ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 629/2004)
5 Ιουλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24, 25 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΛΥΜΠΟΥΡΙΔΟΥ,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΥΜΠΟΥΡΙΔΗ,
Αιτητές,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
2. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Π. Κλεοβούλου, για τους Αιτητές.
Μ. Κυπριανού (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση αρ. 1.
Δ. Μέρτακα (κα.), για τους Καθ΄ ων η αίτηση αρ. 2.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στις 12.2.2004 λήφθηκε από το Γραφείο του Επάρχου Λεμεσού επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας 1 ημερ. 23.1.2004 με την οποία υποβάλλετο η αίτηση της αιτήτριας 1 ημερ. 20.8.03 για έκδοση άδειας οικοδομής για την ανέγερση γεωργικής αποθήκης και περίφραξης στο τεμάχιο αρ.112 Φ/Σχ.2-193-354 στο χωριό Λάνια. Στην εν λόγω επιστολή ο δικηγόρος της αιτήτριας σημείωσε μεταξύ άλλων και τα πιο κάτω:
«Δεν υποβάλλεται βεβαίωση η οποία καθιερώθηκε από το ΕΤΕΚ ότι ο τεχνικός Κ.Λυμπουρίδης έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος αφού με δεδομένη την επισυνημμένη ετήσια άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, μια τέτοια βεβαίωση καθίσταται πλεονασμός και το σχετικό νομοθέτημα, το οποίο την προβλέπει αντισυνταγματικό αφού υποβάλλει την πελάτιδα μου ή τον τεχνικό της με διατυπώσεις αχρείαστες και μη συνήθεις κατά παράβαση του άρθρου 25 του Συντάγματος και της Διοικητικής Αρχής της Αναλογικότητας. Σας εσωκλείω σχετική γνωμάτευση μου ημερομηνίας 6.2.03....»
Με επιστολή του Έπαρχου, ημερομηνίας 29 Μαρτίου 2004, πληροφορείτο η αιτήτρια, αναφορικά με την αίτησή της, ότι για να μπορέσει να εκδώσει το γραφείο του Επάρχου τη σχετική άδεια, οι σχετικές βεβαιώσεις του ΕΤΕΚ θα έπρεπε να προσκομιστούν.
Αυτούσιο το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής παρατίθεται :
«Αναφέρομαι στην αίτησή σας με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου, 2004 με την οποία ζητάτε την έκδοση άδειας οικοδομής για γεωργική Αποθήκη και περίφραξη στο τεμ αρ 112 Φ/ΣΧ 2-193/354 στο χωριό Λάνια και σας πληροφορώ ότι για να εκδώσει το Γραφείο μου την πιο πάνω άδεια πρέπει να προσκομίσετε τις σχετικές βεβαιώσεις του ΕΤΕΚ.»
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής.
Σύμφωνα με το άρθρο 8Α του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (όπως τροποποιήθηκε με τους Ν.126(1)/2000 και Ν 33(Ι)/2002) απαιτείται έγγραφη βεβαίωση του ΕΤΕΚ ότι το πρόσωπο που ετοίμασε τα σχέδια, μελέτη κλπ δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής 2, είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο του ΕΤΕΚ δυνάμει του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου και έχει σχετική άδεια άσκησης επαγγέλματος.
Παραθέτω τις παραγράφους (2) και (5) του εν λόγω άρθρου:
«8Α ( 2) Ανεξάρτητα από τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, όλα τα εκπονούμενα σχέδια, σχεδιαγράμματα, συγγραφές, μελέτες, υπολογισμοί και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο σχετικό με τα πιο πάνω, τα οποία αφορούν οποιαδήποτε οικοδομή, μετατροπή, προσθήκη, επισκευή οικοδομής ή διάνοιξη οδού, και τα οποία υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή για έκδοση άδειας, υποβάλλονται και υπογράφονται από τα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) ότι εκπονείται σε σχέση με αρχιτεκτονική εργασία, από αρχιτέκτονα μελετητή.
(β) ότι εκπονείται σε σχέση με εργασία πολιτικού μηχανικού, από πολιτικό μηχανικό μελετητή.
(5) Οποιοδήποτε σχέδιο, σχεδιάγραμμα, μελέτη, συγγραφή, υπολογισμός και οποιοδήποτε άλλο σχετικό προς αυτά έγγραφο, το οποίο υποβάλλεται, δυνάμει του παρόντος άρθρου, στην αρμόδια αρχή, συνοδεύεται με έγγραφη βεβαίωση του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, όπως καθορίζεται από κοινού από τον Υπουργό Εσωτερικών και το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, ότι το πρόσωπο που ετοίμασε τα πιο πάνω έχει σχετική άδεια άσκησης επαγγέλματος δυνάμει του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου.».
Οι αιτητές υποβάλλουν ότι το αντίγραφο του πιστοποιητικού της ετήσιας άδειας άσκησης επαγγέλματος του Αιτητή 2 που επισυνάφθηκε στην Αίτηση της αιτήτριας 1 ήταν επαρκής βεβαίωση ότι είναι αρχιτέκτονας και ότι εκάλυπτε επαρκώς τις προαναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις. Συνακόλουθα οι αιτητές ισχυρίζονται ότι με την απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 29.3.04, οι καθών η αίτησή 1, υπέβαλλαν την αιτήτρια σε αχρείαστη διατύπωση και το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος του αιτητή 2 σε περιορισμό, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και ή των προνοιών του άρθρου 25 του Συντάγματος. Είναι λοιπόν σε συνάρτηση με τις πιο πάνω θέσεις που εγείρονται και αναπτύσσονται οι διάφοροι λόγοι ακυρότητας στην παρούσα προσφυγή.
Οι αιτητές ζητούν συγκεκριμένα από το Δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση 1, περιεχομένης στην επιστολή ημερομηνίας 29.3.04, δια της οποίας δεν απεδέχθη την αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 20.8.03 η οποία εστάλη με επιστολή του Δικηγόρου της, ημερομηνίας 23/1/04 και η οποία παρελήφθη από την καθ΄ ης η αίτηση 1 στις 12/2/04 για έκδοση άδειας οικοδομής για το λόγο ότι αυτή δεν εσυνοδεύετο από βεβαίωση των καθ΄ ων η αίτηση 2 η οποία να βεβαιώνει ότι ο αιτητής 2 έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του αρχιτέκτονα και ή παράλειψη της καθ΄ ης η αίτηση 1 να αποδειχθεί τη ρηθείσα αίτηση της αιτήτριας 1 είναι άκυρη και ή παράνομη και ή αντισυνταγματική και ή εβασίσθη επί αντισυνταγματικής πρόνοιας και ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ρηθείσα αίτηση έπρεπε να γίνει αποδεκτή.
Β. Δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση 2 η οποία εξεδηλώθη μέσω της καθ΄ ης η αίτηση να επιβάλλουν στην αιτήτρια 1 και ή στον αιτητή 2 όπως συνοδεύσουν την ρηθείσα Αίτηση της αιτήτριας 1 με βεβαίωση των καθ΄ ων η αίτηση 2, ότι ο αιτητής 2 έχει άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα, είναι άκυρη και ή παράνομη και ή αντισυνταγματική και ή στερημένη αποτελέσματος.»
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση 1 και 2 προβάλλουν ως πρώτη προδικαστική ένσταση ότι το περιεχόμενο της επιστολής ημερ.29.3.04 που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή στερείται εκτελεστότητας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προσβληθεί βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος
Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας μας ότι, για να είναι δεκτική προσβολής μία διοικητική απόφαση, πρέπει αυτή να είναι εκτελεστή. Εκτελεστή είναι η απόφαση, με την οποία δηλώνεται η βούληση του διοικητικού οργάνου που αποσκοπεί στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων. Κύριο χαρακτηριστικό της εκτελεστής πράξης είναι η παραγωγή έννομου αποτελέσματος, το οποίο συνίσταται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης.
Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, δηλαδή πράξη η οποία πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης, δεν είναι εκτελεστή (Δέστε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας», 1929-1959, σελ. 236-237).
Η έννοια του όρου «εκτελεστή διοικητική πράξη» επεξηγήθηκε και στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, όπου το θέμα τέθηκε ως εξής:- (σελ. 31.)
«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους».
Στην κατηγορία των μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων περιλαμβάνονται, σύμφωνα με το «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών» του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, ΄Εκδοση Τέταρτη, σελ. 173:-
«3. ΄Αλλαι πράξεις, χαρακτηριζόμεναι ως προπαρασκευαστικαί, ήτοι ως τείνουσαι εις την προπαρασκευήν της μελλούσης να εκδοθή εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Τοιαύται είναι αι πληρούσαι συνήθως διαδικαστικούς τύπους, καθοριζομένους υπό του νόμου, ως:
α) .................................................. .....................................
β) αι προκαταρκτικαί προσκλήσεις προς παροχήν πληροφοριών και αι συναφείς προκαταρκτικαί ανακοινώσεις προς τους ενδιαφερομένους.»
Από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης επιστολής είναι σαφές ότι η επαρχιακή Διοίκηση απλά πληροφόρησε τον αιτητή ότι, προκειμένου να του εκδοθεί άδεια οικοδομής, θα έπρεπε να προσκομίσει τις σχετικές βεβαιώσεις του ΕΤΕΚ. Επίσης φαίνεται, από το λεκτικό της επίδικης επιστολής, ότι δεν πρόκειται για τελική απόφαση της διοίκησης .
Συνεπώς η προδικαστική ένσταση αναφορικά με την έλλειψη εκτελεστότητας γίνεται αποδεκτή.
Παρενθετικά αναφέρω ότι είχα την ευκαιρία να εξετάσω παρόμοιο θέμα στην Υπόθεση αρ., 641/2004 Αντιγόνη Αλεξάνδρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 10.2.2006 στην οποία και κατέληξα στο ίδιο συμπέρασμα.
Ενόψει των όσων έχω προαναφέρει, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη πληροφοριακού και προπαρασκευαστικού χαρακτήρα και ως εκ τούτου θεωρώ αναπόφευκτη την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης .
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.