ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Σπύρου Mενέλαος Aντώνη ν. Δημοτικού Συμβουλίου Kάτω Πολεμιδιών και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 307
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 18/2005)
29 Νοεμβρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 16, 23, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. KIAZIM HALIT,
2. AYLA HALIT,
3. DOGAN HALIT,
4. ALEV NEZIHE KAVAS (HALIT),
5. ZEKI HALIT,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Κληρίδης, για τους Αιτητές.
Μ. Φλωρέντζος, για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή ζητείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης με αρ. 104, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3570 την 25.1.2002, για το οποίο οι αιτητές έλαβαν πλήρη και ολοκληρωμένη γνώση για πρώτη φορά με την επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 25.10.2004, και με το οποίο (διάταγμα απαλλοτρίωσης) απαλλοτριώθηκαν ένα τεμάχιο γης του πρώτου αιτητή στα Μανδριά της Πάφου και δύο τεμάχια των αιτητών 1-5, στο ίδιο χωριό, είναι πράξη άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Με την προσφυγή, που καταχωρίστηκε την 7.1.2005, οι αιτητές, που είναι Τουρκοκύπριοι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίοι μετά την παράνομη Τουρκική εισβολή και κατοχή τμήματος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας κατοικούν στην παράνομα κατεχόμενη Κύπρο, ισχυρίζονται πως η προαναφερόμενη πράξη ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση είναι προδήλως παράνομη και αντίθετη προς το Σύνταγμα, το Νόμο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, το Νόμο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως και τους σχετικούς κανονισμούς και τις γενικές αρχές. Μεταξύ των λόγων που προβάλλουν οι αιτητές προς υποστήριξη των θέσεων τους είναι και ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση στερείται δέουσας έρευνας γενικά και ειδικότερα ότι δεν ερευνήθηκαν οι εναλλακτικές και/ή υπαλλακτικές λύσεις, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν τέτοιες. Ακόμα οι αιτητές ισχυρίζονται πως η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής των Νόμων, των Κανονισμών και της Διαδικασίας, ότι αυτή δεν είναι αιτιολογημένη δεόντως ή καθόλου και ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν κάτω από συνθήκες δυσμενούς διάκρισης σε βάρος των αιτητών καθώς και ότι παραβίασαν τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
Στην ένσταση τους οι καθ΄ ων η αίτηση προβάλλουν δύο προδικαστικές ενστάσεις. Πρώτον ότι η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και δεύτερον ότι οι αιτητές στερούνται ενεστώτος εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την προσβαλλόμενη πράξη και/ή διάταγμα απαλλοτριώσεως καθότι δυνάμει των σχετικών διατάξεων του Νόμου και των εξουσιών που παρέχονται στον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών αυτός έδωσε τη συγκατάθεση του για την επίδικη απαλλοτρίωση. Ως προς την ουσία της υπόθεσης, οι καθ΄ ων η αίτηση λέγουν ότι οι απαλλοτριώσεις έγιναν καθόλα νόμιμα, για σκοπούς δημοσίας ωφελείας, κατόπιν ορθής έρευνας και ότι ενήργησαν με τη συγκατάθεση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ο οποίος, σύμφωνα με το σχετικό Νόμο, είναι υπεύθυνος για την προστασία των εγκαταληφθεισών περιουσιών μέχρι την επιστροφή των Τουρκοκύπριων ιδιοκτητών τους.
Από τα ενώπιόν μου αδιαμφισβήτητα στοιχεία φαίνεται ότι ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών πράγματι συγκατατέθηκε στις επίδικες απαλλοτριώσεις και ακόμη ότι συγκατατέθηκε και ως προς το ύψος της αποζημίωσης, με σκοπό την πλήρη διευθέτηση των απαιτήσεων των ιδιοκτητών για την αναγκαστική απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας τους. Το ποσό της αποζημιώσεως θα έπρεπε να είχε κατατεθεί στο Ταμείο Τουρκοκυπριακών Περιουσιών αλλά δεν κατατέθηκε και, εν πάση περιπτώσει, η καταβολή της αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες ανεστάλη, σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν 139/91, κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί στην Κυπριακή Δημοκρατία λόγω της Τουρκικής κατοχής, μέχρι τη λήξη της κατάστασης αυτής.
Αδιαμφισβήτητα γεγονότα είναι επίσης ότι οι αιτητές είναι οι ιδιοκτήτες των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων, είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέλη της Τουρκικής Κοινότητας και ότι μετά την Τουρκική εισβολή του 1974 μετακινήθηκαν στις κατεχόμενες, από τα Τουρκικά στρατεύματα, περιοχές, εγκαταλείποντας έτσι τις περιουσίες τους στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 15.6.2001 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης των προαναφερομένων τεμαχίων για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για οικιστικό σκοπό για στέγαση εκτοπισθέντων. Σύμφωνα με τη γνωστοποίηση η απαλλοτρίωση επιβαλλόταν για δύο λόγους:
(α) Για την κατασκευή δρόμων και υπονόμων, την εγκατάσταση αγωγών ηλεκτρικού και υδρευτικού δικτύου και το διαχωρισμό της γης από την Κυβέρνηση σε οικόπεδα, για την ανέγερση κατοικιών από τους εκτοπισθέντες για αυτοστέγαση (είτε κατόπιν παραχώρησης από την Κυβέρνηση χρηματικής ή άλλης βοήθειας είτε χωρίς αυτή τη βοήθεια), και
(β) Για την τυχόν (δική μου η υπογράμμιση) ανέγερση από την Κυβέρνηση καταστημάτων ή άλλων οικοδομών, σχολικών και υγειονομικών κτηρίων και άλλων ιδρυμάτων, για τις ανέσεις, χρήση και διευκόλυνση των εκτοπισθέντων.
Στις 25.1.2002, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3570, δημοσιεύτηκε το διάταγμα απαλλοτριώσεως της προαναφερόμενης γης, σύμφωνα με το άρθρο 6 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, Ν 15/62, όπως τροποποιήθηκε.
Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι εκείνο του εκπροθέσμου της προσφυγής δεδομένου ότι το σχετικό διάταγμα απαλλοτρίωσης δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στην Ελληνική γλώσσα, στις 25.1.2002. Σύμφωνα με τους αιτητές, αυτοί λόγω της Τουρκικής κατοχής δεν είχαν δυνατότητα να διαβάσουν την Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αλλά ούτε και να επισκεφθούν την περιουσία τους στις ελεύθερες περιοχές πριν το άνοιγμα των οδοφραγμάτων που βρίσκονται στην γραμμή καταπαύσεως του πυρός. Μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων οι αιτητές είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν την περιουσία τους στα Μανδριά της Πάφου τον Σεπτέμβριο του 2004. Αφού είδαν ότι στην περιουσία τους ανεγείρονταν κατοικίες, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν οτιδήποτε ή να έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους για κάτι τέτοιο, οι αιτητές επισκέφθηκαν δικηγόρους οι οποίοι ζήτησαν σχετικές πληροφορίες από τον Υπουργό των Εσωτερικών υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Με επιστολή ημερ. 22.9.2004, εκ μέρους του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο εκ των δικηγόρων των αιτητών Δρ. Χρ. Κληρίδης πληροφορείτο ότι μέρος των κτημάτων των αιτητών απαλλοτριώθηκε, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, για σκοπούς αυτοστέγασης εκτοπισθέντων. Τα διαχωρισθέντα οικόπεδα παραχωρήθηκαν από την Υπηρεσία Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων σε δικαιούχους εκτοπισθέντες και σ΄ αυτά οι εκτοπισθέντες έκτισαν τα σπίτια τους. Ακολούθησε άλλη επιστολή του κ. Κληρίδη προς τον εκπρόσωπο του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 29.9.2004 με την οποία ο δικηγόρος των αιτητών ζητούσε να προμηθευθεί με αντίγραφα γνωστοποιήσεων των σχετικών απαλλοτριώσεων, αντίγραφα διαταγμάτων απαλλοτρίωσης, προσφορές ποσών για απαλλοτρίωση και αποδείξεις καταθέσεων της σχετικής αποζημίωσης στο Ταμείο Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Με επιστολή εκ μέρους του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προς το δικηγόρο των αιτητών ημερ. 25.10.2004 ο κ. Κληρίδης πληροφορείτο για τους νέους αριθμούς των τεμαχίων των αιτητών και ότι οι προσφορές των ποσών των αποζημιώσεων είχαν γίνει αποδεχτές από τον Αναπληρωτή Διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στις 4.10.2002. Επίσης αποστέλλονταν στον κ. Κληρίδη αντίγραφα της σχετικής γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, του διατάγματος απαλλοτρίωσης και της προσφοράς ποσών για αποζημίωση ένεκα της απαλλοτρίωσης.
Με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, δηλαδή του γεγονότος ότι οι αιτητές δεν είχαν πρόσβαση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αλλά ούτε και στην απαλλοτριωθείσα περιουσία τους πριν το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, ότι σ΄ αυτούς ουδέποτε στάληκε οποιαδήποτε ειδοποίηση της απαλλοτρίωσης, ότι αυτοί μπόρεσαν να επισκεφθούν την απαλλοτριωθείσα περιουσία τους, για πρώτη φορά, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2004, ότι αμέσως μετά έδωσαν οδηγίες σε δικηγόρο να διερευνήσει το θέμα, εφόσον είδαν ότι στην περιουσία τους ανεγείρονταν κατοικίες χωρίς τη δική τους γνώση και συγκατάθεση και ότι πλήρη γνώση αναφορικά με την απαλλοτρίωση των συγκεκριμένων τεμαχίων τους αυτοί έλαβαν, για πρώτη φορά, με την επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση προς το δικηγόρο των αιτητών ημερ. 25.10.2004, κρίνω πως είναι ορθό και δίκαιο να θεωρήσω ότι η προθεσμία των 75 ημερών για την καταχώριση της προσφυγής τους εναντίον των απαλλοτριώσεων αρχίζει από την ημερομηνία λήψης της προαναφερόμενης επιστολής ημερ. 25.10.2004 και επομένως ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη.
Συναφώς παρατηρώ ότι στην υπόθεση Μιχαλάκης Κυριάκου Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 1031/2000/29.9.2003 τονίστηκε ότι το βάρος της απόδειξης, κατά θετικό τρόπο, ότι ο αιτητής έλαβε γνώση των επιδίκων διοικητικών πράξεων το έχει ο καθ΄ ου η αίτηση. Ακόμα στην υπόθεση Έλλη Ιωάννου Στώρεϊ ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 1073/2002/26.8.2004 έγινε αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Άννα Κύρου Μαραθεύτη ν. Δήμου Λεμεσού (2002) 3 Α.Α.Δ. 418 στην οποία τονίστηκε πως για να αποστερηθεί κάποιος του δικαιώματος προσφυγής στο Δικαστήριο θα πρέπει η γνώση του να αποδεικνύεται με βεβαιότητα.
Καθοδηγούμενος από τις προαναφερόμενες αρχές και με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης απορρίπτω την προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, καθότι δεν έχω πειστεί ότι οι αιτητές έλαβαν πλήρη γνώση των επίδικων απαλλοτριώσεων πριν τη λήψη της επιστολής των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 25.10.2004, από το δικηγόρο των αιτητών.
Ως προς τη δεύτερη προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνται ενεστώτος εννόμου συμφέροντος εξαιτίας του ότι τις εγκαταλειφθείσες Τουρκοκυπριακές περιουσίες ανέλαβε ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δυνάμει του Ν 139/91, όπως τροποποιήθηκε, παρατηρώ ότι με τον προαναφερόμενο νόμο τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών γης στις ελεύθερες περιοχές με κανένα τρόπο δεν καταργούνται και ότι ο Κηδεμόνας ορίστηκε με μόνο σκοπό τη διαχείριση των περιουσιών αυτών μεριμνώντας τόσο για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων όσο και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών.
Στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 2 του Ν 139/91 δεν καταστρατηγούσε το άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες του προαναφερόμενου νόμου δικαιολογούνταν με βάση την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Η Πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την Τουρκική εισβολή είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών Τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Όπως παρατήρησε το Εφετείο στην υπόθεση εκείνη «τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείριση της περιουσίας». Με βάση τα όσα παρατηρήθηκαν στην υπόθεση Σολομωνίδης (ανωτέρω) καταλήγω αβίαστα στο συμπέρασμα ότι, δεδομένου πως οι Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες δεν απώλεσαν τα περιουσιακά τους δικαιώματα εξαιτίας του διορισμού του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και των άλλων μέτρων που λήφθηκαν δυνάμει του Ν 139/91 με σκοπό την προστασία των περιουσιών τους και δεδομένου ότι τα μέτρα εκείνα θα ισχύουν μόνον εκκρεμούσης της εκρύθμου καταστάσεως που δημιουργήθηκε εξαιτίας της Τουρκικής κατοχής και για όσο χρόνο η κατοχή υφίσταται, οι Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες και συγκριμένα στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές, έχουν ενεστώς έννομο συμφέρον με βάση το οποίο νομιμοποιούνται στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής, με σκοπό την προσβολή της εγκυρότητας του διατάγματος απαλλοτριώσεως της περιουσίας τους. Θεωρώ επομένως πως και αυτή η προδικαστική ένσταση είναι αβάσιμη και θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.
Με την προσφυγή τους οι αιτητές εγείρουν αρκετά και ευαίσθητα θέματα, τα οποία όμως θεωρώ πως δεν είναι απαραίτητο να αποφασίσω ένα προς ένα, επειδή κρίνω πως ένας από τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή είναι οπωσδήποτε βάσιμος. Ο λόγος αυτός είναι η έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση.
Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο ότι η διοίκηση δεν προχωρεί στη λήψη απόφασης για απαλλοτρίωση προτού εξετάσει τα σχέδια του έργου που δείχνουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση. Η απαλλοτριούσα Αρχή έχει την υποχρέωση να εξετάζει και τις δυνατότητες πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια επιβάλλεται η ετοιμασία μιας ολοκληρωμένης μελέτης (Δέστε: Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κ. Πολεμιδιών κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 307).
Οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της νόμιμης άσκησης της διακριτικής εξουσίας επιβάλλουν ότι η Διοίκηση δεν προχωρεί στην αναγκαστική απαλλοτρίωση ακίνητης περιουσίας, η οποία (αναγκαστική απαλλοτρίωση) συνιστά επαχθές μέτρο, όταν ο σκοπός που επιδιώκεται με αυτήν μπορεί να επιτευχθεί με μέσο λιγότερο επαχθές. Η προσφυγή στην αναγκαστική απαλλοτρίωση γίνεται μόνον όταν υπάρχει απόλυτη ανάγκη και αφού εξαντληθεί κάθε πρόσφορο μέτρο, αφενός για να χρησιμοποιηθεί κρατική ακίνητη περιουσία, αν υπάρχει, και αφετέρου για να εξευρεθεί κατάλληλο ακίνητο που προσφέρεται οικειοθελώς. Η Διοίκηση πρέπει να διερευνά αν υπάρχουν και άλλα εξίσου κατάλληλα ακίνητα και να προτιμά εκείνο, η απαλλοτρίωση του οποίου θα επιφέρει τη λιγότερο επαχθή στέρηση για τον ιδιοκτήτη. Συνιστά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης όταν η Διοίκηση, χωρίς να εξετάζει προηγουμένως τα σχέδια του έργου που διαγράφουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου, προβαίνει σε αναγκαστική απαλλοτρίωση. Η απαλλοτριούσα Αρχή οφείλει να εξετάζει όλα τα στοιχεία που συνδέονται με την υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, πράγμα που επιβάλλει την ετοιμασία μιας ολοκληρωμένης μελέτης (Δέστε: Α.Ν. Λοϊζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 147 και τις αποφάσεις που αναφέρονται στις υποσημειώσεις 644, 645 και 646).
Όπως παρατηρεί ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 4η έκδοση, 1997, παράγραφοι 1325 και 1326, επειδή η στέρηση της ιδιοκτησίας, ως στέρηση ατομικού δικαιώματος, αποτελεί ιδιαιτέρως επαχθές μέτρο, πρέπει να επιβάλλεται ως έσχατο μέτρο, μόνον όταν δηλαδή ο σκοπός της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ούτε από την ελεύθερη αγορά, ούτε από την περιουσία του δημοσίου. Η Διοίκηση οφείλει, έστω και αν δεν το προβλέπει ρητά ο Νόμος: (α) να εξετάσει την ανάγκη της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, δηλαδή να ερευνήσει αν είναι δυνατή η εξυπηρέτηση της δημόσιας ωφέλειας με μέσο ηπιότερο της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και (β) να περιορίσει την έκταση και ένταση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως στο απολύτως αναγκαίο μέτρο. Οι υποχρεώσεις αυτές που ανάγονται στις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της νόμιμης χρήσεως της διακριτικής ευχέρειας, προκύπτουν από την αρχή της αναλογικότητας που διέπει τη δράση της Διοικήσεως σε ένα κράτος δικαίου· και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος δικαίου, παρά τις μεγάλες αντιξοότητες που αντιμετωπίζει εξ αιτίας της συνεχιζόμενης παράνομης κατοχής μεγάλου μέρους του εδάφους της.
Στην προκείμενη περίπτωση τόσο από το φάκελο του δικαστηρίου όσο και από τον υπηρεσιακό φάκελο που κατατέθηκε δεν διαφαίνεται οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση συμμορφώθηκαν, έστω και κατ΄ ελάχιστον, με τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις τους. Δεν υπάρχει δηλαδή οτιδήποτε που να δείχνει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση προέβησαν όχι μόνο σε ολοκληρωτική έρευνα αλλά και σε οποιαδήποτε στοιχειώδη έρευνα για να ανακαλύψουν αν είναι δυνατή η εξυπηρέτηση της δημόσιας ωφέλειας την οποία ήθελαν να ικανοποιήσουν, με μέσο ηπιότερο της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, δηλαδή αν είναι αναγκαία η επιβολή αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ή όχι. Δεν υπάρχει ακόμη οτιδήποτε που να δείχνει πως οι καθ΄ ων η αίτηση εξέτασαν καθόλου το ενδεχόμενο περιορισμού της έκτασης και της έντασης της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, στο απολύτως αναγκαίο, σεβόμενοι την αρχή της αναλογικότητας. Ακόμα και στη γνωστοποίηση απαλλοτριώσεως ο λόγος (β) για τον οποίο επιβάλλεται η απαλλοτρίωση είναι εντελώς ανεπαρκής. Αναφέρεται σ΄ αυτόν το λόγο ότι η απαλλοτρίωση επιβάλλεται «για τυχόν ανέγερση από την Κυβέρνηση καταστημάτων και άλλων οικοδομών ...».
Βρίσκω την επιχειρηματολογία των καθ΄ ων η αίτηση αναφορικά με το ζήτημα της έλλειψης δέουσας έρευνας ως εντελώς μη ικανοποιητική νομικά, αν και αγγίζει πολύ ευαίσθητα, για κάθε Κύπριο πολίτη, θέματα που πηγάζουν από τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή μεγάλου μέρους της πατρίδας μας. Οι καθ΄ ων η αίτηση λέγουν στην επιχειρηματολογία τους ότι η αναγκαιότητα της απαλλοτρίωσης, για το σκοπό που έγινε, είναι έκδηλη. Δεν παρέπεμψαν όμως το δικαστήριο σε οποιοδήποτε στοιχείο της υπόθεσης από το οποίο να αποδεικνύεται στην πραγματικότητα η αναγκαιότητα απαλλοτρίωσης του συγκεκριμένου εμβαδού, των συγκεκριμένων τεμαχίων των αιτητών. Κατά τους καθ΄ ων η αίτηση, οι αιτητές δεν έχουν καταδείξει, στην ουσία, ότι η προσβαλλόμενη απαλλοτρίωση είναι επαχθής ή και ότι υπήρχε λιγότερο επαχθής λύση. Αυτά όμως δεν ήταν καθήκον των αιτητών να τα καταδείξουν και να τα αποδείξουν αλλά ήταν καθήκον των καθ΄ ων η αίτηση να τα παρουσιάσουν στο Δικαστήριο στα πλαίσια της δέουσας συνολικής έρευνας στην οποία θα έπρεπε να είχαν προβεί, πριν την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος απαλλοτριώσεως. Ενεργώντας όμως όπως ενήργησαν οι καθ΄ ων η αίτηση, παραβίασαν τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της νόμιμης χρήσεως της διακριτικής τους ευχέρειας, αλλά και την αρχή της αναλογικότητας.
Ως προς το ζήτημα της συγκατάθεσης του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στην απαλλοτρίωση και την αποδοχή απ΄ αυτόν του ποσού της αποζημίωσης, παρατήρησα ήδη πως η συγκατάθεση του Κηδεμόνα δεν αποστερεί, κατά την κρίση μου τους αιτητές, ως τους ιδιοκτήτες της απαλλοτριωθείσας γης, από το ενεστώς έννομο συμφέρον που έχουν (Αναφορικά με το τι συνιστά ενεστώς έννομο συμφέρον, δέστε: Ν. Χρ. Χαραλάμπους «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης», 2η έκδοση, σελ. 140). Ως προς το ζήτημα της αποδοχής του ποσού της αποζημίωσης παρατηρώ μόνον ότι τέτοια αποζημίωση δεν καταβλήθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση ούτε στους αιτητές αλλά ούτε και στο Ταμείο που ιδρύθηκε γι΄ αυτό το σκοπό σε σχέση με τις Τουρκοκυπριακές περιουσίες. Όμως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 23.4 (γ) του Συντάγματος, ο ιδιοκτήτης περιουσίας η οποία απαλλοτριώνεται δικαιούται δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως η οποία καταβάλλεται «τοις μετρητοίς και προκαταβολικώς» (Δέστε: Α.Ν. Λοϊζου, ανωτέρω, σελ. 148).
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή των αιτητών πετυχαίνει, για τον προαναφερόμενο λόγο και εκδίδεται δήλωση (Δηλωτική Απόφαση) του Δικαστηρίου ως η παράγραφος Α του Αιτητικού της αίτησης, με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.