ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1670/2005)
11 Δεκεμβρίου, 2006
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SHUMON AHAMED SHUVO,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Μπαγκλαντές. Εισήλθε στην Κύπρο παράνομα στις 15.10.2003. Στις 27.11.2003 υπέβαλε αίτηση για παροχή πολιτικού ασύλου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή είχε πολιτικά προβλήματα. Συγκεκριμένα, αντιμετώπιζε προβλήματα με την αντίπαλή του κυβερνητική κομματική παράταξη, μέλη της οποίας του επιτέθηκαν για να τον δολοφονήσουν. Παράλληλα η αστυνομία καταχώρησε εναντίον του ψευδή ποινική υπόθεση.
Ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη, και στη συνέχεια, η Υπηρεσία Ασύλου, υπό το φως των στοιχείων που είχε ενώπιόν της, απέρριψε την αίτηση. Ο αιτητής καταχώρησε, ακολούθως, διοικητική προσφυγή την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επίσης απέρριψε. Ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος από την Υπηρεσία Ασύλου, θέση η οποία υιοθετήθηκε, ως ορθή και δικαιολογημένη, από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για πολιτικό άσυλο. Προβάλλεται ότι, (α) H διαδικασία που ακολουθήθηκε, με βάση τον τροποποιημένο περί Προσφύγων Νόμο, τόσο ενώπιον της Υπηρεσία Ασύλου όσο και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ήταν παράνομη, ως προσκρούουσα στην αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων. Η αίτησή του, δηλαδή, έπρεπε να κριθεί με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε στις 27.11.2003, οπότε υπέβαλε την αίτησή του. (β) Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένη καθότι είχε μονομελή σύνθεση. (γ) Η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης. (δ) Στερείται της δέουσας αιτιολογίας. (ε) Λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή κατά πλημμελή άσκηση διακριτικής εξουσίας. (στ) Λήφθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 28Ζ του Νόμου. (ζ) Δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα γεγονότα, και (η) Η επίδικη απόφαση είναι, εν πάση περιπτώσει, άκυρη, καθότι είναι γραμμένη στην Ελληνική γλώσσα, ήτοι σε γλώσσα μη καταληπτή και κατανοητή από τον αιτητή.
Θεωρώ ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη, αφού κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ορθά εφαρμόστηκε η νομοθεσία που ίσχυε κατά την ημέρα εξέτασης της αίτησης. Ορθά, επίσης, εξετάστηκε από τον Πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων μόνο. Σύμφωνα με το άρθρο 28Ζ(3) κάθε μέλος της Αρχής μπορεί να ασκήσει τις αρμοδιότητές της από μόνο του. Η περίπτωση του αιτητή δεν ενέπιπτε σε εξαίρεση. Όσον αφορά το θέμα της γλώσσας, σημειώνω ότι, μετά τη συνέντευξη της 30.8.2004, η οποία διεξήχθη στην Αγγλική γλώσσα, παρουσία διερμηνέα, συμπατριώτη του αιτητή, το πρακτικό υπογράφηκε και μονογράφηκε από τον αιτητή, στη συνέχεια δε η Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την έκθεσή της. Η διαδικασία, επομένως, διεξήχθη κατά τρόπο απόλυτα κατανοητό για τον αιτητή, όπως απαιτεί ο Νόμος. Κατά τα λοιπά σημειώνω ότι ο αιτητής είχε την ευκαιρία, τόσο κατά την εξέταση της αίτησης όσο και κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, να εκθέσει τους ισχυρισμούς του. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε όσο το δυνατό καλύτερα τους ισχυρισμούς του και παρέθεσε με σαφήνεια τους επί μέρους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επανεξέτασε όλα όσα ο αιτητής είχε θέσει προς υποστήριξη του αιτήματός του και διαπίστωσε ότι ορθά και δικαιολογημένα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση δε λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης. Είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής εφαρμογής του νόμου. Τα ερ. 59-67 στο Τεκμήριο 1, ήτοι το κείμενο της επίδικης απόφασης, ομιλεί αφ΄ εαυτού. Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε και το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και εύλογα κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα πάνω στη βάση ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004. (Βλ. ερ. 57 στο Τεκμήριο 1). Ούτε και ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19Α του Νόμου (ανθρωπιστικοί λόγοι).
Όσον αφορά τον ισχυρισμό για παράβαση του άρθρου 28 Ζ του Νόμου, σημειώνω απλώς ότι αυτό παρέχει διακριτική ευχέρεια στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων να καλεί σε προσωπική συνέντευξη ή να διεξάγει ακροαματική διαδικασία στις περιπτώσεις που εκείνη κρίνει σκόπιμο. Σχετικές είναι οι αποφάσεις της Ολομέλειας στην Harpreet Singh ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 481/2005, ημερ. 26.6.2006 και Shahidul (Sumon) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 375/2005, ημερ. 26.6.2006.
Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής, εν προκειμένω της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με τη δική του. Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κατ΄ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ