ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.413/2004)
16 Οκτωβρίου, 2006
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΟΛΩΝ ΚΑΣΙΝΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Σ. Αγγελίδης, για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται από το Δικαστήριο η ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 16/1/2004. Με αυτήν, προάχθηκε στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, ο Παναγιώτης Κουτσουπίδης, αναδρομικά από 1/10/1996, κατά προτίμηση και/ή αντί του αιτητή - Σόλωνα Κασίνη.
Με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), ημερομηνίας 12/4/1996, προάχθηκε στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανίας, από 1/10/1996, ο Κασίνης. Εναντίον της εν λόγω απόφασης, ο Κουτσουπίδης, υποψήφιος τότε για τη θέση, καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 895/96, η οποία συνεκδικάστηκε με την Προσφυγή Αρ. 913/96. Η προαγωγή ακυρώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 27/11/1997 - (βλ. Κουτσουπίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2935). Κρίθηκε ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη και ότι περιλάμβανε «αντιφατικές προτάσεις σε σχέση με την αξία της αρχαιότητας», οι οποίες αναιρούσαν η μια την άλλη. Υπερτόνιζε την «πρωτοβουλία» του Κασίνη, παρά το γεγονός ότι στις ετήσιες εκθέσεις οι δύο υποψήφιοι ήταν ισόβαθμοι. Αποφασίστηκε, ακόμη, ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι ο Κασίνης υπερείχε του Κουτσουπίδη σε αξία - τελούσε υπό πλάνη:- (σελ. 2944)
«Η υπεροχή σε μόνο ένα στοιχείο για μόνο ένα έτος δεν μπορεί να καταλήξει σε διαπίστωση για 'υπεροχή σε αξία όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις'. Επομένως η Ε.Δ.Υ. έχει ενεργήσει κάτω από την πλάνη ότι το Ε.Μ. υπερέχει σε αξία.»
Η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε την πλήρωση της θέσης και, στις 20/3/1998, με νέα απόφασή της προήγαγε και πάλι τον Κασίνη, αναδρομικά από την 1/10/1996. Ο Κουτσουπίδης, ως μη προαχθείς, καταχώρισε εναντίον της απόφασης την Προσφυγή Αρ. 296/98. Ακυρώθηκε και πάλι η προαγωγή του Κασίνη - (βλ. Κουτσουπίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 296/98, 6/8/99). Διαπιστώθηκε παραβίαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με την ακυρωτική απόφαση της 27/11/97. Πιο συγκεκριμένα, αποφασίστηκαν τα εξής:-
«(γ) Συμπεράσματα
΄Εχω εξετάσει προσεκτικά τις εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι καθ' ων η αίτηση στην παρούσα περίπτωση έχουν παραβιάσει τον κανόνα του Δεδικασμένου. Το θέμα της υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους εξετάστηκε αρχικά από την Επιτροπή η οποία κατέληξε σε συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος 'υπερέχει των ανθυποψηφίων του σε αξία'. Το Δικαστήριο απεφάσισε ότι η κρίση της Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία οφείλεται σε πλάνη. Η πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα μιας σφαιρικής εξέτασης όλων των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον της Επιτροπής αναφορικά με την αξία των υποψηφίων. Η Επιτροπή επανήλθε λέγοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος όπως αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί του αιτητή σε αξία, 'αντίθετα έστω και οριακά υπερέχει'.
Διαπιστώνεται ότι η δεύτερη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με την ακυρωτική δικαστική απόφαση. ΄Ολα όσα η Επιτροπή επικαλείται υπήρχαν στους σχετικούς φακέλους και στη δικογραφία ενώπιον του ακυρωτικού Δικαστηρίου. Η έμφαση που δίνεται από την Επιτροπή στη δεύτερη απόφαση της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος 'υπερέχει έστω και οριακά', συγκρούεται με το εύρημα του Δικαστηρίου. Η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση. Η απόφαση για την επαναπροαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους παραβιάζει τη δικαστική απόφαση, ανεξάρτητα αν η φρασεολογία που χρησιμοποιείται στη δεύτερη απόφαση της Επιτροπής διαφέρει από τη φρασεολογία της πρώτης απόφασης. Η αναφορά σε 'οριακή υπεροχή' δεν διαφοροποιεί την έννοια της 'υπεροχής'.»
Εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση η Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 2900. Στις 30/1/2002, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση, αναφέροντας τα εξής:- (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουτσουπίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 35, σελ. 37-38.)
«΄Εχοντας εξετάσει το θέμα δεν έχουμε καμμιά αμφιβολία ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή και αναπόφευκτη επί του προκειμένου. Τα αναφερόμενα στην παρένθεση, δηλαδή ότι 'αντίθετα έστω και οριακά υπερέχει' ουσιαστικά καθιστούν άνευ σημασίας τα προηγούμενα, δηλαδή το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος 'δεν υστερεί του Κουτσουπίδη σε αξία'. Το δεδικασμένο, ..., ήταν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερέχει 'σε αξία όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις'. Με το να αναφέρει η ΕΔΥ ότι έστω και οριακά υπερέχει, στην ουσία ανατρέπει τα αποφασισθέντα. Ως εκ τούτου καταλήγουμε ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί.»
Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε την πλήρωση της θέσης και, με νέα απόφασή της, ημερομηνίας 12/4/2002, προήγαγε, αναδρομικά από 1/10/1996, και πάλι τον Κασίνη. Εναντίον της εν λόγω απόφασης, ο Κουτσουπίδης καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 378/02. Ακυρώθηκε και πάλι η προαγωγή του Κασίνη - (βλ. Κουτσουπίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 378/02, 26/9/03). Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε τόσο με τις προσφυγές που προηγήθηκαν όσο και με την Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 2900, καθώς και ότι πρακάμφθηκε η καταφανής αρχαιότητα του Κουτσουπίδη, χωρίς να δοθεί η απαιτούμενη αιτιολογία. Ειδικότερα, λέχθηκαν τα εξής:-
«Από τα πιο πάνω σαφώς προκύπτει ότι η Επιτροπή απέφυγε να πάρει θέση και να σχολιάσει το ζήτημα ότι όσον αφορά την αξία το ε.μ. δεν υπερέχει του αιτητή με αναφορά όμως στα υπόλοιπα κριτήρια. Παρακάμπτει τη δέσμευση που της δημιουργούσε η αρχική δικαστική απόφαση ότι το ε.μ. δεν υπερέχει σε αξία. ΄Εχει επομένως με αυτόν τον τρόπο στην ουσία αγνοήσει το δεδικασμένο και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να οδηγήσει την επίδικη απόφαση σε ακύρωση.
Γεννάται όμως εύλογα και το ερώτημα. Αν το ε.μ. δεν υπερέχει σε αξία, τότε πώς η κατά 3½ χρόνια αρχαιότητα του αιτητή παρακάμπτεται; Και αυτό είναι το δεύτερο σφάλμα της Επιτροπής στην αγωνία της να εκφύγει του πρώτου. Η απόφαση της Επιτροπής να παρακάμψει την καταφανή κατά 3½ χρόνια αρχαιότητα του αιτητή παραμένει αναιτιολόγητη. Είναι γνωστή η αρχή ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, όσο μάλιστα πιο ψηλά στην ιεραρχία είναι μια διευθυντική θέση. ΄Ομως η παράκαμψη της αρχαιότητας θα πρέπει να αιτιολογείται με επάρκεια πολύ περισσότερο στην παρούσα περίπτωση όπου με απόφαση του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι το ε.μ. δεν υπερείχε σε αξία του αιτητή. Εξάλλου ούτε ο διευθυντής ούτε η Επιτροπή έκριναν ότι το ε.μ. υπερέχει σε προσόντα. Τούτων δοθέντων δε θα ήταν δυνατό η καταφανής αρχαιότητα του αιτητή να παρακάμπτεται και μάλιστα αναιτιολόγητα. (βλ. μεταξύ άλλων τις υποθέσεις Tornaris v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1165 και Λεωνίδα Παπασάββα ν. Α.Η.Κ. προσφ. 635/98, ημερ. 16/6/00). Και γιαυτό τον πρόσθετο λόγο η επίδικη απόφαση θα πρέπει ν' ακυρωθεί.»
Ακολούθησε επανεξέταση, με αποτέλεσμα την απόφαση, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Η Ε.Δ.Υ., σε συνεδρία της, ημερομηνίας 3/12/2003, προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης που κενώθηκε. Αφού έκρινε ότι προάξιμοι ήταν οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 1-5 του καταλόγου αρχαιότητας, περιλαμβανομένων του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους στην παρούσα, προχώρησε στην εξέταση της σύστασης του τότε Γενικού Διευθυντή, στην οποία αυτός προέβη κατά τη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., υπό την προηγουμένη της σύνθεση, ημερομηνίας 4/2/1998. Κατέληξε ότι η συγκεκριμένη σύσταση παραβίαζε τη νομολογιακή αρχή ότι η σύσταση πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και, ως εκ τούτου, δεν υιοθετήθηκε.
Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Εξέτασε όλα τα στοιχεία, με αναφορά στον ουσιώδη χρόνο, και επέλεξε ως καταλληλότερο για προαγωγή, αναδρομικά από 1/10/1996, τον Κουτσουπίδη. Επιλέγοντάς τον, ανέφερε τα ακόλουθα:-
«Καταλήγοντας στην απόφασή της, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παρατηρεί ότι από πλευράς αξίας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στης Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις μ' έμφαση σ' αυτές των πέντε τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου ετών, αλλά και με βάση το δεδικασμένο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ειδικά την απόφαση στην Προσφυγή αρ. 378/02, με βάση την οποία η Επιτροπή προχωρεί στην παρούσα επανεξέταση, ο Κουτσουπίδης ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία. Σ' ό,τι αφορά τα προσόντα, οι Χατζηπαπά Γεώργιος, Χατζηλούκα Φρόσω και Τσιμίλλης Κυριάκος κατέχουν το πλεονέκτημα, πλην όμως υστερούν έναντι του Κουτσουπίδη σε αξία και αρχαιότητα και, ως εκ τούτου, η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. Σ' ό,τι αφορά δε τον Κασίνη Σόλωνα, η Επιτροπή σημειώνει ότι ο Κουτσουπίδης δεν υστερεί έναντί του σε προσόντα και, επιπλέον, υπερέχει έναντι όλων σε αρχαιότητα. Συγκεκριμένα, ο επιλεγείς υπερέχει των Κασίνη, Χατζηπαπά και Χατζηλούκα κατά τρεισήμισι χρόνια και του Τσιμίλλη κατά δέκα χρόνια σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση.»
Για ακύρωση της απόφασης, προβάλλεται σειρά λόγων:-
Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε τη σύσταση του τότε Γενικού Διευθυντή, χωρίς να δώσει την απαιτούμενη από τη νομολογία καθαρή, ειδική, πειστική και επαρκή αιτιολογία, η οποία πρέπει να καταγράφεται στο πρακτικό της απόφασης - (βλ. Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267 και Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1020/96, 17/5/99).
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω, προτού ασχοληθώ με το λόγο αυτό, αποσπάσματα από τη σύσταση του τότε Διευθυντή, η οποία ήταν υπέρ του νυν αιτητή και από την προσβαλλόμενη απόφαση - ((α) και (β) πιο κάτω, αντίστοιχα):-
(α) «Καθόλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ανέπτυξε σε εξαίρετο βαθμό πρωτοβουλίες και συνεργασία με όλους τους προϊσταμένους του και λειτουργούς της Υπηρεσίας και πέτυχε την απρόσκοπτη εκπλήρωση των καθηκόντων του και της υπηρεσίας του σε βαθμό που να έχει ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην αποστολή του. Επίσης επέδειξε σε εξαίρετο βαθμό ευθυκρισία και οι ενέργειές του διακρίνονται πάντοτε από ορθολογισμό.»
(β) «Η Επιτροπή, αφού εξέτασε το περιεχόμενο της σύστασης του τότε Γενικού Διευθυντή, με βάση το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, όπως αυτό ανάγεται στον ουσιώδη χρόνο, με έμφαση στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των πέντε τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου ετών, όπως και υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή με αρ. 378/02, αποφάσισε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή παραβιάζει τη νομολογιακή αρχή ότι η σύσταση πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων. Η σύσταση αναφέρεται σε ιδιότητες του συστηνόμενου Κασίνη, οι οποίες αξιολογούνται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις και οι οποίες αφορούν στην αξία για την οποία είναι δεδικασμένο ότι δεν υπερέχει. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν δύναται να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.»
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και ιδιαίτερα τα όσα ανέφερε η Ε.Δ.Υ., εξετάζοντας την υπό αναφορά σύσταση, φανερώνουν τη δοθείσα αιτιολογία, που δεν είναι άλλη από τη σύγκρουση της συγκεκριμένης σύστασης με το περιεχόμενο των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και με το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από τις προηγηθείσες αποφάσεις, στις οποίες έγινε ήδη αναφορά και στις οποίες κρίθηκε ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ίσοι σε αξία.
Παραπονείται, επίσης, ο αιτητής ότι αγνοήθηκαν από την Ε.Δ.Υ. και δεν αξιολογήθηκαν τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόντα του. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερομένου μέρους, στη γραπτή του αγόρευση, αντικρούοντας τον εν λόγω ισχυρισμό, υποστηρίζει πως δε νομιμοποιείται ο αιτητής να εγείρει στην παρούσα υπόθεση τέτοιο λόγο ακύρωσης, γιατί δεν τον συγκεκριμενοποιεί, ούτε τον εξειδικεύει στην προσφυγή του, όπως επιβάλλει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
Δε συμμερίζομαι την άποψη του συνηγόρου του ενδιαφερομένου μέρους. Καθώς προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου, κατόπιν αίτησης, εκδόθηκε διάταγμα, με το οποίο η αίτηση ακύρωσης τροποποιήθηκε, με την προσθήκη νέων λόγων ακύρωσης, μεταξύ αυτών και ο ακόλουθος:-
«9. Η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση της Καθ' ης η αίτηση πάσχει για τον λόγο ότι η Καθ' ης η αίτηση δεν αξιολόγησε ή/και δεν έλαβε υπόψη τα πρόσθετα μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, προσόντα του αιτητή.»
Περαιτέρω, το ενδιαφερόμενο μέρος, σε σχέση με το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, υποστηρίζει πως, από τη στιγμή που ο υπό αναφορά λόγος δεν τέθηκε από τον αιτητή όταν το Ανώτατο Δικαστήριο για πρώτη φορά επιλήφθηκε του θέματος της προαγωγής του στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές Αρ. 895/96 και 913/96, δε δύναται να τεθεί τώρα. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού του αυτού, παραπέμπει στη Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3438, 21/3/05, όπου αναφέρεται:-
«Θεωρούμε το λόγο αυτό της έφεσης αβάσιμο. Η υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης είναι σαφής επί του θέματος και δεν χωρεί αμφισβήτησή της. Πέρα από τη γενική ανάλυση και αναφορά στη νομολογία, που αφορά το δεδικασμένο, λέχθηκαν τα πιο κάτω επί του προκειμένου στις σελίδες 611 - 613 της απόφασης:
'.............................................................................................................
Είναι η γνώμη μας πως ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes Στην προσφ. αρ. 545/91 κρίθηκαν όλα τα επίδικα θέματα που έθεσε ο εφεσείων. Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Και στην προκειμένη περίπτωση όλα τα 'νέα θέματα' θα μπορούσαν να προβληθούν στην προσφ. αρ. 545/91.'
Καταλήγοντας επί του πρώτου λόγου έφεσης παρατηρούμε πως το θέμα των προσόντων, όπως τίθεται τώρα ενώπιον μας, θα μπορούσε να είχε τεθεί στην πρώτη διαδικασία, με την οποία είχε προσβληθεί η προαγωγή του ΕΜ και να εξετασθεί από το Δικαστήριο. Η αποτυχία να εγερθεί το θέμα αυτό τότε, με βάση τις αρχές στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω, καθιστά το θέμα καλυπτόμενο από δεδικασμένο και τούτο δεν μπορεί να τεθεί ξανά υπό δικαστική κρίση.»
Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Καθώς προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση, ο Κουτσουπίδης, υποστηρίζοντας, τότε, ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν άκυρη και πεπλανημένη, τόνισε ότι ο ίδιος δεν υστερεί σε προσόντα του Κασίνη. Από τότε, δηλαδή, τέθηκε το θέμα των προσόντων τους. Δεν τέθηκε, βέβαια, ευθέως θέμα πρόσθετων προσόντων, θεωρώ, όμως, ότι στην έννοια των προσόντων περιλαμβάνονται και τα πρόσθετα.
Σ' ό,τι αφορά τα προσόντα του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, σε καμιά από τις ακυρωτικές αποφάσεις που προηγήθηκαν δε λήφθηκε οποιαδήποτε απόφαση, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για ύπαρξη δεδικασμένου, όπως υποστηρίζει το ενδιαφερόμενο μέρος. Συνεπώς, ο αιτητής δεν εμποδίζεται να προβάλει το λόγο αυτό ακύρωσης.
Η αναφορά στην τελευταία ακυρωτική απόφαση - (Υπόθεση Αρ. 378/02) - ότι «... ούτε ο διευθυντής ούτε η Επιτροπή έκριναν ότι το ε.μ. υπερέχει σε προσόντα», δεν εξυπακούει ότι οι δύο διάδικοι ισοβαθμούν στο νομολογημένο αυτό κριτήριο, όπως η θέση του ενδιαφερομένου μέρους. ΄Ο,τι πηγάζει από την πιο πάνω φράση, είναι πως δεν εξετάστηκαν τα προσόντα των υποψηφίων, ώστε να κριθεί η υπεροχή του ενός εξ' αυτών.
Στο κείμενο, άλλωστε, της προσβαλλόμενης απόφασης, σε σχέση με τα προσόντα, η Ε.Δ.Υ., συγκρίνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος με τον αιτητή αναφέρει ότι: «... ο Κουτσουπίδης δεν υστερεί έναντί του σε προσόντα ...». Πώς, όμως, κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό, δε φαίνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως δε φαίνεται εάν της κατάληξης προηγήθηκε σχετική έρευνα. Από το φάκελο προκύπτει ότι ο αιτητής κατέχει μη προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, τα οποία η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να ερευνήσει, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο αυτά είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, ώστε να ληφθούν υπόψη, στα πλαίσια, πάντα, που καθορίζει η νομολογία - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374). Με δεδομένο ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν ίσοι σε αξία, το καθήκον αυτό της Ε.Δ.Υ. ήταν ακόμα πιο επιβεβλημένο, παρά την αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους.
Η παράλειψη αυτή οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων που προβάλλονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ