ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 759
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 129/2005
22 Αυγούστου, 2006
[Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,
Αιτήτρια,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ
Η/ΚΑΙ ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
Καθών η αίτηση
------------------
Σ. Οικονομίδης, για την αιτήτρια
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθών η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ: Η παρούσα προσφυγή εξετάζει την ορθότητα της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών αν ορθά η αιτήτρια, η οποία κατέχει το βαθμό του Ταγματάρχη, θα κριθεί το 2008.
(α) Τα γεγονότα
Η αιτήτρια είναι πτυχιούχος του Κρατικού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Ξένων Γλωσσών της Μόσχας από το οποίο απέκτησε κατόπιν πενταετούς φοίτησης το πτυχίο του Μεταφραστή, Διερμηνεα και Διδασκάλου της αγγλικής, ρωσικής και γαλλικής γλώσσας. Διορίστηκε απευθείας στο Στρατό της Δημοκρατίας στις 28/4/1992 ως ανθυπολοχαγός, το 1995 προήχθη σε Υπολοχαγό, το 1999 σε Λοχαγό και το 2004 σε Ταγματάρχη.
Το άρθρο 27(1) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 προνοεί ότι ένας αξιωματικός δικαιούται κρίσης εφόσον έχει συμπληρώσει μέχρι την 31 Δεκεμβρίου του έτους σύγκλησης του Συμβουλίου, συμπληρωμένο τον καθιερωμένο για το βαθμό του χρόνου διοικήσεως και ελάχιστο χρόνο παραμονής σε αυτόν. Ο ελάχιστος χρόνος παραμονής που απαιτείται να έχει ένας λοχαγός (βαθμού που κατείχε η αιτήτρια από 27/12/99-31/8/04) για να δικαιούται κρίσης ήταν 5 χρόνια. Έτσι η αιτήτρια, η οποία κατείχε το βαθμό του λοχαγού από τις 27/12/99 εδικαιούτο κρίσης κατά την τακτική συνεδρία του Συμβουλίου κατά το έτος 2004.
Στις 28/6/02 δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας οι περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2002 (Κ.Δ.Π. 313/02) με τους οποίους τροποποιήθηκε ο Καν. 27 με την προσθήκη των ακόλουθων νέων παραγράφων (2) και (3):
«(2) Για τους Ανθυπολοχαγούς που προέρχονται από Ανώτατες Στρατιωτικές Σχολές, στις οποίες τα έτη φοίτησης είναι περισσότερα των ετών φοίτησης των Ανωτάτων Στρατιωτικών Σχολών, από τις οποίες αποφοιτούν Αξιωματικοί Όπλων του Στρατού Ξηράς, Μάχιμοι Αξιωματικοί του Ναυτικού ή Ιπτάμενοι αξιωματικοί της Αεροπορίας, ο ελάχιστος χρόνος παραμονής που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (1) του παρόντος Κανονισμού, μειώνεται κατά τόσα έτη, όσα τα προβλεπόμενα επιπλέον έτη φοίτησης. Σε καμιά όμως περίπτωση ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στο βαθμό αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα έτος:
Νοείται ότι για τους Αξιωματικούς που έχουν αποφοιτήσει από τις εν λόγω Ανώτατες Στρατιωτικές Σχολές πριν την έναρξη της ισχύος των παρόντων Κανονισμών, ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό τους, που αναφέρεται στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού, θα μειώνεται ανάλογα κατά τόσα έτη, όσα τα προβλεπόμενα επι πλέον έτη φοίτησης.
(3) Η πρόνοια της προηγούμενης παραγράφου ισχύει και για όσους διορίζονται στο Στρατό, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, απευθείας ως Αξιωματικοί με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, πτυχιούχους Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, στα οποία τα έτη φοίτησης είναι περισσότερα των ετών φοίτησης των Ανώτατων Στρατιωτικών Σχολών, από τις οποίες αποφοιτούν Αξιωματικοί Όπλων του Στρατού Ξηράς, Μάχιμοι Αξιωματικοί του Ναυτικού ή Ιπτάμενοι Αξιωματικοί της Αεροπορίας, εφόσον το πτυχίο αποτελεί απαραίτητο προσόν για το διορισμό τους» και
.................................................................................................................
Με βάση την πιο πάνω τροποποίηση η αιτήτρια υπέβαλε παράπονο στις 9/5/03 ότι το όνομα της δεν είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των αξιωματικών οι οποίοι εδικαιούντο κρίσης από το Συμβούλίο το 2003 αφού είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο παραμονής στο βαθμό του Λοχαγού. Το Πρώτο Επιτελικό Γραφείο της ζήτησε να υποβάλει πιστοποιητικό του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλου Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ) όπως επίσης και βεβαίωση για τη χρονική διάρκεια των σπουδών της στο Κρατικό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Η αιτήτρια συμμορφώθηκε στις 17/9/03 και υπέβαλε στο Υπουργείο Άμυνας τα πιο πάνω έγγραφα μαζί με έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο οποίο αναφερόταν ότι η διάρκεια σπουδών για την απόκτηση της ειδικότητας των ξένων γλωσσών ήταν 5 χρόνια. Στις 26/4/03 το Υπουργείο Άμυνας ζήτησε νομική συμβουλή από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα κατά πόσον οι παράγραφοι (2) και (3) του Καν. 27 εφαρμόζονται στην περίπτωση Αξιωματικών του Στρατού οι οποίοι είναι απόφοιτοι ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και διορίζονται στον Στρατό με απευθείας διορισμό. Το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα προέτρεψε το Υπουργείο Άμυνας να διερευνήσει σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και το ΚΥΣΑΤΣ κατά πόσο ο εξαετής κύκλος σπουδών, συμπεριλαμβάνει μαθήματα που δεν σχετίζονται άμεσα με τη νομική επιστήμη, όπως για παράδειγμα μαθήματα για την εκμάθηση ης γλώσσας.
Στις 15.9.04 ο Υπουργός Άμυνας αποφάσισε τη συγκρότηση και σύγκληση του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών, σε έκτακτη σύνοδο για το έτος 2004 για να εξετάσει τις περιπτώσεις των 21 συνολικά αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας οι οποίοι ήταν απόφοιτοι Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και είχαν υποβάλει αίτημα για κρίση με βάση τις διατάξεις του Καν. 27(1)(2) και (3) πιο πάνω. Το Συμβούλιο Κρίσεων αποφάσισε στις 8/10/04 ότι δικαιούνταν κρίσης για το 2004 μόνο 13 από τους 21 Αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων ήταν και η αιτήτρια, για την οποία το Συμβούλιο Κρίσεων αποφάσισε ότι ελάχιστος χρόνος παραμονής της στο συγκεκριμένο βαθμό θα έπρεπε να μειωθεί κατά 1 χρόνο. Η πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων κοινοποιήθηκε στις 25/6/03 στην αιτήτρια με το ακόλουθο περιεχόμενο το οποίο αποτελεί και το επίδικο θέμα της παρούσας προσφυγής:
«Σας γνωρίζουμε σε απάντηση του (β) σχετικού και κατόπιν του (δ) ομοίου ότι, το Συμβούλιο Κρίσεων Αξκών κατά την έκτακτη σύνοδό του για το έτος 2004, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται με τα (α) και (γ) όμοια, εξέτασε το αίτημα σας για κρίση, με βάση τους Κανονισμούς 27(1), (2) και (3) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 2003 και αποφάσισε ότι η περίπτωσή σας εμπίπτει στις πρόνοιες των συγκεκριμένων κανονισμών και θα ληφθεί υπόψη για την πλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται στον κατεχόμενο βαθμό για να κριθείτε.»
(β) Η προσφυγή
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αναγνωρισμένων αρχών χρηστής διοίκησης και φυσικής δικαιοσύνης. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της ότι οι καθών η αίτηση επέδειξαν υπερβολική καθυστέρηση στην εξέταση του θέματος της και εν πάση περιπτώσει πέραν των 30 ημερών που προνοεί το άρθρο 29 του Συντάγματος με αποτέλεσμα, στο μεσοδιάστημα μεταξύ 17/9/03 (που υποβλήθηκε η σχετική αναφορά της αιτήτριας με πλήρη δικαιολογητικά) και 8/10/04 (που λήφθηκε η σχετική απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων) να μεσολαβήσουν οι τακτικές κρίσεις Αξιωματικών του 2004, η κρίση της αιτήτριας ως προακτέας κατ' εκλογήν και τελικά η προαγωγή της στον βαθμό του Ταγματάρχη από 1/9/04. Αυτό είχε ως επακόλουθο την προαγωγή της αιτήτριας ένα χρόνο αργότερα. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι αν οι καθών η αίτηση λάμβαναν την απόφασή τους μέσα σε εύλογο χρόνο από την υποβολή του αιτήματος της και οπωσδήποτε πριν από την προαγωγή της σε Ταγματάρχη, η μείωση του χρόνου παραμονής κατά τα προβλεπόμενα στον Καν. 27(2)(3) θα αφορούσε το βαθμό του Λοχαγού, θα κρινόταν στο βαθμό του Λοχαγού από το 2003, και με αυτό τον τρόπο θα προάγετο σε Ταγματάρχη από το 2003 αντί από το 2004, επωφελούμενη και των ανάλογων μισθολογικών και υπηρεσιακών πλεονεκτημάτων.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθων η αίτηση υπέβαλε ότι στην παρούσα περίπτωση εφαρμόζεται το άρθρο 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99) και ορθά το Συμβούλιο Κρίσεων βασίστηκε στο πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασής του στις 8/10/04, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια που ήδη από 1/9/04 κατείχε το βαθμό του Ταγματάρχη, θα εδικαιούτο κρίσης το 2008. Αναφορικά με την παραβίαση του άρθρου 29 του Συντάγματος, εισηγήθηκε ότι η προθεσμία που τάσσεται είναι ενδεικτική, ότι η διοίκηση υποχρεούται να απαντήσει μέσα σε 30 μέρες εφόσον η έκδοση της πράξης είναι εφικτή μέσα στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και ότι ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες. Στην παρούσα περίπτωση οι ιδιάζουσες συνθήκες παράτειναν τη λήψη της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων αφού κρίθηκε αναγκαία η εκ μέρους των ενδιαφερομένων, υποβολή των σχετικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων από το ΚΥΣΑΤΣ και επιπρόσθετα μεσολάβησε η παραπομπή του θέματος της εφαρμογής των προνοιών του Κανονισμού 27 στο Γενικό Εισαγγελέα για γνωμάτευση που δόθηκε τελικά στις 7/6/04.
Οι θέσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθών η αίτηση είναι ορθές.
Αναφορικά με την ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 29 του Συντάγματος πρέπει να σημειωθεί ότι η επίκληση του άρθρου 29 προϋποθέτει ότι
(α) Το αντικείμενο της αίτησης πρέπει να εμπίπτει μέσα στις πρόνοιες του άρθρου 146(1) του Συντάγματος και
(β) Ο αιτητής δεν μπορεί να επιζητεί θεραπεία με βάση το άρθρο 141.6 και ταυτόχρονα να προβάλλει την εγκυρότητα της τελικής απόφασης.
Όπως τονίστηκε από τον Δικαστή Καλλή στην υπόθεση Τρύφωνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (προσφυγή αρ. 428/00 της 15/3/01):
«Σύμφωνα με τη δεύτερη προϋπόθεση: Εφόσον ένας αιτητής ασκήσει προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 σε σχέση με την ουσία του αιτήματος του δεν μπορεί να αξιώνει ξεχωριστή θεραπεία από το δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 29 σε σχέση με την παράλειψη της διοίκησης να του απαντήσει (Βλ. Κyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 153, Sevastides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 309 και Sofocleous v. Republic (1974) 3 C.L.R. 63).
...............................
Aναφορικά με την δεύτερη προϋπόθεση φαίνεται ότι με το αιτητικό Β της προσφυγής στην πραγματικότητα ο αιτητής έχει ασκήσει προσφυγή σε σχέση με την ουσία του αιτήματος του. Επομένως ένας θα έλεγε ότι δεν θα μπορούσε να αξιώνει ξεχωριστή θεραπεία από το δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 29 σε σχέση με την παράλειψη της διοίκησης να του απαντήσει.»
Με την αμφισβήτηση της απόφασης των καθών η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 25/11/04, η τελευταία δεν μπορεί να επικαλείται ταυτόχρονα και παράλειψη της διοίκησης αναφορικά με τις πρόνοιες του άρθρου 29 του Συντάγματος.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η καθυστέρηση των 14 μηνών που παρατηρήθηκε είναι αδικαιολόγητη πρέπει να σημειωθεί ότι η έκταση της καθυστέρησης κρίνεται μέσα στα πλαίσια των εκάστοτε γεγονότων. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434 στη σελ. 437:
«Η ενέργεια της Αρχής πρέπει να λαμβάνεται σε εύλογο χρόνο. Ο εύλογος χρόνος εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο του ευλόγου χρόνου είναι αντικειμενικό και ο τελικός κριτής τούτου το Δικαστήριο.»
Από τις λεπτομέρειες που είχαν ήδη τεθεί αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης διαπιστώνεται ότι ο χρόνος που διέρρευσε οφειλόταν στη συλλογή των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων και στην αξιολόγηση τους, όπως επίσης και στην εξασφάλιση της νομικής συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα η οποία δόθηκε στις 7/6/04. Αν ληφθεί υπόψη ότι με δεδομένο ότι ο Υπουργός αποφάσισε την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Κρίσεων για να εξετάσει τις περιπτώσεις των Αξιωματικών-Πτυχιούχων Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στις 15/9/04, αμέσως μετά τις θερινές διακοπές και ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε στις 8/10/04, δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι καθών η αίτηση επέδειξαν αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησης της αιτήτριας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Τ. Ηλιάδης,
Δ.
/ΚΑς