ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 737/2004)
18 Απριλίου, 2006
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ (ΑΡΧΗΓΟΥ) ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Γ. Σεραφείμ, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι μόνιμος αξιωματικός του Όπλου Διαβιβάσεων του Στρατού Ξηράς της Δημοκρατίας και από 1.10.02 κατέχει το βαθμό του Συνταγματάρχη. Υπηρέτησε από 1.7.00 μέχρι 5.6.03 ως Διευθυντής στο 1ο επιτελικό γραφείο του ΓΕΕΦ και στις 6.6.03, κατόπιν σχετικής απόφασης του Υπουργού Άμυνας, μετατέθηκε για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, στην διεύθυνση οργανώσεως του ΓΕΕΦ ως Διευθυντής.
Με επιστολή του ημερ. 23.3.04 ζήτησε κατά τις επικείμενες μεταθέσεις των συνταγματαρχών, όπως μετακινηθεί στη Διοίκηση Διαβιβάσεων του ΓΕΕΦ ως Διοικητής, προκειμένου να αποκτήσει τον προβλεπόμενο για το βαθμό του χρόνο διοίκησης. Ο Β΄ Βοηθός Επιτελάρχης του ΓΕΕΦ, στον οποίο τέθηκε η αναφορά του Αιτητή, τον πληροφόρησε με επιστολή ημερ. 14.4.04 ότι το αίτημα του θα ληφθεί υπόψη κατά το σχεδιασμό των επικείμενων μεταθέσεων, με βάση τα νέα κριτήρια που θα καθιερωθούν.
Η αναφορά του αιτητή τέθηκε ενώπιον της Ιεραρχίας του ΓΕΕΦ και ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, με επιστολή του ημερ. 27.4.04, που στάληκε στον αιτητή, τον πληροφόρησε ότι το αίτημα του θα εξεταζόταν κατά το σχεδιασμό των επικείμενων μεταθέσεων του έτους 2004, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας. Ο Υπουργός Άμυνας ύστερα από σχετική απόφαση του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς με απόφαση του ημερ. 12.5.04, τοποθέτησε το ενδιαφερόμενο μέρος, ο οποίος είναι Ελλαδίτης Αξιωματικός του Όπλου των Διαβιβάσεων του Στρατού Ξηράς του Εληνικού Στρατού, ως Διοικητή στη Διοίκηση Διαβιβάσεων του ΓΕΕΦ.
Το ενδιαφερόμενο μέρος όπως και άλλοι αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού, διατέθηκαν από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά, με απόφαση του Υπουργού Άμυνας, δυνάμει του άρθρου 13 Α των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 2003. Οι ούτω τοποθετούμενοι αξιωματικοί δεν θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι της Δημοκρατίας και δεν κατέχουν οργανικές θέσεις.
Ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης τοποθέτησης του ομοιόβαθμου του Παύλου Αντωνίου «στην Εθνική Φρουρά στη θέση του Διοικητή Διαβιβάσεων αντί και /ή στη θέση του Αιτητή και/ή κατά παραβίαση νομίμου συμφέροντος του Αιτητή».
Εκ μέρους του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση εγέρθηκε ως προδικαστικό ζήτημα η έλλειψη άμεσου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος του αιτητή.
Ο κ. Κωμοδρόμος εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκάλεσε οποιαδήποτε άμεση βλάβη ή δυσμενή συνέπεια στα συμφέροντα του αιτητή διότι σύμφωνα με τον Καν.14, που επικαλείται ο ίδιος ο αιτητής για να υποστηρίξει ότι επηρεάζεται η ανέλιξη του δυσμενώς, η πείρα ως ένα από τα προσόντα για να προαχθεί/κριθεί κάποιος αξιωματικός κατ' εκλογήν ορίζεται ως «ευρεία και ποικίλη διοικητική και επιλεκτική πείρα». Άρα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να περιοριστεί η έννοια της πείρας μόνο σε αυτήν που αποκτάται στην επίδικη θέση του Διοικητή Διαβιβάσεων ΔΔΒ/ΓΕΕΦ. Από τη στιγμή μάλιστα που για την ενδεχόμενη προαγωγή του αιτητή απαιτούνται διάφορα προσόντα και προβλέπονται διάφορα κριτήρια βάσει των Περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμοί ΚΔΠ 90/90 όπως τροποποιήθηκαν (εφεξής οι Κανονισμοί), η τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ακόμη και η τοποθέτηση του αιτητή στην προσδοκούμενη θέση δεν θα του εξασφάλιζε και την προαγωγή κατ' εκλογήν.
Στο στάδιο των διευκρινήσεων το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος απέκτησε ένα επιπρόσθετο έρεισμα, αφού σχολιάστηκε υπό το φως του γεγονότος ότι ο αιτητής από το Δεκέμβρη έλαβε τη θέση του Διοικητή Διαβιβάσεων. Οι δυο πλευρές τοποθετήθηκαν στο κατά πόσο υπάρχει κατάλοιπο ζημιάς που να δικαιολογεί έννομο συμφέρον δηλαδή στο αν παρά την τελική τοποθέτηση του αιτητή, εξακολουθούν να επηρεάζονται αρνητικά οι προοπτικές της προαγωγής του έναντι των υπολοίπων συναδέλφων του στις επικείμενες κρίσεις του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων του τρέχοντος έτους .
Ο αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον να προσβάλει την τοποθέτηση του ενδιαφερόμενου μέρους. Το ζήτημα με απασχόλησε ανεξάρτητα από τη βάση στην οποία το τοποθέτησαν οι διάδικοι και το εξέτασα καταρχήν κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα.
Το άρθρο 13Β του περί της Εθνικής Φρουράς Νόμου του 1964 Ν.49/64 (όπως τροποποιήθηκε ) προνοεί:
«13Β.-(1) Κάθε τοποθέτηση, μετάθεση ή απόσπαση σε μονάδα της Δύναμης οποιουδήποτε Αξιωματικού ή Υπαξιωματικού που διορίστηκε δυνάμει του άρθρου 13, ή αποσπάστηκε για υπηρεσία στη Δύναμη δυνάμει του άρθρου 6 του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου ή τοποθετήθηκε δυνάμει του άρθρου 13Α, διενεργείται από τον Υπουργόν αφού λάβει υπόψη του τις απόψεις του Διοικητή.»
Το δε άρθρο 13Α που αποτέλεσε τη νομική βάση για την επίδικη τοποθέτηση του ενδιαφερόμενου μέρους έχει ως εξής:
«13Α.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 13 και οιασδήποτε άλλης διατάξεως του παρόντος Νόμου το Υπουργικόν Συμβούλιον εξουσιοδοτεί τον Υπουργόν όπως, προς συμπλήρωσιν της στελεχώσεως της Δυνάμεως εν διαβουλεύσει μετά, τοποθετή εν αυτή ετέρους αξιωματικούς και οπλίτας επί πλέον των εν τω εδαφίω (1) του άρθρου 13 αναφερομένων, μη πολίτας της Δημοκρατίας, οίτινες κατά την κρίσιν αυτού του Διοικητού θα ήσαν απαραίτητοι προς τον σκοπόν τούτον.
(2) Οι εν τω εδαφίω (1) αναφερόμενοι οπλίται τοποθετούνται υπό του Διοικητού εν τη Δυνάμει βάσει των αναγκών ταύτης.»
Στη Γεώργιος Α. Κυριάκου ν. Δημοκρατίας μέσω 1. Υπουργείου Άμυνας κ.α., Υπόθεση αρ. 900/01, ημερ. 18.4.03, ο Νικολαΐδης, Δ., ανέφερε τα εξής τα οποία υιοθετώ:
«Το άρθρο 13Β των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 2000, παρέχει στον Υπουργό Αμυνας την αποκλειστική εξουσία να αποφασίζει για την τοποθέτηση, μετάθεση ή απόσπαση κάθε αξιωματικού ή υπαξιωματικού της Εθνικής Φρουράς, είτε σε μονάδα της Δύναμης, είτε στο Υπουργείο Αμυνας, είτε και σε άλλες κρατικές υπηρεσίες. Καθορίζεται ότι η σχετική απόφαση του Υπουργού Αμυνας πρέπει να λαμβάνεται σε συνεννόηση με τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς και τον οικείο υπουργό στον οποίο υπάγεται η υπηρεσία στην οποία ο Αξιωματικός θα τοποθετηθεί.
Στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2980, 2985, ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε), καταλήγει ότι ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990, Ν.1/90, δεν κατοχυρώνει δικαίωμα μετάθεσης δημόσιου υπαλλήλου, αλλά, όπως διαφαίνεται, η τοποθέτηση του υπαλλήλου αποτελεί στοιχείο που άπτεται της ένταξής του στη Δημόσια Υπηρεσία και του οριοθετεί τις υποχρεώσεις του. Ο σχετικός νόμος, καταλήγει το Δικαστήριο, δεν επιβάλλει καθήκον στην αρμόδια αρχή να προωθήσει αίτημα για μετάθεση υπαλλήλου ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, γεγονός που καθιστά την προσβαλλόμενη παράλειψη μη εκτελεστή (βλέπε ακόμα Κοντογιάννης ν. Αρχηγού Αστυνομίας, Υπόθ. Αρ. 743/88, ημερ. 12.10.1990).
Στην παρούσα υπόθεση ισχύουν κατ΄ αναλογία τα πιο πάνω. Δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα τοποθέτησης μέλους της Εθνικής Φρουράς σε οιανδήποτε θέση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γεννηθεί στον αιτητή εύλογη προσδοκία για τοποθέτησή του σε μια από τις υπό εξέταση θέσεις. Συνεπώς, η μη τοποθέτησή του σε μια από αυτές, δεν του δημιουργεί δικαίωμα προσβολής της μετάθεσης ή τοποθέτησης άλλων μελών της Δύναμης, ενώ από την άλλη, από την τοποθέτηση των ενδιαφερομένων προσώπων στις επίδικες θέσεις δεν παράγονται οποιαδήποτε αποτελέσματα που θα μπορούσε ο αιτητής να ισχυριστεί ότι απώλεσε λόγω της μη επιλογής του.»
Από τις πιο πάνω διατάξεις αλλά και από τη νομολογιακή προσέγγιση της «τοποθέτησης-μετάθεσης» καθίσταται σαφές, ότι αυτή ενεργείται κατ' αυτοτελή κρίση της Διοίκησης και δεν είναι προϊόν συγκριτικής αξιολόγησης των υπαλλήλων. Στο πλαίσιο των μεταθέσεων αξιωματικών που διενεργούνται για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, η επίδικη μάλιστα τοποθέτηση, εκτός του ότι όπως αναφέρεται στο ίδιο το σώμα της απόφασης λήφθηκε από τον Υπουργό με γνώμονα την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, αφορούσε το καθεστώς τοποθετήσεων του άρθρου 13Α. Για αυτούς τους λόγους δεν τίθεται θέμα επιλογής και σύγκρισης μεταξύ του αιτητή (υπόκειται σε τοποθέτηση βάσει του άρθρου 13 ) και του ενδιαφερόμενου μέρους (υπόκειται σε τοποθέτηση βάσει του άρθρου 13Α) στα πλαίσια λήψης της επίδικης απόφασης.
Στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Π. Σιούτη «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως», σελ. 94 αναφέρεται συναφώς με τα πιο πάνω:
«(δ) Επιπλέον, για την προβολή διορισμού (ή προαγωγής κλπ) τρίτου προσώπου σε δημόσια θέση, δεν αρκεί η απλή εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους του αιτούντος για την κατάληψη της θέσης αυτής ούτε και η απλή συμμετοχή του στη διαδικασία επιλογής. ......................................................................................................................................
(ε) Συναφώς, χωρίς έννομο συμφέρον ζητείται η ακύρωση των πράξεων κατάταξης συναδέλφων του αιτούντος σε μισθολογικά κλιμάκια, εφόσον ουδεμία ωφέλεια θα είχε αυτός από την ακύρωση, δεδομένου ότι η κατάταξη ενεργείται κατ΄ αυτοτελή κρίση και δεν είναι προϊόν συγκριτικής αξιολόγησης των υπαλλήλων.»
Εξάλλου ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι από την επίδικη απόφαση προκαλείται άμεσα οποιαδήποτε δυσμενής συνέπεια για τη μελλοντική του ανέλιξη. Αυτό γιατί, αφενός η ακύρωση της τοποθέτησης του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση του Διοικητή Διαβιβάσεων, που ζητεί, δεν επιφέρει ως αναγκαία συνέπεια ούτε την τοποθέτηση του ιδίου σε αυτή, ούτε δεδομένη μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και σε μία τέτοια περίπτωση η προαγωγή του κατ' εκλογήν.
Σύμφωνα με τον Καν. 32(2)(στ) η διοικητική πείρα ενός έτους που απαιτείται να έχει συμπληρώσει αξιωματικός στο βαθμό του Συνταγματάρχη για να κριθεί ως προακτέος κατ' εκλογήν, αποκτάται σε διάφορους τομείς και θέσεις και όχι κατ' ανάγκη μόνο στην επίδικη. Κατά συνέπεια η μη τοποθέτηση του αιτητή στη συγκεκριμένη θέση δεν του αποστέρησε μετά βεβαιότητας το απαραίτητο προσόν της απαιτούμενης διοικητικής πείρας προκειμένου να κριθεί ως προακτέος. Συνεπώς θεμελιούμενο σε αυτά τα περιστατικά, το έννομο συμφέρον του αιτητή εμφανίζεται ως μέλλον και αβέβαιο.
Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα της Γλυκερίας Σιούτη (ανωτέρω) στη σελ. 159-160:
«Προϋπόθεση βεβαίως για να εκτιμηθεί, αν υπάρχει ενεστώς έννομο συμφέρον, αποτελεί ο συνδυασμός της πιθανότητας επελεύσεως της βλάβης με τις έννομες συνέπειες της προσβαλλόμενης πράξης. Η ανάγκη παροχής δηλ. έννομης προστασίας δεν πρέπει να ανάγεται σε ενδεχόμενες εξελίξεις του μέλλοντος, αλλά να θεμελιώνεται σε βέβαια περιστατικά του παρόντος. Αν από την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη δεν θίγονται δικαιώματα ή συμφέροντα των αιτούντων, «τυχόν μελλοντική δυσμενής ρύθμιση των δικαιωμάτων αυτών δεν δημιουργεί ενεστώς έννομο συμφέρον.
..................................................................................................................................................................................................................... ....................................................................................
Ο βαθμός πιθανότητας της μελλοντικής βλάβης, όμως δεν είναι ο ίδιος στην περίπτωση αιτούσας δικαστικής υπαλλήλου με βαθμό Α και πτυχίο ΑΕΙ της κατηγορίας ΠΕ, η οποία ζήτησε την ακύρωση της κατάταξης συναδέλφου της, της κατηγορίας ΔΕ και χωρίς πτυχίο ΑΕΙ, στην κατηγορία ΠΕ. Στην περίπτωση αυτή το έννομο συμφέρον στηρίχθηκε στο ότι αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης πράξης είναι να κρίνονται εφεξής για τις περαιτέρω υπηρεσιακές μεταβολές, ως υπάλληλοι της αυτής τυπικώς κατηγορίας. Ορθότερη εμφανίζεται, κατά τη γνώμη μας, η άποψη της μειοψηφίας, ότι από μόνο το γεγονός της κατάταξης δεν προκαλείται υπηρεσιακή βλάβη στην αιτούσα, που να θεμελιώνει ενεστώς έννομο συμφέρον. Πράγματι η βλάβη, εν προκειμένω είναι ενδεχόμενη και επιπλέον δεν είναι λογικώς αναπόφευκτη, εφόσον σε μελλοντική υπηρεσιακή κρίση δεν είναι βέβαιο ούτε αναπόφευκτο να υπερτερήσει της αιτούσας, η υπάλληλος που κατετάγη, με την προσβαλλόμενη πράξη.»
Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.