ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 403/2005
21 Σεπτεμβρίου, 2006
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΗ ΞΥΝΑΡΗ-ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Αιτήρια,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθών η αίτηση.
------------------
Α. Κωνσταντίνου, για την αιτήτρια
Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,για τους καθών η
αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το ενδιαφερόμενο μέρος (1) Χαράλαμπο Γαβριηλίδη,
Καμιά άλλη εμφάνιση
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται από το Δικαστήριο η ακύρωση της απόφασης της καθής η αίτηση Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής Ε.Δ.Υ.) με την οποία προάχθηκαν στη μόνιμη θέση Ανώτερου Φοροθέτη Α΄(Φόρος Εισοδήματος), Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων από την 1/3/05 οι (1) Χαράλαμπος Γαβριηλίδης και (2) Ανδρέας Καπελίδης κατά προτίμηση και/ή αντί της αιτήτριας. Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 24/3/05.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 3/1/05 ζήτησε την πλήρωση δύο μόνιμων θέσεων Ανώτερου Φοροθέτη Α΄ στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων οι οποίες είναι θέσεις προαγωγής. Η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της στις 14/1/05 αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων σε μεταγενέστερη ημερομηνία στην οποία να παρευρίσκεται και ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Έτσι στη συνεδρία της ημερ. 4/2/05 η Ε.Δ.Υ. αφού ασχολήθηκε κατ' αρχή με τον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων, έκρινε ότι προάξιμοι είναι οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 1-27 του καταλόγου αρχαιότητας συμπεριλαμβανομένης της αιτήτριας και των ενδιαφερομένων μερών (στο εξής ε.μ.). Η αιτήτρια ήταν η υπ' αρ. 1, το ε.μ. Καπελίδης αρ. 2 και το ε.μ. Γαβριηλίδης αρ. 10. Παρατήρησε επίσης ότι το ε.μ. Χαρ. Γαβριηλίδης και ακόμα ένα πρόσωπο το οποίο δεν έχει σχέση με την παρούσα προσφυγή, είναι παθόντες με την έννοια του περί Παροχής Ίσων Ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου του 2004(Ν. 87(1)/04). Στη συνέχεια, προσήλθε στη συνεδρία ο Διευθυντής ο οποίος σύστησε για προαγωγή την αιτήτρια και το ε.μ. Ανδρέα Καπελίδη.
Επακριβώς το κείμενο της σύστασης του έχει ως εξής:
«Έχω μελετήσει τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, διαβουλεύτηκα με τους προϊσταμένους τους και έλαβα επίσης υπόψη τα ακαδημαϊκά ή και άλλα προσόντα τους. Με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι' αυτήν, συστήνω ως καταλληλότερους για προαγωγή τους Ξυναρή Ελένη και Καπελίδη Ανδρέα.
Η Ξυναρή Ελένη υπηρετεί στον Κλάδο Διαχείρισης Δηλώσεων στο Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Εισοδήματος Λευκωσίας. Η Ξυναρή έχει περίπου την ίδια αξία, αλλά υπερέχει όλων των μη συστηνόμενων υποψηφίων σε αρχαιότητα στην παρούσα θέση.
Ο Καπελίδης Ανδρέας υπηρετεί στον Κλάδο Αυτοεργοδοτούμενων και Ενστάσεων στο Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Εισοδήματος Λευκωσίας. Ο Καπελίδης έχει περίπου την ίδια αξία, αλλά υπέρέχει όλων των μη συστηνόμενων υποψηφίων σε αρχαιότητα στην παρούσα θέση.
Έλαβα υπόψη μου ότι τόσο ο υποψήφιος Καπελίδης, που συστήνω, όσο και οι πλείστοι των υποψηφίων που δε συστήνω διαθέτουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας και κατά συνέπεια τους απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα.»
Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθως και από τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τις κρίσεις και τη σύσταση του Διευθυντή, επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους για τις επίδικες θέσεις τα ε.μ. Χ. Γαβριηλίδη και Α. Καπελίδη και ως ημερομηνία της προαγωγής τους καθόρισε την 1/3/05.
Στο σημείο αυτό και προτού εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το πιο κάτω απόσπασμα της επίδικης απόφασης στο οποίο περιέχεται το σκεπτικό δυνάμει του οποίου η Ε.Δ.Υ. κατέληξε στο συμπέρασμα για προαγωγή του ε.μ. Χ. Γαβριηλίδη, που δεν είχε τη σύσταση του Διευθυντή, αντί της αιτήτριας που είχε υπέρ της τη σύσταση:
«Επιλέγοντας το Γαβριηλίδη Χαράλαμπο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός είναι περίπου ισοδύναμος ή υπερέχει από τους άλλους υποψηφίους ως ακολούθως:
Ο Γαβριηλίδης, σε σύγκριση με τους υποψήφιους με α/α 7 έως 9 και 11 έως 14, με τους οποίους έχει την ίδια αρχαιότητα στην παρούσα θέση, και υστερεί ή υπερέχει ελαφρά έναντί τους στην προηγούμενη αρχαιότητα, έχει την ίδια αξία ή υπερέχει ελαφρά, δεν υστερεί σε προσόντα και, ως εκ τούτου, είναι περίπου ισοδύναμος με αυτούς. Επιπλέον ο Γαβριηλίδης, σε σύγκριση με τους υποψηφίους με α/α 1 και 3 έως 6, από τους οποίους υστερεί σε αρχαιότητα στην παρούσα θέση, υπερέχει έναντί τους, έστω και κατά ένα σημείο το έτος 1999, σ' ότι αφορά την αξία και δεν υστερεί σε προσόντα και, ως εκ τούτου, σε μια στάθμιση της αρχαιότητας, της αξίας και των προσόντων του καθενός από αυτούς, η Επιτροπή έκρινε ότι ο Γαβριηλίδης είναι περίπου ισοδύναμος με τους εν λόγω υποψηφίους. Περαιτέρω ο Γαβριηλίδης, σε σύγκριση με τους υποψηφίους με α/α 15 έως 27, οι οποίοι υστερούν σε αρχαιότητα στην παρούσα θέση και δεν υπερέχουν σε αξία, γενικά υπερέχει.
Η Επιτροπή σημείωσε ότι, εν όψει των πιο πάνω, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της Ξυναρή Ελένης και αντί αυτής επέλεξε το Γαβριηλίδη ως περίπου ισοδύναμο με βάση τις πρόνοιες του περί Παροχής Ίσων ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου. Προβαίνοντας σε ιδιαίτερη σύγκριση του Γαβριηλίδη με την Ξυναρή, η Επιτροπή σημείωσε ότι, ενώ η Ξυναρή υπερέχει σε αρχαιότητα στην παρούσα θέση, ο Γαβριηλίδης υπερέχει έστω και οριακά σε αξία, ενώ διαθέτει και πανεπιστημιακό δίπλωμα επιπλέον της επιτυχίας στην ανώτερη εξέταση στη Λογιστική, το οποίο, αν και δεν είναι άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, του προσδίδει μεγαλύτερη ευρύτητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, και, ως εκ τούτου, σε μια στάθμιση της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, κρίθηκε ότι ο Γαβριηλίδης είναι περίπου ισοδύναμος με την Ξυναρή.»
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ
Λόγοι ακύρωσης
Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει σειρά ισχυρισμών οι οποίοι κατά την εισήγηση του τεκμηριώνουν λόγους ακυρότητας. Με τον πρώτο και έχοντας υπόψη τα νομοθετημένα κριτήρια στο σύνολό τους, αξία, προσόντα, αρχαιότητα - υποστηρίζει έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας έναντι των ενδιαφερομένων μερών.
Δεν συμφωνώ με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων προκύπτει ότι η αιτήτρια και τα ε.μ. εμφανίζονται ως ισάξιοι. Οι εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών (1999-2003) στις οποίες αποδόθηκε από την Ε.Δ.Υ. ιδιαίτερη βαρύτητα, μέσω της βαθμολογίας, δεν αφήνουν οποιαδήποτε περιθώρια αμφιβολίας ότι πρόκειται για ισοδύναμους υπαλλήλους. Συγκεκριμένα, για ολόκληρη την υπό αναφορά περίοδο όλοι βαθμολογήθηκαν γενικά ως «εξαίρετοι» εκτός για το έτος 1999 που τόσο η αιτήτρια όσο και το ε.μ. Ανδρέας Καπελίδης συγκέντρωσαν 7Ε και 1 Π.Ι. Ούτε κατά τη γνώμη μου είναι πειστικό να αναζητείται υπεροχή και μάλιστα βαρύνουσα σε 1 ή 2 Π.Ι. περισσότερα ή λιγότερα. Ναι μεν υπάρχει διαφορά υπέρ του ε.μ. Χαράλαμπου Γαβριηλίδη, θα χαρακτήριζα όμως την εν λόγω διαφορά ως οριακή, με αποτέλεσμα να καθιστά την αιτήτρια και ενδιαφερόμενα μέρη ουσιαστικά ισοδύναμους (βλ. μεταξύ άλλων, Πούρος κα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α,Α,Δ, 374, Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431 και Αντώνης Βασιλειάδης κ.α. ν. Μ. Τσιάπα κ.α. Α.Ε. 3851, 3857 και 3860 ημερ. 20/9/05). Όπως αναφέρθηκε και στην Πούρος ν. Δημοκρατίας, «..... για την κατάταξη των υποψηφίων σημασία έχει η συνολική εικόνα ....... εκτός αν, με αναφορά σε συγκεκριμένες ανάγκες της περίπτωσης όπως προκύπτουν από το σχέδιο υπηρεσία εξειδικευθεί η ιδιαίτερη σημασία των όποιων επιμέρους ......».
Όσον αφορά τώρα τα προσόντα, το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης δεν απαιτεί οποιαδήποτε πανεπιστημιακά προσόντα. Αιτήτρια και ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν ότι πληρούν τη ζητούμενη «δεκαετή τουλάχιστον πείρα εις Φοροθετικήν εργασίαν εκ της οποίας τριετής τουλάχιστον υπηρεσία εις την θέσιν Ανώτερου Φοροθέτου Β΄(Φόρου Εισοδήματος) ή/και Φοροθέτου (Φόρου Εισοδήματος)».
Βέβαια αν ανατρέξουμε στα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία θα διαπιστώσουμε ότι ως προς τα ακαδημαϊκά τους προσόντα τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούν της αιτήτριας. Ενώ η ίδια, πέραν της από μέρους της κατοχής απολυτηρίου μέσης εκπαίδευσης και της επιτυχίας της στην Ανώτερη Εξέταση στη Λογιστική (Accounting Higher του London Chamber of Commerce) δε διαθέτει οποιοδήποτε πανεπιστημιακό δίπλωμα, και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος. Ο μεν Ανδρέας Καπελίδης κατέχει δίπλωμα Οικονομικών Επιστημών του πανεπιστημίου Αθηνών, ο δε Χαράλαμπος Γαβριηλίδης, δίπλωμα Οικονομικών Επιστημών του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καθώς και Accounting Higher του London Chamber of Commerce.
Παρά τα πιο πάνω δεδομένα, είναι εισήγηση της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. όφειλε στην προκείμενη περίπτωση να θεωρήσει το προσόν της στη Λογιστική ως ισοδύναμο με τα πανεπιστημιακά διπλώματα των ενδιαφερομένων μερών, καθότι τα συγκεκριμένα προσόντα ήταν τα βασικά προσόντα που απαιτούντο για να διοριστούν στη θέση Βοηθού Φοροθέτη 1ης και 2ης τάξης και να εισέλθουν στο τμήμα ως μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού της αυτού επισυνάπτει στη γραπτή της αγόρευση ως επισυνημμένο 3 αντίγραφο του σχεδίου υπηρεσίας της εν λόγω θέσης δημοσιευμένο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 24/4/82. Μάλιστα, συνεχίζει η εισήγηση της αιτήτριας, το εν λόγω σχέδιο υπηρεσίας αναφέρει ρητά ότι ο Υπουργός Οικονομικών θεωρεί το Accounting Higher L.C.C. ως ισότιμο με το «Diploma of the Athens Highest School of Commercial & Economic Studies".
Εξέτασα και αυτό τον ισχυρισμό της αιτήτριας, αλλά δεν συμφωνώ. Όπως έχει ήδη λεχθεί, από τα ενδιαφερόμενα μέρη, εκείνος ο οποίος διαθέτει Δίπλωμα Οικονομικων Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι ο Ανδρέας Καπελίδης και όχι ο Χαραλάμπος Γαβριηλίδης τον οποίο η Ε.Δ.Υ. προήξε παρά την υπέρ της αιτήτριας σύσταση του Διευθυντή. Το συγκεκριμένο πρόσωπο κατέχει Δίπλωμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατά τη γνώμη μου από τα όσα ρητά αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Βοηθού Φοροθέτη 1ης και 2ης τάξης, δεν προκύπτει ξεκάθαρα ότι με τον όρο «Diploma of the Athens Highest School of Commercial & Economic Studies εννοείται το πτυχίο του Πανεπιστημίου Αθηνών στο συγκεκριμένο κλάδο. Πόσο μάλλον το πτυχίο του ε.μ. Α. Καπελίδη από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Και στην περίπτωση όμως που τα πτυχία των ενδιαφερομένων μερών ήθελαν θεωρηθεί ισοδύναμα με το Accounting LCC της αιτήτριας, το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας, όπως απαιτεί η νομολογία.
Σύμφωνα με τη νομολογία το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής βρίσκεται στους ώμους της αιτήτριας η οποία θα πρέπει να αποδείξει το στοιχείο τούτο για να θεωρηθεί πως το διορίζον όργανο υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας και να προκαλέσει την επέμβαση του Δικαστηρίου. Η νομική έννοια του όρου «έκδηλη υπεροχή» έχει προσδιοριστεί και αναλυθεί, μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78 και Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου κα. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, 337-338.
Στην παρούσα υπόθεση δε θεωρώ ότι η αιτήτρια έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι είτε του Α. Καπελίδη είτε του Χαρ. Γαβριηλίδη. Το μόνο στοιχείο στο οποίο η αιτήτρια υπερέχει των ενδιαφερομένων μερών είναι αυτό της αρχαιότητας. Συγκεκριμένα έναντι του Χ. Γαβριηλίδη υπερέχει κατά δύο σχεδόν χρόνια (21 μήνες) στην παρούσα θέση (Ανώτερου Φοροθέτη Β΄) και έναντι του Α. Καπελίδη υπερέχει κατά 3 σχεδόν χρόνια στην προηγούμενη θέση (Φοροθέτη). Ειδικότερα η αιτήτρια τοποθετήθηκε στη θέση Ανώτερου Φοροθέτη Β΄στις 15.7.98 ενώ το ε.μ. Γαβριηλίδης στις 15.4.2000. Ο Α. Καπελίδης τοποθετήθηκε στη θέση Ανώτερου Φοροθέτη Β΄στις 15.7.98 (όπως δηλαδή και η αιτήτρια) και στη θέση Φοροθέτη την 1/1/92 ενώ η αιτήτρια τοποθετήθηκε στην ίδια θέση στις 15/2/89.
Επίσης η σύσταση του Διευθυντή, η οποία όπως έχει ήδη αναφερθεί ήταν υπερ της αιτήτριας, νομολογιακά αποτελεί πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσης. Έχουμε λοιπόν την αιτήτρια να έχει υπέρ της τη σύσταση του Διευθυντή και αρχαιότητα σχεδόν 2 χρόνων (21 μήνες) έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Γαβριηλίδη που δεν είχε συστηθεί. Βέβαια σύμφωνα με τη νομολογία η Ε.Δ.Υ. μπορούσε να μην ακολουθήσει τη σύσταση του Διευθυντή, νοουμένου ότι παρέχει λόγους γιατί, πράγμα που εδώ έπραξε. Άλλωστε και το ε.μ. Α. Καπελίδης είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή. Ο δε Χ. Γαβριηλίδης, που δεν είχε τη σύσταση, κρίθηκε ως «παθών» και συνεπώς είχαν πλήρη εφαρμογή στην περίπτωσή του οι πρόνοιες του Ν. 87(1)/04 και ειδικότερα τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3(1) αυτού. Παραθέτω τις σχετικές διατάξεις:
«3(1) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού με βάση τον οποίο πληρούνται κενές θέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, παθόντες και τέκνα εγκλωβισμένων που είναι υποψήφιοι για διορισμό ή προαγωγή και κατέχουν τα προβλεπόμενα από τους σχετικούς νόμους ή κανονισμούς ή σχέδια υπηρεσίας προσόντα, προτιμώνται έναντι ανθυποψηφίων, οι οποίοι με βάση τα κριτήρια του οικείου νόμου έχουν κριθεί περίπου ισοδύναμοι μ' αυτούς:
Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου τυγχάνουν εφαρμογής μια φορά μόνο για κάθε παθόντα ή τέκνο εγκλωβισμένου, δηλαδή είτε στο στάδιο της πρόσληψης είτε στο στάδιο μιας από τις προαγωγές:
Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε πρόσωπα που διορίσθηκαν ή προήχθησαν δυνάμει του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου).
Βέβαια από πλευράς της αιτήτριας υπάρχει εισήγηση για αντισυνταγματικότητα του Ν. 87(1)/04, ιδιαίτερα δε των διατάξεων του άρθρου 3(1) αυτού οι οποίες έτυχαν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση ως αντικείμενο στο άρθρο 28 του Συντάγματος. Πανομοιότυπο λόγο ακύρωσης εξέτασα στην υπόθεση Χαράλαμπος Κιτης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 1078/04 ημερ. 6/4/06, η οποία απορρίφθηκε. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρήθηκε η έφεση υπ' αρ. 56/06, η οποία εκκρεμεί. Παραθέτω αυτούσια τα όσα είχα αναφέρει στην εν λόγω προσφυγή:
«Κατά την άποψη μου ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Η ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 28 έχει αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων της κυπριακής νομολογίας. Έχει δε νομολογηθεί ότι ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28(1) δεν αναφέρεται σε ακριβή αριθμητική ισότητα αλλά διασφαλίζει μόνο κατά των αυθαιρέτων διαφοροποιήσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων (βλ. μεταξύ άλλων, Argyris Mikrommatis and the Republic (Minister of Finance and Another) 2 R.S.C.C. 125, 131, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1965) 3 C.L.R. 107, Republic v. Arakian and others (1972) 3 C.L.R. 294, 299 και Antoniades & Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641).
Eνόψει του τεκμηρίου της συνταγματικότητας των νόμων, ο εν λόγω νόμος τεκμαίρεται συνταγματικός εκτός εάν αυτός που τον αμφισβητεί (εδώ οι αιτητές) αποδείξει το αντίθετο και μάλιστα στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. μεταξύ άλλων, Attorney General v. Ibrahim (1964) C.L.R. 232, The Board for Registration of Architects and Civil Εngineers v. Kyriakides, (1966) 3 C.L.R. 650, 654-655 και Μeropi Michael Loizou v. Sewage Board of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 122, 127).
Στην κρινόμενη υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 87(1)/04, πρόσωπα τα οποία είναι «παθόντες και τέκνα εγκλωβισμένων» και είναι υποψήφιοι για διορισμό ή προαγωγή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, «προτιμώνται έναντι ανθυποψηφίων οι οποίοι με βάση τα κριτήρια του οικείου νόμου έχουν κριθεί περίπου ισοδύναμοι μ' αυτούς». Νοείται δε, ότι κάθε πρόσωπο που ανήκει στην εν λόγω κατηγορία, δύναται να κάμει χρήση των συγκεκριμένων διατάξεων μόνο μια φορά, είτε στο στάδιο της πρόσληψης είτε στο στάδιο μιας από τις προαγωγές.
Είμαι της άποψης ότι η τάξη των παθόντων και των τέκνων εγκλωβισμένων μπορεί, λόγω της φύσης της, να αποτελέσει ιδιαίτερη κατηγορία ατόμων εξαιτίας των δεινών που τους έπληξαν. Από τη στιγμή δε, που σύμφωνα με την επίμαχη πρόνοια, πρόσωπα της συγκεκριμένης ομάδας προτιμούνται έναντι των ανθυποψηφίων τους, μόνο αν είναι περίπου ισοδύναμοι και μόνο εφόσον κατέχουν τα προβλεπόμενα προσόντα, δεν βλέπω πώς η διάκριση που γίνεται στο προαναφερόμενο άρθρο αντίκειται στην αρχή της ισότητας. Θεωρώ ότι οι δυο κατηγορίες προσώπων (δηλαδή υποψήφιοι που δεν ανήκουν στις εν λόγω τάξεις και υποψήφιοι που ανήκουν) εύλογα διαφοροποιούνται. Οι πρόνοιες του Νόμου που ίσχυε πριν από το Ν. 87(1)/04 και οι οποίες κρίθηκαν (κατά πλειοψηφία) ως αντισυνταγματικές (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ελένη Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534), ήταν πολύ διαφορετικές.»
Η αιτήτρια υποστηρίζει περαιτέρω πως και αν ακόμη ο Ν. 87(1)/04 δεν ήθελε κριθεί ως αντισυνταγματικός, δεν τυγχάνει στην παρούσα υπόθεση εφαρμογής καθότι αιτήτρια και ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήσαν περίπου ισοδύναμοι.
Δεν συμφωνώ ούτε με αυτό τον ισχυρισμό. Ήδη έκρινα ότι η συνολική εικόνα αιτήτριας και ενδιαφερομένων μερών, σε σχέση με τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, στο σύνολό τους αποκαλύπτει περίπου ισοδύναμους υπαλλήλους. Αυτό που με προβλημάτισε είναι το κατά πόσο η κατά 21 μήνες αρχαιότητα της αιτήτριας έναντι του ε.μ. Γαβριηλίδη ήταν τέτοια που αιτήτρια και Γαβριηλίδης να μη θεωρούνται «περίπου ισοδύναμοι» για σκοπούς εφαρμογής του Ν. 87(1)/04. Δίνοντας όμως έμφαση στη λέξη «περίπου» είμαι της άποψης ότι μια αρχαιότητα 21 μηνών δεν είναι τόσο ουσιώδης που να μην εμπίπτει στην έννοια της λέξης «περίπου».
Ένας άλλος ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε στην προκείμενη περίπτωση όσον αφορά τα προσόντα, την αξία, την πείρα και την αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών. Ειδικότερα η εισήγηση αυτή προσβάλλει τη βαρύτητα η οποία έχει προσδοθεί από μέρους της Επιτροπής στο πανεπιστημιακό δίπλωμα του ε.μ. Χ. Γαβριηλίδη το οποίο ανκαι χαρακτήρισε ως μη σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι « ...... του προσδίδει μεγαλύτερη ευρύτητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του .-....». Κατά την άποψη μου ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία τα οποία αφορούσαν την αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Μάλιστα ανέφερε η ίδια ρητά ότι τα στάθμισε και τα συνεκτίμησε στο σύνολό τους αποδίδοντας σ' αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα. Δε θεωρώ ότι η πιο πάνω αναφορά της όσον αφορά το πανεπιστημιακό δίπλωμα του ε.μ. Χ. Γαβριηλίδη ξεφεύγει της απαιτούμενης από τη νομολογία θέσης σε σχέση με τα πρόσθετα αλλά μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, όπως αυτή εκφράστηκε στην απόφαση που δόθηκε στην υπόθεση Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, 395:
«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής. και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
Ως τελευταίος λόγος ακύρωσης, προβάλλεται από μέρους της αιτήτριας, η παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή από την Ε.Δ.Υ., υπέρ της αιτήτριας, χωρίς να δοθεί η απαιτούμενη από τη νομολογία ειδική αιτιολογία.
Κρίνω ότι ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Η πιο πάνω αναφορά της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με το πανεπιστημιακό δίπλωμα του ε.μ. Χ. Γαβριηλίδη πρόσθετα προς το Accounting Higher LCC που αυτός κατείχε, και το ότι αυτός προτιμήθηκε με βάση τις πρόνοιες του Ν. 87(1)/04, αποτελεί κατά τη γνώμη μου την ειδική αιτιολογία που απαιτεί η νομολογία σε περιπτώσεις παραγνώρισης της σύστασης του Διευθυντή, όπως η παρούσα.
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθών η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους 1 Χαράλαμπου Γαβριηλίδη.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.