ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 174/2006)

 

29 Νοεμβρίου, 2006

 

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  28  ΚΑΙ

146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΩΚΡΑΤΗΣ  ΖΑΒΡΟΣ,

            Αιτητής,

ν.

 

1.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΑΜΥΝΑΣ,

2.  ΕΘΝΙΚΗΣ  ΦΡΟΥΡΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Χρ. Χριστάκη, για Α.Σ. Αγγελίδη,  για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής, στρατεύσιμος πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατετάγη στην Εθνική Φρουρά στις 15/7/2005.  Ενώ υπηρετούσε στο 211ο Τάγμα Πεζικού, ζήτησε, με επιστολή του ημερομηνίας 7/12/2005, όπως, ως πρόσωπο κυπριακής καταγωγής εξ αρρενογονίας αλλά με μητέρα Ελληνίδα υπήκοο, τύχει της ίδιας μεταχείρισης με αυτούς που προέρχονται από Κύπρια μητέρα και πατέρα ΄Ελληνα, οι οποίοι υπηρετούν στην Εθνική Φρουρά αντί 25 μήνες, που είναι η κανονική θητεία, 6 μήνες μόνο.    

 

Το αίτημά του εξετάστηκε και απορρίφθηκε στις 22/12/2005.  Οι λόγοι απόρριψης εμφαίνονται στην επιστολή, η οποία του απεστάλη, και έχουν ως εξής:-

 

«Σας γνωρίζουμε, σε απάντηση της από 07 Δεκ 05 επιστολής σας που μας διαβιβάσθηκε με την Αρ.Φακ.6.18.01.3/ΙΙ/15 Δεκ 05/ΥΠΑΜ ότι, εκ πρώτης όψεως και με βάση την ισχύουσα στρατολογική νομοθεσία έχετε υποχρέωση πλήρους θητείας (25 μήνες) στην Εθνική Φρουρά, καθόσον είσαστε πρόσωπο κυπριακής καταγωγής εξ αρρενογονίας και από καμία στρατολογική διάταξη δεν προβλέπεται μείωση της στρατιωτικής θητείας ή άλλο στρατολογικό ευεργέτημα που να περιλαμβάνει την περίπτωσή σας.»

 

 

 

Η απόρριψη του αιτήματός του οδήγησε στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής. 

 

Οι καθ' ων η αίτηση, με τη γραπτή τους αγόρευση, εγείρουν προδικαστικά το ζήτημα της μη εκτελεστότητας της διοικητικής απόφασης.  Ισχυρίζονται ότι πρόκειται για απόφαση πληροφοριακού χαρακτήρα.  Η εισήγησή τους στηρίζεται στη φράση της επιστολής «εκ πρώτης όψεως».  Είναι η θέση τους ότι ελλείπει από την προσβαλλόμενη απόφαση το κύριο χαρακτηριστικό της εκτελεστής πράξης, δηλαδή η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων έναντι του αιτητή.  Δεν καλείται, υπέβαλαν, ο αιτητής να υπηρετήσει στην Εθνική Φρουρά για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, αλλά πληροφορείται για την υποχρέωση την οποία έχει,  ως πρόσωπο κυπριακής καταγωγής εξ αρρενογονίας.  Θα ήταν εκτελεστή η απόφαση, καταλήγουν, εάν, κατά τη λήξη της θητείας των έξι μηνών, εκαλείτο να συνεχίσει.

 

Δε βρίσκω βάσιμη την προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση.  Ο αιτητής υπέβαλε συγκεκριμένο αίτημα, το οποίο απορρίφθηκε και η απόρριψή του έχει παραγάγει γι' αυτόν έννομα αποτελέσματα -  (βλ. Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 26).

 

Η χρησιμοποίηση της φράσης «εκ πρώτης όψεως» στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν παραχθεί έννομα αποτελέσματα.  ΄Αλλωστε, προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής ότι οι καθ' ων η αίτηση, στην απόφασή τους, κατέληξαν κατ' εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, όπου ξεκάθαρα αναφέρεται ο χρόνος τον οποίο υποχρεούνται να υπηρετήσουν καταγόμενοι εξ αρρενογονίας Κύπριοι πολίτες. 

 

Για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής προβάλλει ότι, με τη διαφοροποίηση, η οποία υπάρχει στη βάση της καταγωγής του, παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας - (΄Αρθρο 28 του Συντάγματος).  Διατείνεται ο αιτητής ότι, με την απόρριψη του αιτήματός του, τυγχάνει διαφορετικής μεταχείρισης ως προς τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, με μόνο κριτήριο την καταγωγή του.  Ο Νόμος, ισχυρίζεται, δεν επιτρέπει, ούτε και προβλέπει το διαχωρισμό στον οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο, χωρίς εξουσιοδότηση, κατέληξε.

 

Οι καθ' ων η αίτηση, αποδεχόμενοι ότι η διάρκεια της στρατιωτικής θητείας των στρατευσίμων εξαρτάται από το εάν ο στρατεύσιμος είναι κυπριακής καταγωγής εξ αρρενογονίας, υπέβαλαν ότι δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας.  Πρόκειται, εισηγούνται, για διαφορετική μεταχείριση διαφορετικών κατηγοριών προσώπων. 

 

Το ερώτημα εδώ, που πρέπει να απαντηθεί, δεν είναι εάν είναι αιτιολογημένη ή μη η διαφορετική ρύθμιση, η οποία υπάρχει με βάση υπουργική απόφαση, αλλά εάν, σε περίπτωση αποδοχής της εισήγησης περί αντισυνταγματικότητάς της, αυτή οδηγεί στην αποδοχή της προσφυγής και την επίλυση της εγειρόμενης διαφοράς. 

 

Η νομολογία, όπως αναλυτικά αναφέρεται στη Dias United Publ. Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, έχει ως εξής:-  (σελ. 556-558):-

 

«Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας.  ΄Οπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο σελ. 98, παράγρ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ίδιου σελ. 1040) ο Δικαστής

 

'δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ' αυτού ...', ο δε 'έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία'.

 

Και αυτά κατά το σχολιασμό απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας σε σχέση με αίτηση ακυρώσεως το θέμα της οποίας δε διαφέρει από αυτό της παρούσας.  Μεταφέρουμε τη σύνοψη της απόφασης από την ίδια σελίδα του πιο πάνω συγγράμματος:

 

'Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε να κρίνει μια αίτηση ακυρώσεως της αρνήσεως της διοικήσεως να μεταγράψει από αλλοδαπό σε ημεδαπό πανεπιστήμιο φοιτητή πατέρα παιδιού κάτω των δώδεκα ετών, με το επιχείρημα παραβάσεως της αρχής της ισότητας, γιατί ο νόμος προβλέπει μεν τη μεταγραφή των αντίστοιχων μητέρων, αλλά όχι των πατέρων.  Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε σωστά, ότι 'η παράβαση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, η οποία πράγματι υπάρχει, μπορεί να οδηγήσει στη μη εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως, όχι όμως και στην υπαγωγή σ' αυτήν και φοιτητών πατέρων, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας'.'

 

..............................................................................................................

 

Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη.  Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.  Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του.  Δεν θα ήταν δυνατό διά της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. ΄Αρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.

 

...  Αναφέρεται στο θέμα και ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο (ανωτέρω), και νομίζουμε πως μπορούμε να καταλήξουμε με την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τη σελ. 99:

 

'΄Ενατη θεμελιώδης πρόταση είναι ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνο, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος.  Αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής.  Ο λόγος αυτού του περιορισμού είναι ότι τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές.  Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς.  Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως, δε θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το δικαστήριο δε χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως.'»

 

 

 

΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω, καταλήγω ότι η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

                                                                                                Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                                               Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο