ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 323/2005)
24 Οκτωβρίου, 2006
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΕΤΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ελ. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται από το Δικαστήριο η ακύρωση της πράξης και/ή απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), με την οποία ο Σάββας Νικολαΐδης προήχθη στη θέση Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, από 1/2/2005, αντί και/ή στη θέση του αιτητή.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, τα οποία δεν αμφισβητούνται, στις 18/5/2004 και εν αναμονή πρόωρης αφυπηρέτησης του κατόχου της μόνιμης θέσης Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, τέθηκε σε εφαρμογή ο μηχανισμός για πλήρωση της θέσης. Ως θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής που ήταν, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Υπέβαλαν αίτηση τρία πρόσωπα. Ο Γραμματέας της Ε.Δ.Υ. υπέβαλε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 34(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ. 2) του 2004, (ο «Νόμος»), στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, (η «Συμβουλευτική»), τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν και όλα τα σχετικά. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής υπέβαλε στην Ε.Δ.Υ. την ΄Εκθεσή της, συστήνοντας για επιλογή και τους τρεις υποψηφίους.
Η Ε.Δ.Υ., μετά από μελέτη της ΄Εκθεσης της Συμβουλευτικής και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε να καλέσει και κάλεσε, στην παρουσία της Γενικού Διευθυντού του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, (η «Γενικός»), τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση. Με την ολοκλήρωσή της, η Γενικός αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, σύστησε για διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος και αποχώρησε. Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων, υπό το φως και των κρίσεων της Γενικού. Αξιολόγησε τον αιτητή «πολύ καλό» και το ενδιαφερόμενο μέρος - κατά πλειοψηφία - «εξαίρετο». Ακολούθως, ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων:-
«Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση της Γενικού Διευθυντή.
Περαιτέρω ..., έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, ...
Σ' ό,τι αφορά την αξία των υποψηφίων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις τους, ... Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα κριτήρια αξιολόγησης για όλους τους υποψηφίους δεν ήταν τα ίδια μια και υπηρετούσαν σε διαφορετικές βαθμίδες και είχαν διαφορετικούς ρόλους.
Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα, ..., απέδωσε σ' αυτήν περιορισμένη βαρύτητα, επειδή η υπό πλήρωση θέση είναι διευθυντική, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και, ως εκ τούτου, το στοιχείο της αρχαιότητας δεν μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας.
..., έκρινε ότι ο ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Σάββας υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο ...»
Για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής προβάλλει, μεταξύ άλλων λόγων, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε και, συγκεκριμένα, η σύσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής για την επίδικη θέση έρχεται σε αντίθεση με το Νόμο. Πρόκειται, υπέβαλε, για διευθυντική θέση τμήματος, για την οποία δεν προβλέπεται σύσταση Συμβουλευτικής και παρέπεμψε σχετικά στο ΄Αρθρο 32(1) του Ν. 1/90. Περαιτέρω, και διαζευκτικά, προβάλλει θέμα σύνθεσης και λειτουργίας της Συμβουλευτικής. Η επιλογή των μελών της, υπέβαλε, δεν προκύπτει από τα πρακτικά να έγινε μετά από συνεννόηση του Προϊσταμένου του Τμήματος με την αρμόδια αρχή που προΐστατο των επιλεγέντων, δηλαδή το Υπουργικό Συμβούλιο. Το μόνο που προκύπτει είναι η επιλογή του πέμπτου μέλους της Συμβουλευτικής - (Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών) - με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, αποτέλεσμα διαβούλευσης με τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, που δεν ήταν το αρμόδιο πρόσωπο.
Το πρώτο σκέλος της εισήγησης - ότι, δηλαδή, εσφαλμένα συνεστήθη η Συμβουλευτική - δεν ευσταθεί. Η επίδικη θέση δεν περιλαμβάνεται στις θέσεις «Προϊσταμένων Τμημάτων», όπως αυτές καθορίστηκαν με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικοί) Κανονισμούς του 1991, (Κ.Δ.Π. 98/91), και, συνεπώς, κατ' εφαρμογή του ΄Αρθρου 32(2) και (3) του Νόμου, ορθά συνεστήθη η Συμβουλευτική.
Σ' ό,τι αφορά τη νομιμότητα της συγκρότησης της Συμβουλευτικής και εάν αυτή έγινε σύμφωνα με το ΄Αρθρο 32(1), (2) και (3) του Νόμου, θεωρώ χρήσιμη την παράθεση του σχετικού ΄Αρθρου, στο βαθμό που ενδιαφέρει εδώ:-
«32 - (1) Συνιστώνται οι ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση με την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν οι περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων:
............................................................................................................
(2) Τα μέλη των Συμβουλευτικών Επιτροπών σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί.
(3) ΄Οταν, λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λειτουργών ή λόγω κωλύματος, κρίνεται αναγκαίο όπως μέλη μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής επιλέγονται υπάλληλοι από άλλο Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία στην οποία δεν υπάγεται η θέση που θα πληρωθεί, η επιλογή θα γίνεται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που προΐσταται των υπαλλήλων αυτών.»
Είναι σαφές, από τα πιο πάνω, ότι ο Νόμος καθορίζει τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο Γενικός Διευθυντής είναι ο Πρόεδρός της, ενώ τα υπόλοιπα μέλη επιλέγονται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια γι' αυτά αρχή. Από ποιο γίνεται η συνεννόηση, δεν αναφέρεται.
Ζήτημα ερμηνείας του ΄Αρθρου 32 του Νόμου και, γενικά, νομιμότητας σύνθεσης και λειτουργίας Συμβουλευτικής Επιτροπής συζητήθηκε στην Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 384/00, 15/3/03, όπου έγινε δεκτό ότι η επιλογή των μελών της Συμβουλευτικής έπρεπε να γίνει από το Γενικό Εισαγγελέα, ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής, κατ' εφαρμογή του ΄Αρθρου 32(1)(γ) του Νόμου, κατόπιν συνεννόησης με την αρμόδια Αρχή. Εκεί η συνεννόηση έγινε από τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής, ο οποίος και αποφάσισε ποιοι Γενικοί Διευθυντές θα απάρτιζαν την Επιτροπή. Επικοινώνησε, όμως, αντί με το Υπουργικό Συμβούλιο, που είναι η αρμόδια Αρχή, με τους Υπουργούς κατ' ευθείαν, γι' αυτό και κρίθηκε ότι η συσταθείσα Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ικανοποιούσε τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 32(3) και 2(δ) του Νόμου.
Στην Κληρίδου-Τσιάππα ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 160/03, 8/7/04, σε σχέση με το ίδιο ζήτημα και με αναφορά στην Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), αναφέρονται τα εξής:-
«..., εφ' όσον ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε ότι τα υπολειπόμενα μέλη θα έπρεπε να ήσαν Γενικοί Διευθυντές, και του ήταν αδιάφορο ποίοι προσωπικά θα ήσαν αυτοί, ο απλός καθορισμός των συγκεκριμένων Γενικών Διευθυντών από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αναιρούσε το ότι η επιλογή είχε γίνει από το Γενικό Εισαγγελέα, παρά μόνο συνιστούσε τη δέουσα συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο, τοσούτο μάλλον αφού, με την αποδοχή των καθορισθέντων Γενικών Διευθυντών και τη λειτουργία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο Γενικός Εισαγγελέας ουσιαστικά απεδέχθη και ο ίδιος τους συγκεκριμένους Γενικούς Διευθυντές. Η αντίθετη άποψη μου φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται προς την ορθή ερμηνεία του άρθρου 32(3) σε συνάρτηση με την κοινή λογική και την πραγματικότητα. Θα ήταν δύσκολο να ερμηνευθεί το άρθρο 32(3) ώστε ο Γενικός Εισαγγελέας να μπορούσε να καθορίζει ο ίδιος τους συγκεκριμένους Γενικούς Διευθυντές των οποίων δεν είναι η αρμόδια αρχή. Και αν είχε τέτοια εξουσία, προς τι η συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο; Η συνεννόηση επιδιώκει ακριβώς να εξισορροπήσει τα πράγματα με την επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων κοινή συναινέσει. Και κοινή συναίνεση υπήρξε εδώ.»
Η πιο πάνω ερμηνεία επικυρώθηκε κατ' έφεση - (Βασιλειάδης κ.ά. ν. Τσιάππα κ.ά., Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3851, 3857 και 3860, 20/9/05).
Στην παρούσα περίπτωση, εκείνο το οποίο προκύπτει από την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής είναι ότι τα μέλη 2-4 διορίστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως η αρμόδια Αρχή. Δεν υπάρχει βέβαια ο,τιδήποτε, από το οποίο να συνάγεται ότι ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής διαβουλεύθηκε για το διορισμό τους ως μελών. Θεωρώ όμως ότι, κατ' εφαρμογή των λεχθέντων στη Βασιλειάδης κ.ά ν. Τσιάππα κ.ά., (πιο πάνω), η επιλογή έγινε από τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής, αφού, μετά τον ορισμό των μελών της από το Υπουργικό Συμβούλιο, αυτή λειτούργησε υπό την προεδρία του. Δεν μπορεί, όμως, να ισχύσει το ίδιο σε σχέση με το πέμπτο μέλος. Γι' αυτό, δε συνάγεται η αναγκαία διαβούλευση/κοινή συναίνεση μεταξύ της αρμόδιας Αρχής και του Προέδρου της Συμβουλευτικής. Είναι είναι σαφές από τα πρακτικά ότι η συνεννόηση για το διορισμό του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, για τον οποίο, όντως, αρμόδια Αρχή είναι ο Υπουργός των Εξωτερικών - (βλ. Κ.Δ.Π. 152/75) - δεν έγινε με τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής αλλά με τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, η εμπλοκή του οποίου δεν έχει έρεισμα το Νόμο. Η επιλογή του πέμπτου μέλους της Συμβουλευτικής, από πρόσωπο άλλο από αυτό που ο Νόμος ορίζει, πλήττει τη νομιμότητα της σύστασής της και, κατ' ακολουθίαν, την επίδικη απόφαση, αφού η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της και στηρίχθηκε για την κατάληξή της και στην αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική.
Με την κατάληξή μου πιο πάνω, θεωρώ άσκοπο να εξετάσω οποιοδήποτε άλλο από τους λόγους που προβάλλονται για ακύρωση της απόφασης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ