ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 1472/2005

 

31 Οκτωβρίου, 2006

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 28 ΚΑΙ  146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.   CHULAWATHEI HEWAWSAM WEDIGE

2.  ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Αιτητές,

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθής η αίτηση.

 

------------------

Αίτηση ημερ. 9/6/06

Ε. Φλουρέντζου (κα) για Λ. Γεωργίου,  για τους αιτητές

Λ. Χριστοδουλίδου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθής η αίτηση

 

-----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Στις 6/2/06 καταχωρήθηκε η υπό τον άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή με την οποία οι αιτητές ζητούν διάταγμα του δικαστηρίου όπως η απόφαση της Λειτουργού Μετανάστευσης (πιο κάτω η καθής η αίτηση) με την οποία απελάθηκε η αιτήτρια αρ. 1, σύζυγος του αιτητή αρ. 2, στη Σρι Λάνκα στις 15/9/05 κηρυχθεί άκυρη.

 

Ζητούνται επίσης και διάφορες δηλώσεις του δικαστηρίου, η ουσία όμως των οποίων είναι ότι αυτές αποτελούν νομικούς λόγους γιατί η απέλαση της αιτήτριας 1 (πιο κάτω η αιτήτρια) είναι παράνομη.

 

Αφού καταχωρήθηκε η ένσταση της καθής η αίτηση η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες για τις 15/6/06 και όπως στο μεταξύ καταχωρηθούν γραπτές αγορεύσεις στα πλαίσια που καθόρισε το δικαστήριο, αντί γραπτής αγόρευσης, στις 15/6/06 οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν διάταγμα του δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται η είσοδος της αιτήτριας στη Δημοκρατία με σκοπό να παρουσιαστεί στο δικαστήριο «για να προσάξει μαρτυρία και να αποδείξει ενόρκως ότι είναι παντρεμένη με κύπριο υπήκοο και να υποστηρίξει το παράνομο της απέλασης» και για να «μπορέσει να παρακολουθήσει τη διεξαγωγή της προσφυγής της».  Γίνεται ισχυρισμός ότι υπάρχει δυσκολία επικοινωνίας μαζί της για τη λήψη καλύτερων λεπτομερειών για προώθηση της υπόθεσης της.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Ροβέρτου Πισιάρα, πρώην Ανώτερου Πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο οποίος εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο του δικηγόρου των αιτητών.  Αναφέρει στην ένορκη δήλωσή του ότι η αιτήτρια είναι παντρεμένη με τον αιτητή 2 με τον οποίο τέλεσε γάμο στις 4/7/05 στο δημαρχείο Αγίου Αθανασίου, Λεμεσό.  Πριν γνωρίσει τον αιτητή 2 η αιτήτρια εργαζόταν ως οικιακή βοηθός στη Λεμεσό σε κάποια κυρία Ορφανού.  Μετά το γάμο η αιτήτρια σταμάτησε να εργάζεται και η εργοδότριά της ζήτησε την αποδέσμευση της αιτήτριας.  Ειδοποίησαν σχετικά το Τμήμα Μετανάστευσης στο οποίο εμφανίστηκαν προσωπικά.  Όταν πήγαν εκεί στις 7/9/05 η αιτήτρια συνελήφθη και απελάθηκε παρά τις εξηγήσεις που είχε δώσει στην αστυνομία ότι είχε παντρευτεί με κύπριο.  Επαναλαμβάνονται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται το διάταγμα

 

Η καθής η αίτηση καταχώρησε ένσταση στην αίτηση στην οποία εγείρει και προδικαστικές ενστάσεις η ουσία των οποίων είναι ότι,

(α) το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα διότι αν πράξει τούτο θα μετατραπεί σε διοίκηση και

(β) ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να διεκδικεί το διάταγμα ενόψει του ότι η ίδια παράβηκε τους όρους της άδειας παραμονής της.  Γίνεται επίσης ισχυρισμός ότι η νομική βάση της αίτησης δε δικαιολογεί την αιτούμενη θεραπεία.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της Ευγενίας Παπαγεωργίου-Καρακάννα, δικηγόρου της Δημοκρατίας.  Αναφέρεται εκεί ότι η αιτήτρια είχε άδεια εργασίας ως οικιακή βοηθός μέχρι την 25/2/06 αλλά εγκατέλειψε την εργασία από τις 3/2/05.  Αφού δεν εντοπίζετο, τοποθετήθηκε στο stop-list από τις 31/5/05.  Ενώ διέμενε παράνομα στην Κύπρο στις 4/7/05 τέλεσε πολιτικό γάμο με τον αιτητή αρ. 2.  Όταν εντοπίστηκε στις 7/9/05 εκδόθηκαν στις 8/9/05 διατάγματα κράτησης και απέλασης της και τελικά απελάθηκε στις 15/9/05.  Επαναλαμβάνονται οι ισχυρισμοί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα αφού η αιτήτρια παραβίασε τους όρους εργοδότησης της.  Εν πάση περιπτώσει δεν είναι απαραίτητη η παρουσία της στο δικαστήριο κατά την εκδίκαση της προσφυγής αφού δε χρειάζεται προσκόμιση μαρτυρίας της για το γάμο της με τον αιτητή 2.  Ο γάμος αυτός δεν αποτελεί αμφισβητούμενο γεγονός.  Αν χρειαστεί τέτοια μαρτυρία μπορεί να δοθεί και από τον αιτητή αρ. 2.

 

Αρχίζοντας από τον ισχυρισμό της καθής η αίτηση ότι η νομική βάση της αίτησης είναι τέτοια που δε δικαιολογεί τα αιτούμενα διατάγματα, αφού εξέτασα αυτόν έχω καταλήξει να συμφωνήσω.  Η αναφορά στο άρθρο 9 του Κεφ. 6 διέπει την εξουσία του δικαστηρίου να επιλαμβάνεται αιτήσεων που καταχωρούνται μονομερώς.  Εδώ δεν έχουμε τέτοια αίτηση, αλλά αίτηση με κλήση που διέπεται από τους Κ.1-3 της Δ.48 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών τους οποίους παραθέτουν οι αιτητές στην αίτηση τους.  Όμως οι Κ. 1-3 της Δ.48 απλώς διέπουν τον τρόπο που πρέπει να υποβάλλεται μια αίτηση.  Το άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις οποίες επίσης στηρίζεται η αίτηση, αποτελούν το ουσιαστικό δίκαιο.  Δικονομικά έπρεπε να γίνεται αναφορά σε κάποιον από τους περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1962 (ως έχουν τροποποιηθεί) στους οποίους δε γίνεται καμιά αναφορά.  Όπως έχουν τα γεγονότα και η φύση του αιτήματος, μάλλον θα έπρεπε να γίνεται επίκληση του Καν. 19. 

 

Παρόλο που η πιο πάνω παράλειψη των αιτητών θα μπορούσε να αποτελεί αρκετό λόγο για απόρριψη της αίτησης, έχω καταλήξει να θεωρήσω αυτή ως απλή παρατυπία και να εξετάσω την αίτηση. 

 

Ο επόμενος ισχυρισμός της καθής η αίτηση είναι ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να καταχωρεί την παρούσα αίτηση διότι κατά το χρόνο που εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ήταν παράνομη εδώ στην Κύπρο.  Αν ο ισχυρισμός αυτός είναι ορθός, τότε αυτός  αφορά και την κυρίως προσφυγή και κανονικά έπρεπε η καθής η αίτηση να εγείρει το λόγο αυτό και στην ένσταση.  Βέβαια η εξέταση του θέματος αυτού μπορεί να γίνει και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.  Όπως έχουν όμως τα γεγονότα της υπόθεσης, δε θεωρώ την περίπτωση τόσο καθαρή από νομικής πλευράς που να κρίνω στα πλαίσια αυτής της αίτησης ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον.  Τέτοια κατάληξη θα σήμαινε ότι κανένας αλλοδαπός δε θα είχε δικαίωμα καταχώρησης προσφυγής για να αμφισβητήσει την απέλαση του, αν η σύλληψη και απέλαση γίνονταν σε χρόνο που είχε λήξει η εδώ άδεια παραμονής του ή που ο αιτητής είχε παραβιάσει, σύμφωνα με την καθής η αίτηση, τους όρους της άδειας που του παραχωρήθηκε.  Τούτο είναι θέμα που θα κριθεί στην κυρίως προσφυγή.

 

Ο άλλος λόγος ένστασης είναι τέτοιος που αφορά και την ουσία του αιτήματος, κατά πόσο δηλαδή με το να εκδοθεί διάταγμα που να διατάσσει την εδώ παρουσία της αιτήτριας, αυτό θα  ισοδυναμεί με έκδοση διοικητικής απόφασης.

 

Το θέμα που εξετάζουμε έχει εγερθεί έμμεσα σε αιτήσεις για προσωρινό διάταγμα με βάση τον Κ.13 τον περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1962.  Είχε εκεί προβληθεί ο ισχυρισμός ότι θα πρέπει να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα που να αναστέλλει την απέλαση για να είναι παρών ο αιτητής κατά την εκδίκαση της προσφυγής του (βλ. μεταξύ άλλων Sayigh v. Republic (1986)3 C.L.R. 277, Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, Rached v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 3135, Κassap v. Δημοκρατίας υποθ. Αρ. 806/94 ημερ. 14/2/97, Χαραλαμπους v. Δημοκρατίας υποθ. αρ. 1151/00 ημερ. 5/3/01, Libman v. Δημοκρατίας υποθ. 171/01 ημερ. 8/5/01,Refat Barqawi v. Δημοκρατίας υποθ. 936/03 ημερ. 17/11/03 και τις δικές μου αποφάσεις Olha Rozlutska v. Δημοκρατίας υποθ. 159/05 ημερ. 1/3/05 και Svetlana Shalaeva v. Δημοκρατίας υπο. 869/05 ημερ. 11/10/05).

 

Η ουσία των πιο πάνω αποφάσεων, που όλες εξετάστηκαν και κάτω από το φως των προνοιών του Άρθρου 30 του Συντάγματος,  είναι ότι ο αιτητής, σε τέτοιες υποθέσεις (προσφυγές) και εφόσον η άδεια παραμονής του έχει λήξει ή η εδώ παραμονή του για οποιοδήποτε λόγο είναι παράνομη, δεν έχει συνταγματικό δικαίωμα να είναι παρών στη Δημοκρατία μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση του.  Παράλληλα εκφράστηκε και η άποψη ότι, αν κατά τη δίκη διαφανεί ότι η παρουσία ενός αιτητή είναι αναγκαία, τότε οι αρχές θα πρέπει να του παραχωρήσουν αυτή την ευκαιρία για να είναι παρών κατά τη δίκη.

 

Με βάση τα πιο πάνω η απόφαση μου είναι ότι σε κατάλληλη υπόθεση και νοουμένου ότι το δικαστήριο ικανοποιείται ότι η παρουσία ενός αιτητή είναι αναγκαία στο δικαστήριο για σκοπούς εκδίκασης της υπόθεσής του, μπορεί να εκδώσει τέτοιο διάταγμα με το οποίο να επιτρέπει η διοίκηση την είσοδο του στη Δημοκρατία για τον περιορισμένο αυτό σκοπό.  Δεν εκδίδει το ίδιο το δικαστήριο την εν λόγω άδεια.  Στη δική μας όμως περίπτωση αφού εξέτασα τους λόγους για τους οποίους η αιτήτρια ζητά να είναι παρούσα κατά την ακρόαση της υπόθεσης της, έχω καταλήξει ότι η εδώ παρουσία της δεν είναι αναγκαία.  Στηρίζει το αίτημα της στο γεγονός του γάμου της με τον αιτητή αρ. 2.  Αυτό όμως το γεγονός δεν αμφισβητείται.  Αυτό που μένει στην προσφυγή για εξέταση, είναι το κατά πόσο νομικά, ενόψει του γεγονότος του γάμου της αιτήτριας με τον αιτητή 2, η έκδοση του διατάγματος απέλασης της και η ίδια η απέλαση που έλαβε ήδη χώραν ήσαν παράνομα.  Τα θέματα αυτά μπορούν να αποφασιστούν και χωρίς την παρουσία της αιτήτριας.

 

Η αίτηση απορρίπτεται αλλά κάτω από τις περιστάσεις χωρίς έξοδα.

 

 

                                                                   Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο