ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 152/99

 

 

 

29 Ιουνίου, 2006

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΔΑΦΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

 

Αιτήτρια

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθών η αίτηση.

 

---------------------------------

 

Η αιτήτρια εμφανίζεται  προσωπικά

Α.  Ποιητής με Κ. Καλλιτσιώνη (κα) για τους καθών η αίτηση

Α. Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα), για το ενδιαφερόμενο μέρος (ε.μ.) Γούλα Φράγκου

 

-------------------------

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου με την οποία να κηρύττεται άκυρη η προαγωγή του ε.μ.  Γιωργούλας άλλως Γούλας  Φράγκου στη θέση του Εισαγγελέα.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η αιτήτρια βασίζει την αίτηση στα πιο κάτω γεγονότα τα οποία προτιμώ να παραθέσω αυτούσια.

 

«Στις 8 Αυγούστου 1998 προκηρύχθηκε με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η πλήρωση μιας κενής θέσης Εισαγγελέα στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.

 

2.  Μεταξύ των υποψηφίων που υπέβαλαν αίτηση για την πιο πάνω θέση ήταν και η αιτήτρια και το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

3.  Η αιτήτρια ήγειρε γραπτώς διάφορα συγκεκριμένα, σοβαρά ουσιώδη θέματα προς έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, ενώπιον του Αξιολογούντος ή/και Αξιολογούντων Λειτουργών/ή Λειτουργού, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώπιον της ΕΔΥ καθώς επίσης και ενώπιον άλλων και/ή σε άλλες περιπτώσεις, τα οποία αγνοήθησαν και/ή απορρίφθησαν παράνομα.

 

4.  Σαν αποτέλεσμα υποβληθείσας ένστασης και/ή ενστάσεων η αιτήτρια αντιμετώπισε, μεταξύ άλλων, επιθετική, εμπαθή, απάνθρωπη, απειλητική, προκατειλημμένη, παράνομη συμπεριφορά.  Προφορικά και γραπτά αιτήματα προς το Γενικό εισαγγελέα για άμεση παράδοση σχετικού αυτόδηλου πρακτικού παράνομα αγνοήθηκαν και/ή απορρίφθηκαν.

 

5.  Στις 11 Δεκεμβρίου 1998 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η προαγωγή του Ενδιαφερομένου Μέρους.

 

6.  Της προαγωγής του Ενδιαφερομένου Μέρους προηγήθηκαν σωρείες τεκμηριωμένων παράνομων διεργασιών/πράξεων/παραλείψεων, οι οποίες αποσκοπούσαν σε ευνοιοκρατική προώθηση του Ενδιαφερομένου Μέρους και/ή άλλων στην ανώτερη ιεραρχία και/ή την καθήλωση της αιτήτριας ή ανακοπή της νόμιμης ανέλιξης και/ή άλλως πως αυτής, οι οποίες προκάλεσαν επιζήμιες επιπτώσεις στην ανέλιξη της αιτήτριας, οικονομικές καθώς και άλλες συγκεκριμένες σοβαρές επιζήμιες επιπτώσεις.

 

7.  Η αιτήτρια υπηρέτησε μεταξύ των ετών 1972-1981 στο Ανώτατο Δικαστήριο εκτελώντας καθήκοντα καθαρά νομικής φύσεως και από το Σεπτέμβρη του 1981 μέχρι σήμερα στη Νομική Υπηρεσία.

 

8.  Το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπηρέτησε από το Δεκέμβρη του 1977 μέχρι το 1989 στην Υπηρεσία Αναθεώρησης και Ενοποίησης της Κυπριακής Νομοθεσίας και στη συνέχεια στη Νομική Υπηρεσία.

 

9.  Η ανέλιξη της αιτήτριας ανεκόπτετο παράνομα και/ή εσκεμμένα και/ή άλλως πως από πράξεις/διεργασίες/παραλείψεις/επεμβάσεις αρμοδίων ή και άλλων, εν αντιθέσει με την ανέλιξη του ενδιαφερομένου μέρους η οποία ουσιαστικά δημιουργήθηκε.

 

10.  Η αιτήτρια επιφυλάσσει το δικαίωμα όπως, αναφερθεί σε έκταση στη διαδικασία που ακολουθήθηκε πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και/ή προβάλει και αναπτύξει κι άλλους λόγους ακύρωσης και/ή γεγονότα σε μεταγενέστερο στάδιο και/ή μετά την επιθεώρηση όλων των σχετικών με την υπόθεση φακέλων και/ή παρουσιάσει μαρτυρία προς απόδειξη και/ή αποδείξει οιουσδήποτε πραγματικούς και/ή νομικούς ισχυρισμούς και προς τις παράνομες διαδικασίες που ακολουθήθηκαν και/ή πράξεις και/ή παραλείψεις και/ή ενέργειες και/ή άλλως πως σε οιονδήποτε χρονικό διάστημα πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και/ή προσθέσει και/ή τροποποιήσει και/ή διορθώσει πραγματικούς και/ή νομικούς ισχυρισμούς.»

 

 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Αναφορικά με τα νομικά σημεία πάνω στα οποία η αιτήτρια στηρίζει την αίτηση της, αυτά φαίνονται σε σχετικό πίνακα Α στην προσφυγή.  Επαναλαμβάνει και εκεί τους διάφορους ισχυρισμούς περί προκατάληψης εναντίον της και για παράνομες ενέργειες που άρχισαν προ πολλού με σκοπό να εμποδίσουν την ίδια, εκδικητικά, (όπως ισχυριζεται) από του να ανέλθει στην υπηρεσία, με ταυτόχρονες παράνομες ενέργειες ο σκοπός των οποίων ήταν η προώθηση του ε.μ.   Εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε κατά παράβαση του συντάγματος, διεθνών και ευρωπαϊκών συνθηκών και/ή των ισχυόντων νόμων και κανονισμών συμπεριλαμβανομένου του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 καθών και τον καθιερωμένων αρχών του διοικητικού δικαίου όπως η έλλειψη δέουσας έρευνας και/ή αιτιολογίας.  Ισχυρίζεται ότι το ε.μ δεν κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και ότι εν πάση περιπτώσει η ίδια υπερέχει.  Μέσα στα πλαίσια προκατάληψης ισχυρίζεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας εκωλύετο να προβεί σε συστάσεις αφού ήταν προκατειλημμένος εναντίον της και μεροληπτικός υπέρ του ε.μ. και λόγω του ότι έπαυσε να είναι ανεξάρτητος αφού η όλη επιδίωξη του ήταν το δικό του προσωπικό ενδιαφέρον για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα.

 

Τους πιο πάνω νομικούς λόγους η αιτήτρια προχώρησε και ανάπτυξε με τις γραπτές της αγορεύσεις.  Κάπου 79 σελίδες η αρχική, πλέον τα παραρτήματα που αποτελούνται από περίπου 300 σελίδες (μπλε φάκελος) και 248 σελίδες η απαντητική αγόρευση, παρόλο που η αγόρευση των καθών η αίτηση ήταν 13 σελίδες και του ε.μ. 7 σελίδες.

 

Το θεωρώ εδώ σκόπιμο να αναφέρω ότι την ημέρα που η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις (και τούτο έγινε κατορθωτό μετά από αρκετές αναβολές), η αιτήτρια, χωρίς άδεια του δικαστηρίου, έφερε νέα «συμπληρωματική απαντητική γραπτή αγόρευση» αποτελούμενη από 392 σελίδες πλέον 350 περίπου σελίδες τα παραρτήματα, η οποία, όπως είχε δηλώσει, θα ήταν προς αντικατάσταση της αρχικής απαντητικής της αγόρευσης.  Φυσικά υπήρξε ένσταση από τους συνηγόρους των καθών η αίτηση και ε.μ. η οποία έγινε δεκτή από το δικαστήριο και έτσι η εν λόγω γραπτή απαντητική αγόρευση δε θα ληφθεί υπόψη κατά την ετοιμασία αυτής της απόφασης.  Για σκοπούς ευκολίας έχω σημειώσει την εν λόγω νέα απαντητική αγόρευση με τα παραρτήματα της (περιέχονται σε 2 πράσινους φάκελους) με τα γράμματα Δ.Π.1 ο ένας φάκελος  και Δ.Π.2 ο άλλος.

 

Στο στάδιο των διευκρινίσεων η αιτήτρια ουσιαστικά επανέλαβε τους ισχυρισμούς της περί μεθοδεύσεων οι οποίες σκοπό είχαν να υποσκάψουν και εμποδίσουν την ίδια από του να προαχθεί και ταυτόχρονα να προωθήσουν το ε.μ.  Επανάφερε αίτημα να της δώσουν διάφορους φακέλους και έγγραφα από τη νομική υπηρεσία ενώ το θέμα αυτό είχε ξεκαθαρίσει με ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου τούτου ημερ. 24/9/04.

 

Μετά την επιφύλαξη της απόφασης η αιτήτρια καταχώρησε στις 24/2/06 αίτηση για επανάνοιγμα της υπόθεσης η οποία, μετά επίσης από ορισμένες αναβολές τελικά απορρίφθηκε στις 27/6/06.  Όπως ανάφερα και στην εν λόγω απόφαση μου, η προσφυγή θα εξεταστεί με βάση τις ενώπιον μου γραπτές αγορεύσεις και έγγραφα που ήσαν κατά την 8/2/06 θεωρώντας αυτά ότι είναι γνήσια.  Αν είναι σχετικά ή όχι ή αν οι ισχυρισμοί που περιέχονται σ' αυτά (ιδιαίτερα σ' επιστολές/παράπονα της αιτήτριας) ευσταθούν ή όχι, είναι θέματα της κυρίως προσφυγής.  Θα ληφθεί επίσης υπόψη και το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων (προσωπικών φακέλων και των ετήσιων εμπιστευτικών εκθέσεων) της αιτήτριας και του ε.μ. που έχουν κατατεθεί ως τεκμήρια στην υπόθεση.  Σημειώνω εδώ ότι η αίτηση για επανάνοιγμα της υπόθεσης συνέτεινε και στην καθυστέρηση ετοιμασίας και έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Με τις πιο πάνω παρατηρήσεις, προχωρώ να εξετάσω τους διάφορους νομικούς ισχυρισμούς της αιτήτριας έχοντας πάντοτε υπόψη και τα όσα αναφέρουν οι συνήγοροι των καθών η αίτηση και ε.μ. στις δικές τους αγορεύσεις.

 

Παρά τις μακροσκελείς γραπτές αγορεύσεις της αιτήτριας, ξεχωρίζουν ως λόγοι ακύρωσης οι ισχυρισμοί περί καταδίωξης της ίδιας και ευνοϊκής μεταχείρισης του ε.μ.  Προσέχουμε λοιπόν ότι από το στάδιο που θα εμφανιζόταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.) απέστειλε προς τον Πρόεδρο και τα μέλη αυτής επιστολή ημερ. 9/10/98 με την οποία ισχυριζόταν ότι ο τότε Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας κ. Λουκαϊδης (μέλος της εν λόγω Επιτροπής) ήταν προκατειλημμένος εναντίον της παρά την περί αντιθέτου γραπτή δήλωση του κ. Λουκαϊδη ημερ. 6/10/97.  Γραπτή διαμαρτυρία για τη συμμετοχή του κ. Λουκαϊδη στη Σ.Ε. υπέβαλε και προς τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (πιο κάτω η Ε.Δ.Υ.) έλαβε υπόψη αυτές τις διαμαρτυρίες της αιτήτριας και απέρριψε το αίτημα της για εξαίρεση του κ. Λουκαϊδη μετά από προφορική δήλωση του τελευταίου ότι ουδεμία προκατάληψη είχε εναντίον της.  Όπως είχα την ευκαιρία να εκφέρω, εκ πρώτης όψης τότε, την άποψη μου κατά την προαναφερθείσα ενδιάμεση απόφαση μου ημερ. 24/9/04, επαναλαμβάνω και τώρα που εξετάζω την ουσία της προσφυγής, ότι ο ισχυρισμός περί προκατάληψης του κ. Λουκαϊδη και κατ' επέκταση κακής σύνθεσης της Σ.Ε., δεν ευσταθεί.  Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η Σ.Ε. σύστησε τόσο το ε.μ. όσο και την αιτήτρια καθώς και δυο άλλους τότε υποψηφίους, τους Αντώνη Βασιλειάδη και Στέλλα-Μαρία Ιωαννίδου.  Θα είχαν βάση και θα έχρηζαν πιο ενδελεχούς εξέτασης οι ισχυρισμοί περί προκατάληψης αν δε σύστηνε την αιτήτρια η Σ.Ε.  Έτσι, στην έκταση που οι ισχυρισμοί αυτοί αφορούν το τότε μέλος της Σ.Ε κ. Λουκαίδη απορρίπτονται.

 

Η αιτήτρια όμως δεν περιορίζει τους ισχυρισμούς για προκατάληψη μόνο στον κ. Λουκαϊδη.  Ενώ όπως ήδη ανάφερα, η αιτήτρια συστήθηκε με 3 άλλους υποψηφίους από τη Σ.Ε. από τις 9/10/98 και είχε κληθεί από την Ε.Δ.Υ. για τις σχετικές συνεντεύξεις, με επιστολή της που φέρει χειρόγραφη ημερ. 27/11/98 και λήφθηκε από την Ε.Δ.Υ. στις 30/11/98, αναφέρεται σε ανέλιξη Λειτουργών στη Νομική Υπηρεσία που βασίζεται σε «απαράδεκτες εκ των προτέρων ευνοιοκρατικές ενέργειες, διεργασίες εκ μέρους αξιωματούχων» και θα πρέπει «να ερευνηθεί γενικά θέμα ευνοιοκρατίας προς συγκεκριμένους λειτουργούς και εχθρότητας ή μεροληπτικής» εναντίον της συμπεριφοράς.  Η εν λόγω επιστολή είναι πολυσέλιδη (9 σελίδες) και δε θα μεταφέρω στην παρούσα τα όσα εκεί αναφέρονται.  Η ουσία είναι ότι η Ε.Δ.Υ. θα πρέπει να έχει υπόψη ότι έχουν γίνει διεργασίες που προωθούν άλλους υποψηφίους στην επίδικη θέση και παρεμπόδιση της ίδιας.

 

Η Ε.Δ.Υ. επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης της επίδικης θέσης (που ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής) στις συνεδρίες της ημερ. 20/10/98, 30/11/98 (εκεί δέχθηκε σε προφορικές συνεντεύξεις τους 4 υποψηφίους) και 1/12/98.  Κατά τη συνεδρία αυτή η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε την απόδοση κάθε υποψηφίου ως εξής:

Παπαδοπούλου Δάφνη:              Καλή

Φράγκου Γιωργούλα:                               Πολύ καλή

Οι άλλοι δυο υποψήφιοι χαρακτηρίστηκαν ως «σχεδόν πολύ καλός» ο ένας και «σχεδόν πολύ καλός» η άλλη.  Αφού η Ε.Δ.Υ. απέρριψε τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί ευνοιοκρατικής μεταχείρισης προς οποιονδήποτε από τους υποψηφίους, προχώρησε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων υπό το φως των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων εμπιστευτικών εκθέσεων αφού όλοι ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι και κατάληξε ότι η Φράγκου Γιωργούλα «υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων» και την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη για προαγωγή.  Το σχετικό πρακτικό καταλήγει ως εξής: 

 

«Η Επιτροπή, επιλέγοντας την Φράγκου, έλαβε υπόψη ότι αυτή, σε σύγκριση με τους άλλους υποψηφίους αξιολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο τόσο στην ενώπιον της προφορική εξέταση όσο και στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση, προηγείται σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων, υπερέχει ή και δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση στα πιο πρόσφατα χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία και επιπλέον έχει υπέρ της τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα».

 

Επανερχόμενος στους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί προκατάληψης εναντίον της από το Γενικό τώρα Εισαγγελέα που σύστησε το ε.μ. και όχι την ίδια, εξέτασα τα όσα ισχυρίζεται στις μακροσκελείς αγορεύσεις της και τα διάφορα έγγραφα, (επιστολές) που με τον ένα ή άλλο τρόπο έχουν περιληφθεί στο φάκελο του δικαστηρίου, πλην της προαναφερθείσας νέας συμπληρωματικής απαντητικής αγόρευσης που ήδη ανάφερα ότι δε θα ληφθεί υπόψη.

 

Τέτοιοι ισχυρισμοί πρέπει να αποδεικνύονται με μαρτυρία και οι σχετικοί διαδικαστικοί κανονισμοί προβλέπουν και για το στάδιο που πρέπει ένας αιτητής να αποτείνεται στο δικαστήριο για προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας.  Το να προβάλλει απλώς ένας αιτητής τέτοιους ισχυρισμούς, με την αγόρευση του δεν είναι αρκετό.  (βλ.  μεταξύ άλλων, Soteriadou & Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921,  Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28, και πιο πρόσφατα Πετρίδου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636). 

 

Στη δική μας περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε που να οδηγεί σε απόδειξη των ισχυρισμών της αιτήτριας ότι η προτίμηση του ε.μ. οφείλεται σε προκατάληψη εναντίον της αιτήτριας και/ή ευνοιοκρατική μεταχείριση του ε.μ.

 

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι έχω προσέξει ότι παρόμοιοι ισχυρισμοί της αιτήτριας, δηλαδή αλλότριοι σκοποί, μεροληψία, και μεθοδεύσεις για την προαγωγή όμως άλλου προσώπου (της Λ. Κουρσουμπά) στη θέση Εισαγγελέα, είχαν προβληθεί και στην προσφ. 384/00 στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 15/4/03 (Χατζηχαμπής, Δ.) και απορρίφθηκαν από το δικαστήριο.   Ακυρώθηκε εκεί η απόφαση για άλλο όμως λόγο που εδώ δεν έχει προβληθεί και/ή προωθηθεί.  Το θέμα σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής στη δική μας περίπτωση αμφισβητήθηκε λόγω μεροληψίας του κ. Λουκαϊδη και όχι λόγω του τρόπου συγκρότησης της.  Η αιτήτρια είχε επίσης καταχωρήσει και την προσφυγή 386/00 κατά της προαγωγής του κ. Πέτρου Κληρίδη στη θέση Εισαγγελέα η οποία και πέτυχε με απόφαση ημερ. 9/7/03 αλλά για λόγο που επίσης δεν ισχύει στη δική μας περίπτωση.  Για την 384/00 καταχωρήθηκε η Α.Ε. 3625 και την 386/00 η Α.Ε. 3672.

 

Η αιτήτρια στην παρούσα περίπτωση προβάλλει και τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας σχετικά με τις θέσεις της ότι υπήρχε μεθόδευση στην όλη ετοιμασία των ετήσιων εκθέσεων για ανακοπή της ανέλιξης της.  Ισχυρίζεται ότι κακώς απορρίφθηκε ένσταση της για τις αξιολογήσεις των ετών 1995 μέχρι 1998.  Συνδέει όμως τους ισχυρισμούς της αυτούς και πάλιν με θέματα προκατάληψης, για τους οποίους όμως ισχυρισμούς κατάληξα ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που να τους αποδεικνύει.  Έτσι τα όσα επαναλαμβάνονται στις αγορεύσεις της και αφορούν ισχυρισμούς περί προκατάληψης και ευνοιοκρατίας, απορρίπτονται.

 

Ισχυρίζεται περαιτέρω η αιτήτρια ότι οι αξιολογήσεις δεν έγιναν νόμιμα καθότι δεν μπορούσαν να συνταχθούν από το Γενικό Εισαγγελέα ο οποίος εφόσον είχε διαβουλεύσεις με τους ηγέτες διαφόρων κομμάτων και/ή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με σκοπό ανάληψη της Προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχασε την αμεροληψία που είχε με βάση το άρθρο 112 του Συντάγματος.  Βρίσκω εντελώς αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτό και κατά συνέπεια τον απορρίπτω χωρίς να επεκταθώ επί του θέματος.

 

Με την αγόρευση της η αιτήτρια αναφέρεται και στην προαγωγή της Λ.- Κουρσουμπά στη θέση Εισαγγελέα, τη νομιμότητα της οποίας επίσης αμφισβητεί.  Από τη στιγμή όμως που με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται μόνο η προαγωγή της Γ. Φράγκου, τα όσα ισχυρίζεται η αιτήτρια εναντίον της κ. Κουρσουμπά ή άλλου προσώπου, εκτός από τη Φράγκου, δε θα εξεταστούν στην παρούσα και γιαυτό αγνοούνται.  Ήδη ανάφερα ότι τα σχετιζόμενα με την προαγωγή της κας Κουρσουμπά και του κ. Π. Κληρίδη έχουν εξεταστεί σε αντίστοιχες προσφυγές.

 

Με άλλους ισχυρισμούς της η αιτήτρια αναφέρεται σε προσλήψεις και/ή διορισμούς του ε.μ. που είχαν γίνει στο παρελθόν.  Εκτός του ότι αυτές έχουν ήδη αποτελέσει ξεχωριστές διοικητικές πράξεις που έπρεπε να προσβληθούν κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα η κάθε μια, προσέχω ότι αυτές συνδέονται και πάλιν με τους ισχυρισμούς για προκατάληψη και μεθοδεύσεις που γίνονταν, σύμφωνα με την αιτήτρια, από το 1977 για προώθηση της κας Φράγκου.  Τέτοιοι όμως ισχυρισμοί έχουν ήδη απορριφθεί πιο πάνω.

Αναφορικά τώρα με τους νομικούς λόγους που αφορούν την έλλειψη δέουσας έρευνας και/ή αιτιολογίας, έχω προσέξει ότι ουσιαστικά και αυτοί αφορούν ισχυρισμούς της αιτήτριας ότι τόσο η Σ.Ε. όσο και η Ε.Δ.Υ. παρέλειψαν να διερευνήσουν τα όσα κατά διαστήματα με επιστολές της έθετε ενώπιον τους περί ύπαρξης προκατάληψης εναντίον της και με ταυτόχρονη ένδειξη εύνοιας υπέρ του ε.μ. Μελετώντας όμως τα πρακτικά που καλύπτουν τη διαδικασία που οδήγησε στην προαγωγή του ε.μ. (προσβαλλόμενη απόφαση) προσέχουμε ότι έχει διεξαχθεί πλήρης έρευνα και η κατάληξη της Ε.Δ.Υ. φαίνεται να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω ότι η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει.  Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπερ των καθών η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο