ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 857
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.791/2004)
25 Σεπτεμβρίου, 2006
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΡΜΙΟΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
2. ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗ ΣΧΟΙΝΗ,
3. ΝΕΣΤΩΡΑΣ ΜΕΣΑΡΙΤΗΣ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Κ. Κακουλλή (κα), για τους Αιτητές.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα Διαταγμάτων Επίταξης των τεμαχίων τους με Αρ. 360 και 361 του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου LIV/25, στο χωριό Αγία Φύλα Λεμεσού.
Τα υπό αναφορά Διατάγματα, με ισχύ από 25/5/2004, για χρονική περίοδο τριών χρόνων, κοινοποιήθηκαν στους αιτητές, με ισάριθμες επιστολές του Υπουργείου ΄Αμυνας, ημερομηνίας 14/6/2004.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, τα συγκεκριμένα τεμάχια, ιδιοκτησία των αιτητών, βρίσκονται, μαζί με άλλα, εντός του πεδίου βολής της Εθνικής Φρουράς στην Αγία Φύλα, το οποίο θεωρείται ουσιώδους σημασίας για τη διατήρηση της ετοιμότητας και της επιχειρησιακής ικανότητας της Εθνικής Φρουράς. Επιτάχθηκαν για πρώτη φορά με το Διάταγμα Επίταξης Δ.Π. 1136/9.12.1977, για σκοπούς άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας και, έκτοτε, χρησιμοποιούνται για τους ίδιους σκοπούς.
΄Ερευνα στα αρχεία του Υπουργείου ΄Αμυνας και του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού αποκάλυψε ότι, για τα πιο πάνω τεμάχια, εκ παραδρομής, για κάποια περίοδο, δεν εκδόθηκαν διατάγματα επίταξης, το αρμόδιο, όμως, Υπουργείο ανέλαβε να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες, με την καταβολή ενοικίου.
ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ:
Με την προσφυγή και τη γραπτή τους αγόρευση, οι αιτητές προβάλλουν σειρά ισχυρισμών, οι οποίοι, κατά την εισήγησή τους, τεκμηριώνουν λόγους ακυρότητας.
Με τον πρώτο, υποστηρίζουν ότι τόσο ο περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας για Σκοπούς ΄Αμυνας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1992, (Ν. 10/1992), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»), και ειδικότερα το ΄Αρθρο 4(5) αυτού, όσο και η επίδικη πράξη, βρίσκονται σ' αντίθεση με το ΄Αρθρο 23.8(γ) του Συντάγματος, στο οποίο καθορίζεται ότι η επίταξη δεν μπορεί να υπερβαίνει την τριετία, καθώς και με το ΄Αρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (Ν. 39/62). Στην προκείμενη περίπτωση, υποστηρίζουν, ο πιο πάνω Νόμος δε βρίσκει έρεισμα στο δίκαιο της ανάγκης, αφού η Δημοκρατία θα μπορούσε να επιβάλει απαλλοτρίωση, ως τη λιγότερο επιβλαβή για τους αιτητές λύση.
Οι καθ' ων η αίτηση, με αναφορά σε νομολογία, υποστήριξαν τη νομιμότητα της απόφασης.
Αποτελεί κανόνα ότι η επίταξη αποσκοπεί στην ικανοποίηση έκτακτης και προσωρινής ανάγκης - (η διάρκειά της καθορίζεται από το Σύνταγμα - τριετής) - και όχι μόνιμης και διαρκούς, για την επίτευξη της οποίας μπορεί να επιβληθεί αναγκαστική απαλλοτρίωση. Στην παρούσα, όμως, περίπτωση, και παρά τον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα χρόνο, ισχύει το δίκαιο της ανάγκης, το οποίο καθιστά το Νόμο ισχυρό και εφαρμοστέο. Το ζήτημα της συνταγματικότητας του Νόμου αντιμετώπισε η Ολομέλεια, με την απόφασή της στην Adrian Holdings Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 828, αντικείμενο της οποίας ήταν πάλι επίταξη ακίνητης ιδιοκτησίας για αμυντικούς σκοπούς. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Νικολάου, Δ., με το οποίο απαντάται ο ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα του Νόμου:- (σελ. 834-835)
«Επομένως, στην έκταση που ο Ν.10/92 βρίσκεται σε συμφωνία με την εν λόγω διάταξη του Συντάγματος, δεν μπορεί να επικρατήσει εκτός αν δικαιολογείται βάσει του δικαίου της ανάγκης. Οι σχετικές αρχές εκτίθενται στην Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195. Είναι προφανές, και το σημειώνουμε ως ζήτημα αναφορικά με το οποίο έχουμε δικαστική γνώση, ότι η ανάγκη για την άμυνα της Κύπρου έναντι των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής συνεχίζεται αμείωτη ως προϋπόθεση για την επιβίωση του τόπου και ότι στην περιοχή για την οποία γίνεται εδώ λόγος η αντιπαράταξη με τον εχθρό καθίσταται, λόγω της αμεσότητάς της, ιδιαίτερα οξεία. Η αντιμετώπιση του κινδύνου τον οποίο επάγονται αυτές οι περιστάσεις της έκρυθμης κατάστασης, οι εντελώς έξω από την ομαλή πορεία των πολιτειακών πραγμάτων, όσο και αν με τις καθημερινές ασχολίες το βλέμμα βρίσκεται συχνά στραμμένο προς τα αλλού, δικαιολογεί κατά τη γνώμη μας παρέκκλιση από την πρόνοια του ΄Αρθρου 23.8 του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης.»
Πανομοιότυπος ισχυρισμός εξετάστηκε και στη Λαζάρου Κουτσού ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 720/97, 10/3/00, από την οποία παραθέτω απόσπασμα:-
«Εφόσον η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.10/92 (δεν υπήρξε αντίθετος ισχυρισμός) και θέμα αντισυνταγματικότητας του νόμου δεν υφίσταται, την ίδια τύχη έχουν και οι ισχυρισμοί για τη συνταγματικότητα της επίδικης απόφασης σε σχέση με το θέμα της χρονικής ισχύος της επίταξης.»
Με τον επόμενο ισχυρισμό τους, οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους και απολήγει σε πλήρη στέρησή της, χωρίς την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης.
Τα όσα έχουν ήδη παρατεθεί απαντούν και το πρώτο σκέλος του πιο πάνω ισχυρισμού. ΄Οσον αφορά δε την εισήγηση για μη καταβολή δίκαιης αποζημίωσης, σκοπός της παρούσας προσφυγής δεν είναι ο καθορισμός της αποζημίωσης. ΄Αλλωστε, οι αιτητές έχουν δικαίωμα να αποταθούν στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, με σκοπό τον καθορισμό και την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης, κάτι το οποίο ήδη έπραξαν με την καταχώριση της Αγωγής Αρ. 6693/2003.
΄Ενας άλλος ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά καταστρατήγηση των προνοιών του Νόμου και/ή με κατάχρηση των εξουσιών που αυτός παρέχει. Η επίκληση, εισηγούνται, των προνοιών του Νόμου έγινε για να δικαιολογήσει ή μονιμοποιήσει εκ των υστέρων την κατάσταση, η οποία για δεκαετίες παραβιάζει το Νόμο. Ισχυρίζονται ότι τα επίδικα τεμάχια χρησιμοποιούνται ως πεδίο βολής από τη δεκαετία του εξήντα.
Το γεγονός ότι ο Νόμος ψηφίστηκε πολύ αργότερα από την τουρκική εισβολή και, κατά συνέπεια, και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά από αυτή, δεν οδηγεί, άνευ ετέρου, στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε η ανάγκη για έκδοσή της. Η πάροδος μεγάλης χρονικής περιόδου από την εισβολή δεν καθιστά την έκδοσή της παράνομη, ούτε υποδηλώνει κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Σε σχέση με την ψήφιση του Νόμου, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), είπε:- (σελ. 835)
«Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την άποψη της εφεσείουσας ότι επειδή ο εν λόγω νόμος έγινε όχι σε χρονική εγγύτητα με την εισβολή αλλά πολύ αργότερα, αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχε άλλοτε και δεν υπάρχει τώρα ανάγκη αδήριτη που να τον επιβάλλει. Τουναντίον, το ιστορικό αυτής της υπόθεσης δείχνει, με την περιστασιακή και την κατά τα μεγαλύτερα διαστήματα παράνομη αντίκρυση του προβλήματος από μέρους της Δημοκρατίας, πόσο αναγκαία ήταν η εξ αρχής επίσημη ρύθμιση του γενικότερου θέματος. Το ότι λοιπόν αφέθηκε το ζήτημα να φτάσει μέχρι την επιφύλαξη της απόφασης στη δεύτερη αγωγή της εφεσείουσας προτού εκδοθεί διάταγμα επίταξης, δεν υποδηλώνει κατά την άποψη μας κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Σε αυτό, η συνταγματικότητα ελέγχεται με αναφορά στην εφαρμογή πλέον του νόμου: βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411.»
Τα συγκεκριμένα κτήματα, υποβάλλουν οι αιτητές, δε θεωρούνται καταλληλότερα από άλλα, καθότι βρίσκονται μεταξύ οικιστικών περιοχών, απέχουν πολύ από τη γραμμή αντιπαράταξης και δεν εξυπηρετούν αμυντικές ανάγκες της περιοχής.
Στη Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 34, για το ζήτημα της εκτίμησης των γεγονότων, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 42-43)
«Η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στο Διευθυντή και το Δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει, αν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο, ή η Διοίκηση υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής της εξουσίας, με το νόημα ότι η διαπίστωση των γεγονότων δεν είναι εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον της στοιχεία. (Βλ., μεταξύ άλλων, Αγνή Αλέξη Θουκυδίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1150).
Το Δικαστήριο συνήθως δεν επεμβαίνει στην εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση αν η εκτίμηση είναι εύλογα επιτρεπτή σε αυτή και υπάρχουν στοιχεία ενώπιόν της που να υποστηρίζουν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Εύλογα επιτρεπτή είναι η απόφαση στην οποία ένα λογικό πρόσωπο θα μπορούσε να καταλήξει με τα στοιχεία που είναι ενώπιον της Διοίκησης, ανεξάρτητα αν ένα άλλο λογικό πρόσωπο μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετική απόφαση. (Βλ., μεταξύ άλλων, Ανδρέα Μιχαήλ και ΄Αλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω 1. Υπουργού Εσωτερικών, 2. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3083).»
Στην προκείμενη περίπτωση, η κρίση για την καταλληλότητα των επίδικων τεμαχίων για αμυντικούς σκοπούς είναι θέμα που αφορά την εκτίμηση των γεγονότων, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου ΄Αμυνας. Επίσης, το κατά πόσο τα επίδικα τεμάχια μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα είναι θέμα τεχνικής φύσεως και, συνεπώς, εκτός του ελέγχου του δικαστηρίου. Στη Λαζάρου Κουτσού ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), για παρόμοιο ισχυρισμό, αναφέρονται τα εξής:-
«Ας σημειωθεί ότι η κρίση για την καταλληλότητα χώρων για αμυντικούς σκοπούς διαφεύγει κατ' αρχήν τον ακυρωτικό έλεγχο. Μπορεί να ελεγχθεί μόνο από τη σκοπιά υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης.»
(Βλ., επίσης, Vryonides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1567.)
Η επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία, σύμφωνα με το Παράρτημα 1 στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση, επιτάχθηκε και χρησιμοποιείται ως πεδίο βολής της Εθνικής Φρουράς, μοναδικό στην περιοχή (Αγία Φύλα), το οποίο εξυπηρετεί όλες τις Μονάδες της Εθνικής Φρουράς Λεμεσού, περιλαμβανομένου και του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων Λεμεσού - (ΚΕΝ Λεμεσού).
΄Οπως ορθά αναφέρουν οι καθ' ων η αίτηση, το εδάφιο (2) του ΄Αρθρου 3 του Νόμου καθορίζει τις αμυντικές ανάγκες, οι οποίες περιλαμβάνουν ανάγκες που αφορούν την άμυνα ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Σ' αυτές δε περιλαμβάνονται η δημιουργία, η διατήρηση ή διαμόρφωση στρατοπέδων και άλλων χώρων για εξυπηρέτηση στρατιωτικών αναγκών. Στη βάση, λοιπόν, του εν λόγω εδαφίου (2), στον όρο «αμυντικές ανάγκες» περιλαμβάνεται και η πραγματοποίηση ασκήσεων. Η επίδικη ιδιοκτησία επιτάχθηκε για εξυπηρέτηση της Εθνικής Φρουράς και για πραγματοποίηση ασκήσεων.
Τον ισχυρισμό των αιτητών ότι η επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία χρησιμοποιείτο ως πεδίο βολής από την Αστυνομία οι καθ' ων η αίτηση τον απορρίπτουν. Παλαιότερα, ισχυρίζονται, όλα τα θέματα που σχετίζονταν με την άμυνα της Δημοκρατίας ή/και την Εθνική Φρουρά, τύγχαναν χειρισμού από το Υπουργείο Εσωτερικών, από το οποίο και εκδίδονταν τα διατάγματα επίταξης, ως το αρμόδιο, για θέματα άμυνας, τότε Υπουργείο.
Ούτε ο γενικός και, τρόπον τινά, αόριστος ισχυρισμός των αιτητών ευσταθεί. Δεν υπάρχει ο,τιδήποτε, που να καταδεικνύει ότι το τεμάχιο χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους έχει επιταχθεί.
Με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς τους, οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης, υπό την έννοια ότι δεν εξετάστηκε υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, ως ήταν το καθήκον των καθ' ων η αίτηση, είναι αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας, λήφθηκε λόγω πλάνης περί τα πράγματα και, τέλος, στερείται αιτιολογίας.
Ούτε οι πιο πάνω ισχυρισμοί ευσταθούν. Η επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία επιτάχθηκε και χρησιμοποιείται ως το μοναδικό πεδίο βολής, το οποίο εξυπηρετεί τις ανάγκες στρατιωτικής εκπαίδευσης των Μονάδων Φρουράς Λεμεσού. Σύμφωνα με τις απόψεις του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, ημερομηνίας 2/6/2001, τυχόν μετακίνηση του πιο πάνω πεδίου βολής θα επηρεάσει αρνητικά τη διεξαγωγή της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα αυτής των νεοσυλλέκτων. Οι αιτητές δεν αμφισβητούν την καταλληλότητα των ακινήτων για τους σκοπούς που έχουν επιταχθεί, ζήτημα, άλλωστε, που εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου, αλλά την άρνηση των καθ' ων η αίτηση να το απαλλοτριώσουν. Υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης, δεν παρέχεται έδαφος για κατάληξη ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν ενάντια στη χρηστή διοίκηση ή χωρίς τη δέουσα έρευνα.
Σ' ό,τι αφορά την αιτιολογία, αυτή βρίσκεται με σαφήνεια διατυπωμένη στο Διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο η επίταξη «είναι αναγκαία ... για σκοπούς άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας» και, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΕΑΠ, ΜΠ