ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 4 ΑΑΔ 727

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 700/2004)

 

11 Αυγούστου, 2006

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  28  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.  ΜΑΡΙΑ  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

2.  ΓΙΩΡΓΟΣ  ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

΄Ελ.  Παπαγεωργίου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Χρ. Κληρίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

Α. Ευσταθίου (κα), για Ε. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3.

Α. Κωνσταντίνου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 4 και 5.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ:  Επιδιώκεται, με την προσφυγή αυτή, η ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη: 1. Χρυστάλλα Κόρτα, 2. Χρυσταλλένη Ψαρά-Μαζέρη, 3. Δέσποινα Χ"Γεωργίου, 4. Μιχάλης Πυργά και 5.  Χρυσόστομος Λαζάρου, διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, (το «Υπουργείο»), από 3/5/2004, αντί οι αιτητές. 

 

Γεγονότα:

Στις 13/8/2002, ζητήθηκε από την αρμόδια αρχή η πλήρωση οκτώ μόνιμων θέσεων Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου.  Πρόκειται για θέσεις πρώτου διορισμού.  Υποβλήθηκε αριθμός αιτήσεων και η Συμβουλευτική Επιτροπή, (η «Συμβουλευτική»), η οποία συστάθηκε για τους σκοπούς πλήρωσης των θέσεων, αφού μελέτησε τις διάφορες αιτήσεις που υποβλήθηκαν, αποφάσισε ότι μόνο 32 από τους 57 υποψηφίους πληρούσαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας ακαδημαϊκά προσόντα. 

 

Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προέβλεπε:-

 

«3.  Α π  α ι τ ο ύ μ ε ν α   π ρ ο σ ό ν τ α :

 

       (1)(α)  Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Ψυχολογία.

 

                               (Σημ.:  Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).

 

                                                                                                      και

 

             (β) μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος στην Εκπαιδευτική ή Σχολική ή Κλινική Ψυχολογία διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.

 

        (2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.

 

        (3)  Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

 

                Σημ.:  Αναφορικά με τους υποψηφίους -

 

                           (i)  Των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η Ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο Ελληνικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης. και

 

                         (ii) οι οποίοι, δυνάμει του ΄Αρθρου 2.3 του Συντάγματος, επέλεξαν να ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα,

 

                         απαιτείται μόνο καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, νοουμένου ότι θα έχουν άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

 

          (4)  Διετής τουλάχιστο πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα.

 

                  Σημ.:   Κατά την πρώτη πλήρωση της θέσης μετά την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας μπορούν να ληφθούν υπόψη και υποψήφιοι που δεν έχουν το στην παρ. (1)(β) απαιτούμενο προσόν, νοουμένου ότι έχουν τριετή τουλάχιστο πείρα στην εκπαιδευτική ψυχολογία και το πανεπιστημιακό τους δίπλωμα ή ο τίτλος ή το ισότιμο προσόν περιλαμβάνει μαθήματα Εκπαιδευτικής ή Σχολικής ή Κλινικής Ψυχολογίας.  (Σημ.:  Το παρόν Σχέδιο Υπηρεσίας εγκρίθηκε την 1η Μαρτίου 2002).»

 

 

 

Ακολούθησε η διεξαγωγή από τη Συμβουλευτική προφορικής εξέτασης 23 υποψηφίων, η απόδοση των οποίων αξιολογήθηκε με τους εξής χαρακτηρισμούς:  «καλός», «πολύ καλός», «σχεδόν πάρα πολύ καλός», «πάρα πολύ καλός», «σχεδόν εξαίρετος» και «εξαίρετος».

 

Ο αιτητής χαρακτηρίστηκε «εξαίρετος» ενώ η αιτήτρια «σχεδόν εξαίρετη».  Από τα ενδιαφερόμενα μέρη, «εξαίρετη» χαρακτηρίστηκε η Χρυσταλλένη Ψαρά Μαζέρη, ενώ «σχεδόν εξαίρετοι» οι Χρυστάλλα Κόρτα, Χρυσόστομος Λαζάρου και Μιχάλης Πυργάς.  Η Δέσποινα Χατζηγεωργίου χαρακτηρίστηκε ως «πάρα πολύ καλή».  Η Συμβουλευτική,  σε αξιολόγηση των υποψηφίων, στη βάση του συνόλου των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον της, κατέληξε να συστήσει και τους 23 υποψηφίους. 

 

Η Ε.Δ.Υ., σε συνεδρία της στις 30/4/2003, ετοίμασε κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων.  Περιέλαβε σε αυτόν τα ονόματα  τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων μερών.  Μεταξύ άλλων, σε ό,τι αφορά το προβλεπόμενο πλεονέκτημα, η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε το πόρισμα της Συμβουλευτικής για πέντε από τους έξι υποψηφίους, διαφώνησε, όμως, για την αιτήτρια, με το εξής σκεπτικό:- 

 

"Σχετικά με την αιτήτρια Γεωργίου-Οικονόμου Μαρία, διαπίστωσε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε ότι αυτή κατέχει το πλεονέκτημα της πείρας λόγω του ότι υπηρέτησε ως έκτακτη/αποσπασμένη από τη θέση δασκάλου στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, από την 1.9.98 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο.  Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε ότι η Γεωργίου-Οικονόμου δεν κατέχει το πλεονέκτημα της 'διετούς τουλάχιστο πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης', γιατί μέρος της πείρας της στην Εκπαιδευτική Ψυχολογία χρησιμοποιήθηκε για να μπορέσει να θεωρηθεί ως υποψήφια με βάση τη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, δεδομένου ότι δεν διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σε κατάλληλο θέμα, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1(β) των Απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ, το υπόλοιπο του χρόνου που εργάστηκε με απόσπαση στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, δεν συμπληρώνει τα δύο χρόνια πείρας που απαιτείται στην παράγραφο (4) των Απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας για το πλεονέκτημα."

 

 

 

Κατά την ίδια συνεδρία, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση 22 υποψηφίους και το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου να παρίσταται σ' αυτή. 

 

Η νέα συνεδρία της Ε.Δ.Υ. για το θέμα έγινε στις 2/2/2004.  Επειδή, όμως, στο διάστημα που μεσολάβησε, η σύνθεσή της διαφοροποιήθηκε, αποφάσισε όπως μελετήσει εκ νέου τόσο την έκθεση της Συμβουλευτικής όσο και τις αποφάσεις που λήφθηκαν από την Ε.Δ.Υ. υπό την προηγούμενη της σύνθεση.  Μετά από μελέτη, υιοθέτησε τα ευρήματα τόσο της Συμβουλευτικής όσο και της Ε.Δ.Υ. υπό την προηγούμενη της σύνθεση, διαφώνησε όμως σ' ό,τι αφορά υποψήφια, η οποία δεν ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσης και η οποία θεωρήθηκε προηγουμένως ότι δεν κατείχε τα προσόντα.  Κλήθηκαν για προφορική εξέταση 23 υποψήφιοι.  Η Ε.Δ.Υ., σε συνεδρίες της, με ημερομηνίες 8/3/2004 και 9/3/2004, διεξήγαγε τις προφορικές εξετάσεις, παρουσία του εκπροσώπου του Υπουργείου κ. Μιχάλη Ιωάννου, ο οποίος παρευρέθη λόγω κωλύματος του Γενικού Διευθυντή.  Με την ολοκλήρωση τους, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, χωρίς να διατυπώσει αιτιολογία και αποχώρησε. Χαρακτήρισε την αιτήτρια και τις Χρυστάλλα Κόρτα και Δέσποινα Χατζηγεωργίου «εξαίρετες», τους Χρυσταλλένη Ψαρά Μαζέρη, Μιχάλη Πυργά και Χρυσόστομο Λαζάρου «πάρα πολύ καλούς» και τον αιτητή «πολύ καλό».  Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε η ίδια σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, υπό το φως και των κρίσεων του εκπροσώπου του Υπουργείου.  Η δική της αξιολόγηση ήταν για τα ενδιαφερόμενα μέρη «εξαίρετα», για την αιτήτρια «πάρα πολύ καλή» και τον αιτητή «πολύ καλός».  Μετά την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης,  η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.  Ανέφερε δε σχετικά τα εξής:- 

 

«Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους.»

 

 

 

Επικαλούνται οι αιτητές, για ακύρωση της συγκεκριμένης απόφασης, ότι η παρουσία του Μιχάλη Ιωάννου στις προφορικές συνεντεύξεις, αντί του Γενικού Διευθυντή, επηρεάζει τη νομιμότητα της απόφασης. 

 

Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 33(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), (ο «Νόμος»):-

 

«Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο.  Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.»

 

 

 

Από το περιεχόμενο του πιο πάνω ΄Αρθρου, προκύπτει ότι, κατά τη διενέργεια προφορικής εξέτασης, δεν είναι η παρουσία συγκεκριμένου λειτουργού απαραίτητη.  Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παράνομη παρουσία του κ. Ιωάννου.  Ούτε και έχει σημασία το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ., αρχικά, αποφάσισε να καλέσει το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, εφόσον η παρουσία του κ. Ιωάννου έγινε αποδεκτή από αυτήν. 

 

Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και εκεί όπου ο Νόμος απαιτεί την παρουσία του Προϊσταμένου του Τμήματος, η παρουσία εκπροσώπου του, όταν αυτός κωλύεται - (στην προκειμένη περίπτωση ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου εκωλύετο να παραστεί) - κρίνεται νόμιμη - (βλ. Piperi and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306, 1313). 

 

Ένα άλλο παράπονο των αιτητών είναι ότι αναρμόδια και αυθαίρετα επελέγη ο κ. Μιχάλης Ιωάννου να συμμετάσχει στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ.  Ο συγκεκριμένος Λειτουργός δεν είχε τις ειδικές γνώσεις που ο Νόμος απαιτεί, ώστε να την βοηθήσει.

 

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  Καθώς προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, ο κ. Μιχάλης Ιωάννου ήταν ένα από τα πλέον αρμόδια πρόσωπα για να βοηθήσει την Ε.Δ.Υ.  Είναι Πρώτος Εκπαιδευτικός Ψυχολόγος στην Υπηρεσία της Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου, όπου υπάγεται και η επίδικη θέση.  Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι η ίδια η αιτήτρια επισύναψε στην αίτησή της ημερομηνίας 24/10/2002 για την επίδικη θέση, βεβαίωση υπογεγραμμένη από αυτόν.  Ήταν, συνεπώς, Λειτουργός, που κατείχε τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται και νόμιμα προσήλθε ενώπιον της Ε.Δ.Υ.

 

Ως δεύτερος λόγος ακύρωσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο εκπρόσωπος του Υπουργείου, κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. παρουσία του στις προφορικές συνεντεύξεις, προέβη σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, χωρίς να έχει τέτοια εξουσία και, περαιτέρω, ότι η αξιολόγησή του αυτή ήταν γενική, αόριστη και αναιτιολόγητη.

 

Απάντηση στον πιο πάνω ισχυρισμό δίδει η απόφαση της Ολομέλειας στην G. Thalassinos v. Republic (Public Service Commission) (1974) 3 C.L.R. 290, όπου, στη σελ. 293, αναφέρεται:-

 

      "Also, we cannot agree with counsel for the appellant that the Director General was not entitled to express at the meeting of the Commission his own views about the candidates ... we do not regard that by acting in this way he has usurped any of the functions of the Commission; so we are in full agreement with the learned trial Judge on this point."

 

 

 

΄Οσον αφορά δε το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού για γενική και μη αιτιολογημένη αξιολόγηση, στη Δρουσιώτης κ.á. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (E) 519, σελ. 529, αναφέρεται ότι:-

 

      «Η εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής.  Είναι παράγοντας για τη μόρφωση της κρίσης της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων.»

 

 

 

Κατά συνέπεια, μια τέτοια εκτίμηση δεν εξομοιώνεται με τη σύσταση και, κατ' επέκταση, δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη.  Στην απόφαση της Ολομέλειας Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28, για όμοιο ζήτημα, αποφασίστηκαν τα εξής:- (σελ. 32)

 

«΄Οταν η ΕΔΥ ανέφερε πως έλαβε υπόψη και τις κρίσεις και απόψεις του Γενικού Διευθυντή ως προς την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, δεν εννοούσε πως αυτά συνιστούσαν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης.  Αυτές οι κρίσεις δεν εξομοιώνονται προς τη σύσταση (βλ. μεταξύ άλλων Lambis and Others v. Rebublic (1986) 3 C.L.R. 130) και τον περιορισμένο, ούτως ή άλλως, σκοπό τους τον προσδιόρισε η ίδια η ΕΔΥ την ημέρα των συνεντεύξεων.» 

 

 

 

Ο ρόλος, άλλωστε, του εκπροσώπου του Υπουργείου εντασσόταν στο πλαίσιο του ΄Αρθρου 33(10) του Νόμου, το οποίο έχει ήδη παρατεθεί.  Οι απόψεις του εκπροσώπου δε συνιστούσαν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης για την Ε.Δ.Υ. αλλά απλό βοήθημα, ώστε, σε εκείνο το στάδιο, να σχηματίσει η ίδια άποψη.

 

΄Ομοιος ισχυρισμός απορρίφθηκε από την Ολομέλεια στην Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23, όπου στη σελ. 32 αναφέρεται:-

 

      «Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα - ότι η συμμετοχή του Διευθυντή στις συνεντεύξεις των υποψηφίων και η αποτίμηση και από τον ίδιο της απόδοσής τους ήταν απαράδεκτη.  Συμφωνούμε.  Στη διεκπεραίωση του έργου του και, όλως ιδιαίτερα, στη διερεύνηση των γεγονότων που άπτονται της άσκησης των εξουσιών του, το αρμόδιο διοικητικό σώμα έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια.  Η προσεπίκληση του Διευθυντή να συμμετάσχει στις συνεντεύξεις των υποψηφίων ήταν νομικά παραδεκτή και, εκ των πραγμάτων, επωφελής, ενόψει της συνάφειας και της ιδιαίτερης γνώσης του, ως προς τα απαιτούμενα για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης.  Νοείται πάντα, ότι οι αξιολογήσεις δεν αποτελούν αυτοτελές στοιχείο κρίσης - (βλ., μεταξύ άλλων, Ιακωβίδη ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28, Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).»

 

 

 

΄Ολα όσα αναφέρθηκαν κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου ακύρωσης απαντούν και τον επόμενο ισχυρισμό των αιτητών - ότι η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε την αξιολόγηση του συγκεκριμένου εκπροσώπου στις υπό αναφορά συνεντεύξεις όσον αφορά την αιτήτρια.

 

Ο επόμενος ισχυρισμός που προβάλλεται αφορά αποκλειστικά την αιτήτρια.  Είναι εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της ότι λανθασμένα η Ε.Δ.Υ. διαφώνησε με το αρχικό πόρισμα της Συμβουλευτικής και δεν της πίστωσε το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης πλεονέκτημα.

 

Στη γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος των ενδιαφερομένων μερών Μιχάλη Πυργά και Χρυσόστομου Λαζάρου, υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να συζητηθεί, αφού δεν έχει τεθεί με την προσφυγή της αιτήτριας, όπως επιβάλλεται από τον Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 -  (βλ., σχετικά,  Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709, σελ. 1715, και Σπύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549).  Δε συμφωνώ με τη θέση αυτή των ενδιαφερομένων μερών.  Ο υπό αναφορά λόγος ακύρωσης εμπίπτει στα νομικά σημεία που διατυπώνονται στους υπ' αρ. 5 και 8 λόγους, αντίστοιχα:-

 

«5.    Παραγνώρισε ή/και δεν αξιολόγησε δεόντως ή καθόλου ή/και παρέλειψε να λάβει υπόψη όλα τα δεδομένα των Αιτητών.»

 

«8.    Παρέλειψε να ερευνήσει κατάλληλα και νομότυπα όλες τις πτυχές της υπόθεσης ή/και ενήργησε με βάση ανεπαρκή και αυθαίρετα δεδομένα.»

 

 

 

Προχωρώ στην εξέταση και αυτού του λόγου ακύρωσης.

 

Η Συμβουλευτική, καθώς προκύπτει από την Έκθεση της ημερομηνίας 25/2/2003, αναγνώρισε στην αιτήτρια το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα της διετούς, τουλάχιστον, πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, αναφέροντας τα εξής:-

 

«Γεωργίου-Οικονόμου Μαρία, ΄Εκτακτη/αποσπασμένη από τη θέση δασκάλας στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, Υ.Π.Π. 1.9.98 - σήμερα.»

 

 

 

Η αιτήτρια δεν κατείχε το απαιτούμενο μεταπτυχιακό δίπλωμα - (παρ. 3(1)(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας) - γι' αυτό εφαρμόστηκε η Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, όπου, για να κριθεί η αιτήτρια προσοντούχος, έπρεπε να έχει τρία τουλάχιστον έτη πείρας στην Εκπαιδευτική Ψυχολογία.  Η πείρα της αιτήτριας είχε διάρκεια τεσσάρων ετών και δύο μηνών - (από 1/9/1998 μέχρι τις 29/10/2002, τελευταία ημέρα υποβολής αιτήσεων).

 

Η Ε.Δ.Υ. δε διαφώνησε με τη Συμβουλευτική - ότι η πιο πάνω τετραετής πείρα της αιτήτριας στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας στο Υπουργείο θα μπορούσε να καλύψει το πλεονέκτημα.  ΄Ο,τι έκρινε, είναι ότι η πείρα της δεν αρκούσε για να καλύψει το πλεονέκτημα, αφού τρία έτη από την τετραετή πείρα της χρησιμοποιήθηκαν για να μπορέσει αυτή να είναι προσοντούχος.  Tο έτος που παρέμενε δεν ήταν αρκετό.  Απαιτείτο διετής πείρα για το πλεονέκτημα.

 

Η Ε.Δ.Υ., στην απόφασή της, απόσπασμα της οποίας έχω ήδη παραθέσει, έθεσε το ζήτημα με σαφήνεια.

 

Ισχυρίζεται, περαιτέρω, η αιτήτρια ότι διέθετε και πείρα ως «Ειδική δασκάλα -  Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας στην ειδική εκπαίδευση με σύμβαση από 15.2.1996-31.8.1998», όπως κατέγραψε η ίδια στην αίτησή της για τη θέση. Η πείρα αυτή της αιτήτριας είναι καταγραμμένη στον επισυνημμένο στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Πίνακα - (βλ. σελ. 4 του Πίνακα) - κάτω από τον τίτλο «Επαγγελματική Πείρα».

 

Η πιο πάνω πείρα της αιτήτριας, ως δασκάλας, δεν κρίθηκε ως πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, δηλαδή πείρα στην Εκπαιδευτική Ψυχολογία, και ορθά, αφού η αιτήτρια, την περίοδο 15/2/1996 - 31/8/1998, δίδασκε σε σχολείο Δημοτικής Εκπαίδευσης.  Τα καθήκοντα της επίδικης θέσης είναι εντελώς διαφορετικά από τα καθήκοντα της δασκάλας.  Καθήκοντα Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου ασκούσε από 1/9/1998, όπως αναφέρεται στη βεβαίωση, την οποία η ίδια προσκόμισε:-

 

«... εργάζεται ως έκτακτος αποσπασμένος από θέση δασκάλου στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, εκτελώντας όλα τα καθήκοντα της θέσης του Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, από 1/9/1998 μέχρι σήμερα.»

 

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Η απόφαση της καθ' ης η αίτηση να μην πιστώσει την αιτήτρια το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης πλεονέκτημα ήταν εύλογη, υπό τις περιστάσεις, και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Με τον επόμενο ισχυρισμό τους, οι αιτητές παραπονούνται ότι, ενώ η Συμβουλευτική, στην ενώπιον της προφορική εξέταση, τους αξιολόγησε ψηλά, η Ε.Δ.Υ., αναιτιολόγητα, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, τους αξιολόγησε χαμηλότερα.

 

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  Η απόρριψή του γίνεται στη βάση των αποφασισθέντων στην Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1503, τα οποία και παραθέτω:- (σελ. 1505)

 

«Η υποκειμενική κρίση ως προς την απόδοση σε προφορική συνέντευξη είναι ανέλεγκτη.  Επαναλαμβάνω για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης το πιο κάτω απόσπασμα από την ενδιάμεση απόφασή μου στην υπόθεση Χριστάκης Νικολαΐδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 609.

 

'Η εντύπωση που σχηματίζει το κάθε ένα από τα μέλη του συλλογικού οργάνου κατά τις συνεντεύξεις, είναι υποκειμενική.  (Βλ. συναφώς Αndreas Z. Georghiou and Others v. Republic (1988) 3 C.L.R. 678, Εύης Δρουσιώτης ν. Δήμος Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437).  Επιπρόσθετα προς όσα ισχύουν γενικά ως προς τη δυνατότητα ελέγχου της υποκειμενικής κρίσης των διοικητικών οργάνων, θα έλεγα ότι αποτελεί συνακόλουθο της Νομολογίας ως προς τη μη αναγκαιότητα καταγραφής των ερωτήσεων και των απαντήσεων πως δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο αυτή η υποκειμενική κρίση.  Θα ήταν αντινομικό να είναι επιτρεπτός αυτός ο έλεγχος και, ταυτόχρονα, να είναι επιτρεπτή η μη καταγραφή των αυθεντικών δεδομένων που θα διασφάλιζαν την αποτελεσματική διενέργειά του.  Δεν θα είχε νόημα η νομολογία  και, τελικά, ο Νόμος αν γινόταν δεκτό πως θα μπορεί σε κάθε περίπτωση να προσάγεται μαρτυρία, με όλα τα συνεπακόλουθα, για να συντεθεί εκ των υστέρων εκείνο που δεν ήταν ανάγκη να καταγραφεί ευθύς εξ αρχής.'

 

(Βλ. επίσης την υπόθεση Φρίξος Δημητριάδης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 627, Φειδίας Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922, Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Επαμεινώνδας Μεταξάς ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 598, Χ"Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 276."

 

 

 

΄Αλλος ένας ισχυρισμός των αιτητών, ο οποίος, επίσης, δεν ευσταθεί, είναι ότι η Ε.Δ.Υ. δεν αιτιολόγησε την απόκλιση της από τη σύσταση της Συμβουλευτικής.

 

Ούτε από τη νομοθεσία αλλά ούτε και από τη νομολογία προκύπτει υποχρέωση της Ε.Δ.Υ. όπως δίδει αιτιολογία, σε περίπτωση διαφωνίας της με αξιολογήσεις υποψηφίων από τη Συμβουλευτική.  Εν πάση, όμως, περιπτώσει, στην προκειμένη περίπτωση, κανένας λόγος για αιτιολογία δεν υπήρχε, αφού η Συμβουλευτική σύστησε και τους αιτητές.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμη ότι η Ε.Δ.Υ. δεν έδωσε την απαιτούμενη από τη νομολογία ειδική αιτιολογία όσον αφορά την παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή, ιδιαίτερα, ενόψει του γεγονότος ότι οι επιλεγέντες δεν κατείχαν το συγκεκριμένο πλεονέκτημα.

 

Η Ολομέλεια, στη Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1822, στη σελ. 1830, αντίκρισε το εν λόγω ζήτημα ως εξής:-

 

«... απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου, όταν υποψήφιος που έχει το πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα Σχέδια Υπηρεσίας δεν επιλέγεται για διορισμό.  Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία.  Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα επαρκώς.  Η αιτιολόγηση δε αυτή δέον να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από οποιοδήποτε ή το Διοικητικό Δικαστήριο.»

 

 

 

Η Ε.Δ.Υ., στο πρακτικό της, σε σχέση με το πλεονέκτημα, ανέφερε ότι:-

 

«Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ορισμένοι από τους μη επιλεγέντες υποψηφίους διαθέτουν το πλεονέκτημα της πείρας, ενώ ορισμένοι από τους επιλεγέντες δεν το διαθέτουν.  Ωστόσο, η Επιτροπή, αφού συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένης της υπεροχής των επιλεγέντων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, έκρινε ότι το πλεονέκτημα από μόνο του δεν μπορεί υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων."

 

 

 

Kαθώς προκύπτει από τα πιο πάνω, το ζήτημα απασχόλησε την Ε.Δ.Υ., η οποία και εξήγησε γιατί προτιμά τους προαχθέντες, μερικοί των οποίων δεν κατείχαν το πλεονέκτημα.  Η αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ., θεωρώ ότι ικανοποιεί πλήρως τα όσα η νομολογία απαιτεί - (βλ., επίσης, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας κ.ά., (πιο πάνω)).

 

΄Αλλος λόγος ακυρότητας, που προβάλλεται από τους αιτητές, είναι ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ.  Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία - (βλ. Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856 και Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, 1088) - η απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιον της Επιτροπής συνεντεύξεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τουςΗ υπεροχή τους στην προφορική συνέντευξη ήταν προσθετικό στοιχείο στην αξία τους και είναι η αξία βασικό κριτήριο για διορισμό - προαγωγή - (βλ. Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 560).  Μελέτη του πρακτικού της Ε.Δ.Υ. δε βοηθά τη θέση των αιτητών.  Αντίθετα, καταδεικνύει ότι η Ε.Δ.Υ., κατά την επιλογή των προαχθέντων, δεν έδωσε την ισχυριζόμενη υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη.   Την συνυπολόγησε και την συνεκτίμησε με πολλά άλλα κριτήρια, τα οποία και εξειδικεύει - (βλ. P.S.C.  v.Potoudes & Others (1987) 3 C.L.R. 1591).

 

Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης που προβάλλεται, παραπονούνται οι αιτητές ότι τόσο η Συμβουλευτική όσο και η Ε.Δ.Υ. έλαβαν υπόψη τους τους προσωπικούς φακέλους και τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των ενδιαφερομένων μερών Χρυστάλλας Κόρτα και Χρυσταλλένης Ψαρά-Μαζέρη, που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.  Παρά το γεγονός ότι αυτά λήφθηκαν υπόψη, συνεχίζουν οι αιτητές, δεν υπάρχει ο,τιδήποτε, που να φανερώνει πώς αυτά χρησιμοποιήθηκαν συγκριτικά προς τους αιτητές, με αποτέλεσμα την ύπαρξη έλλειψης δέουσας έρευνας, άνισης μεταχείρισης και πιθανότητας πλάνης.

 

Δε συμφωνώ με την πιο πάνω θέση.  Από τη στιγμή που δεν ήταν όλοι (ενδιαφερόμενα μέρη και αιτητές) δημόσιοι υπάλληλοι, δεν παρεχόταν έδαφος για σύγκριση και αντιπαραβολή των στοιχείων των προσωπικών φακέλων και των εμπιστευτικών εκθέσεων αυτών που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι με στοιχεία αυτών που δεν ήταν.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

      Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                  Ε. Παπαδοπούλου

                                                                                 Δ.

 

 

 

 

     

 

 

/ΚΧ"Π, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο