ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χαραλάμπους Μάριος Π. ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 82
Chrishantha Suresh ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 93
GEORGHIOS MILTIADOUS ν. REPUBLIC (SENIOR MINES OFFICER AND ANOTHER) (1972) 3 CLR 341
ECONOMIDES ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 837
MOYO & ANOTHER ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 1203
Λοϊζίδης Σταύρος ν. Yπουργού Eξωτερικών. (1995) 3 ΑΑΔ 233
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ SVETLANA SHALAEVA (2), Αίτηση αρ. 4/2005, 21 Οκτωβρίου 2005
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 822/2006)
16 Ιουνίου, 2006
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SANKA MANJULA KANKANI GAMAGE,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
Μονομερής αίτηση ημερομηνίας 16/5/2006
Γ.Ζ. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης της Διευθύντριας του Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης της 13/2/2006, σύμφωνα με την οποία είχε εκδοθεί διάταγμα σύλληψης και απέλασης της.
(α) Τα γεγονότα.
Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τη Σρι Λάνκα και είναι ηλικίας 27 περίπου χρόνων, έφθασε για πρώτη φορά στην Κύπρο την 1/3/99 και της δόθηκε προσωρινή άδεια εισόδου για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε κάποια υπερήλικα γυναίκα από τη Λάρνακα. Ένα μήνα αργότερα μετά το θάνατο της πιο πάνω υποβλήθηκε αίτηση εκ μέρους της θυγατέρας της αποθανούσας για να συνεχίσει η αιτήτρια να εργάζεται κοντά της. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε στις 21/3/2000, γιατί η εργοδότρια δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν την απασχόληση της αιτήτριας ως οικιακής βοηθού. Η αιτήτρια ακολούθως εργοδοτήθηκε κατόπιν σχετικής άδειας από ένα υπερήλικα, ο οποίος στις 7/6/2000 την αποδέσμευσε από τα καθήκοντά της. Η αιτήτρια ακολούθως προσλήφθηκε για απασχόληση ως καθαρίστρια στην επιχείρηση της θυγατέρας της υπερήλικης γυναίκας που είχε αποβιώσει και της δόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 18/12/2000. Η άδεια αυτή ανανεωνόταν μέχρι τις 30/11/2004. Από τις 30/11/2004 μέχρι τις 3/6/2005 η αιτήτρια παρέμενε στην Κύπρο παράνομα. Στις 3/6/2005 η εργοδότρια της αιτήτριας ζήτησε την περαιτέρω παράταση της προσωρινής άδειας παραμονής και η καθ'ης η αίτηση παραχώρησε παράταση παραμονής στην αιτήτρια μέχρι 30/9/2005 για να δυνηθεί η εργοδότρια της να προβεί στην αντικατάσταση της. Προς τούτο στη σχετική έγκριση σημειώθηκε ρητά ότι η ανανέωση της άδειας ήταν "Final, not renewable" ("Τελευταία, μη ανανεώσιμη"). Επειδή η αιτήτρια παρέμεινε και μετά τη λήξη της πιο πάνω άδειας της στην Κύπρο, συνελήφθη και έκτοτε κρατείται για να απελαθεί. Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι η αιτήτρια έχει συμπληρώσει συνολικά χρονική περίοδο 6 χρόνων και 7 μηνών παραμονής και ότι από τις 30/11/2004 διαμένει στην Κύπρο παράνομα.
(β) Η αίτηση για την αναστολή του διατάγματος κράτησης και απέλασης.
Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια ζητά την αναστολή του διατάγματος κράτησης και απέλασης της ισχυριζόμενη ότι η έκδοση του πιο πάνω διατάγματος είναι παράνομη και ότι η εκτέλεση του διατάγματος θα της επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημιά.
Οι αρχές που καθορίζουν την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος στο Διοικητικό Δίκαιο έχουν καθοριστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Απώτερος σκοπός της έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος είναι η διατήρηση της κατάστασης που υπήρχε πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και αναστολή της απόφασης μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου. Το προσωρινό αυτό μέτρο συνιστά μια δραστική θεραπεία και πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ (βλ. Clerides and others (No.1) v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 701). Και τούτο γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας ελέγχου διοικητικών αποφάσεων, δεν ενδείκνυται να παρεμβαίνει σε αυτές προτού ολοκληρωθεί η έρευνα του για την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης.
Προτού εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει
(α) Έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης ή
(β) Σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν το διάταγμα δεν εκδοθεί, εφόσον δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση (βλ. Moyo and another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).
(i) Έκδηλη παρανομία.
Ο καθορισμός της έκδηλης παρανομίας ήταν ένα θέμα που απασχόλησε πολλές φορές τα Δικαστήρια. Η νομολογία καθορίζει ότι η παρανομία πρέπει να προβάλλει από μόνη της ως "έκδηλη, διαβόητη και σκανδαλώδης" (βλ. Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837) και πρέπει να είναι έκδηλη με την έννοια ότι είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Λοïζíδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, η έκδηλη παρανομία καθορίζεται ως,
"εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης."
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η έκδοση του διατάγματος είναι παράνομη έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της ότι το διάταγμα
(i) Συγκρούεται με τα ευρήματα της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Micovic v. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 1012/2005 της 18/11/2005),
(ii) Δεν λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ της 25/11/2003,
(iii) Αντιστρατεύεται την αρχή της επιδοκιμασίας - αποδοκιμασίας αφού η διάρκεια της άδειας παραμονής είχε ανανεωθεί αρκετές φορές και ότι,
(iv) Η αιτήτρια δεν κλήθηκε να παρουσιάσει οποιαδήποτε στοιχεία στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Μπορεί τα γεγονότα στην υπόθεση Micovic v. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 1012/2005 της 18/11/2005) να μοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης (αφού ο αιτητής στην προσφυγή 1012/2005 ήλθε στην Κύπρο από τη Γιουγκοσλαβία το 1998 και εξασφάλισε άδεια παραμονής μέχρι τις 10/4/2005, αφού συμπλήρωσε επτά χρόνια νόμιμης παραμονής), όμως η εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση αφορούσε την ουσία της ίδιας της προσφυγής (και όχι αίτηση για την αναστολή του διατάγματος κράτησης και απέλασης) και επιπρόσθετα δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο σε βαθμό που θα επέτρεπε την επίκληση του δεδικασμένου. Η προσφυγή στην πιο πάνω υπόθεση έγινε αποδεκτή αφού το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα, η οποία θα έπρεπε μεταξύ άλλων να λάβει υπόψη και το περιεχόμενο της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ της 25/11/2003.
Ο ισχυρισμός ότι το διάταγμα είναι αντίθετο με τις πρόνοιες της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ της 25/11/2003 δεν μπορεί να θεμελιώσει την αναστολή του διατάγματος κράτησης και απέλασης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν εξασφαλίζει αυτόματα δικαίωμα διαμονής σε ένα ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας στην Κύπρο, αλλά του παρέχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους στο οποίο διαμένει για να αποκτήσει το καθεστώς του "επί μακρόν διαμένοντος" (Άρθρο 7(1)). Προς τούτο ο αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις έκδοσης του καθεστώτος του "επί μακρόν διαμένοντος" (Άρθρα 4 και 5 της Οδηγίας). Τα πρόσωπα τα οποία αποκτούν το καθεστώς του "επί μακρόν διαμένοντος" πρέπει μεταξύ άλλων να απολαύουν ίσης μεταχείρισης με τους πολίτες του κράτους μέλους σε ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών τομέων (Άρθρο 12 της Οδηγίας), όπως επίσης και ενισχυμένη προστασία από απέλαση (Άρθρο 16 της Οδηγίας).
Η Οδηγία 203/109/ΕΚ δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 23/1/2004 και για την ενσωμάτωση της στη νομοθεσία των κρατών μελών, δόθηκε προθεσμία δύο χρόνων. Η Κυπριακή Δημοκρατία η οποία θα έπρεπε να υιοθετήσει την πιο πάνω Οδηγία μέσα σε δύο χρόνια από την επίσημη ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχει δυστυχώς ακόμα ενσωματώσει την πιο πάνω Οδηγία στην κυπριακή νομοθεσία και έτσι εγείρεται το σοβαρό ερώτημα κατά πόσο τα Δικαστήρια δύνανται να προβούν στην εφαρμογή των προνοιών της ενόψει της μη ενσωμάτωσης της μέχρι σήμερα στο κυπριακό νομικό πλαίσιο. Το ερώτημα δεν είναι απλό και δεν μπορεί να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια της εξέτασης της παρούσας αίτησης, αλλά μέσα στα πλαίσια της ουσίας της προσφυγής. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω η εισήγηση ότι η παράλειψη συμμόρφωσης προς την πιο πάνω Οδηγία υποδηλεί έκδηλη παρανομία, οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η περίπτωση της αιτήτριας είχε εξεταστεί μέσα στα πλαίσια των προνοιών της πιο πάνω οδηγίας και οι καθ'ων η αίτηση κατέληξαν σε συμπέρασμα ότι η περίπτωση δεν ενέπιπτε μέσα στις πιο πάνω πρόνοιες. Τα πιο πάνω στοιχεία που έχουν παρατεθεί δεν υποδεικνύουν έκδηλη παρανομία, σε βαθμό που θα δικαιολογούσε σε αυτό το στάδιο την επέμβαση του Δικαστηρίου. Αντίθετα οι πιο πάνω εισηγήσεις συνιστούν ερωτήματα τα οποία θα εξεταστούν μέσα στα πλαίσια της ουσίας της προσφυγής.
Η εισήγηση για την επίδειξη συμπεριφοράς εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση, η οποία παραβιάζει την αρχή της επιδοκιμασίας - αποδοκιμασίας και η εισήγηση για τη μη κλήση της αιτήτριας να παρουσιάσει οποιοδήποτε στοιχείο πριν από την έκδοση του διατάγματος κράτησης και απέλασης, δεν υποστηρίζουν τη θέση για την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, αφού και οι δύο αυτές εισηγήσεις έχουν αμφισβητηθεί από τους καθ'ων η αίτηση και μπορεί να εξεταστούν μέσα στα πλαίσια της ουσίας της προσφυγής.
(ii) Ανεπανόρθωτη βλάβη.
Ο άλλος σοβαρός λόγος που επιτρέπει την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος είναι η σοβαρή πιθανότητα πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή αν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Προς τούτο ο αιτητής πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία για την απόδειξη ανεπανόρθωτης ζημιάς που δεν μπορεί να αντικατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος αν η έκδοση του μπορεί να δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της Διοίκησης (βλ. Miltiadous v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 341, Monica Rodat v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 937).
Προς υποστήριξη της εισήγησης της ότι πρέπει να εκδοθεί διάταγμα αναστολής του διατάγματος απέλασης ο ευπαίδευτος συνήγορος της υπέβαλε ότι σε περίπτωση εκτέλεσης του διατάγματος η αιτήτρια θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού θα αναγκαστεί να επιστρέψει στη Σρι Λάνκα με την οποία έχει ήδη διακόψει σχεδόν κάθε δεσμό, δεν έχει τόπο διαμονής και οικογένεια, δεν έχει εργασία και δεν υπάρχει κάποιο πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να την συντηρεί.
Τα όσα έχουν προβληθεί από την αιτήτρια δεν στοιχειοθετούν το στοιχείο της ανεπανόρθωτης βλάβης, σε βαθμό που αυτή δεν θα μπορεί να εκτιμηθεί σε αργότερο στάδιο. Τόσο οι οικονομικές όσο και οι κοινωνικές δυσκολίες τις οποίες θα συναντήσει η αιτήτρια αν εκτελεστεί το διάταγμα, δεν συνιστούν εκείνες τις προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν την επέμβαση του Δικαστηρίου για να αναστείλει το σχετικό διάταγμα.
Εξίσου ανεδαφικός είναι και ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι σε περίπτωση εκτέλεσης του διατάγματος δεν θα μπορέσει χωρίς εισόδημα να συνεχίσει την παρούσα προσφυγή. Ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος 165(Ι)/2002 δεν καλύπτει την παρούσα περίπτωση (βλ. Αναφορικά με την αίτηση της Svetlana Shalaeva, Αίτηση 3/2005 της 21/10/2005 και Αναφορικά με την αίτηση της Svetlana Shalaeva, Αίτηση 4/2005 της 21/10/2005) και εναπόκειται στην αιτήτρια αν θέλει να επιδιώξει τη συνέχιση της παρούσας διαδικασίας, η οποία μπορεί να προωθηθεί ακόμα και στην απουσία της (βλ. Moyo and another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Gueorguieva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1345/99 της 2/12/99).
Η αίτηση απορρίπτεται. Έχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης δεν θα εκδώσω οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ