ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2006) 4 ΑΑΔ 24

19 Ιανουαρίου, 2006

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

JAGUAR CARS LIMITED,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 736/2003)

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Το νομοθετικό καθεστώς που διέπει την έκδοση διοικητικής πράξης ― Άρθρο 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) ― Κατά πόσο ήταν εύλογος ο χρόνος καθυστέρησης στην λήψη της επίδικης απόφασης στην κριθείσα περίπτωση.

Εμπορικά Σήματα ― Εγγραφή ― Προϋποθέσεις αποκλεισμού της εγγραφής όπως τίθενται στο Άρθρο 14 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.176(Ι)/00 ― Ερμηνεία ― Η εφαρμογή της διάταξης από τον Έφορο Εμπορικών Σημάτων θεωρήθηκε ορθή στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Η αιτήτρια εταιρεία ζήτησε με την προσφυγή της την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της αιτήτριας κατά της εγγραφής σήματος υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Το Άρθρο 9 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, προβλέπει ότι κατά την έκδοση διοικητικής πράξης ισχύει το νομοθετικό καθεστώς του χρόνου έκδοσής της, ανεξαρτήτως αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Όταν, όμως, η διοίκηση, έπειτα από την πάροδο εύλογου χρόνου, παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης, λαμβάνεται υπ' όψιν και εφαρμόζεται βέβαια, το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου.

     Στην παρούσα υπόθεση έχει παρέλθει, πράγματι, πολύς χρόνος από την καταχώρηση της ένστασης εναντίον της εγγραφής του εμπορικού σήματος, στις 24.3.1994, μέχρι της απόρριψής της. Θα πρέπει όμως να εξετασθεί αν ο χρόνος αυτός μπορεί να θεωρηθεί εύλογος.

     Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας που παρατηρήθηκε, δεν οφειλόταν στη διοίκηση, αλλά στο πολύπλοκο της υπόθεσης, λόγω εμπλοκής μαρτύρων από το εξωτερικό και τις συνεχείς αναβολές που οι δικηγόροι αμφοτέρων των πλευρών ήταν αναγκασμένοι να ζητούν.

    

     Υπό τις περιστάσεις, ο χρόνος που διέρρευσε ήταν εύλογος και κατά συνέπεια το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την εξέταση της υπόθεσης ήταν αυτό που ίσχυε κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, δηλαδή τα Άρθρα 13 και 14 του Κεφ. 268, όπως τροποποιήθηκαν με το Ν.176(Ι)/2000.

2. Σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.176(Ι)/2000, εμπορικό σήμα δεν εγγράφεται, αν είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με προγενέστερο εμπορικό σήμα και τα εμπορεύματα δεν είναι παρόμοια με αυτά που προστατεύονται από το προγενέστερο εμπορικό σήμα, εφ' όσον το προγενέστερο σήμα χαίρει φήμης στην Κυπριακή Δημοκρατία, η δε χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου εμπορικού σήματος, χωρίς εύλογη αιτία, θα επέφερε χωρίς οποιοδήποτε κόστος, όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

     Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο Έφορος ενήργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα, όταν κατέληξε ότι οι αιτητές έχουν φήμη σε σχέση με αυτοκίνητα, αλλά ότι δεν ικανοποιήθηκε από την καταχωρηθείσα μαρτυρία ότι το ίδιο συμβαίνει και για ρολόγια ή μέρη αυτών.

     Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως αναφέρει και ο Έφορος στην προσβαλλόμενη απόφαση, η προσαχθείσα ενώπιόν του μαρτυρία δεν υποδηλοί ότι υπάρχει πραγματικός απτός κίνδυνος σύγχυσης, αν το σήμα εγγραφεί.

     Η αντιμετώπιση του Εφόρου είναι ορθή. Η μαρτυρία που προσκόμισαν οι αιτητές για να αποδείξουν την ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης περιορίστηκε σε ένα κατ' ισχυρισμόν περιστατικό πρόκλησης σύγχυσης το οποίο συνέβηκε εκτός Κύπρου. Δεν τίθεται θέμα ταυτότητας ή ομοιότητας των εμπορευμάτων που τα δύο εμπορικά σήματα προσδιορίζουν και η αποσπασματική μαρτυρία των αιτητών δεν μπορεί να αντικρούσει την προσαχθείσα από το ενδιαφερόμενο μέρος μαρτυρία, έτσι ώστε να καταδεικνύεται ότι το εμπορικό σήμα των αιτητών "JAGUAR" περιλαμβάνει πέραν των αυτοκινήτων και ρολόγια. Εξάλλου, τα δύο σήματα υπάγονται σε χωριστές κατηγορίες. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εμπεριστατωμένη και καθ' όλα αιτιολογημένη και δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου v. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434.

Προσφυγή.

Αγ. Ξενοφώντος, για τους Αιτητές.

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Αλ. Γεωργιάδης για Ελ. Χρυσοστομίδου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο Έφορος Εμπορικών Σημάτων (στο εξής «ο Έφορος»), επέτρεψε την εγγραφή του σήματος "JAGUAR" με απλά κεφαλαία γράμματα, ως εμπορικό σήμα στην κλάση 14, σε σχέση με ρολόγια και μέρη αυτών. Η αίτηση έγινε αποδεχτή υπό όρους και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ' αρ. 2826, ημερ. 24.9.1993.

Οι αιτητές, εταιρεία από το Ηνωμένο Βασίλειο, καταχώρησε στις 24.3.1994, ένσταση κατά της εγγραφής του σήματος. Η ένσταση, ύστερα από εξέτασή της από τον Έφορο, απορρίφθηκε στις 28.5.2003. Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές, προσβάλλουν την απόφαση αυτή.

Οι αιτητές προέταξαν το θέμα του εφαρμοζόμενου νομοθετικού καθεστώτος. Υποστήριξαν ότι ο Βοηθός Έφορος, ο οποίος εξέτασε την ένστασή τους, βασίστηκε στις πρόνοιες του περί Εμπορικών Σημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2000, Ν. 176(Ι)/2000, θέση την οποία υποστήριξε και η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση. Οι δικηγόροι του ενδιαφερόμενου μέρους ισχυρίστηκαν ότι δεν προβλέπεται αναδρομική ισχύς του Ν.176(Ι)/2000 και συνεπώς ισχύον νομικό καθεστώς κατά την εξέταση της ένστασης και έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν οι διατάξεις του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268, πριν αυτός τροποποιηθεί από το Νόμο 176(Ι)/2000.

Οι αιτητές υποστήριξαν ότι αφού ο τροποποιητικός νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ, θα έπρεπε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του Κεφ. 268, πριν την τροποποίησή τους από το Νόμο 176(Ι)/2000 που ήταν ο Νόμος που εφαρμοζόταν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.

Το Άρθρο 9 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, προβλέπει ότι κατά την έκδοση της πράξης ισχύει το νομοθετικό καθεστώς του χρόνου έκδοσής της, ανεξαρτήτως αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Όταν, όμως, η διοίκηση, έπειτα από την πάροδο εύλογου χρόνου, παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης, λαμβάνεται υπ' όψιν και εφαρμόζεται βέβαια, το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου (βλέπε επίσης Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου v. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, 444).

Στην παρούσα υπόθεση έχει παρέλθει, πράγματι, πολύς χρόνος από την καταχώρηση της ένστασης εναντίον της εγγραφής του εμπορικού σήματος, στις 24.3.1994, μέχρι της απόρριψής της. Θα πρέπει όμως να εξετάσουμε αν ο χρόνος αυτός μπορεί να θεωρηθεί εύλογος.

Η διαδικασία υποβολής των εγγράφων προτάσεων εκ μέρους των δύο πλευρών άρχισε το 1994 και ολοκληρώθηκε στις 10.11.1999 με την υποβολή της απαντητικής γραπτής αγόρευσης του ενδιαφερόμενου μέρους. Στη συνέχεια, η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης οφείλεται στις παρατάσεις των προθεσμιών που ζητούσαν οι δικηγόροι των μερών για να υποβάλουν τα έγγραφά τους και ακολούθως, στο γεγονός ότι οι δικηγόροι και των δύο πλευρών ζητούσαν συνεχώς αναβολές για να μπορέσουν να ετοιμάσουν την υπόθεσή τους ενώπιον του Βοηθού Εφόρου. Ο λόγος, όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, ήταν η εμπλοκή ξένων παραγόντων, όπως μαρτυρίες και αποφάσεις άλλων οργάνων στο εξωτερικό. Μόνο σε τρεις περιπτώσεις η υπόθεση αναβλήθηκε από το Βοηθό Έφορο, λόγω έκτακτης εργασίας που δεν μπορούσε να αποφευχθεί.

Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας που παρατηρήθηκε, δεν οφειλόταν στη διοίκηση, αλλά στο πολύπλοκο της υπόθεσης λόγω εμπλοκής μαρτύρων από το εξωτερικό και τις συνεχείς αναβολές που οι δικηγόροι αμφοτέρων των πλευρών ήταν αναγκασμένοι να ζητούν.

Καταλήγω πως, υπό τις περιστάσεις, ο χρόνος που διέρρευσε ήταν εύλογος και κατά συνέπεια το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την εξέταση της υπόθεσης ήταν αυτό που ίσχυε κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, δηλαδή τα Άρθρα 13 και 14 του Κεφ. 268, όπως τροποποιήθηκαν με το Ν.176(Ι)/2000.

Οι αιτητές παραπέμποντας στο Άρθρο 14(ι)(γ) του Κεφ. 268, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Άρθρο 10 του Ν.176(Ι)/2000, υποστηρίζουν ότι ο Βοηθός Έφορος, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αμφισβήτησε τη φήμη τους σχετικά με τα αυτοκίνητα. Έδρασε, όμως, υπό πλάνη περί το νόμο, αφού δεν ήλεγξε και δεν εξέτασε τα άλλα κριτήρια του συγκεκριμένου άρθρου. Έπρεπε, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, να εξέταζε κατά πόσο η χρησιμοποίηση του εμπορικού σήματος του ενδιαφερόμενου προσώπου χωρίς εύλογη αιτία, θα επέφερε χωρίς οποιοδήποτε κόστος, όφελος προς το μεταγενέστερο εμπορικό σήμα από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου εμπορικού σήματος ή θα ήταν βλαπτική για το εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη, όπως προβλέπεται στο σχετικό άρθρο.

Πράγματι, σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.176(Ι)/2000, εμπορικό σήμα δεν εγγράφεται, όχι μόνο αν είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο εμπορικό σήμα, αλλά και όταν, λόγω της ταυτότητάς του ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο εμπορικό σήμα και της ομοιότητας των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών που τα δύο εμπορικά σήματα προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού. Ακόμα, σήμα δεν εγγράφεται αν είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με προγενέστερο εμπορικό σήμα και τα εμπορεύματα δεν είναι παρόμοια με αυτά που προστατεύονται από το προγενέστερο εμπορικό σήμα, εφ' όσον το προγενέστερο σήμα χαίρει φήμης στην Κυπριακή Δημοκρατία, η δε χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου εμπορικού σήματος, χωρίς εύλογη αιτία, θα επέφερε χωρίς οποιοδήποτε κόστος, όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

Στην παρούσα περίπτωση τα εμπορεύματα είναι βεβαίως διαφορετικά. Πρόκειται για αυτοκίνητα από τη μια και ρολόγια από την άλλη. Συνεπώς, θα πρέπει να εξεταστεί μόνο αν ο Έφορος δεν εξέτασε την τελευταία προϋπόθεση του άρθρου 14.

Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε στη διαδικασία ενώπιον του Εφόρου, η χρήση του ονόματος "JAGUAR" σε σχέση με ρολόγια άρχισε ήδη από το 1940. Η κατατεθείσα μαρτυρία περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, διαφημίσεις, καταλόγους πωλήσεων παγκοσμίως, ενδεικτικές διεθνείς εκθέσεις, στοιχεία εγγραφών του εμπορικού σήματος παγκοσμίως κλπ. Συνεπώς, το σήμα όπως καταγράφεται μπορεί να θεωρηθεί ως παγκοίνως και παγκόσμια γνωστό με πολλή χρήση, τόσο από άποψη χρονικής διάρκειας, όσο και από την άποψη πραγματικής εμπορικής χρήσης και πωλήσεων.

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο Έφορος ενήργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα όταν κατέληξε ότι οι αιτητές έχουν φήμη σε σχέση με αυτοκίνητα, αλλά ότι δεν ικανοποιήθηκε από την καταχωρηθείσα μαρτυρία ότι το ίδιο συμβαίνει και για ρολόγια ή μέρη αυτών. Ο Έφορος είχε δεκτεί ότι οι αιτητές για σκοπούς διαφήμισης ή προώθησης των προϊόντων τους, διαθέτουν αντικείμενα στους πελάτες τους. Δεν είχε ενώπιόν του μαρτυρία ή στοιχεία ότι είχαν γίνει γνωστοί στο ευρύ κοινό, είτε στην Κύπρο, είτε στο εξωτερικό, στον τομέα κατασκευής ρολογιών. Ο Έφορος, συνεχίζουν οι αιτητές, δεν αξιολόγησε ορθά την υπάρχουσα μαρτυρία για να πεισθεί ότι η φήμη του εμπορικού τους σήματος επεκτείνεται και στα ρολόγια.

Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως αναφέρει και ο Έφορος στην προσβαλλόμενη απόφαση, η προσαχθείσα ενώπιόν του μαρτυρία δεν υποδηλοί ότι υπάρχει πραγματικός απτός κίνδυνος σύγχυσης, αν το σήμα εγγραφεί. Δεν είχε ενώπιόν του, αναφέρει, τέτοια μαρτυρία ή στοιχεία, ότι οι αιτητές ασχολούνται ή έχουν γίνει γνωστοί στο ευρύ κοινό είτε στην Κύπρο, είτε στο εξωτερικό, στον τομέα κατασκευής ρολογιών. Αν ακολουθείτο το περιεχόμενο των ισχυρισμών των αιτητών, καταλήγει ο Έφορος, αναφορικά με τη δυνατότητα ή πιθανότητα πρόκλησης σύγχυσης ή παραπλάνησης αν κάποιος επέλεγε τη λέξη "JAGUAR" ως μέρος της επωνυμίας της εταιρείας του ή ως σήμα των προϊόντων του, οι αιτητές να μονοπωλούσαν τη χρήση της λέξης "JAGUAR".

Η αντιμετώπιση του Εφόρου βρίσκω ότι είναι ορθή και ότι δεν υπάρχει πραγματικός απτός κίνδυνος σύγχυσης από την εγγραφή του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους στο μητρώο. Η μαρτυρία που προσκόμισαν οι αιτητές για να αποδείξουν την ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης περιορίστηκε σε ένα κατ' ισχυρισμόν περιστατικό πρόκλησης σύγχυσης το οποίο συνέβηκε εκτός Κύπρου. Κρίνω ότι δεν τίθεται θέμα ταυτότητας ή ομοιότητας των εμπορευμάτων που τα δύο εμπορικά σήματα προσδιορίζουν και η αποσπασματική μαρτυρία των αιτητών δεν μπορεί να αντικρούσει την προσαχθείσα από το ενδιαφερόμενο μέρος μαρτυρία, έτσι ώστε να καταδεικνύεται ότι το εμπορικό σήμα των αιτητών "JAGUAR" περιλαμβάνει πέραν των αυτοκινήτων και ρολόγια. Εξάλλου, τα δύο σήματα υπάγονται σε χωριστές κατηγορίες. Θα πρέπει να πω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εμπεριστατωμένη και καθ' όλα αιτιολογημένη και δεν διαπιστώνω οποιανδήποτε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα.

Η προσφυγή των αιτητών απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον τους.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο