ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 666/2005)
17 Μαρτίου, 2006
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MD JAHANGIR ALAM,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
2. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Μ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Ε. Συμεωνίδου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι από τη Μπαγκλαντές και στις 4.5.03 εγκατέλειψε τη χώρα του και εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία. Στις 22.1.04 υπέβαλε αίτηση ασύλου στην αρμόδια υπηρεσία, ισχυριζόμενος φόβο δίωξης του στη χώρα καταγωγής του λόγω της ιδιότητας του ως μέλους του κόμματος Socialist Party. Η Υπηρεσία Ασύλου τον κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη στις 15.10.04 ζητώντας του να προσκομίσει όλα τα σχετικά με το αίτημα του έγγραφα. Μετά τη συνέντευξη ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισήγηση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης.
Ο αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Αρμόδια λειτουργός ετοίμασε έκθεση με εισήγηση όπως επικυρωθεί η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και απορριφθεί η προσφυγή. Στην έκθεση αναφέρονται, μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Στην παρούσα διοικητική προσφυγή δεν έχουν υποβληθεί από τον προσφεύγοντα οποιαδήποτε νέα στοιχεία σχετικά με το αίτημα του για να του παραχωρηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή η συμπληρωματική προστασία ή το καθεστώς για ανθρωπιστικούς λόγους. Λαμβάνοντας υπόψη στο σύνολο τα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης, δεν έκρινα σκόπιμη την κλήση του προσφεύγοντα σε συνέντευξη, σύμφωνα με το άρθρο 28Ζ του Περί Προσφύγων Νόμου 200-2004.
Εξέτασα ενδελεχώς τα αντίγραφα του διαβατηρίου του προσφεύγοντα (ερυθρά 6-4), την αίτηση του προσφεύγοντα για άσυλο και το έντυπο προσωπικών του στοιχείων (ερυθρά 16-7), το έγγραφο του προσφεύγοντα σχετικά με την παραμονή του στη Δημοκρατία (ερυθρό 17), τα πρακτικά της συνέντευξης ημερομηνίας 15/10/2004 (ερυθρά 26-20), την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού Ασύλου (ερυθρά 30-27), και την απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρά 32-31).
..................................................................................................................................................................................................................... .........................................................................................
Σύμφωνα με την παρ. 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, ορθά ο προσφεύγων κρίθηκε αναξιόπιστος και συνεπώς δεν μπορεί να του παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας.
Ο προσφεύγων δεν επικαλείται οποιουσδήποτε λόγους στη διοικητική του προσφυγή εναντίον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Επιπρόσθετα, μετά από εξέταση του ενώπιον μου υλικού δεν βρίσκω να συντρέχουν στην περίπτωση του οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 19Α του Νόμου ούτως ώστε να του παραχωρηθεί το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.»
Η καθ' ης η αίτηση αυθημερόν απέρριψε τη προσφυγή και ενημέρωσε σχετικά τον αιτητή. Η σχετική απόφαση, η οποία αποτελεί και το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας, έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Η Υπηρεσία Ασύλου ορθά διαπίστωσε τις κάτωθι αντιφάσεις:
· Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι μέλη αντίπαλης πολιτικής ομάδας του επιτέθηκαν και τον κτύπησαν τον Φεβρουάριο του 2002. Ωστόσο, σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι το περιστατικό διαδραματίστηκε το 2001 (ερυθρά 29, 25, 24, χ1).
· Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι κατηγορήθηκε ψευδώς για ένα φόνο τον οποίο δεν διέπραξε και κατηγορήθηκε ενόσω ήταν στην Κύπρο. Ωστόσο, ο προσφεύγων έφτασε στην Κύπρο στις 04/05/2003 ενώ η κατηγορία έγινε την 01/02/2003 (ερυθρά 29, 25, χ2).
· Ερωτηθείς σχετικά με το κόμμα που υποστηρίζει, ο προσφεύγων παρουσιάστηκε ως μη πολιτικοποιημένο πρόσωπο αφού ενώ ισχυρίστηκε ότι ήταν εγγεγραμμένο μέλος, ωστόσο δεν προσκόμισε έγγραφα που να το αποδεικνύουν. Επιπλέον, δεν γνώριζε πού βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του κόμματος, πόσα μέλη αριθμεί, τους αντικειμενικούς του σκοπούς, τα ενδιαφέροντα του, τους στόχους και τις δεσμεύσεις του (ερυθρά 28, 25-24, 23, χ3).
Οι αντιφάσεις που διαπιστώθηκαν πιο πάνω πλήττουν σοβαρά την αξιοπιστία του προσφεύγοντα στον πυρήνα του αιτήματος του........................................................................... .......................................................................................................................................................
Η προσεκτική μελέτη του πραγματικού υλικού που περισυνέλεξε και ορθά έλαβε υπόψη η Υπηρεσία Ασύλου, υπαγόμενη στο σχετικό νομικό θεσμικό πλαίσιο που ορθά αναφέρθηκε και καταγράφεται από την Υπηρεσία Ασύλου, ορθά την οδήγησε στην αιτιολογημένη και ορθή απόφαση της που αποστάληκε και στον προσφεύγοντα (ερυθρά 32-31).
Οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντα που περιγράφονται στην προσφυγή του είναι ανυπόστατοι και ανατρέπονται με τα όσα εκτίθενται ανωτέρω. Το πραγματικό υλικό που καταγράφεται από την Υπηρεσία Ασύλου λεπτομερώς ορθά και αιτιολογημένα στηρίζει και νομιμοποιεί το δια ταύτα της Υπηρεσίας Ασύλου.»
Η προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη δεν ευσταθεί. Η ημερομηνία που σημειώνεται δίπλα από την υπογραφή του αιτητή καθώς και η σφραγίδα του ταχυδρομείου πάνω στην απόδειξη παραλαβής (παράρτημα 10 της ένστασης), βεβαιώνουν ότι η ημερομηνία επίδοσης στον αιτητή είναι η 5.4.05. Συνεπώς η παρούσα προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 13.6.05 είναι εμπρόθεσμη.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά λόγω της παράλειψης της καθ' ης η αίτηση να τον καλέσει σε συνέντευξη, επειδή έκρινε ότι δεν υπέβαλε με την προσφυγή του οποιαδήποτε νέα στοιχεία. Είναι η θέση του αιτητή ότι αυτή η παράλειψη, συνεπάγεται παραβίαση των διαδικασιών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 28Ζ του Νόμου.
Ο αιτητής φαίνεται να θεωρεί τη συμμετοχή του στη διαδικασία είτε στο γραπτό μέρος της είτε στην ακροαματική διαδικασία ως δεδομένη. Κάτι τέτοιο όμως δεν υποστηρίζεται από το άρθρο 28Ζ* του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε.
Η προσωπική συνέντευξη των αιτητών ασύλου ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου είναι υποχρεωτική από το νόμο (άρθρο 13 του Ν. 6(1)/2000). Το εν λόγω δικαίωμα εξασφαλίστηκε πλήρως στην παρούσα υπόθεση αφού ο αιτητής στις 15.10.04 υποβλήθηκε σε εκτενή προφορική συνέντευξη. Η παρουσία όμως του αιτητή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ήταν δυνητική και εφόσον η Αρχή έκρινε ότι δεν είχαν προβληθεί νέα στοιχεία, η απόφαση της να μην καλέσει τον αιτητή δεν καθιστά παράνομη τη ληφθείσα απόφαση. (Yuriy Polishchuk v. Δημοκρατίας κ.α., υπόθ. αρ. 27/05, ημερ. 19.12.05). Στην εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού φαίνεται ότι η απόφαση να μην κληθεί ο αιτητής λήφθηκε κατόπιν έρευνας και προβληματισμού, σε αντίθεση με ό,τι εισηγείται ο αιτητής, ενώ καταγράφονται ικανοποιητικά οι λόγοι που αυτό δεν θεωρήθηκε απαραίτητο. H επίκληση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου δεν ενισχύει τις θέσεις του αιτητή, γιατί οι γενικές αρχές έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας που να διέπει ειδικά το ζήτημα.
Ο αιτητής παραπονείται ότι δεν ενημερώθηκε ότι μπορούσε να υποβάλει νέα στοιχεία. Αυτή η δυνατότητα υποβολής νέων στοιχείων προβλέπεται στο άρθρο 28Ζ(6) του νόμου χωρίς ταυτόχρονα να επιβάλλεται οποιαδήποτε υποχρέωση στη Διοίκηση. Η Διοίκηση δεν υπέχει υποχρέωση πληροφόρησης του αιτητή ούτε ως προς το δικαίωμα του να εμφανιστεί με δικηγόρο και να ακουστεί, ούτε αναφορικά με την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης η οποία, αρκεί να επιδίδεται στον αιτητή δεόντως. Επίσης το δικαίωμα του αιτητή να εκπροσωπείται από δικηγόρο και να έχει πρόσβαση στο φάκελο, κατοχυρώνεται από το άρθρο 28Θ(4) και 28Θ(6) του Νόμου αντίστοιχα και δεν υφίσταται υποχρέωση της καθ' ης η αίτηση να ενημερώσει ειδικά τον αιτητή για αυτά τα δικαιώματα.
Ο αιτητής προβάλλει μια σειρά λόγων ακύρωσης που αφορούν σε ισχυριζόμενη παραβίαση των επιμέρους παραγράφων του άρθρου 28Ζ του Νόμου από την καθ' ης η αίτηση. Η έκδοση Κανονισμών βάσει του άρθρου 28Ζ(7) δε είναι επιτακτική αλλά δυνητική για την καθ 'ης η αίτηση. Εξάλλου η Αρχή δεν λειτουργεί αυθαίρετα, αλλά βάσει του επαρκούς νομοθετικού πλαισίου που κατοχυρώνουν τα άρθρα 28Ζ-28Θ του Νόμου καθώς και το Εγχειρίδιο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. (Handbook of procedures and criteria for determining Refugee Status).
Αναφορικά με τη θέση του αιτητή ότι η καθ' ης η αίτηση είχε υποχρέωση να τον ενημερώσει για τη λήψη της ιεραρχικής του προσφυγής, παρατηρώ ότι η εν λόγω προσφυγή, παραδόθηκε από τον ίδιο τον αιτητή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων και φέρει σφραγίδα παραλαβής. Επεται ότι ο αιτητής γνώριζε την ημερομηνία που λήφθηκε η ιεραρχική του προσφυγή από την καθ' ης η αίτηση.
Ο ισχυρισμός του που αφορά στο ότι δεν του παρασχέθηκαν δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα δεν ευσταθεί. Το άρθρο 28Θ(2) προβλέπει τέτοια υποχρέωση μόνο όταν γίνεται ακροαματική διαδικασία ή διεξάγεται προσωπική συνέντευξη. Εδώ δεν έγινε ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Εξίσου ανεδαφική είναι και η εισήγηση του αιτητή ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση Αρχής δόθηκε μετά την πάροδο των 15 ημερών που προνοεί το άρθρο 28 Η(1)του νόμου. Η διοικητική προσφυγή του αιτητή εμπίπτει στο άρθρο 28ΣΤ(2) αφού δεν ακολουθήθηκε ταχύρυθμη διαδικασία και κατά συνέπεια η απόφαση έπρεπε να εκδοθεί στο συντομότερο χρονικό διάστημα σύμφωνα με το άρθρο 28 Η(2). Η προσφυγή που υποβλήθηκε στις 24.1.05 εξετάστηκε σε διάστημα περίπου 1 μηνός αφού η απόφαση εκδόθηκε στις 4.3.05.Ο χρόνος αυτός κρίνεται εύλογος.
Τέλος ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η σύνταξη της απόφασης στην ελληνική γλώσσα που δεν είναι σ΄ αυτόν κατανοητή, παραβιάζει το άρθρο 30 του Συντάγματος. Έχει κριθεί κατ' επανάληψη ότι οι ειδοποιήσεις και τα επίσημα έγραφα που συντάσσονται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι καθόλα έγκυρα.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι τα όργανα που είχαν την ευθύνη για τη αξιολόγηση των πληροφοριών που ο ίδιος ο αιτητής έθεσε ενώπιον τους, ακολούθησαν τη νόμιμη διαδικασία, διενέργησαν επαρκή έρευνα και αιτιολόγησαν δεόντως την απόφαση τους.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
* «28Ζ. (1) Οι διαδικασίες ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής δύνανται να είναι τόσο γραπτές όσο και ακροαματικές.
(2) Η Αναθεωρητική Αρχή εξετάζει κάθε διοικητική προσφυγή ύστερα από διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιο λειτουργό, ο οποίος της υποβάλλει σχετική έκθεση.
(3) Τόσο η Αναθεωρητική Αρχή όσο και ο αρμόδιος λειτουργός δύνανται να καλούν τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη.
(4) Η Αναθεωρητική Αρχή, κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής δύναται, σε περίπτωση που το κρίνει σκόπιμο, να αποφασίσει τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας στην οποία έχει την εξουσία να καλεί ενώπιόν της:
(α) Τον αιτητή·
(β) οποιουσδήποτε εμπειρογνώμονες ήθελε αποφασίσει·
(γ) τον αρμόδιο λειτουργό της Αναθεωρητικής Αρχής·
(δ) εκπρόσωπο της Υπηρεσίας Ασύλου.
(5) Οι ακροαματικές διαδικασίες ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής γίνονται σε κλειστές συνεδριάσεις.
(6) Σε περίπτωση που ο αιτητής υποβάλλει νέα στοιχεία, η Αναθεωρητική Αρχή δύναται είτε να καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη, είτε να καλεί τον αιτητή σε ακροαματική διαδικασία, όπως αυτή ήθελε κρίνει σκόπιμο:
Νοείται ότι το κατά πόσον στοιχεία που υποβάλλονται από τον αιτητή αποτελούν νέα στοιχεία, κρίνεται από την Αναθεωρητική Αρχή.
(7) Η Αναθεωρητική Αρχή δύναται να ρυθμίζει περαιτέρω θέματα που άπτονται των διαδικασιών της, με εσωτερικούς της κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»