ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                        (Υπóθεση Αρ. 738/2005)

 

19 Δεκεμβρίου, 2006

 

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ Κ. ΣΤΕΦΑΝΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ης  η Αίτηση.

 

 

Στ. Στεφανή (κα), για τον Αιτητή.

Α. Ευαγγέλου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

 

«Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (στο εξής «Η Τράπεζα»), που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή της Τράπεζας ημερομηνίας 18/4/2005, ότι ο Αιτητής δεν έχει δικαίωμα να καταβάλει καθορισμένες εισφορές για προηγούμενη υπηρεσία του που αναγνωρίσθηκε από την Τράπεζα ως συντάξιμη, ώστε να λογίζεται ως υπηρεσία με εισφορές για υπολογισμό σύνταξης χήρας και τέκνου όπως προνοείται στους Κανονισμούς περί Συντάξεων Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, είναι άκυρη και παράνομη και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.»

 

Ο αιτητής διορίστηκε κατά πρώτο στη Δημόσια Υπηρεσία της Δημοκρατίας τον Απρίλιο του 1962.  Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα για να αναλάβει από το Νοέμβριο του 1965 καθήκοντα Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.  Οι όροι υπηρεσίας του ως Διοικητή προνοούσαν την παροχή χορηγημάτων αφυπηρέτησης με βάση τις πρόνοιες του Σχεδίου Συντάξεων των υπαλλήλων της Τράπεζας.  Κατά την αποχώρηση του από την Κεντρική Τράπεζα επέλεξε όπως, για την περίοδο υπηρεσίας του, του παραχωρηθεί μειωμένη σύνταξη μετά φιλοδωρήματος αντί πλήρους σύνταξης χωρίς φιλοδώρημα.  Ένεκα τούτου η σύνταξη του μειώθηκε κατά το ¼ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

 

Η Κεντρική Τράπεζα, υιοθετώντας την κυβερνητική πολιτική για αναγνώριση και μεταφορά της υπηρεσίας υπαλλήλων που υπηρετούσαν προηγουμένως σε Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου και αντιστρόφως, δημοσίευσε, στις 30.7.1993, τροποποιητικούς περί Συντάξεων Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 194) ανάλογους με εκείνους που είχε δημοσιεύσει η κυβέρνηση στις 31.12.1992 (Ν. 112(Ι)/92).

 

Με βάση αυτούς τους Κανονισμούς του 1993 αναγνωρίζεται η προϋπηρεσία των υπαλλήλων της στη Δημόσια Υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων και των υπαλλήλων που είχαν ήδη αφυπηρετήσει, ως συντάξιμη υπηρεσία στην Τράπεζα για τον καθορισμό του μήκους υπηρεσίας που δίδει δικαίωμα σε ωφελήματα καθώς και για τον υπολογισμό των ωφελημάτων αφυπηρέτησης που θα δικαιούνται να λάβουν από την Τράπεζα.  Οι διατάξεις των σχετικών κανονισμών εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση που ο υπάλληλος θα επιλέξει να καταβάλει με τόκο στην Τράπεζα τα ωφελήματα που πήρε υπό μορφή φιλοδωρήματος κατά την αφυπηρέτηση του από την δημόσια υπηρεσία.  Στην περίπτωση υπαλλήλου που είχε ήδη αφυπηρετήσει αναθεωρείται μόνο η ετήσια σύνταξη του από την πρώτη του μήνα που ακολουθεί την ημερομηνία δημοσίευσης των Κανονισμών (31.7.1993).

 

Με βάση τους κανονισμούς αυτούς ο αιτητής, το Σεπτέμβριο του 1997, αποτάθηκε και ζήτησε όπως η περίοδος κατά την οποία υπηρέτησε στη δημόσια υπηρεσία αναγνωρισθεί για σκοπούς σύνταξης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 17(Γ).

 

Η Κεντρική Τράπεζα, κατόπιν γνωμάτευσης της νομικής υπηρεσίας, έκρινε ότι ο αιτητής εμπίπτει στις πρόνοιες του Κανονισμού 17(Γ).  Έτσι προχώρησε στην αναγνώριση της προϋπηρεσίας του αιτητή στη δημόσια υπηρεσία και αναθεώρησε τη σύνταξη του από 1.8.1993.

 

Πέντε σχεδόν χρόνια μετά, στις 6.3.2002 ο αιτητής με νέα επιστολή του προς την Κεντρική Τράπεζα ζήτησε όπως του δοθεί δικαίωμα εξαγοράς περιόδου 56 μηνών, διάστημα κατά το οποίο υπηρετούσε στη δημόσια υπηρεσία χωρίς εισφορές, ώστε να θεωρηθεί ως περίοδος υπηρεσίας με εισφορές για σκοπούς μεταβίβασης της σύνταξης του.  Το αίτημα του βασίστηκε στον Κανονισμό 34.

 

Το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε με επιστολή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ημερ. 18.4.2005.  Η επιστολή, που ουσιαστικά είναι και η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, έχει ως εξής:-

 

«Με επιστολές σας, ημερομηνίας 6 Μαρτίου, 2002, 11 Μαρτίου, 2003 και 11 Δεκεμβρίου, 2003, ζητήσατε όπως σας δοθεί από την Κεντρική Τράπεζα το δικαίωμα εξαγοράς υπηρεσίας 56 μηνών που είχατε στη Δημόσια Υπηρεσία χωρίς εισφορές (από σύνολο 165 μηνών υπηρεσίας), ώστε αυτή να θεωρηθεί ως υπηρεσία με εισφορές για σκοπούς μεταβίβασης της σύνταξής σας.

 

Είναι γεγονός ότι έχει παρέλθει αρκετό διάστημα χρόνου μεταξύ της επιστολής σας ημερομηνίας 6 Μαρτίου, 2002 και της απάντησης που λαμβάνετε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.  Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι δεν είχε εγερθεί παρόμοιο θέμα στο παρελθόν, και, ως εκ τούτου, το αίτημά σας έχρηζε πολύ προσεκτικής και εκτεταμένης μελέτης και προσέγγισης.  Ακατανόητο είναι, επίσης, το γεγονός ότι υποβάλατε με μεγάλη καθυστέρηση το υπό αναφορά αίτημά σας.

 

Παρά την όλη καλή διάθεσή μου να προσεγγίσω την περίπτωσή σας με το θετικότερο και ευνοϊκότερο δυνατό για σας τρόπο, με λύπη μου σας πληροφορώ ότι, δυστυχώς, δεν μπορώ να ικανοποιήσω το αίτημά σας.  Ο λόγος είναι ότι η περίπτωσή σας δεν κρίνεται ως εμπίπτουσα εντός του Κανονισμού 34 των περί Συντάξεων Υπαλλήλων Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου κανονισμών, καθότι, ως έχει ερμηνευθεί, το δικαίωμα εξαγοράς, που περιγράφεται στον Κανονισμό 34, περιορίζεται σε μέλη του Σχεδίου που εξακολουθούν να έχουν συντάξιμες απολαβές.  Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξα κατόπιν λήψης σχετικής νομικής συμβουλής και μάλιστα κατά τρόπο επίμονα εξαντλητικό.»

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της καθ' ης η αίτηση προβάλλει προδικαστική ένσταση για πρώτη φορά στη γραπτή του αγόρευση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά απόφαση που ανάγεται στον ιδιωτικό τομέα.  Επίσης ότι ο αιτητής απώλεσε το έννομο του συμφέρον λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη θέσπιση του Κανονισμού.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις δεν ευσταθούν.  Ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προωθεί την προσφυγή του για δύο λόγους.  Πρώτον ότι η επίδικη απόφαση δεν έχει το χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης γιατί υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο και όχι στο δημόσιο.  Και δεύτερο ότι απώλεσε ουσιαστικά το δικαίωμα του λόγω της μεγάλης καθυστέρησης υποβολής του αιτήματος.

 

Έχω μελετήσει τα επιχειρήματα της καθ' ης η αίτηση ως προς τη φύση της επίδικης πράξης και έχω καταλήξει ότι αυτή είναι εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία διέπεται από το άρθρο 146 του Συντάγματος.  Οι αυθεντίες που προβάλλει η καθ' ης η αίτηση και ιδιαίτερα η απόφαση της μειοψηφίας στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Τάκης Γεωργιάδης (2004) 3 Α.Α.Δ. 600 δεν συνάδουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος της καθ'ης παραγνώρισε την απόφαση της πλειοψηφίας στην πιο πάνω αυθεντία όπου έχουν λεχθεί στις σελίδες 605 και 606 τα εξής:-

 

«Η Κυπριακή νομολογία έχει δεχθεί ότι, αποφάσεις που αφορούν συντάξεις και επιδόματα δημοσίων υπαλλήλων, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος (Makrides v. Republic, 2 R.S.C.C. 8, Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563).

 

........................................................................................................................................................................................................................................ ............................................................................

 

Έτσι, αφού αποφάσεις που αφορούν αφορούν συντάξεις και επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας που δίδεται με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, το κατά πόσο ο υπάλληλος, όταν προβάλλει την απαίτηση, εξακολουθεί να βρίσκεται εν ενεργεία ή όχι, δεν επηρεάζει τη δικαιοδοσία, αφού η αφυπηρέτηση δεν είναι στοιχείο που αλλοιώνει τη φύση της διαφοράς, που ήδη κρίνεται πως αποτελεί θέμα δημοσίου δικαίου.»

 

Ο περαιτέρω επίσης ισχυρισμός για καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος θα εξεταστεί σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του σχετικού κανονισμού και των γεγονότων.

 

Ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προβάλλει η ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.  Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή.  Στην επιστολή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, όπως αναφέρεται πιο πάνω, περιέχεται σαφής αιτιολογία, ότι δηλαδή η περίπτωση του αιτητή δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Καν. 34 διότι το δικαίωμα εξαγοράς, που περιγράφεται στον Καν. 34, περιορίζεται σε μέλη του Σχεδίου που εξακολουθούν να έχουν συντάξιμες απολαβές.  Ο αιτητής δεν είχε τέτοιες συντάξιμες απολαβές το 1993 αφού είχε ήδη αφυπηρετήσει από το έτος 1982.

 

Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω η συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι υπήρξε πλάνη περί το νόμο γιατί κατά τον αιτητή ο Κανονισμός 34 περιλαμβάνει και τους ήδη συνταξιούχους της Τράπεζας, πριν τη θέσπιση των Κανονισμών, που είναι η περίπτωση του.

 

Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή.  Η αιτιολογία που δίδεται στην επίδικη απόφαση συνάδει με τις πρόνοιες του Κανονισμού 34 που έχει ως ακολούθως:-

 

«34.-(1)  Κάθε μέλος του Σχεδίου που έχει προηγούμενη υπηρεσία η οποία δύναται να λογισθεί για σκοπούς σύνταξης και το οποίο στο μέλλον καθίσταται συντάξιμος υπάλληλος και επιθυμεί να καταβάλει εισφορές για οποιαδήποτε χρονική περίοδο συμπληρωμένων μηνών τέτοιας προηγούμενης υπηρεσίας, δύναται, σε τρεις μήνες αφότου καθίσταται συντάξιμος υπάλληλος ή σε τέτοια περαιτέρω χρονική περίοδο όση θα επιτρέψει ο Διοικητής, σε οποιαδήποτε ειδική περίπτωση, να ασκήσει ανεκκλήτως το δικαίωμα εκλογής να καταβάλει τις καθορισμένες εισφορές για την υπηρεσία αυτή και σε τέτοια περίπτωση οι καθορισμένες εισφορές καταβάλλονται όπως προνοεί η παράγραφος (3) και η σύνταξη για την προηγούμενη αυτή υπηρεσία υπολογίζεται με βάση το καθοριζόμενο ποσοστό στην υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 30.»

 

Οι πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού είναι σαφείς και δεν επιδέχονται οποιασδήποτε παρερμηνείας.  Ο Κανονισμός, σαφώς, καλύπτει κάθε μέλος που στο μέλλον καθίσταται συντάξιμος υπάλληλος.  Εκ τούτου νοείται ότι δεν περιλαμβάνει υπαλλήλους που αφυπηρέτησαν, όπως ο αιτητής που είχε ήδη αφυπηρετήσει από το έτος 1982 δηλαδή έντεκα χρόνια πριν τη θέσπιση των Κανονισμών.  Ο Κανονισμός επίσης δίδει δικαίωμα τρίμηνης προθεσμίας για την υποβολή του αιτήματος από την ημερομηνία αφυπηρέτησης του υπαλλήλου.  Και αυτό το στοιχείο αιτιολογεί την πιο πάνω ερμηνεία και δεν ευνοεί τις θέσεις του αιτητή.

 

Κατά συνέπεια ορθά ερμήνευσε τον Κανονισμό η επίδικη απόφαση και καταλήγω ότι δεν υπήρξε καμιά πλάνη περί το νόμο.

 

Η συνήγορος του αιτητή προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.  Προβάλλει τον ισχυρισμό ότι 7 υπάλληλοι επωφελήθηκαν από τις πρόνοιες του Κανονισμού 34.  Παραδέχεται όμως ότι αυτοί ήταν εν ενεργεία υπάλληλοι κατά τη θέσπιση των Κανονισμών.  Έτσι υπάρχει δεδομένη και εμφανής διαφοροποίηση μεταξύ της περίπτωσης του αιτητή και των 7 αυτών αγνώστων υπαλλήλων.

 

Καταλήγω, κατά συνέπεια, ότι ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Τέλος η συνήγορος του αιτητή προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.  Ο ισχυρισμός αυτός δεν αναπτύσσεται σχεδόν καθόλου και εν πάση περιπτώσει αναπτύσσεται ανεπαρκώς στις αγορεύσεις.  Διατείνεται ότι δεν έχει παρουσιαστεί κανένα πρακτικό για το επίμαχο και επίδικο θέμα.  Η απόφαση όμως που προσβάλλεται είναι η απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας που σύμφωνα με τον Κανονισμό 34 είναι το αρμόδιο όργανο που αποφασίζει για το θέμα αυτό.  Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του αιτητή δεν ευσταθεί.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                                       (Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο