ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 4 ΑΑΔ 485

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 230/2005

 

26 Μαϊου, 2006

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

PODIUM ENGINEERING LTD  

Αιτητές,

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ/Η

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ

Καθών η αίτηση.

 

------------------

Α.Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα), για τους αιτητές

Α. Πανταζή-Λάμπρου (κα),  Νομικός Λειτουργός για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για τους καθών η αίτηση

 

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την εξής θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθής η αίτηση ημερ. 21.2.05 με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλαν οι αιτητές κατά της απόφασης του Συμβουλίου Προσφορών του Υπουργείου Οικονομικών (α) να ανακαλέσει την κατακυρωθείσα προσφορά αρ. ΤΥΠ 004/2003 στους αιτητές για την προμήθεια και εγκατάσταση ολοκληρωμένου ηλεκτρονικού πληροφοριακού συστήματος για τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας και (β) να ακυρώσει ολόκληρο το διαγωνισμό είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από την αίτηση, την ένορκο δήλωση και τα τεκμήρια που επισυνάπτονται, είναι τα εξής:-

Οι αιτητές είχαν υποβάλει προσφορά στο πλαίσιο του διαγωνισμού που προκήρυξε το Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής για την προμήθεια και εγκατάσταση ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος για τις φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας. Το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Οικονομικών (πιο κάτω το Συμβούλιο)  κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 6.10.2004 αποφάσισε την κατακύρωση της προσφοράς Αρ.ΤΥΠ 004/2003 στην αιτήτρια εταιρεία.   Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε με την ιεραρχική προσφυγή αρ. 36/04 από την εταιρεία Netvision Ltd, μη επιλεγέντα προσφοροδότη.  Στις 14/12/04, εκκρεμούσης της ιεραρχικής εκείνης προσφυγής, το Συμβούλιο αποφάσισε την ανάκληση της απόφασής του ημερ 6.10.2004 για κατακύρωση της προσφοράς στους αιτητές και επίσης την ακύρωση του διαγωνισμού. Αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό ότι ο λόγος για τη λήψη της απόφασης αυτής οφειλόταν στο γεγονός ότι,

 

«......περιήλθε σε γνώση του Συμβουλίου ότι κατά τη διάρκεια της εξέτασης του θέματος από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών διαφάνηκε ότι, χωρίς υπαιτιότητα του Συμβουλίου, τόσο η ad hoc τεχνική επιτροπή όσο και το Συμβούλιο δεν ήταν συγκροτημένο με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο σύμφωνα με τους Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 71/2004). Συγκεκριμένα, εξ όσων διαφάνηκε μέλος της αd hoc Τεχνικής Επιτροπής, υπάλληλος του οικονομικού φορέα Podium Engineering Ltd και μέλος του Συμβουλίου, συνδέονται μεταξύ τους με δευτέρου βαθμού εξ αίματος συγγενείας (αδέλφια).

 

Το γεγονός ότι η προσφορά προκηρύχθηκε με το σύστημα των δύο φακέλων καθιστά αδύνατη την επανεξέταση της από τα αρμόδια συλλογικά όργανα με την σωστή σύνθεση, επειδή η διαδικασία ανοίγματος των οικονομικών φακέλων δεν μπορεί να επαναληφθεί. 

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, για σκοπούς διαφάνειας, ίσης μεταχείρισης και χρηστής διοίκησης το Συμβούλιο αποφάσισε (α) την ανάκληση της απόφασης για την πιο πάνω προσφορά και (β) την ακύρωση του διαγωνισμού και ενημέρωσε εν συνεχεία την αναθέτουσα αρχή.»

 

Το Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής με τη σειρά του και με επιστολή του ημερομηνίας 11.1.2005 ενημέρωσε όλους τους ενδιαφερόμενους  περιλαμβανομένης και της αιτήτριας εταιρείας για την πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση του Συμβουλίου ημερ.14.12.2004.

 

Οι αιτητές στις 20.1.2005 καταχώρησαν στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών (πιο κάτω ΑΑΠ) ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου προβάλλοντας τους πιο κάτω λόγους:

(α) Διαρκούσης της εκκρεμοδικίας της ιεραρχικής προσφυγής αρ.36/2004 στην ΑΑΠ (ι)ανακάλεσε την υπερ των αιτητών προσφορά και (ιι) ακύρωσε ολόκληρο το διαγωνισμό.

(β) Στη συνεδρία του Συμβουλίου στις 14 Δεκεμβρίου, 2004 κατά την οποία λήφθηκε η πιο πάνω απόφαση δεν κλήθηκε να παραστεί ή και υποχρεώθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών να μη παραστεί το μέλος κα Φλώρα Ηρακλέους. Επίσης δεν ζητήθηκαν να ακουστούν οι απόψεις της εταιρείας PODIUM ENGINEERING LTD για το θέμα της εμπλοκής του ονόματος της κας Ηρακλέους, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 43 του Νόμου 158(Ι)/99.

       (γ) Η εταιρεία PODIUM ENGINEERING LTD δεν είχε καμία απολύτως άμεση ή έμμεση ιδιάζουσα σχέση με την κα Φλώρα Ηρακλέους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14(2) των ΚΔΠ 71/2004.

 

 

Η ΑΑΠ λαμβάνοντας υπόψη τα όσα είχαν τεθεί υπόψη της εγγράφως, τη θέση τόσο των αιτητών όσο και του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής και του Συμβουλίου κατά την ακρόαση της ιεραρχικής προσφυγής, τη νομοθεσία και τη νομολογία, αποφάσισε ομόφωνα στη συνεδρία της στις 21.2.2005, την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών και την επικύρωση της απόφασης του Συμβουλίου ημερ. 14.12.2004.

 

Οι αιτητές εμμένουν στις θέσεις τους και στους λόγους εκείνους που επικαλέστηκαν κατά την ακρόαση της ιεραρχικής προσφυγής τους εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης ανάκλησης. Υποβάλλουν ότι ενόσω υπήρχε σε εξέλιξη η διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής Αρ.36/04 ενώπιον της ΑΑΠ, το θέμα ήταν πλέον στην αποκλειστική αρμοδιότητα της τελευταίας και ότι η ανάκληση μετά την καταχώριση ιεραρχικής προσφυγής από τρίτο ενδιαφερόμενο προσφοροδότη, αποτελούσε παράνομη και υπο πλάνη επέμβαση στο έργο της.  Προσθέτουν, ότι η απόφαση ανάκλησης ήταν αντίθετη και προς τη φυσική δικαιοσύνη και στην αρχή του δικαιώματος ακρόασης των αιτητών, όπως τούτο κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, το Νόμο 158(Ι)/1999, αλλά και τη νομολογία, αφού (α) δεν ακούστηκαν από την ΑΑΠ κατά την εξέταση και ακρόαση της ιεραρχικής προσφυγής αρ.36/2004 και (β) δεν ακούστηκαν από το Συμβούλιο Προσφορών κατά τη λήψη της δυσμενούς για αυτούς προσβαλλόμενης απόφασης. Παραπέμπουν στο άρθρο 43(1) και (2) του Νόμου 158(Ι)/1999 για να υποστηρίξουν ότι, τόσο η ΑΑΠ όσο και το Συμβούλιο Προσφορών όφειλαν να τους είχαν καλέσει να δώσουν τη δική τους άποψη.  Επικαλούμενοι επίσης τις νομοθετικές διατάξεις του άρθρου 56 του Ν. 158(Ι)/99, ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο θα έπρεπε να εξειδικεύσει νόμιμη αιτιολογία και να καταδείξει την ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος για την ανάκληση που επέβαλεΙσχυρίζονται ότι το γεγονός ότι ένας εκ των υπαλλήλων των αιτητών, που μάλιστα δεν κατέχει ιεραρχική /διοικητική θέση στην εταιρεία των αιτητών, έχει τη συγγένεια που αναφέρθηκε, δεν καθιστά τη σύνθεση του Συμβουλίου πάσχουσα και την απόφαση μεροληπτική που θα δικαιολογούσε τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Προβάλλουν συναφώς ότι έχει παραβιαστεί εν προκειμένω η αρχή της καλής πίστης. 

 

Τέλος ισχυρίζονται ότι πάσχει η σύνθεση και/ή συγκρότηση και λειτουργία του Συμβουλίου γιατί σε αυτή συμμετείχαν πρόσωπα που δεν ορίζονταν από το Νόμο ως επίσης γιατί απουσίαζαν από αυτό χωρίς αιτιολογία και/ή χωρίς να προσκληθούν νομότυπα κάποια από τα μέλη όταν τούτο λάμβανε την απόφαση ανάκλησης.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο η απόφαση ανάκλησης κατακύρωσης της προσφοράς υπέρ των αιτητών και ακύρωση του διαγωνισμού λήφθηκε απο αρμόδιο όργανο.

Σύμφωνα με το άρθρο 56(10)(α), (β) και (γ) του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου του 2003 (Ν. 101(Ι)/2003) παρέχεται η εξουσία στην ΑΑΠ να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας πράξης ή απόφασης της αναθέτουσας αρχής στα πλαίσια εξέτασης ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της και με βάση τα υποβληθέντα σε αυτή στοιχεία δύναται:

 

«(α)να επικυρώσει την πράξη ή απόφαση της αναθέτουσας αρχής

 

(β)να ακυρώσει την πράξη ή απόφαση της αναθέτουσας αρχής αν αυτή παραβιάζει οποιαδήποτε διάταξη του ισχύοντος δικαίου και προηγείται της σύναψης της σύμβασης.

 

(γ) να ακυρώσει ή τροποποιήσει, λόγω παραβιάσεως οποιασδήποτε διάταξης του ισχύοντος δικαίου οποιοδήποτε όρο που περιέχεται στην προκήρυξη ή στα έγγραφα του διαγωνισμού ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο σχετικό με τη διαδικασία του διαγωνισμού και αναφέρεται σε τεχνικές οικονομικές και χρηματοοικονομικές προδιαγραφές.»

 

Είναι πρόδηλο από τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις του άρθρου 56 ότι η ΑΑΠ ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας της απόφασης της αναθέτουσας αρχής (εδώ του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής) και δεν εναποτίθεται σε αυτή αρμοδιότητα είτε να διατάξει την αναθέτουσα αρχή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια είτε να αντικαταστήσει την απόφαση της αναθέτουσας αρχής για ανάθεση της σύμβασης με άλλη απόφαση ή να ανακαλέσει την απόφαση της αναθέτουσας αρχής και να ακυρώσει το διαγωνισμό.

 

Συνακόλουθα καμιά νομοθετική διάταξη του σχετικού Νόμου στο σύνολο του εμπόδιζε το Συμβούλιο Προσφορών, ενόσω εκκρεμούσε η άσκηση των εξουσιών της ΑΑΠ να ενεργήσει εντός των πλαισίων της δικής του αρμοδιότητας. ως ανεξάρτητο από αυτή όργανο.  Σύμφωνα δε με τους περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Γενικούς Κανονισμούς του 2004 (Κ.Δ.Π. 71/2004) οι οποίοι εκδόθηκαν και ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, και ειδικότερα τον Καν. 26, αρμόδια στην ανάθεση συμβάσεων είναι, ανάλογα με την αξία της σύμβασης, τα Συμβούλια Προσφορών και οι Επιτροπές Αξιολόγησης. 

 

Συνάγεται από τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες ότι το Συμβούλιο ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο αρμόδιο να λάβει την απόφαση ανάκλησης της κατακύρωσης της προσφοράς και ακύρωσης του διαγωνισμού. Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 55(1) του περι Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν158(Ι)/99) «αρμόδιο για την ανάκληση πράξης είναι το όργανο που την έχει εκδώσει εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά».

 

Η παραπομπή από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών σε νομολογία που αφορούσε στις εξουσίες της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών και η οποία διαμορφώθηκε με βάση την προϋπάρχουσα νομική κατάσταση (δηλαδή του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982 μέχρι 1994 (Ν. 9/82 όπως τροποποιήθηκε) δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών αφού οι εξουσίες και αρμοδιότητες που παρέχονται στην κάθε Αρχή είναι διαφορετικές.  Επομένως ο ισχυρισμός των αιτητών για στέρηση ή υφαρπαγή αρμοδιότητας από την Αναθεωρητική Αρχή, εφόσον εκκρεμούσε ενώπιον της η ιεραρχική προσφυγή, κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

Το επόμενο ζήτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο η ανακληθείσα πράξη ήταν υπό τις περιστάσεις νόμιμη ή παράνομη πράξη.  Κατά γενικό κανόνα επιτρέπεται η ανάκληση παράνομων διοικητικών πράξεων γενικού ή ατομικού περιεχομένου. Παράνομη θεωρείται η πράξη που παραβαίνει κανόνες δικαίου ή εκδίδεται κατόπιν πλάνης περί τα πράγματα (βλ. Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 4η Εκδοση, σελ. 320) ή από πράξη που πάσχει από ακυρότητα, που αν προσβληθεί με προσφυγή θα ακυρωθεί (βλ. Σπηλιωτόπουλος "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 7η Εκδοση, σελ. 181.)

 

Όπως φαίνεται από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο αποφάσισε να επανεξετάσει την απόφασή του και να την ανακαλέσει, όταν περιήλθε σε γνώση του το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της εξέτασης της νομιμότητας της απόφασής του από την ΑΑΠ διαφάνηκε ότι τόσο η ad hoc τεχνική επιτροπή όσο και το ίδιο δεν ήταν συγκροτημένα σύμφωνα με τους Κανονισμούς (ΚΔΠ 71/2004).   Συγκεκριμένα η κα Ηρακλέους, ως μέλος του, παρέλειψε να αποκαλύψει κατά την ημερομηνία λήψης της απόφασης κατακύρωσης της προσφοράς υπέρ της αιτήτριας εταιρείας ότι ο κ. Μίμης Ευριπίδου, υπάλληλος της αιτήτριας εταιρείας, ήταν αδερφός της. Η κ. Ηρακλέους με την επιστολή της ημερομηνίας 1.12.2004 προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών περιέγραψε την παράλειψη της αυτή ως συνειδητή υποδεικνύοντας ότι ο αδερφός της ήταν απλά αποθηκάριος στην εν λόγω εταιρεία. Η ίδια παράλειψη σημειώθηκε και από τον κ. Παρασκευά Ευριπίδου μέλος της ad hoc τεχνικής επιτροπής, ο οποίος επίσης ετύγχανε να ήταν αδερφός της κ. Ηρακλέους και του κ. Μίμη Ευριπίδου. Οι πιο πάνω αναφερόμενες παραλείψεις έγιναν αντιληπτές από το Συμβούλιο Προσφορών μετά την έκδοση της απόφασης κατακύρωσης και μόνο όταν προβλήθηκαν οι σχετικοί ισχυρισμοί από την εταιρεία Νetvision Ltd ενώπιον της ΑΑΠ, οι οποίοι ισχυρισμοί, μετά από σχετική έρευνα της αναθέτουσας αρχής, διαπιστώθηκαν ότι ήταν ορθοί. Από τη στιγμή που  περιήλθαν σε γνώση του Συμβουλίου τα πιο πάνω στοιχεία, με τα οποία εγείρονταν σοβαρά ζητήματα νομιμότητας σύνθεσής του, το Συμβούλιο έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις, επιβαλλόταν η ανάκληση της προηγούμενης απόφασής του.   Εδώ η συγγένεια ήταν τέτοια που έθετε υποχρέωση στα πιο πάνω αναφερόμενα πρόσωπα να αποκαλύψουν το γεγονός, όπως διαλαμβάνει και ο Καν. 14(2) της Κ.Δ.Π. 71/04.

 

Επίσης στο άρθρο 42(2) του Ν. 158(1)/99 προνοείται ότι «δεν μετέχει στη παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό βαθμό εξ αίματος ή αγχιστείας ...........ή που έχει συμφέρον για την έκδοση της».

Πρόσφατα, στην υπόθεση Αρ 815/2003 Netcom Limited V Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ημερ. 11/4/06 αναφορικά με την προσφορά ΑΡ. ΤΥΠ 0015/2002 και την κατακύρωσή της στον επιτυχόντα προσφοροδότη που ετύγχανε να ήταν και εκει η Podium Engineering Ltd (η αιτήτρια εταιρεία στην παρούσα προσφυγή) και όπου είχε παρουσιαστεί και εκεί το ίδιο ακριβώς πρόβλημα σύνθεσης του Συμβουλίου Προσφορών (με τα ίδια εμπλεκόμενα πρόσωπα), ο Νικολάου, Δ  παρατήρησε τα πιο κάτω:

«..Εκείνο που έχει σημασία εδώ είναι το κατά πόσο η συμμετοχή του εν λόγω μέλους του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών αντίκειται στην αρχή της αμεροληψίας: βλ. άρθρο 42 του  περί  των  Γενικών  Αρχών  του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99) όπως επίσης και τις υποθέσεις Kallouris v. Republic (1964) C.L.R. 313 και Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ.  769. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και δεν εξαρτάται από το πώς λειτούργησε το μέλος. Πρόβλημα υπάρχει ακόμα και όπου ο διοικούμενος δεν επηρεάστηκε από τη συμμετοχή αυτού του μέλους.  Διαφωτίζει το ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο επιδοκιμάστηκε από την  Ολομέλεια στη Σολωμού (ανωτέρω):

 

«Η συμμετοχή κατά τα άνω κωλυομένου μέλους επάγεται ακυρότητα και αν έτι η εκδοθείσα πράξις του συλλ. οργάνου δεν εξηρτήθη εκ της ψήφου του μέλους τούτου: 1187 (50) ως και αν έτι η δοθείσα υπό τούτου ψήφος δεν ήτο δυσμενής δια τον διοικούμενον όστις προβάλλει τον λόγον εξαιρέσεως: 351 (56).»

 

Είναι προφανές ότι ο κ. Ευριπίδου δεν περιοριζόταν στα καθήκοντα υπεύθυνου αποθήκης.  Σε ορισμένες, τουλάχιστον, περιπτώσεις εμφανιζόταν και ως υπεύθυνος πωλήσεων.  Υπό αυτή την ιδιότητα έδινε, με τη συγκατάθεση της εταιρείας του, επαγγελματικές κάρτες ώστε, όπως εξήγησε ο Γενικός Διευθυντής της εταιρείας, να του «προσδίδεται κύρος και αρμοδιότητα» ανεξάρτητα από το ότι τον κύριο έλεγχο μιας εταιρείας έχει το διοικητικό συμβούλιο.  Σχετικά είναι και τα όσα ανάφερε ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28,  ότι δηλαδή «σημασία εν προκειμένω για την άσκηση δικαστικού ελέγχου δεν έχει ο προσδιορισμός των γεγονότων και η εν τέλει επίπτωση τους αλλά η δυναμική τους». 

 

Στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση ανάκλησης της κατακύρωσης της προσφοράς υπερ των αιτητών λόγω της παράνομης σύνθεσης του Συμβουλίου κατά την έκδοση της, ήταν υπο τις περιστάσεις νόμιμη και δικαιολογημένη.   Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι η απόφαση ανάκλησης λήφθηκε χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν για να εκθέσουν τις θέσεις τους τόσο ενώπιον της ΑΑΠ όσο και ενώπιον του Συμβουλίου, σημειώνω ότι στο Νόμο δεν προβλέπεται η υποχρέωση της ΑΑΠ να καλεί σε ακρόαση τους επηρεαζόμενους. Παρέχεται απλώς η δυνατότητα στη διοικητική αρχή να ακούσει τον ενδιαφερόμενο, αν τούτο κριθεί σκόπιμο από την ίδια την αρχή.  Στο άρθρο 56(7) του Ν 101(Ι)/2003, προνοείται η καταχώρηση γραπτής έκθεσης από την αναθέτουσα αρχή, ενώ, κατά την εξέταση της προσφυγής, καλείται ο υποβάλλων την ιεραρχική προσφυγή, όπως και η αναθέτουσα αρχή, να εκθέσουν τις απόψεις τους αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα εγείρεται στην εξεταζόμενη ιεραρχική προσφυγή.   Στην δική μας περίπτωση οι αιτητές στο πλαίσιο της ιεραρχικής προσφυγής Αρ.36/2004, είχαν την ευκαιρία να σχολιάσουν τον ισχυρισμό της εταιρείας Netvision Ltd υποβάλλοντας εγγράφως τη θέση τους στην ΑΑΠ μέσω της Αναθέτουσας Αρχής. Το Συμβούλιο με τη σειρά του έλαβε γνώση της θέσης των αιτητών αφού η Αναθέτουσα Αρχή του διαβίβασε όλα τα έγγραφα που η αιτήτρια είχε υποβάλει σε αυτή.  Καταλήγω λοιπόν ότι το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το άρθρο 43 του Ν. 158(1)/99 ασκήθηκε από τους αιτητές στην έκταση που οι περιστάσεις και η φύση της υπόθεσης δικαιολογούσαν.  Η ανάκληση δεν αποτελεί ούτε τιμωρία ούτε πειθαρχική κύρωση ώστε να προκύπτει άμεσα η ανάγκη να ακουσθεί ο αιτητής. (βλ. Παπακόκκινου κα  ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ.510  και Ι. Σκορδή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 858/01, 22.5.02.)

 

Αυτό που μένει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο η ανάκληση είχε γίνει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα (βλ. Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100, 104-105).

Είναι νομολογιακά εμπεδωμένη αρχή ότι στην περίπτωση μιας παράνομης ευμενούς διοικητικής πράξης, δεν μπορεί να είναι νόμιμη η ανάκληση της όταν "από την πάροδο μακρού σχετικώς χρόνου από την έκδοση της δημιουργήθηκε πραγματική κατάσταση τέτοια, που η ακύρωση της να προσκρούσει στην αρχή της χρηστής διοίκησης". (Π. Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 4η Έκδοση, σ. 324.)   Ο προσδιορισμός του τι είναι εύλογο χρονικό διάστημα για την ανάκληση της διοικητικής πράξης εξαρτάται από τις ειδικές συνθήκες της κάθε περίπτωσης.   Η εν λόγω αρχή έχει  κωδικοποιηθεί στο άρθρο 54 του Νόμο 158(1)/99.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η ανάκληση της κατακύρωσης της προσφοράς υπέρ των αιτητών λήφθηκε προτού αυτή (η κατακύρωση) καταστεί οριστική.  Ήταν ήδη σε γνώση των αιτητών ότι υπήρχε κώλυμα στη σύναψη της σύμβασης εξαιτίας της ιεραρχικής προσφυγής που καταχώρησε η εταιρεία Netvision Ltd ενόψει των προνοιών του Καν.  27(2)β) της ΚΔΠ 71/2004.  Κρίνω λοιπόν ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται θέμα ανάκλησης μετά από πάροδο εύλογου χρόνου, που να μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητά της.  Αντίθετα φαίνεται ότι η ανάκληση έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο.

 

Η εισήγηση ότι η σύνθεση και ή συγκρότηση του Συμβουλίου Προσφορών όταν έλαβε την απόφαση ανάκλησης ήταν παράνομη καθότι σύμφωνα πάντοτε με τη θέση των αιτητών η κα Ηρακλέους δεν προσκλήθηκε ή και υποχρεώθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών να μή παραστεί στη συνεδρία της 14.12.2004 ,απορρίπτεται στη βάση των συμπερασμάτων της ΑΑΠ η οποία είχε διεξαγάγει έρευνα επί του σημείου αυτού στο πλαίσιο της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών και τα οποία συμπεράσματα της έχουν καταγραφεί στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η απόφαση ανάκλησης λήφθηκε υπο καθεστώς μή νόμιμης σύνθεσης του Συμβουλίου Προσφορών λόγω της μη αποχώρησης του παρατηρητή κ. Πέτρου Μαραθεύτη Εκπρόσωπου Γενικού Λογιστή στο στάδιο λήψης της και ότι για αυτό το λόγο θα έπρεπε να ακυρωθεί από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν προβλήθηκε και δεν αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών με αποτέλεσμα οι αιτητές να εμποδίζονται από του να τον προβάλλουν εκ των υστέρων ως λόγο ακυρότητας κατά της απόφασης της ΑΑΠ.  Είναι επίσης ορθή η παρατήρηση των καθών η αίτηση, ότι υπάρχει μια αντίφαση στην όλη επιχειρηματολογία των αιτητών σε συνάρτηση με τον πιο πάνω ισχυρισμό αφού προκύπτει και από τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερομηνίας 6.10.2004 ότι στο στάδιο λήψης της απόφασης κατακύρωσης, οι δύο παρατηρητές κκ Θεογνωσία Γενναδίου (εκπρόσωπος Γενικού Ελεγκτή) και Κωνσταντίνα Αποστόλου (εκπρόσωπος Γενικού Λογιστή) δεν είχαν αποχωρήσει.  Συμφωνώ με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Καθών η αίτηση ότι η αντίφαση αυτή φέρνει στο προσκήνιο το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.  Και αυτό λόγω του ότι οι αιτητές από την μιά υποστηρίζουν ότι είναι παράνομη η σύνθεση του Συμβουλίου κατα τη λήψη της απόφασης ανάκλησης λόγω της μή αποχώρησης του παρατηρητή κ. Πέτρου Μαραθεύτη, ενώ παράλληλα για να μπορέσουν να εγείρουν την προσφυγή και να προβάλουν το συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας , θεωρούν νόμιμη τη σύνθεση του κατά την  κατακύρωση παρά την μή αποχώρηση των παρατηρητών και στο στάδιο εκείνο.  Το δόγμα αυτό έχει επεξηγηθεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Ηλία κα ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Κάππας ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36 και Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406),   Τούτο λειτουργεί όταν υπάρχει το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της ίδιας απόφασης προς προσπορισμό οφέλους.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω πιο πάνω, κρίνω ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών  η οποία επικύρωσε την απόφαση ανάκλησης που έλαβε το Συμβούλιο Προσφορών είναι αιτιολογημένη, ορθή και νόμιμη υπό τις περιστάσεις και δεν έχει τεθεί ενώπιόν μου ο,τιδήποτε που να τείνει να καταδείξει ότι η διοίκηση ενήργησε με κακή πίστη ως προς την αιτήτρια εταιρεία.   Ως εκ τούτου, δεν διαπιστώνω βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθών η αίτηση, τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρ. 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο