ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 152/99
27 Ιουνίου, 2006
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΑΦΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Αιτήτρια
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθών η αίτηση.
---------------------------------
Αίτηση ημερ. 24/2/06 για επανάνοιγμα υπόθεσης
Χρ. Φ. Κληρίδης, για την αιτήτρια
Κ. Καλλιτσιώνη (κα)για Α. Ποιητή, για τους καθών η αίτηση
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για το ενδιαφερόμενο μέρος (ε.μ.) Γούλα Φράγκου
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την κυρίως προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την προαγωγή του ε.μ. Γούλας Φράγκου στη θέση του Εισαγγελέα στη Νομική Υπηρεσία. Παρόλο που η προσφυγή καταχωρήθηκε από το Φεβρουάριο του 1999, για διάφορους λόγους (που φαίνονται στα πρακτικά) και μετά από αρκετές αναβολές, έγινε τελικά κατορθωτό να επιφυλαχθεί η απόφαση στις 8/2/06.
Λίγες μέρες μετά και συγκεκριμένα στις 24/2/06, η αιτήτρια, ενεργώντας τότε προσωπικά, καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της, αναφέρει ότι μετά την επιφύλαξη της απόφασης περιήλθαν σε γνώση της νεώτερα στοιχεία από τους επίσημους φακέλους που δείχνουν τη φύση της πείρας του ε.μ. και την πλάνη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Αναφέρεται σε δηλώσεις από πρόσωπα υπαλλήλων του Πρωτοκολλητείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, της Νομικής Υπηρεσίας, και άλλων.
Τόσο η πλευρά των καθών η αίτηση όσο και του ε.μ., έφεραν ένσταση στην αίτηση. Η ένσταση των καθών η αίτηση περιορίζεται στα γεγονότα όπως αποκαλύπτονται από το φάκελο της υπόθεσης, αυτή δε του ε.μ. υποστηρίζεται και από ένορκη δήλωση εκ μέρους της Αλίκης Αγρότου δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο του κ. Α. Σ. Αγγελίδη, στην οποία ουσιαστικά προβάλλονται νομικοί ισχυρισμοί.
Εξετάζοντας τις εν λόγω ενστάσεις προσέχω ότι η ουσία τους, είναι ότι τα όσα επικαλείται η αιτήτρια «δεν αποτελούν λόγο για επανάνοιγμα της υπόθεσης» (ένσταση των καθών η αίτηση) και ότι «(α) η αίτηση δεν υποστηρίζεται από τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις και κανονισμούς και βρίσκεται σε αντίθεση με τη σχετική νομολογία» και (β) «η αίτηση είναι γενική και αόριστη και δεν αποκαλύπτει κανένα βάσιμο λόγο για επανάνοιξη της υπόθεσης» (ένσταση του ε.μ.).
Παρόλο που η αίτηση καταχωρήθηκε από την αιτήτρια προσωπικά, η προώθηση της έγινε με δικηγόρο. Αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες εγκρίθηκε το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Η πλευρά των καθών βασίστηκε σε μια μόνο υπόθεση την Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κα. (2004) 3 Α.Α.Δ. 134 της πλήρους Ολομέλειας. Επειδή έχω προσέξει ότι στην τελευταία αυτή υπόθεση γίνεται αναφορά και σε υποθέσεις που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, αρκούμαι να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση αυτή στη σελ. 144 όπου ο Πικής, Π. διατύπωσε το θέμα ως εξής:
«Στη Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848, 849, διαπιστώσαμε ότι:
«....Το επανάνοιγμα της έφεσης μπορεί να διαταχθεί από το Εφετείο μόνο στην περίπτωση που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενόψει γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης.»
Τα ίδια επαναλαμβανονται και στη μεταγενέστερη απόφασή μας στην Παπαϊωάννου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1991) 3 Α.Α.Δ. 659 επεξηγείται ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να διαταχθεί το επανάνοιγμα έφεσης. Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση στην αντιμετώπιση όμοιου αιτήματος στην Ορφανίδης κ.α. ω. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44.
Στη Συμεωνίδου & Άλλοι ω. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 165, κρίθηκε ότι τα ίδια ισχύουν και για το επανάνοιγμα προσφυγής την οποία επιλαμβάνεται πρωτογενώς η Ολομέλεια και στην οποία η απόφαση επιφυλάχθηκε. Τέλος οι αρχές που διέπουν το επανάνοιγμα υπόθεσης στην οποία η απόφαση επιφυλάχθηκε συνοψίζονται στη Μαυρογένη ν. Βουλής κ.α. (Αρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 49.
Στην παρούσα υπόθεση δεν προβάλλεται οποιοδήποτε νέο γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης για το επανάνοιγμα της ακρόασης των προσφυγών. Νέο γεγονός μπορεί να αποτελέσει συμβάν που άπτεται των στοιχείων που συνθέτουν τη διαφορά. Η προβολή περαιτέρω επιχειρηματολογίας με αναφορά σε μεταγενέστερη της επιφύλαξης της απόφασης νομολογία, δεν αποτελεί τέτοιο συμβάν.
................................................................................................
Καταλήγουμε, και σ' αυτό είμαστε ομόφωνοι, ότι δεν έχει αποκαλυφθεί λόγος, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει εξέταση ζητήματος επανανοίγματος της ακρόασης των υπό εξέταση υποθέσεων, στις οποίες η απόφαση μας έχει επιφυλαχθεί.»
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι το δικαστήριο τούτο έχει εξουσία όπως, σε κατάλληλη υπόθεση, επανανοίξει μια υπόθεση μετά την επιφύλαξη απόφασης. Τούτο μπορεί να διαταχθεί μόνο εφόσον το δικαστήριο διαπιστώσει ότι αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης, λόγω γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης. Τέτοια εξουσία ασκείται συνήθως αυτεπάγγελτα. Αυτό που με προβλημάτισε κάπως είναι κατά πόσο τούτο μπορεί να γίνει και με αίτηση διαδίκου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στην παρούσα περίπτωση το δικαστήριο ενεργεί μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας που είναι ιδιάζουσας μορφής και εφόσον στην υπόθεση Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) αναφέρεται ότι το Εφετείο έχει τέτοια εξουσία όταν επιλαμβάνεται πρωτογενώς μιας προσφυγής, κρίνω ότι και το δικαστήριο τούτο μπορεί να επανανοίξει υπόθεση και κατόπιν αίτησης διαδίκου, νοουμένου βέβαια ότι επιβάλλει τούτο το συμφέρον της δικαιοσύνης. Άλλωστε προσέχω ότι τέτοια ενέργεια έγινε σε διάφορες υποθέσεις (βλ. μεταξύ άλλων συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 316/97 κ.α. Βραχίμης Ι. Χατζηχάννα κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 20/7/99 και προσφυγή αρ. 363/99 Μαρία Γεωργιάδη ν. Δημοκρατίας ημερ. 12/6/00.) Βέβαια η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Στρεφόμενος στα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης, από πλευράς αιτήτριας δόθηκε έμφαση στο γεγονός ότι δεν υπάρχει άρνηση των όσων αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της και έτσι το δικαστήριο πρέπει να δεχθεί ως ορθούς τους ισχυρισμούς της. Είναι γεγονός ότι στις ενστάσεις δεν υπάρχει ρητή άρνηση. Η ουσία των ενστάσεων είναι ότι τα όσα επικαλείται η αιτήτρια δεν δικαιολογούν το επανάνοιγμα της υπόθεσης.
Εξέτασα το θέμα με προσοχή και με ιδιαίτερη έμφαση στα όσα ισχυρίζεται η αιτήτρια στην ένορκη δήλωση της. Ουσιαστικά η αιτήτρια επαναφέρει το θέμα ότι έπρεπε να γίνει αποδεκτή η νέα απαντητική γραπτή αγόρευση της που επιχείρησε να παρουσιάσει στις 8/2/06, παρόλο που ευπαίδευτος συνήγορος της δήλωσε ότι δεν είναι αυτό το αίτημα. Προσέχω ότι η ουσία του αιτήματος είναι όπως με το επανάνοιγμα δυνηθεί η αιτήτρια να παρουσιάσει ξανά έγγραφα, αλλά από επισήμους τώρα φακέλους, αφού οι καθών η αίτηση είχαν, όπως δηλώνει η αιτήτρια, αμφισβητήσει τα έγγραφα που παρουσίασε με τις υφιστάμενες αγορεύσεις της. Αναφορικά όμως με το θέμα αυτό, το δικαστήριο θα εξετάσει την ουσία της προσφυγής με βάση τα γεγονότα όπως αποκρυσταλλώθηκαν κατά την επιφύλαξη της απόφασης του. Θα θεωρήσει δηλαδή ότι τα έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση και τις γραπτές αγορεύσεις της αιτήτριας είναι γνήσια. Αν τώρα το περιεχόμενο των εγγράφων είναι τέτοιο που είναι (α) σχετικό και (β) αρκετό για να αποδείξει τους ισχυρισμούς που περιέχονται σ' αυτά, αυτό είναι κάτι που θα εξεταστεί στο πλαίσιο ετοιμασίας της απόφασης στην προσφυγή. Οι διάφοροι άλλοι ισχυρισμοί όπως η εμπλοκή ονομάτων υπαλλήλων του δικαστηρίου τούτου ή της Νομικής Υπηρεσίας ως προς το τι ανάφεραν στην αιτήτρια, δε θεωρώ ότι αποτελούν νέα γεγονότα με την έννοια των προαναφερθέντων νομικών αρχών.
Με βάση τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθών η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ