ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 419
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 465/2005)
11 Μαίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ Ε. ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/΄Η ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α. Ευσταθίου (κα.), για τον Αιτητή.
Δ. Λυσάνδρου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή διαταγή του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 5.1.2005 με την οποία απερρίφθη η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή εναντίον απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να μη του χορηγήσει πολεοδομική άδεια για λατομείο χαβάρας στους Τρούλλους, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση του με αρ. ΛΑΡ/1220/2003 από την Πολεοδομική Αρχή, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Στην ένσταση που καταχώρησαν οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν, μεταξύ άλλων, προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση της αρμόδιας Υπουργικής Επιτροπής για το λόγο ότι η πολεοδομική αίτησή του δεν πληροί τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας, καθιστώντας την εξ ορισμού απορριπτέα. Σύμφωνα με τον Καν. 2(1) και 2(α) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/90) απαιτείται όπως η πολεοδομική αίτηση υπογράφεται από τον ιδιοκτήτη της επηρεαζόμενης ακίνητης ιδιοκτησίας ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του. Στην προκείμενη περίπτωση κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε.
Τα ουσιώδη γεγονότα είναι σε συντομία τα εξής:
Ο αιτητής υπέβαλε στις 22.10.2003, στην Πολεοδομική Αρχή, την υπ΄ αρ. ΛΑΡ/1220/03 πολεοδομική αίτηση για λατομείο χαβάρας σε τμήμα του κρατικού τεμαχίου με αρ. 106 Φ/Σχ. XL/8 στο χωριό Τρούλλοι. Για τον ίδιο χώρο είχε χορηγηθεί, στις 29.11.2002, η προσωρινή πολεοδομική άδεια με αρ. ΛΑΡ/631/02 που επίσης αφορούσε λατομείο χαβάρας και η οποία έληξε στις 29.11.2003.
Η Πολεοδομική Αρχή αφού εξέτασε την αίτηση, την απέρριψε επειδή η προτεινόμενη ανάπτυξη λατομείου για εξόρυξη υλικού για γενικές επιχωματώσεις δεν μπορούσε να επιτραπεί, εφόσον δεν υπήρχε στο χώρο του λατομείου κατάλληλο υλικό για εξόρυξη. Η αίτηση απορρίφθηκε και επειδή είχαν γίνει παραβάσεις των όρων της προαναφερόμενης προσωρινής πολεοδομικής άδειας αναφορικά με μη εκσκαφή πέραν των 2 μέτρων και εξόρυξη προσκεφαλοειδών λαβών, καθώς και διότι δεν τηρήθηκαν άλλοι όροι της προαναφερόμενης προσωρινής άδειας που αφορούσαν σε περιορισμό των λατομικών εργασιών στον εγκεκριμένο χώρο, το εύρος της εξόρυξης, τα μέτωπα εξόρυξης και την ανέγερση, στο χώρο του προνομίου του λατομείου, εγκαταστάσεων επεξεργασίας λατομικών υλικών η οποία συνιστά βιομηχανική ανάπτυξη αυξημένου βαθμού οχληρίας για την οποία απαιτείται προηγουμένως άδεια.
Ο αιτητής, στη συνέχεια, υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή επικαλούμενος τα ακόλουθα:
(α) Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων για την παραχώρηση της προαναφερόμενης προσωρινής άδειας, το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης είχε αναφέρει στην Πολεοδομική Αρχή ότι στην υπό ανάπτυξη περιοχή υπήρχε κατάλληλο υλικό (για εξόρυξη).
(β) Στο χώρο στον οποίο δόθηκε η προαναφερόμενη προσωρινή άδεια λατομείου δεν έγινε καμιά απολύτως λατομική εργασία.
(γ) Οι λόγοι άρνησης που δόθηκαν από την Πολεοδομική Αρχή καθιστούν την απόφαση της παράτυπη και ακατανόητη.
Η Υπουργική Επιτροπή η οποία εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή με βάση το άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, απεφάσισε στις 5.1.2005 να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή «για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση από την Πολεοδομική Αρχή». Εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
Κατ΄ αρχήν εξέτασα την προδικαστική ένσταση. Συμφωνώ με τις θέσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή ότι εφόσον η Διοίκηση ουδέποτε έθεσε θέμα μη συμμόρφωσης με τον Καν. 2(1) της Κ.Δ.Π. 55/90, το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να τεθεί για πρώτη φορά στην παρούσα διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και μάλιστα με ισχυρισμό του ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση στη γραπτή του αγόρευση. Κατά την κρίση μου το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να είχε περιληφθεί στην αιτιολογία της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής ή της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής, στην ιεραρχική προσφυγή.
Είναι θεμελιωμένο ότι οι ισχυρισμοί των διαδίκων δεν προβάλλονται με την επιχειρηματολογία των δικηγόρων τους και ως εκ τούτου θεωρώ ότι δεν είναι ορθό να εξετάσω αυτό τον ισχυρισμό που τέθηκε μόνον στο στάδιο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, στην παρούσα διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ως προς την ουσία της υπόθεσης παρατηρώ τα εξής:
Ο αιτητής στην ιεραρχική προσφυγή του έθεσε ουσιαστικά δύο θέματα:
(α) Ότι στον προαναφερόμενο χώρο του λατομείου υπήρχε κατάλληλο υλικό για εξόρυξη, γεγονός που κατά τον αιτητή είχε διαπιστωθεί και από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης όταν του είχε παραχωρηθεί η προηγούμενη προσωρινή άδεια, και
(β) Ότι καμιά λατομική εργασία είχε διεξαχθεί στο λατομείο για το οποίο του είχε παραχωρηθεί η προσωρινή άδεια (κατά το χρόνο της ισχύος της αδείας).
Επίσης παρατηρώ ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Πολεοδομική Αρχή είχε απορρίψει το αίτημα του αιτητή ήταν ότι ο αιτητής παράνομα προέβη σε εξορύξεις σε περιοχή μη καλυπτόμενη από την προσωρινή άδεια που του είχε παραχωρηθεί αλλά γειτνιάζουσα προς αυτή. ΄Όμως, από το φάκελο της υπόθεσης φαίνεται, ότι οι υποψίες για τέτοιες παράνομες εξορύξεις στρέφονταν εναντίον κάποιας εταιρείας Νίκος Τρουλιώτης και δεν έχει εξηγηθεί στο δικαστήριο αν υπάρχει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ της προαναφερόμενης εταιρείας και του αιτητή (Δέστε την επιστολή του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Μεταλλίων προς τον Αστυνομικό Διευθυντή Λάρνακας, ημερ. 19.11.2003).
Εκτιμώ ότι, εφόσον ο αιτητής έθεσε τα προαναφερόμενα δύο θέματα στην ιεραρχική προσφυγή του, από τα οποία συνάγετο ότι (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτητή), κατά το χρόνο παραχώρησης της προσωρινής άδειας υπήρχε κατάλληλο υλικό για εξόρυξη και δεν έγινε οποιαδήποτε λατομική εργασία στο χώρο για τον οποίο του παραχωρήθηκε η προσωρινή άδεια (κατά το χρόνο της ισχύος της αδείας), ήταν ορθό η Υπουργική Επιτροπή, η οποία επελήφθη της ιεραρχικής προσφυγής, να εξετάσει αυτούς τους δύο ισχυρισμούς του αιτητή και να του δώσει κάποια ικανοποιητική απάντηση. Αντί τούτου η προσβαλλόμενη απάντηση της Υπουργικής Επιτροπής ήταν ότι η ιεραρχική προσφυγή του απορρίπτεται «για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση από την Πολεοδομική Αρχή». Κατά την κρίση μου η αιτιολογία της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής δεν είναι επαρκής. Θεωρώ ουσιαστικά ότι η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε χωρίς αιτιολογία ή τουλάχιστον χωρίς επαρκή αιτιολογία.
Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφές ότι η ιεραρχική προσφυγή δεν αποτελεί δικαστική διαδικασία και δεν αποσκοπεί στην εξέταση της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου αλλά στη δημιουργία ενός δεύτερου σκέλους στη διαδικασία λήψεως της απόφασης που αποβλέπει στην εξάλειψη λαθών από το κατώτερο όργανο. Η απόφαση στην ιεραρχική προσφυγή εξετάζεται αυτοτελώς με βάση τα κριτήρια που θέτει ο Νόμος, την επάρκεια της έρευνας και το σκεπτικό της απόφασης (Δέστε, μεταξύ άλλων: Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426).
Η προαναφερόμενη σοβαρή παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση αλλά και η αμφιβολία που υπάρχει ως προς το ποιος προέβηκε σε παράνομες εξορύξεις στην περιοχή που γειτνιάζει προς το προαναφερόμενο λατομείο, κατά πόσο δηλαδή επρόκειτο για τον αιτητή ή άλλο πρόσωπο, θεωρώ ότι καθιστούν την προσβαλλόμενη απόφαση νομικά μεμπτή και ως εκ τούτου υποκείμενη σε ακύρωση. Συναφώς παρατηρώ ότι οι παράνομες εξορύξεις στον γειτνιάζοντα προς το λατομείο χώρο θεωρήθησαν από την Πολεοδομική Αρχή και κατ΄ επέκταση από την Υπουργική Επιτροπή που απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, ως παραβάσεις, εκ μέρους του αιτητή, των όρων της προσωρινής αδείας του και ως εκ τούτου ως λόγος για μη ανανέωση (χορήγηση) της αδείας αυτής.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή πετυχαίνει και η προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος. ΄Εξοδα υπέρ του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
/ΕΑΠ. Δ.