ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 330/2005)

 

1 Δεκεμβρίου, 2006

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ' ου η αίτηση.

 

 

Χρ. Βασιλειάδης & Σία, για τον Αιτητή.

 

Π. Πολυβίου, για το Καθ'ου η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο Σταύρος Παπαντωνίου (αιτητής) με την προσφυγή αυτή αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Ρ.Ι.Κ.) με την οποία η Κίτσα Κοτζαναστάση (ενδιαφερόμενο μέρος) επελέγη για προαγωγή στη θέση Πρώτου Λειτουργού Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων.

 

(α) Τα γεγονότα.

Στις 9/7/2002 το Διοικητικό Συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. προήγαγε το Μάριο Σκορδή, Ανώτερο Μεταφραστή - Συντονιστή στο Τμήμα Προγραμμάτων Τηλεόρασης, στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων. Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε από τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος της παρούσας προσφυγής με την Προσφυγή αρ. 833/2002 της 1/7/2004 και ακυρώθηκε λόγω πλάνης περί τα πράγματα, έλλειψη δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας.

 

Κατά την επανεξέταση για την πλήρωση της θέσης στις 16/2/2005 το Διοικητικό Συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. μέσα στα πλαίσια των δεδομένων του ουσιώδους χρόνου, αφού έλαβε υπόψη τις απόψεις του Βοηθού Γενικού Διευθυντή ο οποίος σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος, αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους από την 1/8/2002. Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

 

       (Α) Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος είχε προαχθεί στην επίδικη θέση από την 1/8/2002 είναι άκυρη.

 

       (Β)    Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πιο πάνω πράξη και όλες οι ενδιάμεσες και προπαρασκευαστικές αυτής πράξεις και/ή παραλείψεις είναι άκυρες και πως οτιδήποτε παραλήφθηκε θα έπρεπε να είχε διενεργηθεί και

 

       (Γ)    Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι κατηγορίες και/ή οι μομφές οι οποίες έχουν εισαχθεί στον προσωπικό φάκελο του αιτητή είναι παράνομες και κατά συνέπεια στερούνται έννομου αποτελέσματος.

 

 

Αναφορικά με τις προπαρασκευαστικές πράξεις (θεραπεία (Β)) σημειώνεται ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς προσβολής γιατί δεν είναι παράγωγες έννομων αποτελεσμάτων και κατά συνέπεια μη εκτελεστές.

 

Αναφορικά με τις μομφές και/ή κατηγορίες οι οποίες περιέχονται στο φάκελο του αιτητή (θεραπεία (Γ)) αυτές αφορούν ανεξάρτητες πράξεις οι οποίες δεν συνδέονται και δεν είναι συναφείς με την απόφαση της 16/2/2005 και κατ' επέκταση η νομιμότητα τους δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης.

 

Παραμένει μόνο προς εξέταση η επίδικη απόφαση της 16/2/2005 της οποίας ζητείται η ακύρωση γιατί,

 

(i)                 Δεν διερευνήθηκαν ούτε αξιολογήθηκαν επαρκώς τα προσόντα του αιτητή στο σύνολό τους,

 

(ii)               Η σύσταση του Βοηθού Γενικού Διευθυντή είναι παράνομη,

 

(iii)             Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και παραγκωνίζει την έκδηλη υπεροχή του αιτητή και γιατί

 

(iv)              Δεν διενεργήθηκαν συνεντεύξεις των υποψηφίων.

 

 

(β) Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη γιατί το Διοικητικό Συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. υιοθέτησε πλήρως την παράνομη σύσταση του Βοηθού Γενικού Διευθυντή, αφού βασίστηκε στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους παρά στην έκδηλη υπεροχή του αιτητή σε προσόντα και αξία. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι παραγνωρίστηκε η ευρύτερη πείρα του αιτητή στα καθήκοντα της επίδικης θέσης η οποία καθιστούσε τον αιτητή καταλληλότερο και ότι δεν έγινε οποιαδήποτε ουσιαστική αντιπαραβολή και σύγκριση των υποψηφίων από την οποία θα διαφαίνονταν οι λόγοι της προτίμησης του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Οι λόγοι που προβλήθηκαν επιβάλλουν την εξέταση του ερωτήματος αν το Διοικητικό Συμβούλιο συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο όπως προκύπτει με την ακυρωτική απόφαση της 1/7/2004. Στην πιο πάνω απόφαση το Δικαστήριο αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση έπασχε ως προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, οφειλόμενης σε μη δέουσα έρευνα και ότι ταυτόχρονα εστερείτο επαρκούς αιτιολογίας για τέσσερις λόγους. Ο α΄ λόγος αφορούσε την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ρ.Ι.Κ. σε σχέση με την αρχαιότητα των διαδίκων την οποία το Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένη. Ο β΄ λόγος αφορούσε επιστολή της αρμόδιας Τμηματάρχου στην οποία εκφραζόταν η άποψη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος σε εκείνη την υπόθεση δεν ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος, η οποία αγνοήθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο. Ο γ΄ λόγος και ο δ΄ λόγος σχετίζονταν με την ανεπάρκεια της αιτιολογίας των κρίσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Ρ.Ι.Κ. αναφορικά με διάφορες ιδιότητες που αποδίδονταν στο ενδιαφερόμενο μέρος και την παράλειψη ουσιαστικής αντιπαραβολής και σύγκρισης των υποψηφίων μεταξύ τους.

 

Η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται με δικαστική ακυρωτική απόφαση, θεραπεύοντας τα σημεία που κρίθηκαν τρωτά, τονίστηκε σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639 τονίστηκαν μεταξύ άλλων και τα πιο κάτω:

 

"Να υπενθυμίσουμε επί του προκειμένου, πως με την ακυρωτική δικαστική απόφαση η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί μ' αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος, δηλαδή με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Όταν δε το διοικητικό όργανο επανεξετάζει το θέμα η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση. Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο. Σ' αυτή τη διεργασία θα βοηθηθεί βέβαια η διοίκηση και από την αιτιολογία που οδήγησε στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου, αλλά μόνο αναφορικά με το μέρος της που ήταν απολύτως αναγκαίο για να κριθεί το συγκεκριμένο σημείο. Η μόνιμη έγνοια του διοικητικού οργάνου πρέπει πάντοτε να είναι: η λήψη απόφασης σύμφωνα με το νόμο, τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας."

 

 

Στην παρούσα περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. ήταν υποχρεωμένο να ενεργήσει μέσα στα πλαίσια που καθορίζονταν από την ακυρωτική απόφαση και να προχωρήσει στην επιλογή του δίδοντας μια ξεκάθαρη αιτιολογία της προτίμησής του, προβαίνοντας σε μια "ουσιαστική αντιπαραβολή και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους" ώστε να διαφαίνονται οι λόγοι της απόφασής του.

 

Όμως από το περιεχόμενο της απόφασης της 16/2/2005 δεν προκύπτει ότι υπήρξε συμμόρφωση προς το περιεχόμενο της απόφασης της 1/7/2004. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σε αυτό το στάδιο το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της 16/2/2005:

 

"Το Συμβούλιο συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον του στοιχεία αναφορικά με τους υποψηφίους, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, υιοθέτησε τη σύσταση του Βοηθού Γενικού Διευθυντή, και έκρινε, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας και με γνώμονα την καταλληλότητα για τη θέση, ότι η καταλληλότερη για προαγωγή είναι η κα Κοτζαναστάση Κίτσα και αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, την προαγωγή της στη θέση «Πρώτου Λειτουργού Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων» με αναδρομική ισχύ από 1.8.2002.

 

Το Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης του έλαβε ιδιαίτερα υπόψη την αξία της κας Κοτζαναστάση όπως προκύπτει από το Φάκελο της και τα όσα ανέφερε ο Βοηθός Γενικός Διευθυντής.

 

Το Συμβούλιο δεν αγνόησε την ουσιαστική υπεροχή σε αρχαιότητα της κας Θέμιδας Θεοχάρους έναντι της κας Κοτζαναστάση έκρινε όμως ότι η ευθύνη του Συμβουλίου ήταν να επιλέξει τον πιο κατάλληλο υποψήφιο για την υπό πλήρωση θέση.

 

Επί του προκειμένου, το Συμβούλιο σημείωσε ότι η κα Κίτσα Κοτζαναστάση είναι αρχαιότερη των υπολοίπων υποψηφίων. Πέραν των όσων είχαν αναφερθεί πιο πάνω, το Συμβούλιο έκρινε (μεταξύ Κίτσας Κοτζαναστάση και των άλλων υποψηφίων, εξαιρουμένης της Θεοχάρους Θέμιδας) ότι δεν διεφαίνετο λόγος να παραγνωριστεί η αρχαιότητα μεταξύ Κίτσας Κοτζαναστάση και των άλλων υποψηφίων.

 

Οι κύριοι Γ. Γεωργής, Κ. Κολώτας και Γλ. Ιωαννίδης ψήφισαν υπέρ της κας Θέμιδας Θεοχάρους η οποία είναι κάτοχος πτυχίου και υπερέχει σε αρχαιότητα της κας Κοτζαναστάση."

 

 

Η παράθεση του πιο πάνω αποσπάσματος καταδεικνύει ότι η επίδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας και δεν θεραπεύει τα τρωτά που υποδείχθηκαν από το Δικαστήριο στην πρώτη ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ. 833/2002 της 1/7/2004. Το Διοικητικό Συμβούλιο του                 Ρ.Ι.Κ. επέλεξε το κριτήριο της αρχαιότητας για να θεωρήσει ως υπερέχον                        το ενδιαφερόμενο μέρος έναντι των υπολοίπων υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένου και του αιτητή, ενώ ταυτόχρονα υποτίμησε την ουσιαστική υπεροχή σε αρχαιότητα της υποψήφιας Θ. Θεοχάρους έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Εκτός από τη γενική διατύπωση ότι λήφθηκε υπόψη η αξία του ενδιαφερόμενου μέρους και τα όσα ανέφερε ο Β. Γενικός Διευθυντής, τα οποία αφορούν και πάλι ιδιότητες που συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων του ή βαθμολογημένες στους υπηρεσιακούς φακέλους, δεν έγινε η απαραίτητη συγκριτική αναφορά που θα μπορούσε να τεκμηριώσει την απόφαση ότι η επιλεγείσα ήταν η καταλληλότερη από τους άλλους υποψήφιους. Επομένως η απόφαση πάσχει και πάλι από ασάφεια, γενικότητα και αοριστία.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος του καθ'ου η αίτηση οργανισμού.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο