ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 677
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 396/2005)
31 Ιουλίου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Χ"ΣΑΒΒΑ,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Ε. Σατράκη, για τον Αιτητή.
Θ. Πιπερή, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 13 Ιανουαρίου 2005 ο αιτητής υπέβαλε στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων αίτηση για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας. Το αίτημα απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση η οποία του γνωστοποιήθηκε με επιστολή, ημερ. 26 Ιανουαρίου 2005. Δόθηκε ως λόγος ότι οι ασφαλιστέες αποδοχές του για το έτος 2003 και ο μέσος όρος των ασφαλιστέων του αποδοχών για τα έτη 2002 και 2003 ήταν λιγότερες από £1.549,40 που προφανώς αποτελούσε το όριο. Στην πραγματικότητα ο αιτητής, ο οποίος είχε δηλώσει άνεργος από το 1998, έκτοτε δεν κατέβαλε εισφορές.
Η σύνταξη αντικανότητας προβλέπεται στο άρθρο 38 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80 όπως έχει τροποποιηθεί, ιδιαίτερα με τον Ν. 98(Ι)/92). Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα, τίθενται στο εδάφιο (1):
«38. - (1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ησφαλισμένος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος εάν -
(α) ήτο ανίκανος προς εργασίαν δι΄ εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας εντός οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως•
(β) εντός της τοιαύτης περιόδου διακοπής της απασχολήσεως αποδείξη ότι προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν•
(γ) δε συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών ετών•
(δ) πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς:
Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ΄ ην η ανικανότης οφείλεται εις ατύχημα επισυμβάν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, ο ησφαλισμένος θεωρείται ότι πληροί τας προϋποθέσεις εισφοράς εάν ούτος πληροί τα τοιαύτας προϋποθέσεις διά καταβολήν επιδόματος ασθενείας.»
Οι «προϋποθέσεις εισφοράς» εξειδικεύονται στον Τρίτο Πίνακα στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 24 κατόπιν αναφοράς στο άρθρο 22 όπου εκτίθενται τα διάφορα είδη παροχών.
Ο αιτητής προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προέκυψε από κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας και, εναλλακτικά, ότι το άρθρο 38(1)(δ) του Νόμου, το οποίο εξαρτά τη σύνταξη ανικανότητας από εισφορές, αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στην αρχή της ισότητας, όπως και στο Άρθρο 9 το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής ασφάλειας και στην ανάγκη θέσπισης νόμου που «θα προβλέψη περί προστασίας των εργατών, αρωγής προς τους πτωχούς και συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων.».
Στο στάδιο των διευκρινίσεων η συνήγορος του αιτητή δήλωσε, και ορθά βέβαια, πως ο αιτητής δεν πληρούσε τις νομοθετικές προϋποθέσεις για σύνταξη ανικανότητος. Απομένει επομένως μόνο το ζήτημα συνταγματικότητας. Αναφορικά με το Άρθρο 9, αναπτύχθηκε εκ μέρους του αιτητή η ακόλουθη επιχειρηματολογία:
«Το ύψιστο δικαίωμα του άρθρου 9 του Συντάγματος, της αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής ασφάλειας επιχείρησε να εξειδικεύσει ο Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος του 1980 όπως τροποποιήθηκε, και στην περίπτωση μας το άρθρο 38(1)(δ) αυτού. Με την προϋπόθεση των εισφορών όπως αναλύονται πιο πάνω και όπως θέτει σωρευτικά τις προϋποθέσεις ο Νόμος, είναι η εισήγηση μου ότι καταστρατηγείται ο αρχικός σκοπός του δικαιώματος του άρθρου 9 του Συντάγματος και πλήττεται βάναυσα τόσο το δικαίωμα του Αιτητή για αξιοπρεπή διαβίωση και κοινωνική ασφάλεια όσο και το δικαίωμα του για ίση μεταχείριση. Ο Αιτητής, εξαιτίας της προσβαλλόμενης πράξης και/ή απόφασης και/ή της οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, καταδικάζεται ουσιαστικά σε αναξιοπρεπή διαβίωση, κοινωνική ανασφάλεια, έλλειψη αποτελεσματικής προστασίας μέσα σε πλαίσια ανέχειας κάτω από το όριο φτώχιας.
Ο Συντακτικός Νομοθέτης καθορίζοντας ότι "Ο νόμος θα προβλέψει περί προστασίας των εργατών, αρωγής προς τους πτωχούς και συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων." πρόδηλα επιβάλλει και/ή απαιτεί από τον κοινό Νομοθέτη με το Νόμο που θα θεσπίσει να εξασφαλίζει στον εργάτη αξιοπρεπή διαβίωση και κοινωνική ασφάλεια. Οι συγκεκριμένες πρόνοιες στην συγκεκριμένη και με τα δοσμένα στοιχεία περίπτωση, αντιστρατεύονται τον σκοπό του Συντακτικού Νομοθέτη και ούτε αξιοπρεπή διαβίωση εξασφαλίζουν στον εργάτη ούτε κοινωνική ασφάλεια.»
Σε σχέση έπειτα με το Άρθρο 28, ο αιτητής εισηγείται ότι ως αποτέλεσμα της προϋπόθεσης εισφορών στο άρθρο 38(1)(δ) του Νόμου, άλλος ασφαλισμένος με χαμηλότερο συνολικό ποσό εισφορών ενδεχομένως να δικαιούται σύνταξη ενώ αυτός όχι. Όμως τέτοιου είδους σκέψεις δεν τεκμηριώνουν ανισότητα.
Στα τεθέντα ζητήματα συνταγματικότητας, η ακόλουθη γενική απάντηση καλύπτει και τα δύο. Ο υπό αναφορά Νόμος στηρίζεται στην από μέρους του Κράτους εξισορρόπηση οικονομικών δυνατοτήτων και κοινωνικών παροχών και το σύστημα δεν μπορεί, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, να διαφοροποιηθεί δικαστικώς ώστε να περιλάβει αυξημένη δυνατότητα για παροχές: βλ. Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και Βρούντου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3830, ημερ. 3 Μαρτίου 2006. Επομένως, το άρθρο 38(1) του Νόμου και οι συναρτημένες με αυτό διατάξεις δεν είναι αντισυνταγματικές.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ