ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.490/2005)

 

 

17 Oκτωβρίου, 2006

 

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ

Αιτήτρια,

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθής η αίτηση.

 

------------------------

 

Σ. Ανδρέου, για την Αιτήτρια.

Λ. Ουστά (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθής η αίτηση.

Μ. Καλλιγέρου (κα) για το ενδιαφερόμενο μέρος (1) Χρυστάλλα Τζιακούρη -Σιακαλλή,

Β. Χριστοδουλίδου (κα) για το ενδιαφερόμενο μέρος (2) Ανδρούλλα Χατζηχάρου

Μ. Αναστασίου (κα)  για το ενδιαφερόμενο μέρος (3)  Κυριάκο Αριστείδου                     

 

---------------------------

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα προσφυγή , η αιτήτρια ζητά την ακόλουθη θεραπεία, την οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και ή απόφαση των καθών η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στις 11/3/2005 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αριθμός 3965(Γνωστοποίηση αρ 1581) με την οποία προήγαγαν τους 1.Χρυστάλλα Τζιακούρη Σιακαλλή, 2 Ανδρούλλα Χατζηχάρου και 3.Κυριάκο Αριστείδου στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής /Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην Ειδικότητας της Ακτινολογίας από τις 15.02.2005 αντί και ή στη θέση της αιτήτριας είναι άκυρη παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελεσματος.»

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η αιτήτρια ήταν υποψήφια σε διαδικασία για την πλήρωση των τριών μόνιμων θέσεων Βοηθού Διευθυντή Κλινικής Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημοσίας Υγείας, στην Ειδικότητα της Ακτινολογίας.  Επρόκειτο για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής.   Είχαν υποβληθεί 9 αιτήσεις οι οποίες διαβιβάστηκαν από το Γραμματέα της ΕΔΥ, στον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής (πιο κάτω Σ.Ε.), Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας για τα περαιτέρω.  Η έκθεση της Σ.Ε υποβλήθηκε στην ΕΔΥ με επιστολή της Αναπληρωτού Διευθύντριας, ως Προέδρου της, ημερομηνίας 15.11.2004. Σημειώνεται ότι η εν λόγω Σ.Ε είχε επανασυσταθεί μετά από σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους λόγους που αναφέρονται αναλυτικά στην έκθεση.

 

Στην έκθεση της η Σ.Ε. αναφέρει ότι, αφού εξέτασε τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν, έκρινε ότι και οι εννέα αιτητές (μεταξύ αυτών η αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα), κατέχουν τα προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας.  Στη συνέχεια η Σ.Ε. κάλεσε τους υποψηφίους που κατέχουν τα προσόντα σε προσωπική εξέταση στην οποία προσήλθαν οκτώ από αυτούς, μεταξύ των οποίων ήσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη και η αιτήτρια.

 

Η Σ.Ε. αφού εξέτασε τους υποψηφίους που προσήλθαν στην προφορική εξέταση κατέγραψε και αιτιολόγησε την απόδοση τους σε αυτή και με βάση τα ουσιώδη στοιχεία αξιολόγησης, σύστησε και τους οκτώ για επιλογή.  Συστήθηκαν δηλαδή τόσο η αιτήτρια όσο και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

 

Η ΕΔΥ, αφού μελέτησε την έκθεση, κάλεσε σε προφορική εξέταση και τους 8 υποψηφίους που συστήθηκαν. Στη συνεδρία κλήθηκε να παραστεί και η Αναπληρωτής Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας η οποία συνοδευόταν από Ανώτερο Λειτουργό με ειδικότητα στην Ακτινολογία για να βοηθήσει την Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση.  Η εν λόγω εξέταση όπως και η επιλογή των τριών καταλληλότερων υποψηφίων, έγινε στις 14.1.2005.  Οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή των  ενδιαφερόμενων μερών  καταγράφηκαν στο σχετικό πρακτικό ως ακολούθως:

«Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία,  περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολό τους, έκρινε ότι οι παρακάτω υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς προαγωγή στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Ακτινολογίας

 

1. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ Κυριάκος

 

2. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (ΧΑ ΤΖΗΧΑΡΟΥ) Ανδρούλα

 

3. ΣΙΑΚΑΜΗ-ΤΖΙΑΚΟΥΡΗ Χρύσα

 

Καταλήγοντας στην απόφασή της η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:

 

Οι Αριστείδου Κυριάκος και Σιακαλλή-Τζιακούρη Χρύσα αξιολογήθηκαν ως Εξαίρετοι, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης, τόσο στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση όσο και κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ουδενός υστερούν σε αξία, αξιολογηθέντες ως καθόλα εξαίρετοι τα τελευταία χρόνια, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και, επιπλέον, διαθέτουν τη σύσταση της Αν. Διευθυντή.

 

Η Δημητρίου (Χατζηχάρου) Αντρούλα αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από την Επιτροπή, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησής της, και ως Πάρα πολύ καλή κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ουδενός υστερεί σε αξία, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη τα τελευταία χρόνια, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και, επιπλέον, διαθέτει τη σύσταση της Αν. Διευθυντή.

 

Επιλέγοντας τις Σιακαλλή-Τζιακούρη Χρύσα και Δημητρίου (Χατζηχάρου) Αντρούλα, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτές υστερούν σε αρχαιότητα έναντι της Ζαννέττου Ελένης μόνο, η οποία όμως αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο τόσο στην ενώπιόν της προφορική εξέταση όσο και κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Επιπλέον, η Επιτροπή, σημείωσε ότι η Σιακαλλή­ Τζιακούρη Χρύσα διαθέτει υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία είναι άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, περιλαμβανομένης της σύστασης της Αν. Διευθυντή, αποδίδοντάς τους την ανάλογη βαρύτητα.

 

Επιλέγοντας τον Αριστείδου Κυριάκο, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτός υστερεί σε αρχαιότητα έναντι των Ζαννέττου Ελένης, Γεναγρίτη Μάριου, Σκίτσα Χριστόδουλου και Ψαρά-Χρήστου Ευλαβίας. Επειδή, όμως, ο Αριστείδου αξιολογήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης, τόσο στην ενώπιόν της προφορική εξέταση όσο και κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και διαθέτει τη σύσταση της Αν. Διευθυντή, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, σε μια συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων στο σύνολό τους, έκρινε ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν μπορεί να αποβεί καθοριστικό στοιχείο, δεδομένου ότι οι εν λόγω

υποψήφιοι δεν υπερέχουν ούτε σε αξία, ούτε σε προσόντα.»

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η δικηγόρος της Χρυστάλλας Τζιακούρη-Σιακαλλή (Ε.Μ.1), ήγειρε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενη πως η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον στην έγερση της προσφυγής, λόγω έλλειψης προσόντων. Συγκεκριμένα αναφέρεται πρώτα στη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.  Αναφέρει ότι η αιτήτρια υπηρετούσε στη θέση Ιατρικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης, όχι όμως στην ειδικότητα της Ακτινολογίας αλλά της Γενικής Ιατρικής  και άρα δεν ήταν υποψήφια για προαγωγή αλλά για πρώτο διορισμό. Παρατηρεί ότι η πολύ καλή γνώση της αγγλικής είναι προαπαιτούμενο προσόν για τη θέση πρώτου διορισμού και υποβάλλει ότι το προσόν αυτό της «πολύ καλή γνώσης της αγγλικής» δεν το κατείχε η αιτήτρια.  Περαιτέρω σε συνάρτηση του ισχυρισμού της περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος προβάλλει ότι η αιτήτρια δεν διέθετε ούτε το απαιτούμενο προσόν της πενταετούς, τουλάχιστον, υπηρεσίας στην προηγούμενη από την επίδικη θέση, για το λόγο ότι η υπηρεσία της ήταν αποτέλεσμα αναδρομικού διορισμού και ήταν πλασματική.

 

Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί πως, ένα πρόσωπο για να έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει το διορισμό ή την προαγωγή άλλου στη Δημόσια Υπηρεσία, πρέπει το ίδιο να κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα για κατάληψη της θέσης.  Έτσι προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης.

 

Η Αιτήτρια διορίστηκε με δοκιμασία στη μόνιμη θέση Ιατρικού Λειτουργού 2ης Τάξης Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας από 8.11.85.  Προάχθηκε στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης (Γενικής Ιατρικής)την 1.12. 1987.  Στις 3.11.2003 υπέβαλε αίτημα προς το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας για τοποθέτησή της στη θέση Ακτινολόγου.   Ζήτησε μάλιστα όπως σταματήσουν την πλήρωση της θέσης μέχρις ότου τοποθετηθεί στη θέση Ακτινολόγου.  Εργάζεται στο Ακτινολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου από το 1979 εκτελώντας καθήκοντα ακτινολόγου ιατρού. Το 1991 κατάθεσε την ειδικότητα της στην Ακτινοδιαγνωστική και έκτοτε εργάζεται σαν Ειδικός Ακτινολόγος.  Την είχαν όμως στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης.

 

Το αίτημα της προωθήθηκε και στις 8.12.03, η ΕΔΥ αποφάσισε να αναθέσει τα καθήκοντα Ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης στην ειδικότητα της Ακτινολογίας δυνάμει της Σημείωσης 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Ιατρικού Λειτουργού 1ης και 2ης Τάξης και να της προσφέρει τοποθέτηση στη μόνιμη θέση ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης στην ειδικότητα της (Ακτινολογίας), από 15.1.2004.

 

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου επανήλθε με πρότασή του προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ με την επιστολή του ημερομηνίας 4.5.04 για αναδρομική ανάθεση καθηκόντων και τοποθέτηση της αιτήτριας στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης (Ακτινολογίας) από το 1991 χρονολογία στην οποία απέκτησε την ειδικότητα (Πιστοποιητικό Ιατρικού Συμβουλίου 20.3.91). Επέσυρε την προσοχή του Προέδρου της ΕΔΥ στο γεγονός ότι στις 22.4.91 είχε ζητηθεί η πλήρωση δύο κενών θέσεων Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης στην ειδικότητα της Ακτινολογίας και ότι εκ παραδρομής δεν έγινε εισήγηση να ανατεθούν καθήκοντα Ακτινολογίας στην αιτήτρια εφόσον ικανοποιούσε την πρόνοια της Σημείωσης του ισχύοντος τότε Σχεδίου Υπηρεσίας με αποτέλεσμα να διοριστούν στις εν λόγω κενές θέσεις, οι οποίες στο μεταξύ είχαν δημοσιευτεί, δύο εξωτερικοί υποψήφιοι.  Η ΕΔΥ συνεδρίασε εκ νέου και αποφάσισε στις 15.7.04 να την τοποθετήσει αναδρομικά στη θέση από 1.5.91.

 

Είναι με βάση την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση της ΕΔΥ που η αιτήτρια θεωρήθηκε προσοντούχος για προαγωγή και υποψήφια για την επίδικη θέση και δεν χρειαζόταν πλέον η πολύ καλή γνώση της Αγγλικής. (Στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας ημερ.20.1.2003 αναφέρεται ότι η αιτήτρια κατείχε τα προσόντα της επίδικης θέσης με βάση τη σημείωση 6 του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης).  Η ευπαίδευτη συνήγορος με την προδικαστική ένστασή της αμφισβητεί τη νομιμότητα της ενδιάμεσης εκείνης απόφασης της ΕΔΥ με την οποία κατέστησε προσοντούχο για προαγωγή την αιτήτρια.  Η ενδιάμεση απόφαση της ΕΔΥ, κατά την εισήγηση της, είναι παράνομη γιατί,

 

1)         έχει αναδρομική ισχύ χωρίς την ύπαρξη των προϋποθέσεων που την επιτρέπουν

2)         Δεν υπήρχε κενή θέση κατά τη λήψη της ενδιάμεσης απόφασης που να επέτρεπε την τοποθέτηση της αιτήτριας σε αυτή αφού οι δύο κενές θέσεις πληρώθηκαν την 1.12.92 και η πλήρωσή τους δεν ανακλήθηκε από την ΕΔΥ.

 

Ο αναδρομικός διορισμός της δεν αποτελούσε, σύμφωνα με τη συνήγορο,  στοιχείο στη βάση του οποίου θα μπορούσε να προσμετρήσει χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην επίδικη θέση από την έναρξη του αναδρομικού διορισμού ώστε να ικανοποιείτο η προϋπόθεση για «Πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία ως ιατρικός λειτουργός 1ης τάξης στην ειδικότητα» που απαιτείται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας για προαγωγή στην επίδικη θέση. Καταλήγει με τη θέση ότι η παρανομία της πράξης έπληξε τα έννομα συμφέροντα του ε.μ. που εκπροσωπεί εξ αιτίας του επηρεασμού της υπηρεσιακής του κατάστασης αφού η αιτήτρια που θεωρήθηκε πλέον προσοντούχος για προαγωγή συγκρίθηκε ως προς την αρχαιότητα με την κα Σιακαλλή (ε.μ.1) και θεωρείται από την ΕΔΥ αρχαιότερή της στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης.

 

Σε απάντηση των πιο πάνω, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας επιχειρηματολογεί ότι η πράξη του αναδρομικού διορισμού και η  προσβαλλόμενη απόφαση είναι ξεχωριστές πράξεις και ανεξάρτητες η μια από την άλλη καθώς δεν λήφθηκαν με βάση μια συνεχιζόμενη διαδικασία. Καταλήγει ότι δεν πρόκειται εδώ περί σύνθετης διοικητικής ενέργειας καθότι η εξέταση της ενδιάμεσης απόφασης στην παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη αλλά αποτελεί αυτοτελή εκτελεστή πράξη με αποτέλεσμα αν δεν προσβληθεί εμπρόθεσμα να μην μπορεί να ελεχθεί παρεμπιπτόντως κατά την προσβαλλόμενη πράξη διορισμού.

 

Ο Ε. Σπηλιωτόπουλος "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" (1993) παραγρ. 157 δίνει, μέσα από τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε. στις οποίες αναφέρεται, ορισμό για το τι συνιστά σύνθετη διοικητική πράξη.

 

«Σύνθετη διοικητική ενέργεια υπάρχει, όταν οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι για την επέλευση του τελικού έννομου αποτελέσματος απαιτούνται περισσότερες διαδοχικές διοικητικές πράξεις, η έκδοση κάθε μιας από τις οποίες είναι προϋπόθεση για την έκδοση της επόμενης, η δε τελευταία πράξη ενσωματώνει όλες τις προηγούμενες, οι οποίες έτσι αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους. Στη σύνθετη διοικητική ενέργεια κάθε μια από τις πράξεις που την αποτελούν εκδίδεται με ιδιαίτερη διαδικασία. Συνήθως όμως λέγεται, ότι η όλη σύνθετη διοικητική ενέργεια αποτελεί διαδικασία για την έκδοση της τελικής πράξης .»"

 

Στη δική μας περίπτωση κρίνω ότι η απόφαση για αναδρομικό διορισμό της αιτήτριας και η προσβαλλομένη πράξη συνιστούν δύο διαφορετικές και ανεξάρτητες μεταξύ τους πράξεις, οι οποίες δεν αποτελούν μέρος της ίδιας διαδικασίας. Επομένως η απόφαση για το διορισμό της αιτήτριας αναδρομικά δεν δύναται να θεωρηθεί ως προπαρασκευαστική πράξη για να είναι εξεταστέοι και λόγοι ακύρωσης στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.   (Βλ. Scoufari v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1845, 1847, Michaeloudes v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 56, 72, και Ioannou v. The Electricity Authority of Cyprus (1981) 3 C.L.R. 280, 298, 299).  Η υπόθεση Δέσπω Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 878/00 ημερ. 2/9/02, διαφοροποιείται λόγω των γεγονότων της.    Έτσι η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής.

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η σύσταση της Αν. Διευθυντρίας είναι παράτυπη και τρωτή γιατί παραγνώρισε προβάδισμα που έπρεπε να αποδοθεί στην ίδια ενόψει της υπεροχής της σε αρχαιότητα και πείρα. Πιο συγκεκριμένα λέγει ότι έχει την ίδια βαθμολογία στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις κατά τα τελευταία έτη 1999-2004 με αυτή των ενδιαφερόμενων προσώπων (τόσο αυτή όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν σύνολο 48 «Εξαίρετα») και τα ίδια ελάχιστα προσόντα. Όμως η αιτητρια υπερέχει των ενδιαφερόμενων μερών σε αρχαιότητα, άρα και πείρα. Λέγει συναφώς ότι ενόψει της ισοβαθμίας της με τα ενδιαφερόμενα μέρη στις ετήσιες εκθέσεις, της υπεροχής της σε αρχαιότητα και πείρα που προσθέτει στην αξία, το κύρος της σύστασης του προϊσταμένου πλήττεται και ανατρέπεται.  Προβάλλει περαιτέρω ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στo αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης τόσο ενώπιον της Σ.Ε όσο και ενώπιον της ΕΔΥ. Ισχυρίζεται ότι η διαφορά της αξιολόγησης στην προφορική εξέταση μεταξύ του "εξαίρετος", αφενός, όπως κρίθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, και του "πάρα πολύ καλός" όπως αξιολογήθηκε η αιτήτρια , δεν είναι πολύ μεγάλη για να επιτρέψει την πλάστιγγα της ΕΔΥ να κλείσει υπέρ των  ενδιαφερόμενων μερών, τη στιγμή μάλιστα που η αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία.

 

Κρίνω ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί της αιτήτριας για παράτυπη και τρωτή σύσταση δεν ευσταθούν. Παρά το γεγονός ότι η Διευθύντρια δεν αιτιολόγησε τη σύστασή της υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών, κάτι για το οποίο δεν είχε άλλωστε υποχρέωση (άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου), είναι, κατά την άποψή μου, πρόδηλο ότι στήριξε τη σύστασή της στο σύνολο των κριτηρίων, προσδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην καλύτερη αξιολόγηση των ενδιαφερομένων προσώπων κατά την προφορική τους εξέταση, τόσο ενώπιον της Σ.Ε. όσο και ενώπιον της ΕΔΥ, και, ταυτόχρονα, αποδίδοντας περιορισμένη σημασία στην αρχαιότητα της αιτήτριας.   Η εικόνα που αναδύεται από τη σύγκριση των ετήσιων εκθέσεων της αιτήτριας και των 3 ενδιαφερομένων προσώπων είναι η ίδια. Στα τελευταία 6 χρόνια 1999-2004 και οι τέσσερεις συγκεντρώνουν σε όλα τα κριτήρια αξιολόγησης, για όλα τα αντίστοιχα έτη, το βαθμό «εξαίρετα».  Επομένως, δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης της σύστασης της Αν.Διευθύντριας με τα στοιχεία των φακέλων.   Η διαφοροποίηση ήταν κατά την προφορική εξέταση.  Επομένως εύλογα μπορούσε στην προκείμενη περίπτωση η Αν. Διευθύντρια να συστήσει, όπως και σύστησε, τα ενδιαφερόμενα μέρη, προσδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, αφενός, και περιορισμένη σημασία στην αρχαιότητα, αφετέρου. Η επίδικη θέση είναι διευθυντική, ψηλά στην ιεραρχία και εφόσον είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, η προφορική εξέταση, σύμφωνα με τη νομολογία, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και είναι σημαντική στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου (βλ. μεταξύ άλλων Δημοκρατία ν. Σαββίδη κ.ά. (1995) 3 ΑΑΔ 69,73, Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 ΑΑΔ 756, 763, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 643, 646.)  Η αρχαιότητα, σύμφωνα με την ίδια νομολογία, σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, έχει περιορισμένη σημασία. (Βλ. Πανταζή ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 47, 53).

 

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ότι δηλαδή δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής και της ΕΔΥ, κρίνω ότι ούτε και αυτός ευσταθεί.  Η διαφορά της αξιολόγησης στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ μεταξύ του "εξαίρετος", όπως κρίθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη σε σύγκριση με το "σχεδόν πάρα πολύ καλή ", όπως αξιολογήθηκε η αιτήτρια , δεν είναι ασφαλώς πολύ μεγάλη. Δεν παύει όμως από το να αποτελεί  διαφορά η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του άλφα ή του βήτα υποψηφίου.  Στην προκείμενη περίπτωση, η διαφορά αυτή, όχι από μόνη της, αλλά σε συνάρτηση με την ψηλότερη αξιολόγηση των ενδιαφερόμενων προσώπων έναντι της αιτήτριας και κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιον της Σ.Ε. και, επιπλέον, τη σύσταση της Αναπληρωτού Διευθύντριας, έκλινε προφανώς την πλάστιγγα της ΕΔΥ υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων, παρά την αρχαιότητα της αιτήτριας.  Σχετική με τη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης ως στοιχείου κρίσης, είναι η υπόθεση Πανίκος Πούρος κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 (Α) 374, 397 όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

"Έχοντας υπόψη μας το ισοζύγιο που προέκυπτε από τα υπόλοιπα αντίστοιχα δεδομένα των υποψηφίων, όπως και το κριτήριο βαρύτητας των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, δεν μας είναι δυνατό να συμφωνήσουμε με την πρωτόδικη άποψη του συναδέλφου μας ότι η ΕΔΥ έδωσε στα εν λόγω αποτελέσματα υπέρμετρη βαρύτητα ή σημασία, ώστε να θεωρηθεί ότι ενήργησε έξω από τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που της αναγνωρίζεται. Θεωρούμε χρήσιμη την ακόλουθη υπόμνηση από τη Georghiou v. Republic (ανωτέρω) (σελ. 82):

 

"Further, we do accept as quite correct the proposition that it is open to the Commission, in trying to select the most suitable candidate, to weigh together all relevant considerations and to attribute more significance to one factor than to another, in the course of doing so, provided, however that it exercises properly its relevance discretion (see the decision of the Greek Council of State in case 635/1950); and this Court will not interfere with a decision of the Commission when it appears that it was reasonably open to it to select a particular officer, instead of another, for promotion (see, inter alia, Evangelou v. The Republic, (1965) 3 CLR 292, 299)".

 

Ο επόμενος λόγος ακυρότητας περιστρέφεται στην κατ΄ ισχυρισμό παράνομη, παράτυπη και αντικανονική διαδικασία της Σ.Ε.  Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το άρθρο 34(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν 1/90 ως έχει τροποποιηθεί) καθότι η ΣΕ δεν συνήλθε εντός 2 εβδομάδων για να υποβάλει τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση αλλά εντός 55 εβδομάδων. Το πιο πάνω επιχείρημα της αιτήτριας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό καθότι προσκρούει στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, όπως τούτο έχει επεξηγηθεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων Ηλία κα ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας,(2000) 3 Α.Α.Δ. 36,  Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίων Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κενττρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ 406.)

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτήτρια ενώ από τη μια επιδοκιμάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας ενώπιον της ΣΕ με τη συμμετοχή της στη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης (κρίθηκε ότι κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα βάσει του οικείου σχεδίου Υπηρεσίας με αποτέλεσμα να συμμετάσχει στη συγκεκριμένη διαδικασία πλήρωσης της θέσης και να κληθεί σε συνέντευξη), ταυτόχρονα αποδοκιμάζει την νομιμότητα της διαδικασίας προσβάλλοντας την εγκυρότητα της.  Έπεται πως η σχετική εισήγηση πρέπει να απορριφθεί.

 

Η αιτήτρια υποβάλλει περαιτέρω ότι υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας σχετικά με τα προσόντα της σε αντίθεση καθώς διατείνεται με τα ενδιαφερόμενα μέρη όπου υπάρχουν πλήρως καταγραμμένες οι παρακολουθήσεις τους και οι εκπαιδεύσεις που έτυχαν στο εξωτερικό.  Αναφέρει δε ότι συντρέχει έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά και με τα προσόντα της ενδιαφερόμενης Χρυστάλλας Τζιακούρη Σιακαλλή και συνακόλουθα έλλειψη αιτιολογίας.

 

Ενδελεχής έρευνα του διοικητικού φακέλου, των προσωπικών φακέλων των ενδιαφερομένων μερών και της αιτήτριας δεν αποκαλύπτει οποιασδήποτε μορφής πλημμέλεια σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τη Σ.Ε. και την Ε.Δ.Υ.  Υπάρχει αναλυτική αξιολόγηση των υποψηφίων τόσο από τη Σ.Ε. όσο και από την ΕΔΥ αναφορικά με τα προσόντά τους την αρχαιότητα και την πείρα τους.  Επομένως οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας δεν έχουν τεκμηριωθεί και απορρίπτονται.

 

Ο επόμενος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται αφορά στη συμμετοχή του κ. Σταύρου Σκανναβή, Διευθυντή Κλινικής /Τμήματος (Ακτινολογίας) κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ και συνακόλουθα ότι η συμμετοχή του αυτή καθώς και η υποβολή ερωτήσεων από τον ίδιο στο στάδιο εκείνο, ήταν παράνομη , παράτυπη και αντικανονική.  Ο ισχυρισμός αυτός παραγνωρίζει ότι η ΕΔΥ βάσει του άρθρου 17 του 1/90 μπορεί να καλεί οποιοδήποτε λειτουργό να την βοηθήσει στο έργο της που στην προκείμενη περίπτωση ήταν η υποβολή σχετικών και ή ειδικών ερωτήσεων για τα καθήκοντα του Ακτινολογικού Τμήματος.  Έτσι απορρίπτεται και αυτός ο ισχυρισμός.

 

Η αιτήτρια τέλος, ισχυρίζεται παράβαση του άρθρου 42 (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99), το οποίο προνοεί ότι,

"42.-(Ι) Κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.

 

     (2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.

 

     (3) Η κατά το εδάφιο (2) πιο πάνω, συμμετοχή σε διοικητικό όργανο επιτρέπεται, όταν η διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκδοθεί από άλλο, κατά νόμο αρμόδιο όργανο ή όταν το αρμόδιο συλλογικό όργανο δεν μπορεί να συνέλθει επειδή δε θα υπάρχει απαρτία."

 

Υποβάλλει συναφώς ότι ο πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. κ. Σπανός  και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Αριστείδου έχουν ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό βαθμό εξ΄ αίματος ή εξ αγχιστείας .......» και συνακόλουθα ότι θα έπρεπε, η σχέση αυτή να είχε αποκαλυφθεί και ο κ. Σπανός να μην συμμετείχε στη διαδικασία πλήρωσης των επίδικων θέσεων.

 

Κατά την εξέταση του ισχυρισμού αυτού, έλαβα υπόψη και τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Γεώργιος Θεοδώρου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, συνεκδ. Υποθέσεις 76/04, 124/04 ημερ. 17/7/06 (Κρονίδης, Δ) όπου η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακυρώθηκε λόγω κακής σύνθεσης αφού συμμετείχε ο κ. Σπανός ως Πρόεδρος της.  Είχε διαφανεί  ότι από πολύ ενωρίς, πριν δηλαδή τη λήψη της επίδικης απόφασης, το δικηγορικό του γραφείο στο οποίο συμμετείχε και ο ίδιος μέχρι το καλοκαίρι του 2003 που διορίστηκε ως Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ.,  ενεργούσε ως δικηγόρος ενός των ενδιαφερομένων μερών σε τρεις διαδοχικές προσφυγές και εφέσεις αποτέλεσμα των οποίων ήταν η επανεξέταση και λήψη της απόφασης αντικείμενο της εν λόγω προσφυγής.  Στη δική μας περίπτωση ο ισχυρισμός ότι ο πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. κ. Σπανός και το ε.μ. Αριστείδου έχουν ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό βαθμό εξ΄ αίματος μέχρι και τον τέταρτο βαθμό, δεν τεκμηριώθηκε.  Αντίθετα έχει διαφανεί (και είναι παραδεκτό από την πλευρά της αιτήτριας), ότι η συγγένεια είναι πέμπτου βαθμού.  Ούτε και έχει διαφανεί ότι ενεργούσε το εν λόγω γραφείο ως δικηγόροι του ε.μ. πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης.  Επομένως απορρίπτεται και αυτός ο λόγος ακύρωσης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής.

 

Η προσφυγή  απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθών η αίτηση και ενδιαφερομένων μερών.  Η απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                                   Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο