ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 757/2004)

 

17 Ιουλίου 2006

 

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΑΙΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

---------------------------

Γ. Κολοκασίδης, για την Αιτήτρια.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

Ν. Χρυσομηλά για Α.Σκορδή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, ημερ. 30 Μαρτίου 2004, με την οποία προήχθη ξανά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Μαρία Χρυσομηλά, στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄ (θέση προαγωγής).

 

            Επρόκειτο περί επανεξέτασης.  Η  πρώτη  απόφαση  του  Κ.Ο.Τ., ημερ. 8 Ιανουαρίου 2002, λήφθηκε από την  Επιτροπή  Προσωπικού,  κατ΄ εξουσιοδότηση  νομοθετικά  προβλεπόμενη.  Η αιτήτρια την προσέβαλε με την προσφυγή αρ. 320/02 και, στις 12 Νοεμβρίου 2003, το Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωσε λόγω κακής σύνθεσης του οργάνου. Την επανεξέταση την ανέλαβε το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο, όπως είχε  δικαίωμα (βλ. Παπαμιλτιάδους-Μπατίστα ν. Κ.Ο.Τ., (1997) 4 Α.Α.Δ. 2152. Έλαβε υπόψη τα στοιχεία κρίσης τα οποία υπήρχαν κατά την πρώτη εξέταση, συμπεριλαμβανομένης και της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας αλλά όχι και τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων, οι οποίες είχαν γίνει ενώπιον της Επιτροπής Προσωπικού.

 

            Σε βαθμολογημένη αξία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερτερούσε αισθητά. Για τα τελευταία πέντε χρόνια, που ήταν τα πιο σημαντικά, παρουσιαζόταν η εξής εικόνα: 

Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο

                  Αιτήτρια

 

Εξαίρετα:                          22

Πολύ ικανοποιητικά:        18

Ικανοποιητικά                   --

 

                            8

                          20

                          12

 

Σε προσόντα, αντίθετα με ό,τι η αιτήτρια προβάλλει, δεν υπήρχε ουσιώδης διαφορά μεταξύ τους.  Η εντύπωση της αιτήτριας ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε, όπως και αυτή, μεταπτυχιακό είναι εσφαλμένη.  Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέθετε «Master in Business Administration» το οποίο πήρε από αγγλικό πανεπιστήμιο το 1987.  Η αιτήτρια  επικαλέστηκε και μεγαλύτερο αριθμό επιμορφωτικών - στην πραγματικότητα έχει και η μια και η άλλη πολλά - όπως  και ξένων γλωσσών αλλά εν προκειμένω, με κριτήριο τις ανάγκες της θέσης όπως αυτές προσδιορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας, η όποια διαφορά δεν θα μπορούσε λογικά να μετέβαλλε το ισοζύγιο. Σε αρχαιότητα η αιτήτρια είχε προβάδισμα, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό.  Στην κατεχόμενη θέση διορίστηκε το 1982 ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο το 1992. Η Γενική Διευθύντρια σύστησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.   Ανέφερε τα εξής:

«Γνωρίζω τους υποψήφιους και παρακολουθώ τη δουλειά τους.

 

 Η κα Οικονομίδου υπερέχει σε αρχαιότητα όλων των υποψηφίων.  Όμως με βάση και τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις είναι φανερή η υπεροχή της κας Μ. Χρυσομηλά η οποία πράγματι είναι πιο παραγωγική και πιο συνεπής με τις υποχρεώσεις της, ενώ μελετά τα θέματα της σε μεγαλύτερο βαθμό και ως εκ τούτου τη συστήνω για τη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄.»

 

 

            Η υποβολή σύστασης από τη Γενική Διευθύντρια προβλέπεται στον Καν. 15(3) των περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1970 (Κ.Δ.Π. 829/70 όπως τροποποιήθηκε, ιδιαίτερα με την Κ.Δ.Π. 184/95):

       «(3) Κατά την προαγωγή                   υπαλλήλου το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αιτιολογημένες συστάσεις του Γενικού Διευθυντή και την εντύπωση την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο αποκόμισε για τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση, αν αυτή έγινε.»

 

            Η αιτήτρια προβάλλει ότι δεν θα έπρεπε να είχε ζητηθεί από τη Γενική Διευθύντρια να υποβάλει σύσταση επειδή είχε προηγηθεί μεταξύ τους υπηρεσιακή διαφορά από την οποία, κατά την άποψή της, προέκυπτε πως η Γενική Διευθύντρια δεν μπορούσε να ήταν αμερόληπτη. Η Γενική Διευθύντρια είχε λάβει μέρος στην ετήσια αξιολόγηση της αιτήτριας και η αιτήτρια υπέβαλε ανεπιτυχώς ένσταση σε σχέση με τα αποτελέσματα τα οποία συνέδεσε με προηγούμενη τοποθέτηση της Γενικής Διευθύντριας επί υπηρεσιακού θέματος. Ο συνήγορος της αιτήτριας έθεσε το παράπονο ως εξής:

«Εντός δύο μηνών από αυτή την ενδοϋπηρεσιακή σύγκρουση η Γενική Διευθυντής εκλήθηκε να υποβάλει σύσταση για τις επίδικες προαγωγές.  Είναι αυτό δίκαιο και ικανοποιεί τις αρχές φυσικής δικαιοσύνης;  Είναι εισήγηση μας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν τύχει παράβασης οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αλλά και οι αρχές που κωδικοποιούνται στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999.  Πιο συγκεκριμένη καταπατείται το άρθρο 50 το οποίο προβλέπει ότι τα διοικητικά όργανα πρέπει να ενεργούν, στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα.  Παραβιάζεται επίσης το άρθρο 51 που θεσπίζει την υποχρέωση καλής πίστεως εκ μέρους της διοίκησης.  Το σημαντικότερο όμως είναι ότι παραβιάζονται οι αρχές της αμερόληπτης κρίσης όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 42 του ιδίου νόμου.  Διότι πως μπορεί να θεωρηθεί αμερόληπτη η διαδικασία όταν το ίδιο πρόσωπο που κατηγορείται για αμεροληψία από την Αιτήτρια να καλείται να καταθέσει τις συστάσεις του για την ίδια την Αιτήτρια για σκοπούς προαγωγής της.  Στην περίπτωση που είχε δίκαιο η Αιτήτρια και υπήρξε όντως μεροληψία τότε κατ΄ ουσίαν το ίδιο το άτομο που προσδιόρισε τη μελλοντική της βαθμολόγηση ευθύνεται για μεροληπτική σύσταση.  Δηλαδή η δυνατότητα της Αιτήτριας να διεκδικήσει την επίδικη προαγωγή σφραγίστηκε τελεσίδικα από τις απόψεις της Γενικού Διευθυντού η οποία από τον Οκτώβριο του 2001 τελούσε υπό αμφισβήτηση με την κατηγορία της μεροληψίας.  Η διοίκηση όφειλε σε τέτοια περίπτωση, με βάση τις αρχές της καλοπιστίας, της χρηστής διοίκησης και της αμεροληψίας, να διασφαλίσει τη διάχυση του ελέγχου της προαγωγής σε περισσότερα άτομα.  Δεν ήταν δυνατόν να καλείται να καταθέσει συστάσεις για την Αιτήτρια το ίδιο άτομο το οποίο είχε μερικούς μήνες προηγουμένως κατηγορηθεί από την Αιτήτρια για μεροληψία.»

 

 

            Η αρχή της αμεροληψίας έχει ενσωματωθεί στον περί των Γενικών Αρχών  του  Διοικητικού  Δικαίου  Νόμο  του   1999  (Ν. 158(Ι)/99),  το άρθρο 42(2) του οποίου προβλέπει ότι:

       «Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.»

 

 

Δεν έχει εν προκειμένω στοιχειοθετηθεί αιτία που να δικαιολογούσε μη συμμετοχή της Γενικής Διευθύντριας στη διαδικασία.  Το ότι προέκυψε υπηρεσιακή διαφωνία ή διαφορά δεν σημαίνει ότι η Γενική Διευθύντρια διακατεχόταν από εχθρότητα που δεν της επέτρεπε να ασκήσει τα καθήκοντα της.  Ούτε διέκρινα ο,τιδήποτε που να δικαιολογεί τη συνδεδεμένη με το θέμα άποψη της αιτήτριας, για παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης.

 

            Η αιτήτρια επίσης προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.  Παρατηρώ ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν εξωτερίκευσε τις σκέψεις του αναφορικά  με τη στάθμιση των διαφόρων στοιχείων.  Δεν  πρόκειται όμως για περίπτωση όπου, με νομοθετική απαίτηση, χρειαζόταν η καταγραφή της αιτιολογίας εντός του σώματος της απόφασης: βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574. Επιτρέπεται επομένως ο εντοπισμός της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων εφόσον η αιτιολογία προκύπτει αναντίλεκτα, γιατί αλλιώς δεν είναι έργο του Δικαστηρίου «η πρωτογενής μόρφωση δικής του γνώμης»: βλ. Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134 (στις σελ. 141-142) και Μιτσίδου κ.α. ν. Κ.Ο.Τ., υπόθ. αρ. 669/99 κ.α., ημερ. 28 Σεπτεμβρίου 2001.  Στην προκείμενη περίπτωση η διαφορά σε βαθμολογημένη αξία μεταξύ της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου προσώπου δεν επέτρεπε λογικά άλλη απόφαση.

 

            Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                        Γ.Κ. Νικολάου,

                                                                                       Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο