ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 4 ΑΑΔ 87

6 Φεβρουαρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

AΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1217/2003)

 

Επίτροπος Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Διάταγμα του Επιτρόπου που εκδόθηκε δυνάμει του Αρθρου 19(1)(ρ) του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 (Ν.19(Ι)/02, ως τροποποιήθηκε) ― Ερμηνευτική ανάλυση των κατά νόμο εξουσιών του Επιτρόπου και αναθεωρητικός έλεγχος του περιεχομένου του διατάγματος ― Το διάταγμα κρίθηκε προϊόν ελλειπούς έρευνας και αιτιολογίας ― Περιστάσεις.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Pύθμισης Tηλεπικοινωνιών και Tαχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 86/04, ημερ. 3.2.2004,

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Pύθμισης Tηλεπικοινωνιών και Tαχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 20.

Προσφυγή.

Κ. Χατζηιωάννου, για τους Αιτητές.

Ν. Κλεάνθους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Ο Επίτροπος Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ο Επίτροπος) εξέδωσε το διάταγμα ΔΕ2/2003 σε σχέση με το τέλος κλήσης για την παρεχόμενη από τους αιτητές υπηρεσία ατελών κλήσεων. Οι αιτητές, για να αντιστασθμίσουν, όπως λέγουν, το γεγονός πως ο καθορισμός τους υποχρέωνε σε προσφορά της υπηρεσίας έναντι τέλους κατώτερου του κόστους τους, «υιοθέτησαν αυξημένη μηνιαία συνδρομή στην υπηρεσία», ύψους £30. Αντικείμενο της προσφυγής είναι το νέο διάταγμα ΔΕ7/2003, με το οποίο καταργήθηκε το προηγούμενο και, αφού επαναλήφθηκε ο προηγούμενος καθορισμός, έγινε αναφορά σε μηνιαία συνδρομή, όπως αυτή ίσχυε προηγουμένως, δηλαδή για ποσό £10. Σημειώνω πως το επίδικο διάταγμα έχει καταργηθεί και πως η προσφυγή προωθείται για το ενδεχόμενο ζημιάς που προκλήθηκε στο μεταξύ.

Το διάταγμα εκδόθηκε κατ' επίκληση του Αρθρου 19(1)(ρ) του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (Ν. 19(Ι)/2002 όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος):

«Αποτελεί αρμοδιότητα και εξουσία του Επιτρόπου, μεταξύ άλλων -

........................................................................................................

Να καθορίζει και ρυθμίζει με διατάγματα το πλαίσιο χρεώσεων, περιλαμβανομένου κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμών, προς διασφάλιση θεμιτού και υγιούς ανταγωνισμού, και των αρχών της διαφάνειας και κοστοστρέφειας, οποιωνδήποτε δημόσιων παροχέων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, οι οποίοι έχουν οριστεί από τον Επίτροπο ως παροχείς καθολικής τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας, περιλαμβανομένων παροχέων σταθερών φωνητικών τηλεφωνικών υπηρεσιών, ή που έχουν καθοριστεί από αυτόν ως έχοντες σημαντική ισχύ στην αγορά, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που διαλαμβάνεται στις παραγράφους (ν) και (ξ) πιο πάνω αντιστοίχως.»

Δεν αμφισβητείται πως οι αιτητές υπόκεινται στις διατάξεις του Νόμου και ιδιαιτέρως πως έχουν οριστεί από τον Επίτροπο ως παροχείς καθολικής τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας ή πως είναι, όπως έχει αρμοδίως καθώς δέχονται, καθοριστεί από τον Επίτροπο ως έχοντες σημαντική ισχύ στην αγορά, που συνιστούσε προϋπόθεση για την άσκηση από τον Επίτροπο της πιο πάνω εξουσίας. Θεωρούν, εν τούτοις, πως ο Επίτροπος υπερέβη τις εξουσίες του αφού, με το επίδικο διάταγμα, παρανόμως επιχείρησε και/ή επέβαλε με ατομική διοικητική πράξη τη διαφοροποίηση της κανονιστικής πράξης με την οποία, κατά την ενάσκηση των δικών της εξουσιών που απορρέουν από τον περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμο, Κεφ. 302, καθόρισαν τα τέλη και τη συνδρομή. Και επικαλούνται συναφώς την απόφαση του Νικολάου Δ., στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Pύθμισης Tηλεποικινωνιών και Tαχυδρομείων, Προσφυγή Aρ. 86/04, ημερ. 3.2.04.

Οι καθ' ων η αίτηση παραπέμπουν στο Αρθρο 150 του Νόμου για καταργήσεις αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων των αιτητών, για την εμβέλεια των οποίων οι αιτητές διατύπωσαν άλλη άποψη, αλλά δεν θα χρειαστεί να επεκταθώ σε συσχετισμούς τέτοιας μορφής, για τους οποίους εν πάση περιπτώσει, ελλείπουν οποιεσδήποτε συγκεκριμένες επισημάνσεις με αναφορά στις πρόνοιες των εμπλεκομένων νόμων. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, λείπει το πραγματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομείται το επιχείρημα των αιτητών. Είναι κοινός τόπος, όπως άλλωστε αποφασίστηκε από την Ολομέλεια στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Pύθμισης Tηλεποικινωνιών και Tαχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 20, πως ο Επίτροπος δεν έχει εξουσία για καθορισμό τελών. Μάλιστα η πιο πάνω απόφαση, όσο και αν δεν απασχόλησε ειδικά το θέμα, εκλαμβάνει πως η εξουσία του Αρθρου 19(1)(ρ) μπορεί να ασκηθεί σε σχέση με τους αιτητές. Επομένως, διάταγμα τέτοιου περιεχομένου θα ήταν εκτός των εξουσιών του Επιτρόπου όπως τις παρέχει το Αρθρο 19(1)(ρ) και, όπως θα δούμε, σ' αυτό στηρίζεται το δεύτερο επιχείρημα των αιτητών. Συνεπώς, διάταγμα εκδιδόμενο εκτός των εξουσιών του Επιτρόπου όπως τις καθορίζει το άρθρο, εξ ορισμού δεν καθορίζει τέλη. Καθορίζει «πλαίσιο χρεώσεων, περιλαμβανομένου κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμών», επιβάλλοντας και κατά τις λοιπές διατάξεις του Νόμου υποχρέωση συμμόρφωσης, έστω δια μέσου Κανονισμών που αποτελούσαν τον εσωτερικό μηχανισμό. Δεν καταργεί ή διαφοροποιεί αφ' εαυτού τέτοιο καθορισμό τιμών από τους αιτητές ώστε να δικαιολογείται περαιτέρω συζήτηση αναφορικά με τη διασύνδεση των σχετικών νόμων. Αντίθετα προς την περίπτωση στην Α.ΤΗ.Κ. v. Επιτρόπου Pύθμισης Tηλεποικινωνιών και Tαχυδρομείων, Προσφυγή Aρ. 86/04 (ανωτέρω) στην οποία αντικείμενο ήταν διάταγμα άλλης φύσης, με το οποίο αναστελλόταν η ισχύς κανονιστικής διοικητικής πράξης με την οποία επιβάλλονταν τέλη.

Και το δεύτερο από τα επιχειρήματα των αιτητών είναι αβάσιμο. Θεωρούν πως, στην πραγματικότητα, ο Επίτροπος καθόρισε τέλη και όχι πλαίσιο ή ανώτατο όριο, γενικώς  αλλά όλως ιδιαιτέρως σε σχέση με τη συνδρομή των £10. Είναι ορθή η επισήμανση των καθ' ων η αίτηση πως, αντίθετα από όσα η κατά απομόνωση ανάγνωση της παραγράφου 4 του διατάγματος θα μπορούσε να μεταφέρει, αφού αυτή αναφέρεται σε καθορισμό τελών, περιλαμβανομένης και της συνδρομής, είναι σαφές από το σύνολο πως ήταν περί ανωτάτου ορίου ο λόγος. Έτσι το χαρακτηρίζει η σημείωση στο περιθώριο, αλλά ανεξάρτητα από τη νομολογία σε σχέση με την ερμηνευτική αξία τέτοιων σημειώσεων, η παράγραφος 3 του διατάγματος αναφέρει ρητά πως με την παράγραφο 4 καθορίζεται ανώτατο τέλος, όρος που επαναλαμβάνεται και στο παράρτημα του διατάγματος, ακριβώς σε σχέση με την παράγραφο 4. Αυτά και σε σχέση με τη μηνιαία συνδρομή που δέχονται και οι δυο πλευρές πως εντάσσεται στην έννοια του τέλους, ως συνθέτουσα μαζί με τα υπόλοιπα το συνολικό πακέτο του αντικειμένου της ρύθμισης.

Οι αιτητές προώθησαν και την άποψη πως το διάταγμα δεν μπορούσε να περιλαμβάνει αναφορά σε ορισμένα ποσά ως «ανώτατο όριο» αλλά να καθορίζει περιθώριο διακύμανσης σε σχέση με το κόστος. Αυτό θα σήμαινε, βέβαια, εκ των υστέρων έλεγχο με σύγκριση των κατά περίπτωση καθοριζομένων τελών από τους αιτητές προς το εκάστοτε κόστος και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως προκύπτει τέτοιο νόημα από τις πρόνοιες του Αρθρου 18(1)(ρ) το οποίο ρητά αναφέρεται σε δυνατότητα καθορισμού «ανωτάτου ορίου τιμών».

Το τελευταίο επιχείρημα των αιτητών αφορά στην αιτιολογική βάση του καθορισμού που έγινε. Στηρίζεται στο δεδομένο πως τα ποσά που αναφέρονται στο διάταγμα είναι κατώτερα του κόστους παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας μέσω του ευφυούς δικτύου. Την ίδια υπηρεσία την πρόσφεραν στο παρελθόν μέσω των συνήθων τηλεφωνικών κέντρων δι' επιλογής αφού προέβαιναν σε ειδικές τεχνικές ρυθμίσεις στα κατά τόπους κέντρα. Αυτό ήταν λύση ανάγκης, με περιορισμούς ως προς τις διευκολύνσεις και με την εγκατάσταση της πλατφόρμας ευφυούς δικτύου, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική και την τεχνολογικά ορθή λύση, προσφέρουν πλέον μέσω του και την υπηρεσία ατελών κλήσεων. Οπότε, αφού με το διάταγμα δεν λαμβάνεται υπόψη το κόστος παροχής της υπηρεσίας μέσω του ευφυούς δικτύου αλλά το κόστος με γνώμονα επίπεδα ανάλογα της σταθερής τηλεφωνίας, ουσιαστικά επέβαλε να προσφέρονται οι υπηρεσίες έναντι τέλους κατώτερου του κόστους, αφήνοντάς τους ως διέξοδο την επάνοδο στο ξεπερασμένο τρόπο παροχής της.

Οι καθ' ων η αίτηση δεν αμφισβητούν πως η κοστοστρέφεια αποτελούσε σημαντική παράμετρο για την άσκηση της εξουσίας δυνάμει του Αρθρου 19(1)(γ). Υποστηρίζουν όμως πως οι αιτητές δεν πρόβαλαν τις τωρινές τους απόψεις στον Επίτροπο στο πλαίσιο της δημόσιας ακρόασης που διεξάχθηκε, πως δεν τεκμηρίωσαν πως το ευφυές δίκτυο ήταν ο τεχνικά ορθότερος τρόπος παροχής της υπηρεσίας και πως, αφού περιορίστηκαν στην απλή αναφορά του τέλους που πρότειναν, «δεν τεκμηρίωσαν επιπρόσθετη αξία στο είδος της συγκεκριμένης κλήσης και, επομένως, το τέλος κλήσης δεν δικαιολογείται να υπερβαίνει εκείνο της εθνικής κλήσης προς σταθερό τερματικό ....» Περαιτέρω, αναφέρονται και στη πρόσθετη παράμετρο, εκείνη της διασφάλισης θεμιτού και υγιούς ανταγωνισμού και της διαφάνειας στις οποίες ρητά αναφέρεται το άρθρο, αλλά, όπως θα δούμε, δεν ήταν με αναφορά σ' αυτές που προσδιορίστηκε το ανώτατο όριο στο Παράρτημα. Στο Παράρτημα, η ανάγκη «δημιουργίας συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού» δεν αναφέρεται στο ύψος του ανώτατου ορίου αλλά στην κρίση πως η ανώτατη χρέωση πρέπει να «τύχει ρύθμισης για όσο χρονικό διάστημα τα δεδομένα της αγοράς παραμένουν ως έχουν σήμερα».

Κατατέθησαν και συμπληρωματικές αγορεύσεις, έγιναν διευκρινίσεις και τελικά ο καθ' ου η αίτηση αποδέχεται πως «τα ποσά που καθόρισε ο Επίτροπος είναι χαμηλότερα από το κόστος των αιτητών στο πλαίσιο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας μέσω του ευφυούς δικτύου και πως η διαφορά συνίσταται στο κατά πόσο θα έπρεπε οι αιτητές να παρέχουν αυτή την υπηρεσία με άλλο τρόπο αφού έχουν την τεχνική δυνατότητα ώστε να μη χρειάζεται ψηλότερο κόστος. Επειδή δε ο καθ' ου η αίτηση αναφέρθηκε και στο Αρθρο 74(3) του Νόμου σε σχέση με την ανάγκη οι χρεώσεις «να είναι επαρκώς αδεσμοποίητες, ώστε να μη απαιτείται από το χρήστη να πληρώσει για διευκολύνσεις που δεν είναι απαραίτητες για τη συγκεκριμένη αιτούμενη υπηρεσία» διευκρινίστηκε πως δεν εννοούσε ότι «ο χρήστης της υπηρεσίας των ατελών χρεώσεων χρεώνεται με κόστος άλλων υπηρεσιών του ευφυούς δικτύου». Αλλά ότι «η υπηρεσία ατελών κλήσεων μπορεί να γίνει με τρόπο άλλο και όχι με το ευφυές δίκτυο που συνεπάγεται αυξημένο κόστος». Που ακριβώς είναι το παράπονο των αιτητών και που, πάντως, προκύπτει από την αιτιολόγηση του διατάγματος στην τελευταία παράγραφο του Παραρτήματος:

«Ο ΕΡΤΤ, αφού μελέτησε τα στοιχεία που προσκόμισαν τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσα στα πλαίσια σχετικής Δημόσιας Ακρόασης που διενεργήθηκε κατά την 7η Μαΐου 2003, έχει τη θέση ότι η υποστήριξη της υπηρεσίας 800xxxxx δεν απαιτεί πόρους πέραν των όσων απαιτούνται για τη διεκπεραίωση εθνικής κλήσης προς σταθερή τηλεφωνία. Επιπρόσθετα, δεν αναγνωρίζει, ούτε αυτή τεκμηριώθηκε από οποιονδήποτε, επιπρόσθετη αξία στο είδος της συγκεκριμένης κλήσης και επομένως το τέλος κλήσης δεν δικαιολογείται να υπερβαίνει εκείνο της εθνικής κλήσης προς σταθερό τερματικό από το δίκτυο προέλευσης της κλήσης, δηλ. είτε από δίκτυο σταθερής είτε από δίκτυο κινητής τηλεφωνίας».

Σε συμφωνία με τους αιτητές καταλήγω πως τοποθέτηση από τον Επίτροπο και εν τέλει συζήτηση του θέματος σε τέτοια βάση, προϋποθέτει έρευνα και αιτιολόγηση από τον ίδιο αναφορικά με την κατά τα άλλα αναγκαιότητα ή το επιθυμητό παροχής της υπηρεσίας μέσω του ευφυούς δικτύου ή ακόμα και από την ενδεχόμενη ευρύτερη επίπτωση από την ύπαρξη του ευφυούς δικτύου που θα μπορούσε να στεγάσει και την  υπηρεσία ατελών κλήσεων, με την παράλληλη επάνοδο στην προηγούμενη μέθοδο.  Δεν προκύπτει έρευνα τέτοιας μορφής από το φάκελο και η αιτιολόγηση, στο πλαίσιο προφανώς του κριτηρίου της κοστοστρέφειας, όχι με αναφορά στο κόστος της υπηρεσίας όπως αυτή παρέχεται αλλά υπό το δεδομένο πως «η υποστήριξη της υπηρεσίας 800xxxxx δεν απαιτεί πόρους πέραν των όσων απαιτούνται για τη διεκπεραίωση εθνικής κλήσης προς σταθερή τηλεφωνία» και πως δεν τεκμηριώθηκε «επιπρόσθετη αξία στο είδος της συγκεκριμένης κλήσης», αφήνει αιτιολογικά ακάλυπτες άλλες ευρύτερες παραμέτρους σε σχέση με την επιλογή της μιας ή της άλλης μεθόδου και του επακόλουθου παραλληλισμού που έγινε.  Για τον πιο πάνω λόγο η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο