ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 647
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 651/2004, 704/2004,
717/2004 και 785/2004
24 Ιουλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 651/2004)
ΠΑΥΛΟΣ ΗΛΙΑ,
Αιτητής,
ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Υπόθεση Αρ. 704/2004)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
(Υπόθεση Αρ. 717/2004)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
(Υπόθεση Αρ. 785/2004)
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΤΕΛΟΥΚΑ,
Αιτητής,
αρχη λιμενων κυπρου,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην 651/2004.
Σ. Ν. Ανδρέου, για τον Αιτητή στην 704/2004.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην 717/2004.
Χ. Κυριακίδης, για τον Αιτητή στην 785/2004.
Δ. Μέρτακκα(κα)για Τάσσο Παπαδόπουλο και Σια, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι παρούσες προσφυγές έχουν ως αντικείμενο την απόφαση της Αρχής Λιμένων (στο εξής «η Αρχή»), ημερ. 25.5.04 για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λεμβοδηγού. Οι υπ΄ αρ. 704/04, 717/04 και 785/04 προσφυγές στρέφονται εναντίον της προαγωγής και των τριών ενδιαφερομένων μερών, ενώ η προσφυγή υπ΄ αρ. 651/04, περιορίζει την αιτούμενη θεραπεία στην ακύρωση της προαγωγής μόνο του ενδιαφερόμενου μέρους Φίλιππου Παπανικολάου.
Οι αιτητές στις προσφυγές υπ΄ αρ. 651/04, 717/04 και 785/04 υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος Φίλιππο Παπανικολάου ένεκα της ιδιάζουσας στενής σχέσης του με τον κ. Χρ. Ασημένο, Διευθυντή Εκμετάλλευσης, ο οποίος ως προϊστάμενος του οικείου τμήματος, προέβη σε συστάσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής. Ο Ασημένος είναι ο ανάδοχος του παιδιού του Παπανικολάου. Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι ο Διευθυντής όφειλε να εξαιρεθεί από τη διαδικασία προαγωγής και να μην προέβαινε στις συστάσεις.
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι δεν στοιχειοθετείται μεροληψία από το γεγονός και μόνο ότι ο Ασημένος είχε βαφτίσει το παιδί του Παπανικολάου. Η σχέση μεταξύ τους δεν θεωρείται ιδιάζουσα για να συνιστά λόγο εξαίρεσης. Ο Ασημένος, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ ων η αίτηση, δεν είχε καν την υποχρέωση να αποκαλύψει τη σχέση αυτή στο Συμβούλιο. Επισημαίνουν ότι η προκατάληψη θα πρέπει να στοιχειοθετείται, με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα στοιχεία των φακέλων ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων.
Θα συμφωνήσω στο σημείο αυτό με τους αιτητές. Το άρθρο 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99, προβλέπει ότι κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης. Δεν μετέχει πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τετάρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769, αποφασίστηκε ότι δεν εξετάζεται αν η πράξη είναι πράγματι μεροληπτική. Η «ιδιάζουσα σχέση» ορίζεται ως η σχέση που ξεχωρίζει, που διαφέρει ή διακρίνεται από άλλη. Ο δεσμός είναι σχέση που προϋποθέτει ή συνεπάγεται ηθικό, νομικό ή συναισθηματικό σύνδεσμο. Στην ίδια απόφαση, παρ΄ όλον ότι η επαγγελματική σχέση του Γενικού Διευθυντή με την ιδιαιτέρα του δεν θεωρήθηκε ως δεσμός, εν τούτοις, κρίθηκε ότι, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέως έναντι του προϊσταμένου της, μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ιδιάζουσα σχέση».
Επιστρέφοντας στην παρούσα υπόθεση, ο Ασημένος είναι ανάδοχος του παιδιού του Παπανικολάου και βέβαια η πνευματική αυτή σχέση, ιδίως στη δική μας κοινωνία, είναι αρκούντως ισχυρή. Θα χαρακτήριζα, χωρίς αμφιβολία, ότι η σχέση μεταξύ ανάδοχου και του πατέρα του παιδιού, είναι σχέση η οποία μπορεί να θεωρηθεί ιδιάζουσα, μέσα στην έννοια του άρθρου 42 του Ν.158(Ι)/99.
΄Ετσι, το επιχείρημα των αιτητών στις προσφυγές υπ΄ αρ. 651/04, 717/04 και 785/04 θα πρέπει να γίνει αποδεκτό και η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Φ. Παπανικολάου να ακυρωθεί.
Στη συνέχεια θα ασχοληθώ με τους λόγους που εγείρονται στις προσφυγές υπ΄ αρ. 717/04 και 785/04 για ακύρωση της προαγωγής των άλλων δύο ενδιαφερομένων μερών.
Ο ισχυρισμός του αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 717/04 ότι η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής πάσχει, φάνηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων ότι εγκαταλείφθηκε μια και οι εξηγήσεις που δόθηκαν από το δικηγόρο των καθ΄ων η αίτηση κρίθηκαν ικανοποιητικές. Συνεπώς δεν θα με απασχολήσει το πιο πάνω επιχείρημα.
Ο επόμενος ισχυρισμός του αιτητή ότι η σύσταση δόθηκε παράνομα από το Διευθυντή Εκμετάλλευσης και όχι από το Γενικό Διευθυντή, θα πρέπει επίσης να απορριφθεί. Σύμφωνα με το Οργανόγραμμα της Αρχής, οι Ανώτεροι Λιμενικοί Λειτουργοί υπάγονται στο Τμήμα Εκμετάλλευσης, του οποίου ηγείται ο Διευθυντής Εκμετάλλευσης. Συνεπώς, νόμιμα οι συστάσεις υποβλήθηκαν από τον Ασημένο, ως προς τους άλλους δύο, πλην του Παπανικολάου, συστηνόμενους.
Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι η σύσταση δεν είναι αιτιολογημένη και σαφής, ενώ πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας γιατί δεν λήφθηκαν υπ΄ όψιν μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης πρόσθετα προσόντα. Ο αιτητής αναφέρεται βασικά σε πιστοποιητικά παρακολούθησης σειράς μαθημάτων στον αερομοντελισμό και στα ηλεκτρονικά, από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, όπως επίσης και σε πιστοποιητικό παρακολούθησης μαθημάτων του πρώτου έτους στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Υποστηρίζει, τέλος, ότι δεν ελήφθη υπ΄ όψιν η ψηλή βαθμολογία του στις γραπτές ενδοτμηματικές εξετάσεις και η υπεροχή του στην αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Γ. Μάριου κατά δύο χρόνια και 6 μήνες.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν. Δεν είναι μεμπτό το γεγονός ότι ο Διευθυντής, για να προβεί στη σύστασή του, στηρίχτηκε, μεταξύ άλλων και στην προσωπική άμεση γνώση του, πέραν της δεκαετίας, σε σχέση και με τους δώδεκα υποψήφιους. ΄Οπως έχει αποφασιστεί, ο Διευθυντής προβαίνοντας στις συστάσεις του λαμβάνει υπ΄ όψιν το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων και των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, αλλά και την άποψη την οποία ο ίδιος έχει διαμορφώσει προσωπικά ή ύστερα από ενημέρωσή του από πρόσωπα που είχαν άμεση γνώση για τους υποψήφιους (βλέπε Δημοκρατία ν. Βασιλείου (1990) 3 Α.Α.Δ. 226). Περαιτέρω, όλα τα στοιχεία που αφορούν τόσο τον αιτητή, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήταν ενώπιον του Διευθυντή ή λήφθηκαν υπ΄ όψιν κατά τη σύσταση. Τα επιπρόσθετα προσόντα τα οποία ισχυρίζεται ότι κατείχε, άνκαι δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ως τέτοια, φαίνεται ότι λήφθηκαν υπ΄ όψιν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά συνίστανται σε παρακολούθηση σειράς μαθημάτων, η σημασία των οποίων φαίνεται να είναι πολύ περιορισμένη.
Θα πρέπει να πούμε ότι η κατ΄ ισχυρισμόν υπεροχή του αιτητή στη γραπτή ενδοτμηματική εξέταση έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Σπύρου, επίσης δεν έχει σημασία, αφού η επιτυχία σε ενδοτμηματικές εξετάσεις είναι απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν. Η εξέταση είναι διαγνωστικού χαρακτήρα και όχι ανταγωνιστικού. Ως αποτέλεσμα, δεν ενδιαφέρει ο βαθμός με τον οποίο ο συγκεκριμένος υποψήφιος έχει επιτύχει (Δημοκρατία κ.α. ν. Ιερωνυμίδη κ.α (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).
΄Εχω όμως τη γνώμη ότι ο αιτητής μπορεί να επιτύχει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος Γ. Μάριου, γιατί από το τηρηθέν πρακτικό φαίνεται ότι τόσο ο Διευθυντής, όσο και η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου που συντάκτηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση πλανήθηκαν ως προς την αρχαιότητα. Συγκεκριμένα θεώρησαν ότι δεν υπάρχει άλλος υποψήφιος ο οποίος να υπερτερεί έναντι των τριών ενδιαφερομένων μερών.
Συγκεκριμένα ο Διευθυντής ανέφερε ότι οι τρεις συστηθέντες υπερτερούν έναντι άλλων σε αρχαιότητα. Το Συμβούλιο παρατήρησε ότι από πλευράς αρχαιότητας δεν υπάρχει κανένας υποψήφιος που να υπερτερεί των επιλεγέντων, ενώ ο Α. Σπύρου υπερτερεί έναντι πάντων. Από τον κατάλογο των υποψηφίων προκύπτει φανερά ότι ο Παναγιώτης Στυλιανού, αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 717/2004, είναι πράγματι αρχαιότερος του ενδιαφερομένου μέρους Γ. Μάριου. Ενώ η ημερομηνία διορισμού είναι η ίδια, στην προηγούμενη θέση που είναι και ο πρώτος διορισμός τους στην Αρχή, ο Στυλιανού υπερέχει του Γ. Μάριου κατά δυόμιση περίπου χρόνια.
Φαίνεται ότι η πιο πάνω διαφορά στην αρχαιότητα δεν ελήφθη καθόλου υπ΄ όψιν και συνεπώς η σύσταση του Διευθυντή είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Από την άλλη το Συμβούλιο φαίνεται ότι πλανήθηκε επί του προκειμένου. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια θα μπορούσε να ήταν η απόφασή του αν είχε υπ΄ όψιν τα ορθά γεγονότα.
Εν όψει των πιο πάνω, ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 717/04 Παναγιώτης Στυλιανού επιτυγχάνει ακύρωση και της απόφασης ως προς τον Γ. Μάριου.
Θα ακολουθήσει η εξέταση των επιχειρημάτων που επικαλείται ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 704/04. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι τόσον η σύσταση του Διευθυντή, όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση στερούνται αιτιολογίας και συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων, αφού ο ίδιος διαθέτει ψηλότερες βαθμολογίες, τόσο στις εμπιστευτικές εκθέσεις, όσο και στην ενδοτμηματική εξέταση.
Πράγματι, ενώ ο Διευθυντής στη σύστασή του αναφέρει ότι από πλευράς αξίας όλοι οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι, εξέταση των φακέλων αποκαλύπτει ότι για τα έτη 1994 - 2003 ο αιτητής έχει 64 συνολικά «εξαίρετος» σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος που έχει μόλις 45. Ως προς την αναφορά του Διευθυντή ότι τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη έχουν εξασφαλίσει ψηλές βαθμολογίες και στην ενδοτμηματική εξέταση, αρκεί να υπενθυμίσω ότι η επιτυχία στην ενδοτμηματική εξέταση συνιστά απαιτούμενο προσόν, το οποίο, βεβαίως, διαθέτουν και οι δύο, αλλά δεν είναι ανταγωνιστική δοκιμασία, ούτως ώστε να λαμβάνεται υπ΄ όψιν η βαθμολογία. Συνεπώς, η σύσταση του Διευθυντή δεν συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων και σε συμφωνία με τη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η σύσταση είναι τρωτή και συνεπώς η προαγωγή του Σπύρου θα πρέπει να ακυρωθεί.
Ως προς τον ισχυρισμό από τον αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 704/04, για έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά με το απολυτήριο ιδιωτικής σχολής μέσης εκπαίδευσης ΚΤΕΕ του ενδιαφερόμενου μέρους Φ. Παπανικολάου, αρκεί να λεχθεί ότι στο σχέδιο υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης δεν φαίνεται πουθενά να απαιτείται ως προσόν απολυτήριο.
Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 785/04 υποστηρίζει ότι έχει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Γ. Μάριου. Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί, γιατί ακριβώς αναφέρεται στην υπεροχή του στη γραπτή ενδοτμηματική εξέταση, που όπως είδαμε, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συγκριτικό μέτρο. Η διαφορά τους κατά 7% δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, τέτοια που να δικαιολογείται ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή.
Αλλά και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν, όπως για παράδειγμα ο ισχυρισμός ότι η σύσταση πάσχει γιατί αποτελεί ανάπλαση των φακέλων. Η σύσταση του Διευθυντή είναι μεμπτή, μόνο αν προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Ακόμα, ούτε ο ισχυρισμός ότι παράνομα χρησιμοποιήθηκαν οι προσωπικές απόψεις του Διευθυντή κατά τη σύσταση, όπως είδαμε, δεν συνιστά λόγο ακυρότητας.
Εξ ίσου απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν πληρούν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας γιατί δεν είχαν εξασφαλίσει πιστοποιητικό άδειας χειριστού ταχύπλοου σκάφους, προσόν το οποίο ο ίδιος κατέχει. Ούτε αυτό το προσόν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. ΄Οπως προκύπτει από τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης Λιμενικού Λεμβοδηγού που είναι η προηγούμενη θέση της επίδικης, η επάνδρωση, χειρισμός, λειτουργία και συντήρηση των πλοηγίδων και άλλων σκαφών της Αρχής συνιστούν καθήκοντα τα οποία ασκούνται από πρόσωπα και των δύο θέσεων, με μόνη διαφορά ότι ο Ανώτερος Λιμενικός Λεμβοδηγός υπέχει μεγαλύτερο βαθμό ευθύνης.
Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή του προσόντος της «ακεραιότητας χαρακτήρα, διοικητικής και οργανωτικής ικανότητας, υπευθυνότητας, πρωτοβουλίας και ευθυκρισίας». Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 19(3) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου, ΄Οροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων του 1997, Κ.Δ.Π. 114/97, κατά την προαγωγή η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπ΄ όψιν το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων, τις συστάσεις του προϊσταμένου και την εντύπωση την οποία το Συμβούλιο αποκόμισε για τους υποψήφιους. Είναι σαφές ότι η Αρχή δεν είχε υποχρέωση να προβεί σε προφορική εξέταση, αλλά αυτό αποτελεί θέμα διακριτικής ευχέρειας του Διοικητικού Συμβουλίου. Η Αρχή από τα ενώπιόν της στοιχεία κατέληξε ότι οι υποψήφιοι κατείχαν το συγκεκριμένο προσόν.
Τέλος, ο αιτητής υποστηρίζει ότι θεμελιώνεται παράβαση νόμου και ή παράβαση ουσιώδους τύπου περί τη διαδικασία, επειδή δεν επετράπη στο δικηγόρο του να επιθεωρήσει τους διοικητικούς φακέλους προτού καταχωρήσει την προσφυγή του. Ο Κανονισμός 25(5) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 114/97, προβλέπει ότι μετά από κάθε προαγωγή, ο δικηγόρος κάθε προσώπου που έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή, δικαιούται να επιθεωρήσει τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων ή οποιωνδήποτε άλλων εκθέσεων αξιολόγησης του ιδίου και του προσώπου ή των προσώπων που έχουν προαχθεί. Οι φάκελοι επιθεωρήθηκαν από τον αιτητή, ενώ πληροφορήθηκε εγγράφως τα ονόματα των ενδιαφερόμενων μερών και την ημερομηνία της επίδικης απόφασης. Επίσης πληροφορήθηκε ότι μετά την καταχώρηση της προσφυγής θα υπήρχε η δυνατότητα επιθεώρησης του διοικητικού φακέλου.
Καταλήγοντας, στην προσφυγή υπ΄ αρ. 651/04 επιτυγχάνεται η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Φ. Παπανικολάου.
Η προσφυγή υπ΄ αρ. 704/04 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται μόνο σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Σπύρου, ενώ η προσφυγή υπ΄ αρ. 717/04 επιτυγχάνει ακύρωση της επίδικης απόφασης σε σχέση με τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη Φ. Παπανικολάου και Γ. Μάριου.
Τέλος η προσφυγή υπ΄ αρ. 785/04 επιτυγχάνει ακύρωση της επίδικης απόφασης, μόνο σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Φ. Παπανικολάου.
΄Ολες οι προσφυγές επιτυγχάνουν ως ανωτέρω, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Δ.
/ΜΔ