ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 972/2004)
17 Ιουλίου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΚΑΠΙΤΑΝΗ,
2. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΑΠΙΤΑΝΗ,
3. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΝΗ,
Αιτητές,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές.
Ρ. Πετρίδου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το άρθρο 38 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, (Ν. 90/72 όπως έχει τροποποιηθεί), παρέχει στον Υπουργό Εσωτερικών την εξουσία να εκδίδει διατάγματα διατήρησης οικοδομών, προβλέπει για την υποβολή ενστάσεων και παραστάσεων και παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο την εξουσία να επικυρώνει ή όχι, ή να τροποποιεί τα διατάγματα. Παραθέτω τις διατάξεις που αφορούν άμεσα σε αυτές τις πτυχές:
«38. - (1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εάν ο Υπουργός θεωρή ότι είναι σκόπιμον όπως προβλέψη διά την διατήρησιν οιασδήποτε συγκεκριμένης οικοδομής, ή οιασδήποτε ομάδας οικοδομών ή οιασδήποτε περιοχής ειδικού κοινωνικού, αρχιτεκτονικού, ιστορικού ή άλλου ενδιαφέροντος ή χαρακτήρος ή φυσικής, καλλονής, ο Υπουργός δύναται προς τον σκοπόν τούτον να εκδώση Διάταγμα προς τούτο (εν τω παρόντι Νόμω αναφερόμενον ως "Διάταγμα Διατηρήσεως"), απαγορεύον, υπό τοιαύτας εξαιρέσεις οίαι ήθελον προβλεφθή εν των τοιούτω Διατάγματι, την μετατροπή αυτής ή οιασδήποτε οικοδομικάς εργασίας επ΄ αυτής (εν τω παρόντι άρθρω και εν τω άρθρω 57 αναφερομένας ως "τα έργα") ειμή τη συγκαταθέσει του Υπουργού και υπό τοιούτους όρους οίοι ήθελον ορισθή εν αυτή.
.....................................
(3) Οσάκις εκδίδηται Διάταγμα Διατηρήσεως εφαρμόζονται αι ακόλουθαι διατάξεις, ήτοι -
.....................................
(β) ενστάσεις και παραστάσεις αναφορικώς προς το τοιούτο Διάταγμα δύνανται να διατυπωθώσιν υφ΄ οιουδήποτε προσώπου του οποίου παραβλάπτονται τα νόμιμα συμφέροντα και να υποβληθώσι κατά τοιούτον τρόπον και εντός τοιαύτης προθεσμίας ως ήθελον καθορισθή•
(γ) το Υπουργικόν Συμβούλιον εξετάζει το ζήτημα και οιασδήποτε ενστάσεις και παραστάσεις υποβληθείσας αναφορικώς προς το διάταγμα και δύναται να επικυρώση το Διάταγμα τούτο, είτε άνευ τροποποιήσεως είτε υπό τοιαύτας τροποποιήσεις οίας το Υπουργικόν Συμβούλιον ήθελε θεωρήσει σκοπίμους, ή να αρνηθή την επικύρωσιν αυτού.»
Στις 15 Μαρτίου 2002 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3586, Διάταγμα Διατήρησης (Κ.Δ.Π. 135/02) το οποίο αφορούσε μεγάλο αριθμό οικοδομών στην παλαιά πόλη της Λάρνακας. Στο διάταγμα συμπεριλαμβανόταν και η οικοδομή των αιτητών στο τεμάχιο αρ. 519 Φ/Σ XLI/571.ΙΙΙ, Ενορία/Τμήμα Σκάλα/D. Σύμφωνα με το διάταγμα, την έκδοση του την επέβαλαν οι ακόλουθοι λόγοι:
«(α) Η ύπαρξη των πιο πάνω αναφερόμενων οικοδομών, ομάδων οικοδομών και περιοχών που αποτελούν μέρος ενός ενιαίου συνόλου, του ιστορικού κέντρου της Λάρνακας και είναι χαρακτηριστικά ή και αντιπροσωπευτικά ή και εκλεκτά δείγματα της αστικής αρχιτεκτονικής του.
(β) Ο κίνδυνος αφανισμού των αναφερόμενων δειγμάτων εξαιτίας της έλλειψης συντήρησης/επιδιόρθωσής τους και ως εκ τούτου της συνεχούς φθοράς και απώλειας του αυθεντικού τους χαρακτήρα.
(γ) Η μεγάλη αλλοίωση του αυθεντικού παραδοσιακού χαρακτήρα της πόλης της Λάρνακας και η διατάραξη του ιστορικού δομημένου της ιστού (λόγω της απότομης και εκτεταμένης ανάπτυξης της πόλης).
(δ) Η ανάγκη διατήρησης των δειγμάτων αυτών γιατί αποτελούν το βασικό ζωντανό κρίκο με το παρελθόν μας, ιδιαίτερα το πολεοδομικό, αρχιτεκτονικό, κοινωνικό, ιστορικό και πολιτιστικό.
(ε) Η διατήρηση του αρχιτεκτονικού ή ιστορικού κληροδοτήματος, μέρος του οποίου αποτελούν τα πιο πάνω δείγματα, που θεωρείται σημαντική προϋπόθεση για την επιτυχία της αναβίωσης της παλιάς πόλης της Λάρνακας και βασική πτυχή του γενικότερου Πολεοδομικού Σχεδιασμού της.
(στ) Η αξιοποίηση του πολιτισμικού κέντρου της Λάρνακας ως απαραίτητης συνιστώσας για την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξής της, η οποία μπορεί να διασφαλιστεί με την αποκατάσταση και αναβάθμιση της ιστορικής ταυτότητας του κέντρου της πόλης.»
Το εν λόγω διάταγμα ήταν το αποτέλεσμα έρευνας την οποία διεξήγαγε το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως για τον εντοπισμό και αξιολόγηση «ιστορικών παραδοσιακών οικοδομών» που δεν είχαν ακόμα κηρυχθεί διατηρητέες. Λάμβανε υπόψη τη μελέτη που είχε ανατεθεί από το Δήμο Λάρνακας σε ιδιώτες για την ετοιμασία σχεδίου του αστικού κέντρου και προοριζόταν να περιλάβει, σε πρώτη φάση, τις πιο αξιόλογες οικοδομές.
Στις 13 Μαΐου 2002 οι αιτητές υπέβαλαν, μέσω δικηγόρου, ένσταση η οποία συνίστατο στα εξής:
«1. Η εν λόγω οικοδομή αποτελείται από ισόγειο και πρώτο όροφο.
2. Το ισόγειο αποτελείται από καταστήματα τα οποία οι πελάτες μας ενοικιάζουν και τα οποία είναι η μοναδική πηγή εισοδήματος τους.
3. Η εν λόγω οικοδομή ανηγέρθη κατά ή περί το έτος 1910.
4. Η εν λόγω οικοδομή δεν μπορεί να ενταχθεί στη κατηγορία της αστικής αρχιτεκτονικής απλουστευμένου νεοκλασσικού ρυθμού.
5. Η θέση στην οποία ευρίσκεται η εν λόγω οικοδομή δεν μπορεί να υπαχθεί σε ομάδα οικοδομών και περιοχών που αποτελούν μέρος ενός ενιαίου συνόλου του ιστορικού κέντρου της Λάρνακας.
6. Η εν λόγω οικοδομή σε καμμία περίπτωση δεν παρουσιάζει αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά ή και αντιπροσωπευτικά ή και εκλεκτά δείγματα της αστικής αρχιτεκτονικής.
7. Το εν λόγω ακίνητο διατηρείται, συντηρείται και επιδιορθώνεται από τους πελάτες μας και δεν έχει υποστεί οποιαδήποτε φθορά.
8. Τέλος, η εν λόγω οικοδομή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οικοδομή ειδικού αρχιτεκτονικού ή ιστορικού ή κοινωνικού ενδιαφέροντος.»
Η ένσταση τέθηκε υπόψη του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως για απόψεις. Το Τμήμα, με επιστολή ημερ. 4 Σεπτεμβρίου 2002, περιέγραψε με λεπτομέρεια την οικοδομή - την οποία, καθώς βεβαίωσε, είχε επιθεωρήσει αρμόδιος λειτουργός - προέβη σε παρατηρήσεις επί των τεθέντων σημείων τα οποία ανέλυσε, και εισηγήθηκε απόρριψη της ένστασης. Παραθέτω το μέρος με το οποίο εξηγείται το έρεισμα του διατάγματος διατήρησης του κτιρίου:
«3. Η αναφερόμενη οικοδομή είναι διώροφη, κεραμοσκεπής (κτισμένη κυρίως από πέτρα) και αποτελεί αξιόλογο δείγμα αστικής παραδοσιακής οικοδομής με νεοκλασικές επιρροές (απλουστευμένου νεοκλασικού ρυθμού). Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αποτελεί η μορφολογία του ορόφου που διατηρείται σε μεγάλο βαθμός την αυθεντική της μορφή με τους πεσσούς και τα περιθυρώματα από πελεκητή πέτρα, καθώς και το λίθινο γείσο της στέγης. Το εσωτερικό της οικοδομής τόσο στο ισόγειο όσο και στον όροφο εμφανίζει αξιόλογα μορφολογικά στοιχεία. Στο ισόγειο διατηρούνται οι αυθεντικές πέτρινες καμάρες, ενώ όροφος διατηρεί την αρχική του τυπολογία με τα αυθεντικά εσωτερικά διαχωριστικά και τα αξιόλογα ξύλινα κουφώματα. Η πρόσοψη του ισογείου έχει υποστεί μερικές άστοχες επεμβάσεις που αλλοίωσαν τα αρχικά ανοίγματα, όμως μέσα στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης συντήρησης της οικοδομής αυτά εύκολα μπορούν να αποκατασταθούν. Ιδιαίτερη θεωρείται η αρχιτεκτονική αξία της οικοδομής λόγω του ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας ευρύτερης ομάδας αξιόλογων διατηρητέων οικοδομών στο κέντρο της Λάρνακας.
4. Αναφορικά με τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ενιστάμενοι ιδιοκτήτες με την επιστολή του δικηγόρου τους προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερομηνίας 13 Μαίου 2002, έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα:
α. Το γεγονός ότι η οικοδομή αυτή αποτελείται από ισόγειο και πρώτο όροφο και το ισόγειο αποτελείται από καταστήματα που οι ιδιοκτήτες τα ενοικιάζουν και τα οποία αποτελούν τη μοναδική πηγή του εισοδήματος τους δεν αποτελεί σίγουρα ανασταλτικό παράγοντα για την κήρυξη της εν λόγω οικοδομής ως διατηρητέα. Η κήρυξη αυτή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτρέψει τη συνέχιση ενοικίασης των καταστημάτων αυτών. Επιπλέον μετά τη σωστή και ολοκληρωμένη συντήρηση της οικοδομής αυτής, τα ενοίκια που θα εισπράττονται θα απαλλάσσονται και από το Φορολογητέο Εισόδημα των ιδιοκτητών.
β. Το γεγονός ότι η οικοδομή αυτή ανεγέρθη περίπου το 1910 σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτρεπτικός παράγοντας για την κήρυξή της ως διατηρητέα, αφού την εποχή αυτή έχει οικοδομηθεί ο πιο μεγάλος αριθμός αξιόλογων παραδοσιακών οικοδομών, οι οποίες κηρύχθηκαν κατά καιρούς ως διατηρητέες σε ολόκληρη την Κύπρο. Τα επιχειρήματα επίσης ότι η εν λόγω οικοδομή "δεν μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία της αστικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής" και "ότι η εν λόγω οικοδομή σε καμιά περίπτωση δεν παρουσιάζει αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά ή και αντιπροσωπευτικά ή και εκλεκτά δείγματα της αστικής αρχιτεκτονικής" δεν ευσταθούν για τους λόγους που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο όπως και στην παράγραφο 3. Το κέλυφος της οικοδομής διατηρείται ανέπαφο αλλά και ο όροφος, όπως έχει ήδη αναφερθεί διατηρεί την αρχική του μορφολογία με συμμετρική διάταξη. Σίγουρα και το ισόγειο θα εμφάνιζε αρχικά παρόμοια αξιόλογα μορφολογικά στοιχεία, αλλά δυστυχώς έχει σήμερα αλλοιωθεί με τις σύγχρονες επενδύσεις των καταστημάτων. Η αποκατάσταση της πρόσοψης στην αυθεντική της μορφή μπορεί να γίνει μέσα στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης συντήρησής της με τη βοήθεια στοιχείων που θα αποκαλυφθούν κάτω από τις επενδύσεις των καταστημάτων ή με τη βοήθεια παλαιών φωτογραφιών της πόλης, καθώς και στοιχείων από τις όψεις γειτονικών διατηρητέων οικοδομών. Τα πιο πάνω χαρακτηριστικά καθιστούν την οικοδομή ένα από τα λίγα αξιόλογα δείγματα αστικής αρχιτεκτονικής που απέμειναν στην πόλη της Λάρνακας.
γ. Ο ισχυρισμός ότι η θέση στην οποία βρίσκεται η εν λόγω οικοδομή "δεν μπορεί να υπαχθεί σε ομάδα οικοδομών και περιοχών που αποτελούν μέρος ενός ενιαίου συνόλου του ιστορικού κέντρου της Λάρνακας" δεν ευσταθεί αφού η εν λόγω οικοδομή γειτνιάζει με άλλες αξιόλογες διατηρητές οικοδομές της πόλης και βρίσκεται στο κέντρο της Λάρνακας αποτελώντας μέρος ενός ευρύτερου συνόλου αστικών παραδοσιακών οικοδομών που πρέπει να διατηρηθούν γιατί αποτελούν το βασικό ζωντανό κρίκο με το παρελθόν μας, ιδιαίτερα το πολεοδομικό, αρχιτεκτονικό, κοινωνικό, ιστορικό και πολιτιστικό. Η ανάγκη διατήρησης των παραδειγμάτων αυτών της αστικής αρχιτεκτονικής είναι επιτακτική λόγω της πρόσφατης μεγάλης αλλοίωσης του αυθεντικού παραδοσιακού χαρακτήρα της πόλης της Λάρνακας και της διατάραξης του ιστορικού δομημένου της ιστού (λόγω της απότομης και εκτεταμένης ανάπτυξης της πόλης).
δ. Το γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο διατηρείται, συντηρείται και επιδιορθώνεται από τους ιδιοκτήτες του και δεν έχει υποστεί οποιαδήποτε φθορά δεν μπορεί σίγουρα να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα στην κήρυξή του ως διατηρητέο, αντίθετα αποτελεί ένα επιπλέον λόγο διατήρησής του. Επίσης με την κήρυξη αυτή οι ιδιοκτήτες θα μπορούν στην επόμενη ολοκληρωμένη συντήρησή του να επωφεληθούν από τα οικονομικά κίνητρα (επιχορηγήσεις, χαμηλότοκες δανειοδοτήσεις, φοροαπαλλαγές, μεταφορά αναπτυξιακών δικαιωμάτων κ.ά.) που παρέχονται στους ιδιοκτήτες διατηρητέων οικοδομών. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το ισόγειο έχει υποστεί αρκετές λανθασμένες επεμβάσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (όπως έχει ήδη αναφερθεί), οι οποίες πρέπει να αφαιρεθούν κατά την επόμενη συντήρησή του έτσι ώστε η εν λόγω οικοδομή να αποκατασταθεί στην αυθεντική της μορφή.
ε. Ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω οικοδομή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οικοδομή ειδικού αρχιτεκτονικού ή ιστορικού ή κοινωνικού ενδιαφέροντος είναι λανθασμένος. Αναφέρεται ότι αξιόλογη οικοδομή από άποψη αρχιτεκτονικού - ιστορικού - κοινωνικού ενδιαφέροντος θεωρείται κάθε οικοδομή που έχει να μεταδώσει μια ειδική αξιόλογη - ενδιαφέρουσα πληροφορία από το παρελθόν μας, ακόμα και το πιο πρόσφατο. Γι΄ αυτό και αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής δεν είναι μόνο τα κτίσματα μιας ή περισσότερων αυστηρά καθορισμένων εποχών ή ρυθμών με πομπώδεις ή πολύπλοκες μορφολογικές και άλλες λεπτομέρειες αλλά και κτίσματα κάθε εποχής με απλουστευμένη αρχιτεκτονική απόδοση οποιουδήποτε ρυθμού ή περιόδου, νοουμένου ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος συνόλου. Η διατήρηση του αρχιτεκτονικού ή ιστορικού κληροδοτήματος, μέρος του οποίου αποτελεί και η εν λόγω οικοδομή, θεωρείται σημαντική προϋπόθεση για την επιτυχία της αναβίωσης της παλιάς πόλης της Λάρνακας και βασική πτυχή του γενικότερου Πολεοδομικού Σχεδιασμού της. Ως εκ τούτου η αναφερόμενη οικοδομή διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά και ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 38 του Νόμου περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας, για την κήρυξή της ως διατηρητέας.»
Ο Δήμος Λάρνακας ζήτησε επανεξέταση της περίπτωσης. Το Τμήμα επέμεινε όμως στις απόψεις του.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 60.425, ημερ. 15 Ιουνίου 2004, επικυρώθηκε το διάταγμα διατήρησης σε σχέση με την οικοδομή των αιτητών.
Οι αιτητές προβάλλουν (α) ότι το διάταγμα εκδόθηκε χωρίς δέουσα έρευνα, αναιτιολόγητα, και καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας• (β) ότι με το διάταγμα «παράνομα και αυθαίρετα» κηρύχθηκε διατηρητέα η οικοδομή «με αποτέλεσμα να μειωθεί η αξία του κτήματος .. αντίθετα με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας το οποίο προβλέπει ότι σε περίπτωση δέσμευσης ή περιορισμού ο οποίος μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της τοιαύτης ιδιοκτησίας πρέπει να καταβάλλεται το ταχύτερο δικαία αποζημίωση»• (γ) ότι εν προκειμένω η μείωση της αξίας «οδηγεί σε στέρηση της ακίνητης ιδιοκτησίας, αντίθετα με το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος»• (ε) ότι διάταγμα διατήρησης δεν μπορούσε να εκδοθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών διότι «σύμφωνα με το Άρθρο 54(δ) του Συντάγματος η έκδοση Διαταγμάτων ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο» ενώ οι αρμοδιότητες των Υπουργών καθορίζονται εξαντλητικά στο Άρθρο 58 το οποίο δεν περιέχει ανάλογη πρόνοια και επομένως το άρθρο 38(1) αντίκειται σ΄ αυτές τις διατάξεις.
Αρχίζω με το τελευταίο. Οι αιτητές θα εννοούν βέβαια την παράγραφο (ζ) του Άρθρου 54, η οποία αφορά στην έκδοση διαταγμάτων, όχι στην παράγραφο (δ) η οποία αφορά στο συντονισμό και την εποπτεία των δημόσιων υπηρεσιών. Ζήτημα σε σχέση με την παράγραφο (ζ) λοιπόν εξετάστηκε στην υπόθεση Θεοδωρίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1457 όπου η Ολομέλεια υπέδειξε τα ακόλουθα (στη σελ. 1472) τα οποία αποτελούν αρκετή απάντηση και εδώ:
«Η Βουλή επομένως μπορεί να εξουσιοδοτεί την έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών διαταγμάτων για την εφαρμογή Νόμου που η ίδια ψηφίζει σε οποιοδήποτε όργανο της Δημοκρατίας το οποίο ασκεί εκτελεστική εξουσία. Η εντύπωσή μας είναι πως η παράγραφος (ζ) του άρθρου 54, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ένας νόμος εξουσιοδοτεί μεν την έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών διαταγμάτων αλλά δεν αναφέρεται σ΄ αυτόν το όργανο που θα τα εκδώσει. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει τότε την εξουσία εκδόσεώς τους, βάσει του προαναφερθέντος άρθρου. Όταν όμως η Βουλή ορίσει στο νόμο το όργανο που θα εκδώσει τα κανονιστικά και εκτελεστικά διατάγματα, τότε το όργανο αυτό κατ΄ εξουσιοδότηση του Νομοθετικού Σώματος δικαιούται και οφείλει να τα εκδώσει.»
Ως προς τις παραγράφους 3 και 4 του Άρθρου 23 του Συντάγματος, σε σχέση αντιστοίχως με τη στέρηση και περιορισμό του δικαιώματος σε ακίνητη ιδιοκτησία, καθοδηγεί η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1175 η οποία επίσης αφορούσε σε διατάγματα διατήρησης οικοδομών. Επισημάνθηκε ότι η δημοσίευση τέτοιων διαταγμάτων δεν συνιστά αφ΄ εαυτής στέρηση ιδιοκτησίας αλλά ότι (σελ. 1185):
«.. ανάλογα με το περιεχόμενο της έγκρισης του Υπουργού σε αίτημα ιδιοκτητη διατηρητέου κτιρίου για την κατεδάφιση, μετατροπή ή τροποποίηση του, μπορεί να προκύψει θέμα στέρησης ακίνητης ιδιοκτησίας σ΄ αυτό, οπόταν βεβαίως τα συνταγματικά του δικαιώματα θα εγερθούν προς εξέταση.»
Παρομοίως και με τον περιορισμό ιδιοκτησίας (σελ. 1182):
«.. η δε έκταση του περιορισμού που δυνατό να προκύψει από αυτή, θα φανεί, ανάλογα με τη συναίνεση ή απόρριψη του Υπουργού, αιτήσεως του ιδιοκτήτη να κατεδαφίσει ή τροποποιήσει το κτίριο, βάσει του άρθρου 38(4) του πιο πάνω νόμου. Συμφωνούμε με τη θέση αυτή και προσθέτουμε πως είναι ενδεχόμενο, και ανάλογα με το περιεχόμενο της έγκρισης ή μη του Υπουργού, να προκύψει ζήτημα στέρησης της ιδιοκτησίας, οπόταν και ο ιδιοκτήτης μπορεί να διεκδικήσει τα συνταγματικά του δικαιώματα.»
Θέματα όμως αποζημίωσης εμπίπτουν στην αστική δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου, όχι στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου.
Τέλος, την άποψη των αιτητών ότι το διάταγμα εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας τη θεωρώ προδήλως αβάσιμη. Είναι δε προφανές ότι η περίπτωση διερευνήθηκε δεόντως και η έκδοση του διατάγματος αιτιολογήθηκε πλήρως.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ