ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 390
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 640/2004)
8 Μαΐου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΙΖΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
- ν. -
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
---------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Στιβαρού, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερ. 1 Ιουνίου 2004, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Γεώργιος Νικολαΐδης, προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού Επιστάτη (Εναέρια Δίκτυα), Κλίμακα Α8, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών - Γραφείο Περιφέρειας Πάφου. Η θέση προκηρύχθηκε με τη Γνωστοποίηση Κενών Θέσων Αρ. 26/2003, ημερ. 27 Νοεμβρίου 2003.
Υποβλήθηκαν δέκα υποψηφιότητες. Εξετάστηκαν σε πρώτο στάδιο από τη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, η οποία θεώρησε ως προσοντούχους για προαγωγή επτά από τους υποψηφίους, στους οποίους συγκαταλέγονταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Κατόπιν τούτου η Επιτροπή Επιλογής ζήτησε συστάσεις και απόψεις από τον Διευθυντή Περιφέρειας Πάφου, ως τον άμεσα προϊστάμενο Διευθυντή των υποψηφίων. Αυτός ανέφερε σε ό,τι αφορά τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ότι:
Ο αιτητής:
«έχει ευρύτατη πείρα στο Τμήμα Εναερίων Κατασκευών της Περιφέρειας μέχρι 66.000 βολτ. Έχει πολύ καλές οργανωτικές και εποπτικές ικανότητες. Η απόδοσή του είναι εξαιρετική».
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο:
«έχει ευρύτατη πείρα στο Τμήμα Εναερίων Κατασκευών της Περιφέρειας μέχρι 66.000 βολτ. Έχει πολύ καλές οργανωτικές και εποπτικές ικανότητες. Η απόδοση του είναι πολύ ικανοποιητική».
Η Επιτροπή Επιλογής σύστησε, κατ΄ αλφαβητική σειρά, αυτούς τους δύο και ακόμα ένα υποψήφιο.
Το θέμα εν συνεχεία εξετάστηκε από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής η οποία, καθώς ανέφερε, μελέτησε τα δεδομένα υπό το φως και των εισηγήσεων της Επιτροπής Επιλογής. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή έλαβε υπόψη τις απόψεις και συστάσεις του Αναπληρωτή Διευθυντή της Αρχής, κ. Μωϋσή Σταύρου, ο οποίος εξέφρασε προτίμηση για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ανέφερε τα εξής:
«Έχω πάρει πληροφορίες για τον καθένα από αυτούς, από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς τους, τόσο σε σχέση με την απόδοση και γενικά την προσφορά τους στην υπηρεσία. Συστήνω τον Γεώργιο Νικολαΐδη για προαγωγή.»
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή ακολούθησε αυτή τη σύσταση:
«Τα Μέλη αφού μελέτησαν με προσοχή και αξιολόγησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία και δεδομένα, που αφορούν τους υπό κρίσιν υποψηφίους, όπως παρουσιάζονται στις αιτήσεις τους και στα επισυνημμένα σ΄ αυτές έγγραφα, στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους και αφού έλαβαν υπόψη τους τη σύσταση του Διευθυντή με την οποία συμφωνούν και υιοθετούν, αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να συστήσουν στην Αρχή την προαγωγή του Γεώργιου Νικολαΐδη, στη θέση του Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού Επιστάτη (Εναέρια Δίκτυα), Κλίμακα Α8, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, στο Γραφείο Περιφέρειας Πάφου.
Το Μέλος κ. Ιάκωβος Κωνσταντινίδης τήρησε αποχή.»
Η Αρχή εξέτασε την περίπτωση σε τακτική συνεδρία την 1 Ιουνίου 2004, κατά την οποία διατυπώθηκε σύσταση από τον ίδιο τον Διευθυντή αφού στο μεταξύ έληξε η αναπλήρωση. Πρότεινε κι αυτός το ενδιαφερόμενο πρόσωπο για προαγωγή. Καταγράφεται στα πρακτικά ότι:
«Μετά από προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων, των εμπιστευτικών εκθέσεων και φύλλων αξιολογήσεων των υποψηφίων και, με βάση την προσωπική του γνώση καθώς επίσης, τις πληροφορίες που πήρε από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων, ο Διευθυντής πρότεινε για προαγωγή στην κρινόμενη θέση τον Γεώργιο Νικολαΐδη, αφού προηγουμένως υιοθέτησε και επανέλαβε τη σύσταση του κ. Μωϋσή Σταύρου, ο οποίος κατά τη συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού που έγινε στις 20 Απριλίου 2004, και με απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 30 Μαρτίου 2004, αναπληρούσε και/ή ασκούσε τα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή ως Αναπληρωτής.»
Το Συμβούλιο εν συνεχεία επέλεξε κατά πλειοψηφία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο:
«Αφού έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις κατά πλειοψηφία συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όπως επίσης τη σύσταση του Διευθυντή και έχοντας ως γνώμονα την υποχρέωση τους να επιλέξουν τον καταλληλότερο υποψήφιο, τα Μέλη αποφάσισαν κατά πλειοψηφία, με τέσσερις ψήφους υπέρ, τρεις ψήφους εναντίον (διαφωνούντων των Μελών κκ Ιάκωβου Κωνσταντινίδη, Ανδρέα Γαβριηλίδη και Κυρίας Φιλίτσας Ιωάννου) και με μία ψήφο αποχή (εκείνης του Μέλους κ. Μιχάλη Παπαδάκη), να προσφέρουν προαγωγή στον Γεώργιο Νικολαΐδη, ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, στη θέση Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού Επιστάτη (Εναέρια Δίκτυα), Κλίμακα Α8, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, στο Γραφείο Περιφέρειας Πάφου, από την 1η Ιουλίου 2004.»
Ο αιτητής προβάλλει, ως πρώτο ζήτημα, ότι δεν διενεργήθηκε δέουσα έρευνα αναφορικά με το προσόν που απαιτεί η παράγραφος ΙΙΙ(3) του σχεδίου υπηρεσίας, ήτοι:
«Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας και ιδίως της τεχνικής ορολογίας που σχετίζεται με τις δραστηριότητες του κλάδου του».
Όμως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο καλύπτεται από τη Σημείωση αρ. 3, σύμφωνα με την οποία:
«Υπάλληλοι που βρίσκονταν στην υπηρεσία της Αρχής κατά την 25.6.2002 και πληρούν όλα τα απαιτούμενα για προαγωγή προσόντα εκτός της πρόνοιας για πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, θα είναι δικαιούχοι κρίσεως για προαγωγή».
Το επόμενο, κατά λογική σειρά ζήτημα προς εξέταση, αφορά στην υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου σύσταση στην οποία προέβη ο Αναπληρωτής Διευθυντής και, παρομοίως, ο Διευθυντής της Αρχής. Ο αιτητής παραπονείται (α) ότι η σύσταση δεν ήταν αιτιολογημένη• (β) ότι στηρίχθηκε σε πληροφορίες που λήφθηκαν από «τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς»• (γ) ότι δεν λήφθηκε υπόψη η σύσταση του άμεσα προϊσταμένου Διευθυντή• και (δ) ότι συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1986, (Κ.Δ.Π. 291/86) απαιτούν αιτιολόγηση της σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής (βλ. Δεύτερο Πίνακα, Μέρος ΙΙ (Καν. 19) παράγραφος 3(2)) αλλά δεν υπάρχει παρόμοια απαίτηση για τη σύσταση του Διευθυντή. Επομένως η σύσταση στην οποία προέβη ο Αναπληρωτής Διευθυντής δεν χρειαζόταν να συνοδεύεται από αιτιολογία. Ούτε και θεωρώ ότι ο Διευθυντής έπρεπε να λάμβανε υπόψη τη σύσταση του άμεσα προϊσταμένου Διευθυντή κατά τη διαμόρφωση της δικής του ανεξάρτητης σύστασης ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων. Στην απουσία άλλης θεσμικής ρύθμισης, η σύσταση του όποιου προϊσταμένου, ως προς την καταληλλότητα των υποψηφίων, μόνο στα στοιχεία των φακέλων μπορεί να στηρίζεται.
Η τελευταία επισήμανση παρέχει και τη διαφορετική, ως προς το αποτέλεσμα απάντηση, στο παράπονο του αιτητή ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής πήρε πληροφορίες από άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς. Η απόφαση της πλειοψηφίας στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 αφορούσε σε διαδικασία με βάση τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (Ν. 1/1990 όπως τροποποιήθηκε) αλλά τα ίδια ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση δεδομένου ότι δεν προβλέπεται άλλη ρύθμιση που να μεταβάλλει τη γενική αρχή. Στη Μοδίτης συζητήθηκε η νομολογία σε έκταση και σε βάθος και δόθηκαν λύσεις στα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η κατά καιρούς ασυμφωνία απόψεων ως προς την έννοια της σύστασης. Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τη δυνατότητα του προϊσταμένου «να προσθέτει με τη σύσταση ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων» η απόφαση, την οποία ετοίμασε ο Κωνσταντινίδης, Δ., κατέγραψε ως ακολούθως τις δύο διϊστάμενες θέσεις:
«Κατά την πρώτη, η σύσταση μπορεί να είναι πρωτογενής πηγή για τον προσδιορισμό της αξίας των υποψηφίων. Αναγνωρίζεται στο πλαίσιό της, δυνατότητα προσδιορισμού αυτής της αξίας με αναφορά στην προσωπική γνώση του προϊσταμένου και στις πληροφορίες που αυτός παίρνει ή που τεκμαίρεται ότι παίρνει από τους άμεσα προϊσταμένους ή εν γένει από τους ιεραρχικά ανώτερους των υποψηφίων. Κατά τη δεύτερη, η σύσταση μπορεί να εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή τη γνώμη του προϊσταμένου ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος για προαγωγή ενόψει των αναγκών της ανώτερης θέσης, όπως εκείνος τις γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλο. Αυτό, στη βάση της δεδομένης υπηρεσιακής τους εικόνας, όπως την αποκαλύπτουν οι φάκελοι.»
Απορρίφθηκε ανεπιφύλακτα η πρώτη θέση και επικροτήθηκε η δεύτερη, η οποία εξηγήθηκε περαιτέρω με αναφορά στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1047/97 κ.α., ημερ. 21 Μαρτίου 2000, όπου το υπό αναφορά έργο του προϊσταμένου προσδιορίστηκε ως εξής:
«Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμησή του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους. Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης.»
Στην απόφαση της πλειοψηφίας η έννοια της σύστασης διατυπώνεται καταληκτικά, με τον ακόλουθο τρόπο:
«Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»
Στη Φίλιππος Παναγίδης ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 914/2003, ημερ. 18 Νοεμβρίου 2004, παρατήρησα τα εξής σε σχέση με την αναζήτηση, από τον Διευθυντή, πληροφοριών έξω από το πλαίσιο των υπηρεσιακών φακέλων:
«Δεν γνωρίζουμε τι πληροφορίες πήρε από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς, το κατά πόσο ήταν ή όχι σύμφωνες με τη βαθμολογημένη αξία και το πώς μπορεί να επέδρασαν. Δεν γνωρίζουμε τι ήταν που μέτρησε στη σκέψη του Διευθυντή για να καταλήξει στην υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου σύσταση. Το ότι δεν απαιτείτο αιτιολογία για τη σύσταση δεν αφαιρεί από την ανάγκη να γνωρίζει κανείς τα δεδομένα στα οποία η σύσταση στηριζόταν.»
Αλλά βέβαια, όπως υποδείχθηκε στη Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626 και επικροτήθηκε στη Μοδίτης:
«Το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην επάρκεια της αιτιολογίας από την άποψη της αποκάλυψης ονομάτων και των στοιχείων που οδήγησαν στις διαπιστώσεις. Αυτό αφορά στις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση κρίσεων για ιδιότητες ως προς τις οποίες οι υποψήφιοι αξιολογούνταν ετησίως. Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.»
Όμοιο πρόβλημα αντιμετωπίστηκε και μεταγενέστερα της Μοδίτης, στη Βαρνάβα ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 152/2003, ημερ. 20 Οκτωβρίου 2004, όπου ο Κωνσταντινίδης, Δ., κατέληξε ότι επιλύεται με αναφορά στη Μοδίτης.
Συναφές με το παράπονο για τη χρήση εξωγενών στοιχείων είναι και το παράπονο του αιτητή ότι η υπό αναφορά σύσταση συγκρούεται με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων. Ευσταθεί και αυτό. Καθώς προκύπτει, ο αιτητής υπερέχει έστω και κατ΄ ελάχιστον σε αξία, με ισάριθμα Α αλλά με 25Β έναντι 23Β του ενδιαφερομένου προσώπου, σε αρχαιότητα επίσης υπερέχει με προβάδισμα τριών μηνών στην κατεχόμενη θέση, ενώ σε προσόντα φαίνεται να υπάρχει ισοδυναμία μεταξύ των δύο.
Καταλήγω ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή όπως και του Διευθυντή ήταν πλημμελής. Άλλα τεθέντα ζητήματα που αφορούν σε μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας δεν χρειάζεται να εξεταστούν.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ