευνα και δόθηκε επαρκής αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση. Κανένας από τους λόγους που επικαλείται ο αιτητής για ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων δεν ευσταθεί και κανένα από τα νόμιμα και θεμιτά δικαιώματα του αιτητή δεν έχει παραβιαστεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Moyo a.ο. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203,

Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583.

Προσφυγή.

Ν. Νικολαΐδης, για τον Αιτητή.

Γ. Χ"Χάννα, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 11.11.2004, με την οποία απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων η διοικητική προσφυγή του εναντίον της αρνητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στο αίτημα του για διεθνή προστασία, είναι άκυρη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος. Ζητά επίσης δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 21.12.2004, με την οποία ζητείτο η αναχώρηση του αιτητή από την Κύπρο και/ή η απέλασή του, είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα.

Ο αιτητής, ο οποίος είναι Ιρανός υπήκοος και μόνιμος κάτοικος του Ιράν, ήλθε στην Κύπρο στις 29.1.2001 (στην αίτηση του αναγράφεται 21.1.2001 αλλά στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του γίνεται παραδεκτό ότι έφθασε στην Κύπρο στις 29.1.2001) αφού ταξίδεψε με νόμιμο Ιρανικό διαβατήριο, αεροπορικώς από το αεροδρόμιο της Τεχεράνης. Στις 7.9.2001 υπέβαλε αίτηση στην αντιπροσωπεία της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, στην Κύπρο, ζητώντας να αναγνωριστεί ως Πολιτικός Πρόσφυγας. Του έγινε συνέντευξη στις 3.10.2003 και στις 13.10.2003 απορρίφθηκε η αίτηση του επειδή το προαναφερόμενο Σώμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν είχε βάσιμο φόβο καταδίωξής του, στη βάση του Αρθρου 1Α της Σύμβασης του 1951 αναφορικά με τους πρόσφυγες. Στη συνέχεια ο αιτητής υπέβαλε «έφεση» εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, όπως είχε δικαίωμα, και στις 28.11.2003, η Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες απέρριψε και την «έφεση» του καθότι ο αιτητής δεν είχε υποβάλει οποιαδήποτε νέα στοιχεία που να δικαιολογούν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Στη συνέχεια, στις 26.6.2004, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα για άσυλο στην Υπηρεσία Ασύλου της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Του έγινε συνέντευξη στις 28.6.2004, η οποία διήρκησε πέραν των δύο ωρών. Η συνέντευξη έγινε με τη βοήθεια μεταφραστή από τα Περσικά στα Ελληνικά και αντίστροφα. Στις 27.7.2004 απορρίφθηκε το αίτημά του για άσυλο και ο ίδιος πληροφορήθηκε σχετικά, με επιστολή που γράφηκε στην Αγγλική γλώσσα. Ο αιτητής επίσης πληροφορήθηκε για το δικαίωμά του να εφεσιβάλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, εντός 20 ημερών από τη λήψη της επιστολής.

Ο αιτητής εφεσίβαλε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, εμπρόθεσμα ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής. Η Αναθεωρητική Αρχή εξέδωσε απόφαση, απορρίπτοντας το αίτημα του αιτητή στις 11.11.2004.

Στην προσβαλλόμενη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων γίνεται αναφορά στο Αρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004, όπου πρόσωπο αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, καθώς και στο Αρθρο 19 του ιδίου νόμου, όπου αναγνωρίζεται το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας όταν ο προσφεύγων έχει βάσιμο λόγο πως θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

Στην απόφαση γίνεται βέβαια αναφορά και στα γεγονότα της υπόθεσης. Ο βασικός ισχυρισμός που πρόβαλε ο αιτητής ήταν ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή αντιτίθετο στην ένταξη του αδελφού του στις Ειδικές Δυνάμεις Basij, οι οποίες προφανώς υποστηρίζουν το Ιρανικό καθεστώς. Συγκεκριμένα ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι επειδή διαφώνησε με τον αδελφό του και συναδέλφους του αδελφού του συνελήφθη, κρατήθηκε για δύο εβδομάδες και αφού υπέγραψε ένα έγγραφο ότι δεν θα αναμειχθεί ξανά στις υποθέσεις του αδελφού του, αφέθη ελεύθερος. Δύο μέρες αργότερα επιστρέφοντας στο σπίτι του βρήκε τον αδελφό του με άλλους συναδέλφους του (αδελφού του) να προσεύχονται, οπόταν ο αιτητής θύμωσε και διαπληκτίστηκαν. Το ίδιο βράδυ η μητέρα του αιτητή τον ενημέρωσε πως οι Αρχές επισκέφθηκαν το σπίτι του και τον κατηγόρησαν ότι είναι υπεύθυνος για την απώλεια ενός όπλου. Μετά από 3-4 μέρες ο αιτητής εγκατέλειψε το Ιράν με νόμιμο διαβατήριο και από νόμιμο αεροδρόμιο.

Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αφού μελέτησε τα ενώπιόν της στοιχεία περιλαμβανομένων και των στοιχείων που φαίνονται στο σχετικό υπηρεσιακό φάκελο, συμφώνησε με την απόφαση του Λειτουργού Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με την αξιοπιστία του αιτητή, ο οποίος κρίθηκε ως αναξιόπιστος. Σε σχέση με την εξέταση της αξιοπιστίας του αιτητή λήφθηκαν υπόψη και τα όσα διαδραματίστηκαν πρωτόδικα και κατ' έφεση ενώπιον της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. Στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε ο αιτητής, μεταξύ των οποίων ότι στην αίτησή του για άσυλο ο αιτητής δεν είχε αναφέρει αρχικά το δεύτερο σοβαρό περιστατικό αλλά μόνο το πρώτο. Το δεύτερο περιστατικό, δηλαδή εκείνο που συνέβηκε δύο μέρες μετά το πρώτο, το οποίο κατέληξε, κατά τον ισχυρισμό του, σε κατηγορία (και έκδοση εντάλματος συλλήψεως) εναντίον του για το ότι είναι υπεύθυνος για την απώλεια όπλου, ήταν πολύ σημαντικό, εφόσον είναι εκείνο το περιστατικό που τον υποχρέωσε ουσιαστικά να εγκαταλείψει τη χώρα του.

Συμφωνώ με την προσβαλλόμενη απόφαση πως είναι πολύ παράξενο το ότι ο αιτητής δεν ανέφερε αυτό το περιστατικό στην αρχική αίτηση του για άσυλο και κρίνω πως αυτό το στοιχείο ορθά θεωρήθηκε ότι επηρεάζει αρνητικά την αξιοπιστία του. Ένα άλλο στοιχείο που ορθά, κατά την εκτίμησή μου, λήφθηκε υπόψη ως επηρεάζον αρνητικά την αξιοπιστία του αιτητή είναι ότι, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, εκδόθηκε ένταλμα συλλήψεως εναντίον του για απώλεια όπλου στις 25.1.2001, ενώ στις 29.1.2001, δηλαδή 4 μέρες αργότερα, ο αιτητής αφέθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του, με νόμιμο διαβατήριο, και από νόμιμο αεροδρόμιο και δεν σταματήθηκε. 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επιβεβαιώνει την πρωτόδικη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με την αναξιοπιστία του αιτητή, για συγκεκριμένους λόγους και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής απέτυχε να στοιχειοθετήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος του πρόσφυγα που προβλέπεται από το Αρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Κρίθηκε πως ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Ακόμα κρίθηκε πως ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι δικαιούται να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας, που προβλέπεται στο Αρθρο 19 του προαναφερόμενου νόμου. Αποφασίστηκε πως ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη. Απέτυχε επίσης να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να του παραχωρηθεί το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

Θεωρώ σκόπιμο να σημειώσω ότι ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων δεν κρίθηκε απαραίτητη η κλήση του αιτητή σε συνέντευξη, σύμφωνα με το Αρθρο 28Ζ του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004. Ο λόγος για τον οποίο δεν κλήθηκε σε συνέντευξη ο αιτητής, όπως φαίνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ότι δεν είχαν υποβληθεί από τον αιτητή οποιαδήποτε νέα στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα του να του παραχωρηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ή προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Είναι επίσης ορθό να παρατηρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 11.11.2004, η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα στις 10.2.2005, ενώ στο μεταξύ από 21.12.2004 (εντός της προθεσμίας των 75 ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης στον αιτητή) οι καθ' ων η αίτηση ζήτησαν από τον αιτητή να εγκαταλείψει την Κύπρο εντός 14 ημερών και στη συνέχεια τον συνέλαβαν και τον απέλασαν.

Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αμφισβητούνται για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων ότι οι καθ' ων η αίτηση παράνομα συνέλαβαν, φυλάκισαν και απέλασαν τον αιτητή ουσιαστικά αποστερώντας του το δικαίωμα της προσφυγής στο δικαστήριο, ότι παράνομα του αποστερήθηκε η ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, εφόσον δεν κλήθηκε για συνέντευξη, ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του αιτητή και η Αναθεωρητική Αρχή βασίστηκε σε πλάνη περί τα πράγματα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ή μη επαρκώς αιτιολογημένη και ότι παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και ειδικότερα το δικαίωμα ακρόασης του αιτητή.

Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία. Διεξήλθα επίσης το σχετικό περί Προσφύγων Νόμο του 2000, Ν. 6(Ι)/2000 (όπως τροποποιήθηκε) και ιδιαίτερα τα Αρθρα 3, 13, 19, 19Α και 28Ζ. Κατέληξα στα εξής συμπεράσματα:

(α) Το κατά πόσο θα καλείτο για συνέντευξη ο αιτητής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ήταν ζήτημα που ενέπιπτε στη διακριτική εξουσία της Αναθεωρητικής Αρχής δυνάμει του Αρθρου 28Ζ του προαναφερόμενου νόμου. Εκτιμώ ότι η Αναθεωρητική Αρχή ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής της εξουσίας, μη καλώντας τον αιτητή σε συνέντευξη και μη διεξάγοντας νέα ακροαματική διαδικασία εφόσον ο αιτητής δεν είχε παρουσιάσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία. Δεν μπορεί να λεχθεί ότι η Αναθεωρητική Αρχή άσκησε λανθασμένα τη διακριτική της εξουσία ή ότι υπερέβη ή καταχράστηκε την εξουσία της.

(β) Παρά τη μη κλήση του αιτητή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, τα συμπεράσματα της Αναθεωρητικής Αρχής αναφορικά με την έλλειψη αξιοπιστίας του δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μεμπτά και κατά την εκτίμησή μου είναι ορθά. Υπήρχαν αρκετές και σημαντικές αντιφάσεις και κενά στους ισχυρισμούς που στο αρχικό στάδιο πρόβαλε ο αιτητής και εκείνους που πρόβαλε στη συνέχεια. Υπήρχαν επίσης συγκεκριμένες θέσεις του αιτητή που δεν μπορούσαν να αντέξουν στη βάσανο της λογικής. Ορθά, κατά την εκτίμησή μου, λήφθηκε υπόψη η μαρτυρία του αιτητή τόσον ενώπιον της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες όσο και ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι αντιφάσεις και οι αδυναμίες της μαρτυρίας του αιτητή αναφέρονται ρητά στην προσβαλλόμενη απόφαση και δεν θα τις επαναλάβω.

(γ) Δεν μπορεί να λεχθεί ότι καταπατήθηκε οποιοδήποτε νόμιμο και θεμιτό δικαίωμα του αιτητή, από τους καθ' ων η αίτηση. Όπως είναι θεμελιωμένο τα ανθρώπινα δικαιώματα που αναγνωρίζονται και προστατεύονται από το Αρθρο 30.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία εγγυούνται την απρόσκοπτη πρόσβαση οποιουδήποτε ατόμου στα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν απαιτούν ούτε και υπαγορεύουν ότι θα πρέπει απαραίτητα και ανεξαρτήτως των περιστάσεων, να επιτρέπεται η παραμονή, στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλοδαπών των οποίων δικαστικές διαδικασίες εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων της Δημοκρατίας (δέστε: Moyo a.o. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203). Στην υπόθεση Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583 τονίστηκε ότι η διακριτική ευχέρεια των Αρχών ενός κυριάρχου κράτους, να μην επιτρέπουν την παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός του δεν καταργείται από το γεγονός ότι τα δικαιώματα του αλλοδαπού υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση η οποία εκκρεμεί.

Εν όψει του συμπεράσματος της Αναθεωρητικής Αρχής ότι η αξιοπιστία του αιτητή είχε πληγεί, το οποίο κατά την κρίση μου ήταν απόλυτα επιτρεπτό, θεωρώ ότι ορθά κατέληξε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις προσβαλλόμενες αποφάσεις της σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, δυνάμει του Αρθρου 3 του προαναφερομένου νόμου, όπως επίσης απέτυχε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ώστε να δικαιούται να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Αρθρου 19 του ιδίου νόμου. Ορθά ακόμη κρίθηκε ότι ούτε τις προϋποθέσεις για να του παραχωρηθεί καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους πληρούσε ο αιτητής. Κατά συνέπεια ορθά απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων το αίτημά του να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και ορθά ζητήθηκε η αναχώρηση και η απέλασή του, εντός 14 ημερών από 21.12.2004, παρά τη μη εκπνοή της περιόδου των 75 ημερών που ο αιτητής είχε για να καταχωρήσει προσφυγή εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής. Έγινε δέουσα έρευνα και δόθηκε επαρκής αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση. Κρίνω ότι κανένας από τους λόγους που επικαλείται ο αιτητής για ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων ευσταθεί και ότι κανένα από τα νόμιμα και θεμιτά δικαιώματα του αιτητή έχει παραβιαστεί. Απεναντίας επιθυμώ να υπογραμμίσω πως ο αιτητής είχε την ευκαιρία να προβάλει τις θέσεις και τους ισχυρισμούς του τέσσερις φορές πριν προσφύγει στο δικαστήριο. Δύο φορές, σε δύο επίπεδα, ενώπιον της αντιπροσωπείας, στην Κύπρο, της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και δύο φορές ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων της Κυπριακής Δημοκρατίας, αντίστοιχα. Σε όλες τις περιπτώσεις οι θέσεις του αιτητή απορρίφθηκαν.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, θεωρώ ορθό και δίκαιο να απορρίψω την αίτηση και την απορρίπτω, εν όψει όμως των γεγονότων της υπόθεσης και ιδιαίτερα της απέλασης του αιτητή, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο