ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 585/2004)
30 Μαρτίου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η παρούσα υπόθεση αφορά στην πλήρωση θέσης Επιθεωρητή (Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης) για την Ειδική Εκπαίδευση, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Η διαδικασία άρχισε κατά το 1992. Με απόφαση, ημερ. 24 Μαρτίου 1993, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Βάσο Μ. Μερακλή. Η απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε προσφυγή της αιτήτριας: βλ. Ανδρούλλα Πετρίδου ν. Δημοκρατίας, (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 1296. Το Δικαστήριο εκεί εξέτασε το κατά πόσο ο κ. Μερακλής κατείχε ένα από τα προσόντα που εναλλακτικά απαιτούσε η παράγραφος 3 του σχεδίου υπηρεσίας, ήτοι:
«3. Τα τρία τουλάχιστον τελευταία έτη της εκπαιδευτικής υπηρεσίας του να ήσαν στην παρούσα ή/και στην προηγούμενη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής, Προδημοτικής ή Ειδικής Εκπαίδευσης
ή
συνολική εκπαιδευτική υπηρεσία δεκαεννέα (19) τουλάχιστον ετών, από τα οποία τουλάχιστο τα πέντε τελευταία, στη διδασκαλία της ειδικότητας στη Δημοτική, Προδημοτική ή Ειδική Εκπαίδευση.»
Η άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι ο κ. Μερακλής κατείχε όλα τα απαιτούμενα προσόντα είχε αμφισβητηθεί με ένσταση αλλά επιβεβαιώθηκε από την Ε.Ε.Υ. με την χωρίς αιτιολογία δήλωση ότι «ο κ. Μερακλής έχει τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα». Το Δικαστήριο σημείωσε ότι με την προσφυγή της η αιτήτρια προέβαλε συγκεκριμένα ότι:
«..η παράγραφος 3 των απαιτουμένων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, ορθά ερμηνευόμενη, δεν δίνει δικαίωμα υποψηφιότητας σε άτομα που δεν κατέχουν θέση στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, το δε ενδιαφερόμενο μέρος υπάγεται στη Δημόσια Υπηρεσία, που είναι άλλη Υπηρεσία και επομένως δεν μπορούσε να θεωρηθεί υποψήφιος.. (και) ότι η Σχολή Κωφών, της οποίας το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν Διευθυντής κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν εμπίπτει εντός των διατάξεων του περί Ειδικής Εκπαιδεύσεως Νόμου (αρ. 47/79) και επομένως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε ποτέ θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής, Προδημοτικής ή Ειδικής Εκπαίδευσης, όπως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης.»
Κατέληξε ότι η Ε.Ε.Υ. δεν διενήργησε έρευνα επί του θέματος, ότι δεν ανέφερε με βάση ποιό μέρος του σχεδίου υπηρεσίας θεωρούσε τον κ. Μερακλή προσοντούχο και ότι ούτε έδωσε άλλη εξήγηση. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Η ΕΕΥ δεν αναφέρει ούτε με βάση ποιο μέρος του σχεδίου υπηρεσίας θεώρησε προσοντούχο το ενδιαφερόμενο μέρος, ούτε για ποιο λόγο ή λόγους. Ούτε φαίνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου η ύπαρξη οποιουδήποτε είδους έρευνας επί του θέματος, σ΄ αντίθεση και πάλι με την περίπτωση του αιτητή Χόπλαρου για την οποία ζητήθηκε και νομική συμβουλή. Ελλείπουν παντελώς, τόσο οποιαδήποτε ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, όσο και οποιαδήποτε έρευνα της ΕΕΥ επί του θέματος της κατοχής των απαιτουμένων προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος...Ούτε και μπορεί το Δικαστήριο να προβεί σε δική του ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ελλείψει οποιασδήποτε εκ μέρους της ΕΕΥ. Τα απαιτούμενα προσόντα τίθενται με διαζευκτικό τρόπο και δεν μπορεί το Δικαστήριο να προβαίνει σε εικασίες ποιο από τα διαζευκτικά προσόντα ικανοποιούσε, κατά την κρίση της ΕΕΥ, το ενδιαφερόμενο μέρος και γιατί.»
Κατά τη δεύτερη εξέταση, η ΕΕΥ πάλι κατέληξε πως ο κ. Μερακλής κατείχε το σχετικό προσόν. Ανέφερε τα εξής:
«Όσον αφορά τον κο Β. Μερακλή κατέχει τη θέση Διευθυντή της Σχολής Κωφών από 1.10.1980. Η Επιτροπή κρίνει ότι η Σχολή Κωφών ανήκει στην ειδική εκπαίδευση με βάση τις διατάξεις του Νόμου 47/79. Και εάν ακόμα θεωρηθεί ότι ο κος Μερακλής κατέχει τη θέση "Διευθυντή" αυτός καλύπτει χωρίς αμφιβολία τη διάταξη των Σχεδίων Υπηρεσίας ότι ο υποψήφιος πρέπει να κατέχει συνολική εκπαιδευτική υπηρεσία 19 τουλάχιστον ετών από τα οποία τουλάχιστον τα δυο τελευταία στη διδασκαλία του μαθήματος της ειδικότητας στη Δημοτική Εκπαίδευση, Προδημοτική ή Ειδική Εκπαίδευση, αφού όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η Σχολή Κωφών ανήκει στην ειδική εκπαίδευση.»
Προχώρησε, στις 3 Αυγούστου 1995, και επανεπέλεξε τον κ. Μερακλή. Το Ανώτατο Δικαστήριο, σε προσφυγή της αιτήτριας, ακύρωσε και αυτή την απόφαση: βλ. Ανδρούλλα Πετρίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 845/95, ημερ. 7 Οκτωβρίου 1998. Ανέφερε ότι:
«..ελλείπει η οποιαδήποτε ένδειξη περί διενέργειας έρευνας και δεν προκύπτουν τα στοιχεία εκείνα με βάση τα οποία η διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια ... Η Ε.Ε.Υ. παρέλειψε να αιτιολογήσει με ρητές σκέψεις το εύρημα της ότι η Σχολή Κωφών ανήκε στην ειδική εκπαίδευση και παρέλειψε να προσδιορίσει σαφώς και επακριβώς με βάση ποιο από τα διαζευκτικά σκέλη του Σχεδίου Υπηρεσίας θεώρησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως προσοντούχο.»
Ακολούθησε τρίτη εξέταση. Με απόφαση, ημερ. 10 Μαΐου 2000, η Ε.Ε.Υ., θεωρώντας εκ νέου προσοντούχο τον κ. Μερακλή, τον επέλεξε ξανά για τη θέση. Σε προσφυγή της αιτήτριας το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε, στις 10 Ιουλίου 2003, και αυτή την απόφαση: βλ. Ανδρούλλα Πετρίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1152/00, ημερ. 10 Ιουλίου 2003. Εξήγησε τον λόγο ως εξής:
«. η καθ΄ ης η αίτηση παραβίασε την αρχή ότι η επανεξέταση γίνεται με βάση το πραγματικό καθεστώς το οποίο ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι την 29.3.1993, εφόσον έλαβε υπόψη μεταγενέστερα πραγματικά γεγονότα, ήτοι (α) ότι το ενδιαφερόμενο μέρος "το 1994 έλαβε πτυχίο εξομοίωσης του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αιγαίου" και (β) ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπήρξε "μέλος τμηματικής επιτροπής για τη Διεθνή Εκπαιδευτική Έκθεση του 1996".
Δεδομένου ότι τα μεταγενέστερα πραγματικά γεγονότα ενδέχεται να επηρέασαν ουσιωδώς την καθ΄ ης η αίτηση στη λήψη της επίδικης απόφασης για επαναδιορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, η ακύρωση του επαναδιορισμού του καθίσταται αναπόφευκτη.»
Η Ε.Ε.Υ. προέβη σε τέταρτη εξέταση της περίπτωσης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 6 Οκτωβρίου 2003, επαναδιόρισε τον κ. Μερακλή αφού και πάλι τον έκρινε προσοντούχο. Εξέτασε κατ΄ αρχάς το κατά πόσο, με βάση το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, η Σχολή Κωφών Παιδιών, στην οποία είχε υπηρετήσει ο κ. Μερακλής, ανήκε στην Ειδική Εκπαίδευση. Έδωσε καταφατική απάντηση με το ακόλουθο σκεπτικό:
«.. η Επιτροπή καταφεύγει στο Νόμο περί Ειδικής Εκπαίδευσης (Ν. 47/79) και βρίσκει ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 η Σχολή Κωφών Παιδιών είναι "δημόσια" σχολή η οποία "ανήκει στην Ειδική Εκπαίδευση". Το εύρημα αυτό της Επιτροπής προκύπτει από τα παρακάτω:
4.1 Σύμφωνα με το άρθρο 2, "δημοσία σχολή σημαίνει σχολήν της οποίας την ευθύνην της διοικήσεως και συντηρήσεως φέρει η Κυπριακή Δημοκρατία". Για τη Σχολή Κωφών Παιδιών υπήρχε ανέκαθεν πρόνοια στον Κρατικό Προυπολογισμό (βλ. Κεφ. 71Α Παιδεία του Τακτικού Προϋπολογισμού). Το προσωπικό της Σχολής διορίζεται από το Κράτος, το οποίο έχει και την ευθύνη της εποπτείας του. Ως ειδικό σχολείο, η Σχολή Κωφών Παιδιών κατά τον ουσιώδη χρόνο υπαγόταν στην Διεύθυνση Δημοτικής Εκπαίδευσης. Ανώτατοι λειτουργοί της Διεύθυνσης Δημοτικής και ειδικότερα ο Επιθεωρητής Ειδικής Εκπαίδευσης έχουν υπό την ευθύνη τους την καθοδήγηση και αξιολόγηση του προσωπικού που εργάζεται σ΄ αυτήν.
4.2 Η Σχολή Κωφών Παιδιών κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, ανήκε στην ειδική εκπαίδευση γιατί, σύμφωνα με το ίδιο πιο πάνω άρθρο, σ΄ αυτήν παρεχόταν, ειδική εκπαίδευση σε "σωματικώς ανάπηρα παιδιά των οποίων η αναπηρία, κινητική ή αισθητηριακή, είναι τοιαύτη, ώστε να χρήζουν ειδικής εκπαιδεύσεως ως καθορίζεται εν τω άρθρο 4". Ασφαλώς, τα κωφά παιδιά είναι κατεξοχήν παιδιά με αισθητηριακή αναπηρία.»
Έπειτα η Ε.Ε.Υ. σημείωσε, σε σχέση με το κατά πόσο ο κ. Μερακλής πληρούσε τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του σχεδίου υπηρεσίας, (α) ότι διορίστηκε στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία το 1958, (β) ότι από το 1964 εργαζόταν στη Σχολή Κωφών, (γ) ότι το 1980 προήχθη σε Διευθυντή της Σχολής, (δ) ότι εργάστηκε ως Σύμβουλος Εκπαιδευτικών που εργάζονταν με παιδιά με δυσκολία ακοής και (ε) ότι κατά την περίοδο 1990-92 δίδαξε στην Παιδαγωγική Ακαδημία θέματα ειδικής εκπαίδευσης. Κατέληξε ότι ο κ. Μερακλής ικανοποιούσε από κάθε άποψη την παράγραφο 3 του σχεδίου υπηρεσίας και αιτιολόγησε την άποψη της ως εξής:
«iii. Είχε συνολική εκπαιδευτική υπηρεσία δεκαεννέα (19) τουλάχιστον ετών, από τα οποία τα πέντε τελευταία περιλάμβαναν και διδασκαλία του θέματος της ειδικότητας στην Ειδική Εκπαίδευση. Η συνολική υπηρεσία του εν λόγω υποψηφίου κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 34½ χρόνια. Ως Διευθυντής της Σχολής Κωφών Παιδιών είχε διδακτικά καθήκοντα τόσο στην Σχολή Κωφών Παιδιών όσο και στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου και ταυτόχρονα καθοδηγούσε το διδακτικό προσωπικό της Σχολής σε διδακτικά ζητήματα.
iv. Τα τελευταία δεκαπέντε έτη εργάστηκε ως Διευθυντής Σχολείου Ειδικής Εκπαίδευσης.»
Προσήγγισα την περίπτωση με ιδιαίτερη ανησυχία ένεκα του ιστορικού της. Δεν διέκρινα οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο η Ε.Ε.Υ. ενήργησε κατά την τελευταία εξέταση. Διερεύνησε επαρκώς και εντόπισε τα αναγκαία στοιχεία τα οποία, κατά την άποψη μου, λογικά και ρεαλιστικά ερμήνευσε. Θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται επίκριση της άποψης της Ε.Ε.Υ. (α) ότι η αναφορά της παραγράφου 3 του σχεδίου υπηρεσίας σε Σχολείο Ειδικής Εκπαίδευσης περιλάμβανε και τη Σχολή Κωφών η οποία, ενώ δεν ήταν οργανικά ενταγμένη στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία την οποία ρύθμιζε ο περί της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος του 1969, (Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε), ήταν εντούτοις, με βάση τον περί Ειδικής Εκπαιδεύσεως Νόμο του 1979, (Ν. 47/79), «δημοσία σχολή» ειδικής εκπαίδευσης και, επομένως, ο διευθυντής της Σχολής Κωφών ενέπιπτε στο πρώτο μέρος της παραγράφου 3• και (β) ότι με τα έτη υπηρεσίας που ο κ. Μερακλής είχε στη Σχολή Κωφών καθίστατο προσοντούχος με βάση και τα δύο μέρη της παραγράφου. Η ευρύτητα με την οποία η Ε.Ε.Υ. αντίκρισε ερμηνευτικά την παράγραφο 3 του σχεδίου υπηρεσίας ήταν, καθώς μου φαίνεται, λογικά επιτρεπτή ιδιαίτερα εφόσον επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, ανοιχτή και για εξωτερικούς υποψηφίους.
Η αιτήτρια εγείρει ζητήματα και σε άλλους τομείς. Παραπονείται ότι κατά την τελευταία εξέταση η Ε.Ε.Υ. έλαβε υπόψη τη βαθμολογία από συνεντεύξεις που έγιναν με άλλη σύνθεση. Θεωρώ αβάσιμο το παράπονο. Η Ε.Ε.Υ. έπραξε ό,τι επέβαλλε το εδάφιο (3) του άρθρου 37Β του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε, ιδιαίτερα εδώ με τον Ν. 44(Ι)/99). Προβλεπόταν ότι:
«(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η εντύπωση που αποκόμισε η Επιτροπή κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, ανεξάρτητα από το αν έχει στο μεταξύ αλλάξει η σύνθεσή της.»
Η διαφορετική νομική κατάληξη στην οποία είχα αχθεί σε όμοιο ζήτημα στη Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 705/02, ημερ. 18 Νοεμβρίου 2003, οφειλόταν στο ότι η προσοχή είχε επικεντρωθεί, εσφαλμένα, σε εξέταση του εδαφίου (2) το οποίο προέβλεπε γενικά ότι κατά την επανεξέταση λαμβάνεται υπόψη το νέο νομικό καθεστώς μόνο εφόσον ρυθμίζει θέματα διαδικασίας ενώ, προκειμένου περί του αποτελέσματος νομίμων συνεντεύξεων, το θέμα ρυθμιζόταν ειδικά από το εδάφιο (3).
Η αιτήτρια επίσης παραπονείται για το ότι ο κ. Μερακλής βαθμολογήθηκε ως εξαίρετος το ίδιο όπως και αυτή ενώ, κατά την άποψη της, ο κ. Μερακλής δεν άξιζε τόσο. Προς υποστήριξη, ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι ο κ. Μερακλής «δεν είχε σχέση με το αντικείμενο της επίδικης θέσης σε αντίθεση με την αιτήτρια που υπήρξε στυλοβάτης και ψυχή της Ειδικής Εκπαίδευσης και που η ανέλιξη της πραγματοποιήθηκε μέσα σ΄ αυτή». Ο ισχυρισμός όμως ότι ο κ. Μερακλής δεν κατείχε θέση που είχε σχέση με την Ειδική Εκπαίδευση και ότι, επομένως, δεν ασχολείτο και αυτός επί μακρόν με την Ειδική Εκπαίδευση, έχει ήδη εξεταστεί σε σχέση με το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3 του σχεδίου υπηρεσίας και δεν έχει γίνει δεκτός. Ούτε εντόπισα σφάλμα στην αξιολόγηση στην οποία είχε προβεί η Ε.Ε.Υ.
Η αιτήτρια προβάλλει εξάλλου ότι κατά την τελική κρίση η Ε.Ε.Υ. (α) δεν αντίκρισε στις ορθές τους διαστάσεις τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων αναφορικά με την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα και δεν προέβη στις προσαρμογές που επέβαλλε η διαφορετικότητα των θέσεων που κατείχε ο καθένας και γενικότερα η αντίστοιχη σταδιοδρομία τους• (β) δεν στάθμισε ορθά όλα τα δεδομένα• και (γ) δεν αιτιολόγησε νομίμως την προτίμηση της για τον κ. Μερακλή.
Θεωρώ αβάσιμες και αυτές τις επικρίσεις. Αιτιολογώντας την απόφαση της, η Ε.Ε.Υ. κατέγραψε με λεπτομέρεια τα στοιχεία των υποψηφίων στους υπό αναφορά τομείς, τα αξιολόγησε και, κατά τη στάθμιση τους, προέβη σε διάφορες επισημάνσεις ώστε να εξηγήσει την προτίμηση της για τον κ. Μερακλή ως ελαφρά υπερέχων της αιτήτριας την οποία όμως επίσης αναγνώρισε ως εξαίρετη. Κατά την άποψη μου δεν υπήρξε πλημμέλεια. Η Ε.Ε.Υ. δεν υπερέβη σε ο,τιδήποτε τα πλατιά όρια στα οποία εντάσσεται η διακριτική της ευχέρεια την οποία αναγνωρίζει η νομολογία.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ