ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1512/2005)
23 Νοεμβρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AL MAMUN,
Αιτητής,
ANΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.
Μ. Χατζηγεωργίου (κα), Νομικός Λειτουργός, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Μπαγκλαντές, υπέβαλε στις 14.8.2003 αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για παροχή ασύλου, αίτηση η οποία, μετά από διαδικασία, απορρίφθηκε στις 29.9.2004. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, στην οποία επίσης κατέφυγε ο αιτητής, απέρριψε στις 12.9.2005 τη διοικητική προσφυγή που υπέβαλε εναντίον της πιο πάνω απόφασης. Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής υποστηρίζει έλλειψη δέουσας έρευνας, κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, ενώ ισχυρίζεται ότι η απόφαση ελήφθη δι΄ αλλότριους και εκδικητικούς σκοπούς, είναι αδικαιολόγητη και εναντίον των κανόνων της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Θα πρέπει να λεχθεί από την αρχή ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή είναι εντελώς ατεκμηρίωτοι, γενικοί και αόριστοι και σχεδόν χωρίς καμιά αιτιολόγηση.
Φαίνεται από το ενώπιόν μου υλικό ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ορθά ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το νόμο κατέληξαν στην απόφασή τους. Ο αιτητής είχε περιπέσει σε αντιφάσεις και παρουσίασε προβλήματα αξιοπιστίας.
Ως προς τα εξειδικευμένα παράπονα του αιτητή αρκεί να λεχθεί ότι δεν φαίνεται ότι η απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας. Τόσο η Υπηρεσία Ασύλου, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, για να λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στο ενώπιόν της υλικό και ιδιαίτερα στη συνέντευξη στην οποία ο ίδιος ο αιτητής προέβη σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς. Διερωτώμαι σε ποια περαιτέρω έρευνα θα μπορούσαν οι καθ΄ ων η αίτηση να προβούν και πως θα βοηθούσε τα πράγματα, αφού η εκδοχή που ο ίδιος ο αιτητής έδωσε κρίθηκε αναξιόπιστη.
Παρεμπιπτόντως θα πρέπει να λεχθεί ότι ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι είχε σε δύο περιπτώσεις εμπλακεί σε καυγά με μέλη αντίθετου κόμματος και γι΄ αυτό αναγκάστηκε να κρύβεται. Από τα πιο πάνω γεγονότα δεν στοιχειοθετείται ότι η ζωή του αιτητή βρισκόταν σε πραγματικό κίνδυνο, όπως απαιτείται από το σχετικό νόμο, για να του δοθεί καθεστώς πρόσφυγα.
Είναι, εξ άλλου, γνωστή η αρχή ότι το δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν η έρευνα είναι επαρκής, αλλά ούτε και προβαίνει σε δική του αξιολόγηση (βλέπε Farouq Ahmet v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 301/2003, ημερ. 7.9.2004). Το τι συνιστά επαρκή έρευνα εξαρτάται από τα γεγονότα και τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Knai v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 1534).
Ο αιτητής είχε την ευκαιρία, τόσο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού της Αρχής της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά κατόπιν και κατά τη διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, να εκθέσει τους ισχυρισμούς του, αλλά και οποιουσδήποτε νέους ισχυρισμούς ή οποιοδήποτε νέο στοιχείο κατείχε προς υποστήριξή τους. Πράγμα το οποίο παρέλειψε να πράξει.
Ως προς τον ισχυρισμό για υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας αρκεί να λεχθεί ότι ο αιτητής απέτυχε να αποβάλει το βάρος απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού (Αρμονία Εστέϊτς Λτδ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1127).
΄Οπως ορθά επισημάνθηκε στην υπόθεση Παπασάββα ν. Επάρχου Πάφου (1990) 3 Α.Α.Δ. 504, οι ισχυρισμοί για κατάχρηση εξουσίας εξετάζονται από το δικαστήριο όχι αφηρημένα και ακαδημαϊκά, αλλά με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα στην κάθε υπόθεση (βλέπε επίσης Theodhoros G. Papapetrou and the Republic (Public Service Commission) 2 R.S.C.C. 61, 64). Ο αιτητής πέραν του αόριστου και γενικόλογου ισχυρισμού για κατάχρηση εξουσίας, ουδέν στοιχείο παρέσχε για να δικαιολογήσει ένα τέτοιο επιχείρημα.
Εξ ίσου αόριστος και γενικός είναι και ο ισχυρισμός του αιτητή για παράβαση των νόμων και της φυσικής δικαιοσύνης, αφού παραλείπει να επισημάνει οποιαδήποτε γεγονότα που να τον υποστηρίζουν. Και σ΄ αυτή την περίπτωση ισχύουν όσα είπαμε πιο πάνω (βλέπε Polishckuk v. Δημοκρατίας κ.α., Υποθ. Αρ. 27/2005, ημερ. 19.12.2005).
Το βάρος απόδειξης κάθε ισχυρισμού για εμφιλοχώρηση πλάνης έχει ο αιτητής (Platritis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 366 και Παπαδόπουλος ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262, 267). Πότε υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 267, 268.
΄Οπως έχει επανειλημμένα λεχθεί ακόμα και η διαπίστωση πλάνης ως προς ορισμένο πραγματικό γεγονός δεν συνεπάγεται ακυρότητα αυτομάτως. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση (Γαλανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43).
Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής απέτυχε όχι μόνο να αποδείξει ουσιώδη πλάνη, αλλά να επισημάνει και οποιαδήποτε στοιχεία που θα συνηγορούσαν στον ισχυρισμό ότι εμφιλοχώρησε απλώς πλάνη.
Το ίδιο γενικός, ατεκμηρίωτος και εν πολλοίς άδικος για τους καθ΄ων η αίτηση είναι και ο ισχυρισμός για τη λήψη αναληθών, ψευδών, ανεπιβεβαίωτων γεγονότων για αλλότριους και εκδικητικούς σκοπούς. ΄Οπως έχει επανειλημμένα λεχθεί ο ισχυρισμός για προκατάληψη πρέπει να τεκμηριώνεται με επαρκή βεβαιότητα και με συγκεκριμένα στοιχεία (Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28). Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται, με την απαραίτητη βεβαιότητα, από στοιχεία που προκύπτουν από τους υπηρεσιακούς φακέλους ή από συμπεράσματα που μπορούν εύλογα να εξαχθούν από τα πιο πάνω στοιχεία (Μούστρας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 70). Ως προς τις αρχές της καλής πίστης βλέπε Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, (1992), σελ. 175-177 αλλά και Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ., 191, 196.
΄Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Ghateollbahr v. Δημοκρατίας κ.α., Υποθ. αρ. 679/05, ημερ. 8.11.05, αυτό που έχει σημασία σε υποθέσεις πολιτικού ασύλου είναι αν ο εξεταστής που διενήργησε τη συνέντευξη αλλά και οι αρμόδιοι λειτουργοί των τμημάτων που εκτίμησαν τα κριτήρια, άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια με αντικειμενικότητα και καλή πίστη, εντός των ορίων του νόμου και του εγχειριδίου του ΄Υπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.
΄Οπως είπα και προηγουμένως οι προβληθέντες ισχυρισμοί είναι εντελώς αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι και συνεπώς δεν τίθεται θέμα αλλότριου σκοπού ή χρησιμοποίησης αναληθών ή ανεπιβεβαίωτων γεγονότων.
Τέλος, εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας. Αντίθετα, η συγκεκριμένη απόφαση περιέχει όλα τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία που βοηθούν το δικαστήριο κατά το δικαστικό έλεγχο. Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι είχε βάσιμο φόβο δίωξης, ενώ αντίθετα περιέπεσε σε αντιφάσεις που εξετάστηκαν με προσοχή πριν αχθεί ο λειτουργός στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να του δοθεί καθεστώς πρόσφυγα.
Εν όψει όλων των πιο πάνω βρίσκω την προσφυγή του αιτητή εντελώς αβάσιμη και ατεκμηρίωτη και συνεπώς αυτή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ