ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 55/2005)
20 Σεπτεμβρίου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΔΗΣ,
Αιτητής,
- ν. -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Μ. Χριστοφίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 28 Μαΐου 2004 προκηρύχθηκαν, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δύο θέσεις Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη Μουσική, θέσεις προαγωγής. Υποβλήθηκαν επτά αιτήσεις.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι ήταν προσοντούχοι. Προέβη εν συνεχεία, με βάση το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, στην αριθμητική αποτίμηση της αρχαιότητας, της αξίας και των προσόντων. Σε σχέση με τα προσόντα αποφάσισε να δώσει πέντε μονάδες (το ανώτατο όριο) στον αιτητή και καμία στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, Ευδοκία Μασούρα και Ελένη Μέση. Με βάση αυτά τα στοιχεία κατήρτισε τον κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή. Εν προκειμένω συμπεριέλαβε όλους τους υποψηφίους. Ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα συγκέντρωσαν τις ψηλότερες βαθμολογίες, με συνολικά 205,67 μονάδες η κα Μασούρα, 204,67 η κα Μέση και 198,67 ο αιτητής.
Στις 25 Ιουνίου 2004 η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μαζί με τον κατάλογο των προτεινομένων, αναρτήθηκε στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Ο αιτητής υπέβαλε εμπρόθεσμα ένσταση. Ζήτησε αναθεώρηση του καταλόγου, υποδεικνύοντας ότι σε σχέση με τη βαθμολογία την οποία η Συμβουλευτική έλαβε υπόψη εκκρεμούσε προηγούμενη ένστασή του προς την αρμόδια Αρχή. Η ένσταση αφορούσε το σχολικό έτος 2002-2003 κατά το οποίο αυτός εργαζόταν «με παραχώρηση υπηρεσιών», στο Γραφείο του Προεδρικού Επιτρόπου για θέματα Αποδήμων και Παλινοστούντων. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας απευθύνθηκε στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού για να διερευνήσει το κατά πόσο η αξιολόγηση του αιτητή για εκείνο το έτος ήταν νόμιμη. Προέκυψε ότι κατόπιν εισήγησης της Επιτρόπου Διοικήσεως συνεστήθη ειδικό κλιμάκιο το οποίο τον βαθμολόγησε.
Η Ε.Ε.Υ. εξέτασε τις υποψηφιότητες σε συνεδρία ημερ. 15 Ιουλίου 2004 κατά την οποία, υπό το φως των αποτελεσμάτων της έρευνας στην οποία προέβη, απέρριψε την ένσταση του αιτητή εναντίον του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Έπειτα, αφού κατηύθυνε την προσοχή της σε διάφορες πτυχές της διαδικασίας, κατήρτισε τον τελικό κατάλογο στον οποίο συμπεριέλαβε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και τον αιτητή. Τέλος, όρισε την 20 Ιουλίου 2004 για τη διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων και καθόρισε τους τομείς ερωτήσεων, τα κριτήρια και την αντίστοιχη βαρύτητα τους αριθμητικώς.
Καλύτερος στην προσωπική συνέντευξη αναδείχθηκε ο αιτητής με συνολική βαθμολογία 2,50 έναντι 1,00 των ενδιαφερομένων προσώπων. Οι μονάδες που δόθηκαν συνοδεύονταν από αιτιολογία με την οποία μπορεί κανείς καλύτερα να αντιληφθεί την πραγματικά υπέρτερη απόδοση του αιτητή σε σχέση με την «(i) ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα, (ii) κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης, (iii) κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων, (iv) αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια τεκμηρίωσης θέσεων και απόψεων, (v) προσωπικότητα (άνετη παρουσία, προσαρμοστικότητα, ευελιξία) και (vi) γλωσσική επάρκεια (λεξιλόγιο, σύνταξη, ορθοφωνία, ορθοέπεια» των υποψηφίων. Το σύνολο των μονάδων των ενδιαφερομένων προσώπων και του αιτητή διαμορφώθηκε ως εξής:
Ευδοκία Μασούρα: 206,67
Ελένη Μέση: 203,67
Αιτητής: 201,17.
Με αυτό το αποτέλεσμα και, εξαντληθείσης πλέον της αξιολόγησης και σύγκρισης, η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Ο αιτητής προβάλλει (α) ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε λόγω συμμετοχής ενός εκ των μελών, ήτοι της Μ. Σκορδή, Επιθεωρήτριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, η κα Σκορδή «διέκειτο έντονα εχθρικά» εναντίον του με αποτέλεσμα τη «συστηματικά άδικη και άνιση μεταχείριση» του• (β) ότι η σύνθεση της Ε.Ε.Υ. έπασχε και για τον λόγο ότι δεν ήταν όλα τα μέλη παρόντα στην κάθε συνεδρία• (γ) ότι η διαδικασία την οποία η Ε.Ε.Υ. ακολούθησε αναφορικά με την ένσταση του ήταν πλημμελής• και (δ) ότι επίσης πλημμελής ήταν η αξιολόγηση και/ή ο υπολογισμός της αξίας των υποψηφίων.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ζήτημα, ο αιτητής καταλογίζει στην κα Σκορδή μεθοδεύσεις με στόχο τον αποκλεισμό του. Αυτό το συμπεραίνει από το ότι η κα Σκορδή, ενεργώντας υπηρεσιακά, προέβη σε δυσμενείς γι΄ αυτόν χειρισμούς οι οποίοι θεωρήθηκαν λανθασμένοι και από το ότι η βαθμολογία η οποία εν τέλει του δόθηκε για το έτος 2002-2003 ήταν χαμηλότερη από εκείνη που αυτός ανέμενε. Με τέτοια όμως δεδομένα και συλλογισμούς δεν στοιχειοθετείται μεροληψία.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα σύνθεσης, χρειάζεται να σημειωθούν τα ακόλουθα. Στην πρώτη επί του θέματος συνεδρία της Ε.Ε.Υ., ημερ. 21 Μαΐου 2004, συμμετείχαν οι Χρ. Θεοφιλίδης, πρόεδρος, και οι Χρ. Γεωργιάδης, Κ. Ιεροκηπιώτης, Δ. Χαραλαμπίδου-Σολωμή και Α.Κ. Σπυριδάκης, μέλη. Στη δεύτερη συνεδρία, ημερ. 15 Ιουλίου 2004, κατά την οποία μελετήθηκε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και λήφθηκαν προπαρασκευαστικές αποφάσεις, απουσίαζαν οι Κ. Ιεροκηπιώτης και Α.Κ. Σπυριδάκης οι οποίοι βρίσκονταν με άδεια. Στην επόμενη συνεδρία, ημερ. 16 Ιουλίου 2004, δεν απουσίαζε κανείς. Σε σχέση με τους προηγουμένως απόντες καταγράφηκε στα πρακτικά ότι:
«Ο κος Κώστας Ιεροκηπιώτης και ο κος Ανδρέας Κ. Σπυριδάκις, Μέλη της Επιτροπής, οι οποίοι κατά την εξέταση των ενστάσεων για τις θέσεις της ειδικότητας αυτής δεν παρέστησαν και δεν έλαβαν μέρος λόγω απουσίας (βλ. πρακτικά 15.7.2004), μελέτησαν τις αποφάσεις της Επιτροπής κατά την εξέταση του εν λόγω θέματος και, αφού συμφώνησαν να τις υιοθετήσουν, παρίστανται και συμμετέχουν στην περαιτέρω εξέταση του θέματος.»
Στη συνεδρία, ημερ. 20 Ιουλίου 2004, κατά την οποία έγιναν οι προσωπικές συνεντεύξεις και λήφθηκε η τελική απόφαση, δεν έλαβαν μέρος τα μέλη Χρ. Γεωργιάδης και Δ. Χαραλαμπίδου-Σολωμή λόγω, όπως αναφέρουν τα πρακτικά, άλλων ανειλημμένων υποχρεώσεων.
Με αυτά τα δεδομένα δεν υπήρχε, κατά την άποψη μου, πρόβλημα στη σύνθεση της Ε.Ε.Υ. Παραπέμπω στην Κουρσάρος κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 321/02 κ.α., ημερ. 10 Ιουνίου 2004, όπου ανέφερα σχετικά τα ακόλουθα:
«Η καταγραφείσα ενημέρωση και αποδοχή αναφορικά με ό,τι έγινε στις προηγούμενες συνεδρίες σήμαινε, καθώς είναι νομολογημένο, την πλήρη επανάληψη της διαδικασίας εξ υπαρχής: βλ. Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το ότι με την απόφαση της πλειοψηφίας στην εν λόγω υπόθεση, η οποία ακολούθησε την Savva and another v. P.S.C. (1988) 3 C.L.R. 102 - βλ. και την πρωτόδικη Savva and another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 694 - θεωρήθηκε πως εξυπονοείτο η υιοθέτηση των προηγηθέντων αφού τα πρακτικά των προηγούμενων συνεδριών βρίσκονταν ενώπιον των νέων μελών. Σημειώνω σχετικά και την ΣΕ 4078/1989 όπου, καθώς αναφέρει ο καθηγητής Αναστ. Ι. Τάχος στο σύγγραμμα «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ. (1996), στο οποίο με παρέπεμψε η συνήγορος του ενδιαφερόμενου προσώπου, "από την συμμετοχή των μελών στη λήψη της απόφασης τεκμαίρεται ότι έχουν ενημερωθεί". Αλλά δεν χρειάζεται να σχολιάσω ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Εδώ καταγράφηκαν τα όσα ενδιαφέρουν. Μπορεί εξ άλλου να προστεθεί πως το ίδιο θα ήταν το αποτέλεσμα και με βάση το άρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) που αποβλέπει στην κωδικοποίηση των αρχών.»
Το τρίτο ζήτημα, το οποίο αφορά στη διαδικασία την οποία η Ε.Ε.Υ. ακολούθησε, παραγνωρίζει ότι την αρμοδιότητα για την αναθεώρηση της βαθμολογίας του αιτητή για το έτος 2002-2003 την είχε ο οικείος Τμηματάρχης (βλ. Κ.Δ.Π. 223/76, Καν. 22) και όχι η Ε.Ε.Υ. Η ένσταση του αιτητή εναντίον του καταλόγου, αρμοδιότητα για τον οποίο είχε η Ε.Ε.Υ., δεν μπορούσε εν προκειμένω να εξεταστεί παρά μόνο στη βάση της μέχρι τότε κατάστασης την οποία η Ε.Ε.Υ. ορθά διαπίστωσε. Στην πραγματικότητα ο αιτητής επίσημα υπέβαλε την ένστασή του κατά της βαθμολογίας στις 16 Αυγούστου 2004, μεταγενέστερα δηλαδή της προσβαλλόμενης απόφασης. Σημειώνω εξάλλου ότι η εν λόγω ένσταση του απορρίφθηκε τον Μάρτιο του 2005 με αποτέλεσμα να παραμείνει αμετάβλητη η υπό αναφορά βαθμολογία.
Τέλος, ως προς το ζήτημα της αξιολόγησης ή υπολογισμού της αξίας των υποψηφίων, είναι νομίζω προφανές ότι δεν υπήρξε σφάλμα από μέρους της Ε.Ε.Υ. Η άποψη του αιτητή ότι επειδή τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υστέρησαν στην προσωπική συνέντευξη θα έπρεπε ως εκ τούτου να θεωρηθούν ακατάλληλα για προαγωγή, τονίζει υπέρμετρα ένα μέρος του συστήματος, εκείνο της προσωπικής συνέντευξης, και παραγνωρίζει ότι η επιλογή γίνεται με βάση τα αριθμητικά αποτελέσματα τα οποία το σύστημα αποδίδει ως σύνολο. Με βάση το σύνολο, η προσβαλλόμενη απόφαση καθίστατο αναπόφευκτη.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ