ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
5 Ιουλίου, 2006
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ε., Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑLI FARAMARZIAN,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
Kαθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Αμ. Κακογιάννη, για τον Αιτητή
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex tempore)
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την 21.6.2006 ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 6.6.06 με την οποία αποφασίστηκε η κράτηση και απέλαση του για το λόγο ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με την παράγραφο Κ του εδαφίου 1 του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Ταυτόχρονα με τη προσφυγή καταχώρισε μονομερή αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση μέχρι εκδικάσεως της προσφυγής. Με οδηγίες του Δικαστηρίου η αίτηση επιδόθηκε και οι καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, καθώς προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση, όπως δίδονται από τη σύζυγο του αιτητή και την ένορκη δήλωση της Λειτουργού στο Αρχείο Πληθυσμού και Μετανάστευσης στον κλάδο Ασύλου Μαρίας Μιχαηλίδου, στο βαθμό που αυτά δεν συγκρούονται έχουν σε συντομία έχουν ως ακολούθως: ο αιτητής με τη σύζυγο του και τα δύο ανήλικα παιδιά τους, ήλθαν από την πατρίδα τους το Ιράν, στη Δημοκρατία παράνομα μέσω των κατεχομένων στις 18.10.2003. Στις 30.10.2003 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή πολιτικού ασύλου εξασφάλισε σχετική βεβαίωση και άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι την εξέταση του αιτήματος του. Πρόβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ότι για θρησκευτικούς λόγους, όντες μουσουλμάνοι ασπάστηκαν το χριστιανισμό, κινδύνευαν στη χώρα τους. Το αίτημα τους εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και απορρίφθηκε. Ενημερώθηκαν ανάλογα και εμπρόθεσμα. Υπέβαλαν διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων η οποία και απερρίφθη στις 18.11.2005. Εναντίον της απόφασης αυτής εκκρεμεί η προσφυγή Αρ. 181/06. Ο αιτητής δεν εγκατέλειψε τη Δημοκρατία και στις 5.6.2006 προσήλθε στα γραφεία της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στη Λεμεσό για να δηλώσει τη νέα του διεύθυνση. Λόγω της παράνομης παραμονής του συνελήφθη και στις 6.6.2006 εκδόθηκαν εναντίον του τα προσβαλλόμενα διατάγματα απέλασης και κράτησης. Το διάταγμα απέλασης του αιτητή με την καταχώριση της παρούσας προσφυγής και αίτησης ανεστάλη από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης. Ανάλογα διατάγματα εκδόθηκαν και εναντίον της συζύγου και των παιδιών του, τα οποία όμως για ανθρωπιστικούς λόγους δεν εκτελέστηκαν.
Οι συνήγοροι με γραπτές αγορεύσεις και με αναφορά σε νομολογία υποστήριξαν τις θέσεις τους. Η κα.Κακογιάννη για τον αιτητή εισηγήθηκε ότι η περίπτωση είναι ιδιάζουσα και τα γεγονότα της αποκαλύπτουν ξεκάθαρα την ανεπανόρθωτη ζημιά που θα προκληθεί στον αιτητή και την οικογένεια του εάν δεν εκδοθούν τα διατάγματα. Εάν απελαθεί, υπέβαλε, θα συλληφθεί στη χώρα του θα φυλακισθεί και δεν θα μπορέσει σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής του να επιστρέψει διότι θα βρίσκεται στη φυλακή ή ακόμη θα είναι νεκρός. Τυχόν συνέχιση της κράτησης του δημιουργεί τεράστια οικονομικά προβλήματα όχι μόνο στον ίδιο αλλά και στην οικογένεια του η οποία εξαρτάται οικονομικά από αυτόν. Εισηγείται την αναστολή του διατάγματος απέλασης όχι μόνο μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής αλλά και της προσφυγής την οποία ο αιτητής έχει καταχωρήσει εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Σε ό,τι αφορά την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας αυτή τη στήριξε στην ερμηνεία του αρ.7(4) του περί προσφύγων Νόμου του 2000. Δεν είναι δυνατό εισηγήθηκε να κρατείται ο αιτητής ως απαγορευμένος μετανάστης ενώ εκκρεμεί στο Ανώτατο Δικαστήριο προσφυγή για τη διαπίστωση της νομιμότητας της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για πολιτικό άσυλο.
Προσωρινό διάταγμα σε προσφυγή μπορεί να εκδοθεί σε περιπτώσεις έκδηλης παρνομίας και σε περιπτώσεις όπου ενδέχεται να προκύψει στον αιτητή ανεπανόρθωτη ζημιά. (Βλ. Λοϊζίδης ν. Υπουργείου Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Στην υπόθεση Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. σελ.1857 το ζήτημα της έκδηλης παρανομίας αντιμετωπίστηκε ως εξής, σελ.1862:
«Είναι κατάλληλη η στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης «προφανής παρανομία». Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.»
Στην υπόθεση Asad Mohammed Rahal ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 1023/2004, 30.12.2004 εξετάστηκε η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος απέλασης ενώ εκκρεμούσε αίτημα για πολιτικό άσυλο και στην απόφαση της πλειοψηφίας την οποία έδωσε ο Νικολάου, Δ. Αναφέρονται τα εξής:
«΄Εχουμε τη γνώμη ότι η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα του για πολιτικό άσυλο. Η επιφύλαξη στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο.»
Σύμφωνα με την κατάληξη της πλειοψηφίας στην πιο πάνω υπόθεση νόμιμα είχε εκδοθεί διάταγμα απέλασης και συνακόλουθα κράτησης με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο εφόσον το διάταγμα κράτησης σκοπό είχε να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης. Δεν μπορούσε να γίνει οποιοσδήποτε συσχετισμός στην υπόθεση εκείνη της κράτησης του αιτητή και της κράτησης στη βάση του άρθρου 7(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Η κράτηση του αιτητή εκεί δεν οφείλετο στην ιδιότητα του ως αιτητή ασύλου ώστε να ισχύει η απαγόρευση του άρθρου 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω καταλήγω ότι το διάταγμα απέλασης και κράτησης του αιτητή δεν είναι εξόφθαλμα παράνομο, όπως απαιτεί η νομολογία, για να δικαιολογείται η έκδοση του αιτουμένου διατάγματος. Τα διατάγματα απέλασης και κράτησης εκδόθηκαν μήνες μετά την απόρριψη του αιτήματος του για πολιτικό άσυλο και στη βάση ότι ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης αφού καμιά άδεια για διαμονή στη Δημοκρατία δεν υπήρχε. Σ΄ό,τι αφορά το ζήτημα της ανεπανόρθωτης ζημιάς όπως έχει τεθεί από την πλευρά του αιτητή, ούτε αυτό βρίσκω να δικαιολογείται. ΄Οτι η κράτηση του αιτητή προκαλεί οικονομικά προβλήματα στον ίδιο και την οικογένεια του, ενδεχόμενα να είναι ορθό. Αυτό όμως δεν αρκεί για να καταδείξει ότι θα υποστεί ο αιτητής ανεπανόρθωτη ζημιά. Ούτε οι γενικοί ισχυρισμοί ότι εάν απελαθεί θα φυλακιστεί ή θα εκτελεστεί επανάληψη ουσιαστικά όσων εξετάστηκαν από την αρμόδια αρχή προτού απορρίψει το αίτημα του αρκούν. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η καταχώρηση προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, καθιστά ανενεργό την εξουσία της διευθύντριας Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να προχωρήσει στην έκδοση και εκτέλεση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης όσων οι αιτήσεις για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκαν και εκκρεμούν προσφυγές. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
΄Εφη Παπαδοπούλου, Δ.
/ΜΑ