ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ.524/2003, 564/2003 και 684/2003)

 

8 Μαρτίου, 2006

 

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ.524/2003)

 

ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΥΣΙΟΥ ΧΡΥΣΑΝΔΡΕΑ,

Αιτήτρια,

 

- KAI -

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - -

(Υπόθεση Αρ.564/2003)

 

ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Αιτητής,

 

- KAI -

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - -

(Υπόθεση Αρ.684/2003)

 

ΜΑΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Αιτήτρια,

 

- KAI -

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - -

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 524/2003.

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην Προσφυγή 564/2003.

 

Λ. Χριστοδούλου, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή 684/2003.

 

Μ. Φλωρέντζος,  Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

Γ. Σεραφείμ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1, Αρ. Τσιάρτα.

 

Α. Κουντουρή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2, Ε. Χατζηττοφή.

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφασή του ημερομηνίας 9.7.2002, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερομηνίας 24.1.2000, σε ότι αφορούσε την από 15.1.1998 αναδρομική προαγωγή του Άριστου Τσιάρτα στη μόνιμη θέση Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως Α΄. (Βλ. Μ. Παπαχριστοδούλου κ.ά. ν. ΕΔΥ, Συνεκδ. Υπ. Αρ. 438/2000, 486/2000 και 491/2000, 9.7.2002). Με άλλη απόφασή του, ημερομηνίας 17.9.2002, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ, ημερομηνίας 5.1.2000, σε ότι αφορούσε την από 15.1.1998 αναδρομική προαγωγή της Ελένης Χατζηττοφή-Λάμπρου και πάλι στη μόνιμη θέση Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως Α΄. (Βλ. Μ. Παπαχριστοδούλου κ.ά. ν. ΕΔΥ, Συνεκδ. Υπ. Αρ. 439/2000, 485/2000 και 1624/2000, 17.9.2002).

 

Προηγούμενη απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή των ίδιων ενδιαφερόμενων μερών από 15.1.1998 ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 25.11.1999. (Βλ. Μ. Xριστοφόρου κ.ά. ν. ΕΔΥ, Συνεκδ. Υπ. Αρ. 180/1998 και 184/1998, 25.11.1999).

 

Στις συνεδρίες της 19.7.2002 και της 25.9.2002 η ΕΔΥ, αφού συμμορφώθηκε με τις δύο ακυρωτικές αποφάσεις του 2002, αποφάσισε να παραπέμψει το θέμα της προαγωγής στις δύο θέσεις στη Συμβουλευτική Επιτροπή με σκοπό την εκ μέρους της υποβολή νέας έκθεσης με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι στις 15.1.1998.

 

Στις 14.2.2003 η Επίτροπος Διοικήσεως, ως Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, υπέβαλε στην ΕΔΥ την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ακολούθως, η ΕΔΥ στη συνεδρία της 7.4.2003, αφού μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την υιοθέτησε στο σύνολό της, αποφάσισε να συνεχίσει την επανεξέταση του θέματος σε μεταγενέστερη ημερομηνία κατά την οποία να παρίσταται και η Επίτροπος Διοικήσεως για την υποβολή νέων συστάσεων. Στη συνέχεια, κατά τη συνεδρία της 21.4.2003, η ΕΔΥ προχώρησε στην επανεξέταση  της πλήρωσης των δύο θέσεων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στη συνεδρία παρευρέθηκε και η Επίτροπος Διοικήσεως (Παράρτημα 6 στην Ένσταση). Προβαίνοντας στις συστάσεις της ανέφερε τα εξής:

 

"Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίας της πρώτης Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 8.8.97, η γραπτή εξέταση θα απέβλεπε στο να βοηθήσει τη Συμβουλευτική Επιτροπή να διακριβώσει το επίπεδο γνώσης των υποψηφίων στην Ελληνική και την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της θέσης και ότι θα ελαμβάνετο υπόψη η ορθογραφία, η σύνταξη και η εκφραστική ικανότητα (ακριβολογία, σαφήνεια και ειρμός σκέψης). Επίσης, θα ελαμβάνοντο υπόψη οι γνώσεις, η ευθυκρισία, η καθαρότητα σκέψης και η κριτική ικανότητα των υποψηφίων. Η γραπτή εξέταση στα Ελληνικά θα είχε, για τους υποψηφίους που θα εκρίνοντο ότι διαθέτουν το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής, χαρακτήρα συναγωνιστικό.

 

Ως εκ τούτου, έχοντας υπόψη ότι οι Τσιάρτας Άριστος και Χατζηττοφή-Λάμπρου Ελένη βαθμολογήθηκαν στη γραπτή εξέταση με τον υψηλότερο βαθμό και συνεκτιμώντας όλα τα στη διάθεσή μου στοιχεία, τους συστήνω ως τους καταλληλότερους για την πιο πάνω θέση."

 

Ακολούθως, αφού απoχώρησε η Επίτροπος Διοικήσεως, η Επιτροπή ασχολήθηκε με την γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά που τηρήθηκαν έχει ως εξής:

 

"Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθώς και τη βαθμολογία που εξασφάλισαν οι υποψήφιοι στη γραπτή εξέταση κατά την αρχική διαδικασία και τις συστάσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως.

 

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη. Όσον αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις που υποβλήθηκαν για το 1990, η Επιτροπή τις προσήγγισε με βάση τη σχετική απόφαση που πήρε στη συνεδρία της με ημερομηνία 2.7.97 (θέμα Ω.(1) των πρακτικών) στο βαθμό που συνάδει με τα στοιχεία της παρούσας διαδικασίας.

 

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψηφίων.

 

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα -, καθώς και τις συστάσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως και των όσων ανέφερε σχετικά, έκρινε ότι οι παρακάτω υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους για προαγωγή στη μόνιμη θέση Λειτουργού Γραφείου  Επιτρόπου Διοικήσεως Α΄, Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως, αναδρομικά από 15.1.98:

 

1.      ΤΣΙΑΡΤΑ Άριστο

2.      ΧΑΤΖΗΤΤΟΦΗ-ΛΑΜΠΡΟΥ Ελένη

 

Επιλέγοντας τους πιο πάνω, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε υπόψη ότι αυτοί, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψηφίους, εξασφάλισαν την υψηλότερη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση που διεξήχθη κατά την αρχική διαδικασία από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και, επιπλέον, διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε, επίσης, υπόψη ότι ο Τσιάρτας διαθέτει M.Phil. in Transnational Commercial Law της Γλασκώβης, νομικό προσόν το οποίο είναι σχετικό με την ενάσκηση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης, το οποίο, όμως, δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε συνιστά πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, αφού το συνεκτίμησε, του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα."

 

Η πιο πάνω απόφαση της ΕΔΥ είναι το αντικείμενο των παρούσων προσφυγών που συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου.

 

Προσφυγή 524/2003

 

 

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε, καθότι η συμμετοχή της Επιτρόπου Διοικήσεως στη Συμβουλευτική Επιτροπή, ως προϊσταμένου της Υπηρεσίας, ήταν παράνομη, εφόσον η Επίτροπος Διοικήσεως δεν είναι δημόσιος υπάλληλος αλλά ανεξάρτητος αξιωματούχος και, επομένως, δεν είχε, βάσει είτε του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου είτε του περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμου, εξουσία να αναμιγνύεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην πλήρωση θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία προβαίνοντας σε συστάσεις ή κρίσεις αναφορικά με τους υποψηφίους.

 

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Νικολάου, Δ., στις Συνεκδ. Υπ. Αρ. 439/2000, 485/2000 και 1624/2000 (πιο πάνω) το οποίο με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο:

 

"Υποδείχθηκε από πλευράς της Δημοκρατίας η ερμηνεία, στο άρθρο 2 του Ν. 1/90, του όρου «Προϊστάμενος Τμήματος», και έγινε εισήγηση ότι κάλυπτε και τον Επίτροπο Διοικήσεως. Προβλέπεται ότι:

 

«"Προϊστάμενος Τμήματος" σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα και, προκειμένου περί Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, τον Προϊστάμενο αυτού ή αυτής και περιλαμβάνει τον Διευθυντή Γραφείου Προέδρου αναφορικά με τους υπαλλήλους της Προεδρίας, το Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων αναφορικά με τους υπαλλήλους της Βουλής των Αντιπροσώπων, το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου αναφορικά με τους υπαλλήλους που υπάγονται σε Τμήμα του Υπουργείου, το Γενικό Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού αναφορικά με τους υπαλλήλους του Γραφείου τούτου, το Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου αναφορικά με τους υπαλλήλους της Γραμματείας αυτού και τον Αρχιπρωτοκολλητή αναφορικά με τους Πρωτοκολλητές και όλους τους υπαλλήλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όλων των άλλων δικαστηρίων που υπάγονται στο Ανώτατο Δικαστήριο.»

 

Συμφωνώ με την εισήγηση της Δημοκρατίας. Έχω, με εκτίμηση, τη γνώμη ότι το γενικό μέρος προδήλως καλύπτει και την υπό αναφορά περίπτωση και ότι εν προκειμένω οι εξειδικεύσεις στην εν λόγω πρόνοια, οι οποίες κάλυπταν τις ως τότε περιπτώσεις, δεν έχουν παρά μόνο διευκρινιστικό χαρακτήρα."

 

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε, καθότι μετείχε σε αυτή η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (κα Λένια Σαμουήλ), χωρίς να προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά κατά πόσο η Επίτροπος Διοικήσεως συνεννοήθηκε με το Υπουργικό Συμβούλιο, ως αρμόδια Αρχή, για τη συμμετοχή της κας Σαμουήλ στη Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η κα Σαμουήλ ήταν μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην αρχική διαδικασία, όταν ακόμη δεν κατείχε τη θέση Γενικού Διευθυντή Υπουργείου. Επομένως, εφόσον μετά την ακυρωτική απόφαση για ελαττωματική σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λόγω του ότι από ορισμένο χρονικό σημείο της λειτουργίας της δεν εκαλείτο στις συνεδρίες κάποιο άλλο μέλος της (Συνεκδ. Προσφ. Αρ. 439/2000, 485/2000 και 1624/2000 - πιο πάνω), η πραγματική και νομική κατάσταση επανήλθε στο χρόνο της αρχικής διαδικασίας, για την επανασύγκλιση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν απαιτείτο οποιαδήποτε συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο, ως αρμόδιας Αρχής, προκειμένου περί Γενικών Διευθυντών. Σχετική είναι και η επιστολή της Επιτρόπου Διοικήσεως προς την κα Σαμουήλ, ημερομηνίας 10.10.2002, με την οποία την πληροφορεί ότι, λόγω των ακυρωτικών αποφάσεων, για κακή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, της οποίας ήταν μέλος, "είναι αναγκαία η επανασύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής". Η οποία και θα συνερχόταν εκ νέου για την επανεξέταση του θέματος.

 

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι τόσο η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και η τελική απόφαση της ΕΔΥ πάσχουν λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με την κατοχή εκ μέρους των δύο ενδιαφερόμενων μερών των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων.

 

Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Άριστο Τσιάρτα προβάλλεται η θέση ότι αυτός δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν της πενταετούς πείρας, κατά προτίμηση διοικητικής, που αποκτήθηκε σε υπεύθυνη θέση στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, στην οποία περιλαμβάνεται και η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3(1)(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Περαιτέρω, προβάλλεται η θέση ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ δεν ερεύνησαν δεόντως τις καταγγελίες του Μάριου Παπαχριστοδούλου, αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 564/2003, "για πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων από μέρους του Τσιάρτα".

 

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Τόσο το θέμα της κατοχής εκ μέρους του Άριστου Τσιάρτα του προσόντος της πενταετούς πείρας όσο και των καταγγελιών του Μάριου Παπαχριστοδούλου, διερευνήθηκαν διεξοδικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά της ΕΔΥ της 7.4.2003 (Βλ. Παράρτημα 5 στην Ένσταση):

 

"Στην έκθεση της η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρει ότι υιοθέτησε τις αποφάσεις που λήφθηκαν από την προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή που δεν επηρεάστηκαν από τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με εξαίρεση την απόφαση για διεξαγωγή προφορικής εξέτασης των δέκα υποψηφίων που ήταν οι μόνοι που είχαν επιτύχει στη γραπτή εξέταση στα Ελληνικά.

 

...................................................................................................................

 

Σ΄ ό,τι αφορά το προσόν της πενταετούς πείρας, κατά προτίμηση διοικητικής, που αποκτήθηκε σε υπεύθυνη θέση στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, στην οποία περιλαμβάνεται και η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, αποφασίστηκε να εξεταστεί η κατοχή του από τους υποψηφίους, υπό το φως της ερμηνείας που έδωσε στο θέμα αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο στην Προσφυγή αρ. 783/99, με ημερομηνία 19.9.00.

 

................................

 

7. Τσιάρτας Άριστος: Στη έκθεσή της η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρεται σε επιστολές-καταγγελίες που έστειλε ο υποψήφιος Παπαχριστοδούλου Μάριος προς την Επίτροπο Διοικήσεως (επιστολές ημερ. 15.7.02, 20.8.02 και 14.10.02) καθώς και προς αξιωματούχους του κράτους, προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, τον Υφυπουργό παρά τω Προέδρω και τον Προέδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, στις οποίες ισχυρίζεται ότι ο υποψήφιος Τσιάρτας Άριστος δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα και ότι διέπραξε πειθαρχικά ή/και ποινικά αδικήματα που αφορούσαν καταρτισμό και/ή κυκλοφορία πλαστών εγγράφων.

 

Στην έκθεση αναφέρεται ότι η Επίτροπος Διοικήσεως ενημέρωσε τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι έστειλε απαντητικές επιστολές σε όλους τους πιο πάνω και ότι ενημέρωσε τον Παπαχριστοδούλου, με απαντητικές επιστολές της ημερ. 12.8.02, 16.9.02 και 15.11.02, ότι για το θέμα αν ο Τσιάρτας κατέχει ή όχι τα απαιτούμενα προσόντα θα αποφασίσουν τα αρμόδια όργανα, δηλαδή η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, και ότι από τα ενώπιόν της στοιχεία δεν προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος. Αντίγραφα όλης της σχετικής αλληλογραφίας δόθηκαν στα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής για πλήρη ενημέρωση και επισυνάπτονται στην έκθεση ως Παράρτημα Α.

 

Περαιτέρω, αναφέρονται στην έκθεση τα ακόλουθα:

 

(α) Σε σχέση με την ισχυριζόμενη διάπραξη από τον υποψήφιο Τσιάρτα πειθαρχικών αδικημάτων, η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφώνησε με το χειρισμό της Επιτρόπου Διοικήσεως και έκρινε ικανοποιητικές τις απαντήσεις που έδωσε επί του θέματος αυτού στον Παπαχριστοδούλου με τις επιστολές της με ημερ. 12.8.02, 16.9.02 και 15.11.02.

 

(β) Σε σχέση με την ισχυριζόμενη διάπραξη από τον υποψήφιο Τσιάρτα ποινικών αδικημάτων, ότι το θέμα αυτό εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Αστυνομίας. Συναφώς, η Συμβουλευτική Επιτροπή ενημερώθηκε ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας, με επιστολή του ημερ. 6.2.03 προς την Επίτροπο Διοικήσεως, την πληροφόρησε για την κατάληξη της εξέτασης από την Αστυνομία των καταγγελιών του υποψήφιου Παπαχριστοδούλου για καταρτισμό και/ή κυκλοφορία πλαστών εγγράφων από τον υποψήφιο Τσιάρτα και, ειδικότερα, ότι:

 

α. Για το πρώτο σκέλος των καταγγελιών του Παπαχριστοδούλου, που αφορούσε ισχυρισμό για κυκλοφορία πλαστού πτυχίου και μεταπτυχιακού διπλώματος, από τις εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι αυτά είναι αυθεντικά.

 

β. Κατόπιν τούτου, μετά την πιο πάνω εξέλιξη, δεν κρίθηκε σκόπιμο να διερευνηθεί το δεύτερο σκέλος της καταγγελίας που αφορούσε το ενδεχόμενο να είναι πλαστές οι βεβαιώσεις εργοδότησης του Τσιάρτα κατά την παραμονή του στο εξωτερικό και το θέμα για την Αστυνομία θεωρείται λήξαν.

 

γ. Η δικογραφία που σχηματίστηκε τέθηκε ενώπιον του Αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με την εισήγηση όπως μη προχωρήσει η παραπέρα διερεύνηση της υπόθεσης. Ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας συμφώνησε με τη θέση της Αστυνομίας και έδωσε οδηγίες για αρχειοθέτηση της υπόθεσης, συμπληρώνοντας ότι δεν ενδείκνυται να διασπαθίζεται δημόσιος χρόνος και δημόσια χρήματα για διερεύνηση ισχυρισμών για ενδεχόμενη διάπραξη αδικημάτων στο εξωτερικό το έτος 1990.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή ενημερώθηκε, επίσης, ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με επιστολή του με ημερομηνία 7.2.03, προς την Επίτροπο Διοικήσεως, επιβεβαιώνει τα πιο πάνω και, επιπρόσθετα, αναφέρει ότι, τόσο από το περιεχόμενο του αστυνομικού φακέλου όσο και από τα έγγραφα που τέθηκαν υπόψη του και τα οποία ανάγονται σε ανύποπτο χρόνο, κατέληξε «χωρίς καμιά αμφιβολία στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του κ. Παπαχριστοδούλου δεν έχουν οποιοδήποτε έρεισμα και, ιδιαίτερα, ότι με κανένα τρόπο δεν μπορούν, με βάση τα όσα ο κ. Παπαχριστοδούλου αναφέρει, σε αντιπαραβολή με το υλικό που συγκέντρωσε η Αστυνομία και τα έγγραφα που επισυνάπτονται στην επιστολή σας, να εγείρουν οποιεσδήποτε υπόνοιες για διάπραξη ποινικών αδικημάτων από τον κ. Άριστο Τσιάρτα και μάλιστα για πράξεις που ανάγονται στην περίοδο 1989-1991.»

 

Οι επιστολές του Αρχηγού Αστυνομίας και του Αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας επισυνάπτονται στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Εν όψει των ανωτέρων διαπιστώσεων, η Συμβουλευτική Επιτροπή μπόρεσε να προχωρήσει στην εξέταση του θέματος κατοχής από μέρους του Τσιάρτα του προσόντος της πενταετούς πείρας.

 

Ειδικότερα, η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε, από στοιχεία στην αίτησή του, ότι ο Τσιάρτας διετέλεσε διοικητικός λειτουργός στην εταιρεία ΚΟΡΕΛΚΟ, κατά χρονικά διαστήματα διάρκειας 11 μηνών και 10 ημερών, ως ακολούθως: Από 1.9.90 - 30.11.90, από 20.7.91 - 20.9.91, από 1.10.92 - 10.2.93 και από 20.7.93 - 20.9.93.

 

Η εργασία του στην εταιρεία ΚΟΡΕΛΚΟ επιβεβαιώνεται με νεότερο πιστοποιητικό της εταιρείας με ημερ. 19.7.01 (Προσωπικός Φάκελος Αρ. 26081, ερυθρό 34). Με την ίδια επιστολή η εταιρεία βεβαιώνει ότι ο Τσιάρτας κατείχε υπεύθυνη θέση. Ο Τσιάρτας εργάσθηκε στη συνέχεια στα Γραφεία Tempus και Erasmus της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αυτοδηλώνονται ως αυτόνομα όργανα του Ταμείου Ευρωπαϊκής Συνεργασίας και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Πολιτισμού που βοηθούν την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υλοποίηση των Σχεδίων Tempus και Erasmus, αντίστοιχα. Στο Γραφείο Tempus ο κ. Τσιάρτας εργάσθηκε από 15 Φεβρουαρίου, 1993 έως 15 Ιουλίου 1993 και στο Γραφείο Erasmus από 1.10.1993 έως 31.1.1994. Η απασχόληση του Τσιάρτα στα Γραφεία αυτά επιβεβαιώνεται και με νεότερα πιστοποιητικά (Προσωπικός Φάκελος με αρ. 26081, ερυθρό 61), όπου επίσης παρατίθενται τα συγκεκριμένα καθήκοντα που ασκούσε. Τέλος, ο Τσιάρτας άρχισε να εργάζεται από την 1.2.94 ως Λειτουργός Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως μέχρι και την υποβολή της αίτησης, την 21.7.97, δηλαδή για χρονική περίοδο 41 μηνών και 20 ημερών. Συναθροιζόμενη η υπηρεσία του Τσιάρτα σε υπεύθυνη θέση ανέρχεται σε 62 μήνες. Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω στοιχεία, η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση ότι ο Τσιάρτας κατέχει την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας πενταετή πείρα σε υπεύθυνη θέση."

 

 

Τα ίδια θέματα, ήτοι της κατοχής εκ μέρους του Άριστου Τσιάρτα του προσόντος της πενταετούς πείρας όσο και των καταγγελιών του Μάριου Παπαχριστοδούλου, διερευνήθηκαν και από την ΕΔΥ. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα και πάλι από τα πρακτικά της ΕΔΥ της 7.4.2003:

 

"Στη συνέχεια η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης των δύο μόνιμων θέσεων Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως Α΄, Γραφείο  Επιτρόπου Διοικήσεως, που παραμένουν κενές ύστερα από τις πιο πάνω δύο ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και υπό το φως των εν λόγω αποφάσεων.

 

Προς τούτο, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και έλεγξε και η ίδια τις αιτήσεις ενός εκάστου των δέκα υποψηφίων που είχαν επιτύχει στη γραπτή εξέταση κατά την αρχική διαδικασία, προκειμένου να διαπιστώσει αν αυτοί κατέχουν όλα τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και επομένως αν θα ληφθούν υπόψη κατά την παρούσα επανεξέταση. ........................................

 

....................................................................................................................

 

Σ΄ ότι αφορά την υποψηφιότητα του αιτητή Άριστου Τσιάρτα, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας μελέτησε διεξοδικά το περιεχόμενο επιστολών ημερ. 15.7.02, 24.8.02 και 17.10.02 του αιτητή Παπαχριστοδούλου Μάριου και των συνημμένων σ΄ αυτές εγγράφων προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, με τις οποίες ζητούσε όπως ο εν λόγω αιτητής αποκλειστεί από τη διαδικασία της παρούσας επανεξέτασης, ισχυριζόμενος ότι δεν κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας πενταετή πείρα σε υπεύθυνη θέση και ότι διέπραξε πειθαρχικά παραπτώματα. Συγκεκριμένα, ο Παπαχριστοδούλου ισχυρίζεται ότι ο Τσιάρτας «ουδέποτε ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ούτε εργάστηκε στα Tempus και Erasmus Office», ότι δεν εργάστηκε στην εταιρεία ΚΟΡΕΛΚΟ στην Αθήνα και ότι πέτυχε την εγγραφή του στο Μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με παραπλανητικά στοιχεία. Παράλληλα, ο Παπαχριστοδούλου έθεσε θέμα για την ακεραιότητα χαρακτήρα του Τσιάρτα, με βάση τους πιο πάνω ισχυρισμούς.

 

...................................................................................................................

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας εξέτασε διεξοδικά το περιεχόμενο των επιστολών του Παπαχριστοδούλου προς την Επίτροπο Διοικήσεως με ημερ. 15.7.02, 20.8.02 και 14.10.02, οι οποίες επισυνάπτονται στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στις οποίες περιλαμβάνονται οι ίδιοι ακριβώς ισχυρισμοί που αφορούν τον Τσιάρτα. Επίσης, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας εξέτασε το περιεχόμενο επιστολών τόσο του Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 23.1.03 και 6.2.03 όσο και του Αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 7.2.03 προς την Επίτροπο Διοικήσεως, οι οποίες επισυνάπτονται στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σε σχέση με καταγγελίες που έγιναν από τον Παπαχριστοδούλου για πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων από μέρους του Τσιάρτα και που αφορούσαν καταρτισμό και/ή κυκλοφορία πλαστών εγγράφων.

 

Από τη διεξοδική μελέτη όλων των πιο πάνω εγγράφων, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παρατήρησε ότι, σ΄ ό,τι αφορά τις καταγγελίες για πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων από μέρους του Τσιάρτα, η Αστυνομία, από εξετάσεις που έγιναν, διαπίστωσε ότι τα πτυχία του Τσιάρτα είναι αυθεντικά και εισηγήθηκε στον Αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ενώπιον του οποίου τέθηκε η δικογραφία που σχηματίστηκε, όπως μη προχωρήσει η παραπέρα διερεύνηση της υπόθεσης. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παρατήρησε, επίσης, ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας συμφώνησε με τη θέση της Αστυνομίας και έκρινε ότι, τόσο από το περιεχόμενο του αστυνομικού φακέλου όσο και από τα έγγραφα που τέθηκαν υπόψη του και που ανάγονται σε ανύποπτο χρόνο, οι ισχυρισμοί του Παπαχριστοδούλου «δεν έχουν οποιοδήποτε έρεισμα» και, ιδιαίτερα, ότι με κανένα τρόπο δεν μπορούν, με βάση τα όσα αναφέρει ο Παπαχριστοδούλου σε αντιπαραβολή με το υλικό που συγκέντρωσε η Αστυνομία και τα σχετικά έγγραφα «να εγείρουν οποιεσδήποτε υπόνοιες για διάπραξη ποινικών αδικημάτων από τον κ. Άριστο Τσιάρτα, και μάλιστα για πράξεις που ανάγονται στην περίοδο 1989-1991». Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας στην ίδια επιστολή του, τονίζει ότι δεν ενδείκνυται η περαιτέρω διερεύνηση των καταγγελιών, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί σπατάλη δημόσιου χρόνου και χρήματος.

 

Εν όψει των ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι, εφόσον η Αστυνομία και ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας διαπίστωσαν ότι οι ισχυρισμοί/καταγγελίες που αφορούν τον Τσιάρτα Άριστο δεν έχουν έρεισμα, δεν τίθεται θέμα υποβολής ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και τον Τσιάρτα και ούτε τίθεται θέμα για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του.

 

Περαιτέρω, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παρατήρησε ότι έχει αφιερώσει πολύ περισσότερο χρόνο απ΄ ότι έπρεπε εξετάζοντας ανυπόστατες καταγγελίες, οι οποίες ταλαιπώρησαν την Υπηρεσία ολόκληρη.

 

Στη συνέχεια, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας εξέτασε τον ισχυρισμό τόσο του Παπαχριστοδούλου όσο και των δικηγόρων Νεοφύτου και Φλουρέντζου ότι ο Τσιάρτας δεν κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν της πενταετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση.

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, έχοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των επιστολών του Αρχηγού Αστυνομίας και Αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως αυτές εκτίθενται πιο πάνω, καθώς και των στοιχείων που αφορούν την πείρα του Τσιάρτα Άριστου στον ιδιωτικό τομέα, έκρινε ότι ο εν λόγω αιτητής ικανοποιούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για πενταετή τουλάχιστον πείρα, κατά προτίμηση διοικητική, που αποκτήθηκε σε υπεύθυνη θέση στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας διαπίστωσε ότι ο Τσιάρτας εργάστηκε στον ιδιωτικό δημόσιο τομέα, ως ακολούθως:

 

(α) ως διοικητικός λειτουργός στην εταιρεία ΚΟΡΕΛΚΟ στην Αθήνα κατά τις πιο κάτω χρονικές περιόδους, σύμφωνα με τα στοιχεία που δήλωσε στην αίτησή του ο Τσιάρτας, αλλά και σύμφωνα με νεότερη βεβαίωση της εν λόγω εταιρείας που φαίνεται στον Προσωπικό του Φάκελο (Π.Φ.26081, ερ. 34): 1.9.90 - 30.11.90, 20.7.91 - 20.9.91, 1.10-92 - 10.2.93 και 20.7.93 - 20.9.93, Δηλαδή, εργάστηκε για χρονική περίοδο 11 μηνών και 10 ημερών. Στην εν λόγω βεβαίωση της εταιρείας αναφέρεται ότι ο Τσιάρτας ασκούσε υπεύθυνα καθήκοντα,

 

(β) ως διοικητικός λειτουργός στο Ταμείο Ευρωπαϊκής Συνεργασίας στις Βρυξέλλες και, ειδικότερα, στα Γραφεία Tempus και Erasmus της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από 15.2.93 - 15.7.93 και από 1.10.93 - 31.1.94, αντίστοιχα. Δηλαδή, εργάστηκε στα εν λόγω Γραφεία για περίοδο εννέα μηνών και τούτο επιβεβαιώνεται και με νεότερη πρωτότυπη βεβαίωση που φαίνεται στον Προσωπικό του Φάκελο (Π.Φ.26081, Ερ. 61), και

 

(γ) ως Λειτουργός Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως, από 1.2.94 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο (21.7.97), δηλαδή για χρονική περίοδο 41 μηνών και 20 ημερών.

 

Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, συναθροίζοντας τις χρονικές περιόδους εργασίας του Τσιάρτα Άριστου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, έκρινε ότι αυτός διέθετε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση πέντε χρόνων και δύο μηνών."

 

 

Όσον αφορά, τώρα, το ενδιαφερόμενο μέρος Ελένη Χατζηττοφή-Λάμπρου προβάλλεται η θέση ότι αυτή δεν κατείχε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, η δε περί του αντιθέτου θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ, που την υιοθέτησε, είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερομηνίας 11.2.2003, (Παράρτημα 4 στην Ένσταση), αναφέρονται τα εξής:

 

"Ως προς το προσόν της πολύ καλής γνώσης μιας από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες η Επιτροπή διαπίστωσε από το περιεχόμενο του φακέλου με αρ. Ε/Δ.1 Α 1991, ότι η κα Χατζηττοφή είχε παρακαθίσει επιτυχώς σε γραπτή εξέταση για διακρίβωση της πολύ καλή γνώσης της αγγλικής στα πλαίσια προηγούμενης διαδικασίας για πρόσληψη έκτακτων λειτουργών στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως το 1991".

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, δημιουργείται τεκμήριο κατοχής του προσόντος της γνώσης μίας γλώσσας στο απαιτούμενο επίπεδο από προηγούμενη εξέταση του υποψηφίου για άλλη θέση ή την κατοχή θέσης όπου απαιτείτο γνώση της γλώσσας στο ίδιο επίπεδο. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1202/1999, 9.1.2002:

 

"Προκύπτει από τα σχέδια υπηρεσίας, που κατέθεσε ο κ. Σταυρινός, ότι κατά το χρόνο της προαγωγής των ε.μ. στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄, η πολύ καλή γνώση ήταν προαπαιτούμενο. Είναι γεγονός ότι μετέπειτα η πρόνοια αυτή καταργήθηκε με τροποποιητικό κανονισμό στις 21.1.00 (Σ.Υ. 4/2000). Η εξέλιξη αυτή όμως με κανένα τρόπο δεν αναιρεί ή επηρεάζει το τεκμήριο της πολύ καλής γνώσης που δημιουργήθηκε σε σχέση με όλα τα ε.μ. από την κατάληψη της προηγούμενης θέσης. Βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422. Επίσης από τις προσφ. Αρ. 311/99 και 646/99 Γεώργιος Μιλλώσιας κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών ημερ. 25.5.2001."

 

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ πάσχει καθότι "πάσχει η σύσταση της Επιτρόπου Διοικήσεως ως αναιτιολόγητη αποδίδουσα βαρύτητα μόνο στις γραπτές εξετάσεις κατά παραγνώριση αξίας, προσόντων και πείρας.".

 

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Εν πρώτοις, σημειώνω ότι δοθέντος ότι η θέση Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως Α΄ είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, η σύσταση του Προϊσταμένου δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. (Βλ. άρθρο 34 του Νόμου 1/1990). Εν πάση περιπτώσει, η σύσταση της Επιτρόπου Διοικήσεως και αιτιολογημένη είναι και βαρύτητα δίδει όχι μόνο στη γραπτή εξέταση αλλά και στην αξία, τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων, όπως αυτά προέκυπταν από όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της. Έχω ήδη παραθέσει το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της ΕΔΥ της 21.4.2003.

 

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης ως συναγωνιστικό στοιχείο. Το λόγο αυτό δεν θα τον εξετάσω καθότι προβλήθηκε για πρώτη φορά στη διαδικασία της παρούσας προσφυγής. Σύμφωνα με τη νομολογία, σε προσφυγή εναντίον της απόφασης που λήφθηκε ύστερα από επανεξέταση, ο αιτητής δεν μπορεί να θέτει νέους λόγους ακυρώσεως, ήτοι λόγους τους οποίους δεν προώθησε ή έστω επιφύλαξε κατά την προηγούμενη ακυρωθείσα διαδικασία. (Βλ., μεταξύ άλλων, Παπαδόπουλος ν. Οργαν. Χρημ. Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608, στη σελίδα 612 και Π. Σταυρινίδης ν. ΕΔΥ, Προσφυγή Αρ. 1010/2000, 24.4.2002).

 

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι εσφαλμένα η ΕΔΥ παραγνώρισε τα αποτελέσματα της ενώπιόν της προφορικής εξέτασης που διεξήχθη κατά τον ουσιώδη χρόνο και αιτιολογήθηκε με βάση τις προσωπικές σημειώσεις των μελών της ΕΔΥ.

 

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ανεξάρτητα του ότι στην προηγούμενη προσφυγή της με αρ. 491/2000 η αιτήτρια πρόβαλε τον αντίθετο ισχυρισμό, ότι δηλαδή "εσφαλμένα η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση έλαβε υπόψη τις προφορικές συνεντεύξεις που διεξήχθηκαν ενώπιόν της κατά τον ουσιώδη χρόνο", επειδή αυτές είχαν αιτιολογηθεί με βάση τις προσωπικές σημειώσεις των μελών, παρατηρώ ότι, στη διαδικασία που οδήγησε στην παρούσα προσφυγή, η ΕΔΥ δεν μπορούσε να λάβει υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση που έγινε κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον ο λόγος ακυρώσεως στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 438/2000, 486/2000 και 491/2000 (πιο πάνω) ήταν ότι, από ορισμένο χρονικό σημείο και μετά, η Συμβουλευτική Επιτροπή συνήλθε με κακή σύνθεση επειδή κακώς δεν εκαλείτο στις συνεδρίες ένα από τα μέλη της. Τούτο σημαίνει ότι η σύνθετη διοικητική ενέργεια από το χρονικό εκείνο σημείο και μετά, όπως η ενώπιον της ΕΔΥ διαδικασία, ήταν άκυρη.

 

Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η απόφαση της ΕΔΥ για επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων ενώ, ταυτόχρονα, είναι αναιτιολόγητη. Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας, στο σχετικό πρακτικό της, Παράρτημα 6 στην Ένσταση, η ΕΔΥ αναφέρει απλά ποια κριτήρια έλαβε υπόψη, χωρίς να αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους τα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρήθηκαν κατάλληλα για προαγωγή, ούτε διαφαίνεται ότι έγινε οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ της αιτήτριας και των ενδιαφερόμενων μερών ως εκ της οποίας προέκυψε η υπεροχή των τελευταίων έναντί της. Αντίθετα, υποστηρίζει ο δικηγόρος, η αιτήτρια υπερέχει των ενδιαφερόμενων μερών.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της ΕΔΥ της 21.4.2003 (πιο πάνω), ιδιαίτερα η τελευταία του παράγραφος, ομιλεί αφ΄ εαυτού.

 

Προσφυγή Αρ. 564/2003

 

Ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή κρίθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ΕΔΥ ότι δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν της πενταετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση. Το σχετικό πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, Παράρτημα 4 στην Ένσταση, έχει ως εξής:

 

"Σ΄ ότι αφορά το προσόν της πενταετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση, η Επιτροπή επεσήμανε ότι όπως από τα στοιχεία της αίτησης προκύπτει, ο κ. Παπαχριστοδούλου έχει εργασθεί ως δικηγόρος από τις 14 Σεπτεμβρίου, 1991 έως τις 14 Οκτωβρίου, 1992. Στην αίτησή του ο κ. Παπαχριστοδούλου αναφέρει ότι εργάσθηκε στη συνέχεια ως Τελωνειακός Λειτουργός από τις 18 Ιανουαρίου, 1993 μέχρι την υποβολή της αίτησης (ημερομηνία υποβολής της αίτησης η 21η Ιουλίου 1997). Όμως, η Επιτροπή διαπίστωσε από τη μελέτη των προσωπικών του φακέλων ότι ο κ. Παπαχριστοδούλου κατείχε στην πραγματικότητα τη θέση Τελωνειακού Λειτουργού Γ΄ Τάξης, στη μισθολογική κλίμακα Α2-Α4, Θέση που αντικαταστάθηκε από τις 16 Φεβρουαρίου, 1996 με τη θέση Τελωνειακού Λειτουργού, στην Κλίμακα Α2, Α4-Α7 (βλ. ερυθρό 100, προσωπικός φάκελος με αρ. 25612/Ι). Η Επιτροπή, αφού μελέτησε το Σχέδιο Υπηρεσίας του Τελωνειακού Λειτουργού Γ΄ Τάξης, κατέληξε ότι η υπηρεσία στη θέση αυτή δεν συνιστά υπηρεσία σε υπεύθυνη θέση. Ο διορισμός του κ. Παπαχριστοδούλου στις 12 Νοεμβρίου, 1997 στη θέση Λειτουργού άμυνας αναδρομικά από 4 Απριλίου, 1994, δεν επηρεάζει το συμπέρασμα της Επιτροπής, επειδή δεν πρόκειται για πραγματική υπηρεσία. Ακόμα και στην περίπτωση που η υπηρεσία αυτή ήταν πραγματική δεν συμπληρώνεται υπηρεσία 5 χρόνων σε υπεύθυνη θέση. Με βάση τα πιο πάνω, ο κ. Παπαχριστοδούλου δεν κατέχει το προσόν της πενταετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση."

 

Το αντίστοιχο πρακτικό της ΕΔΥ, Παράρτημα 5 στην Ένσταση, έχει ως εξής:

 

"Όσον αφορά το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν της πενταετούς τουλάχιστον πείρας, κατά προτίμηση διοικητικής, που αποκτήθηκε σε υπεύθυνη θέση στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, στην οποία μπορεί να περιλαμβάνεται και η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας συμφώνησε με τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως αυτά εκτίθενται αναλυτικά πιο πάνω, ότι το κατέχουν όλοι, εκτός από τον αιτητή Παπαχριστοδούλου Μάριο. Ειδικότερα, συμφώνησε ότι, από μελέτη του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης του Τελωνειακού Λειτουργού, 3ης Τάξης (Κλ.Α2-Α4), η υπηρεσία του Παπαχριστοδούλου στη θέση αυτή από 18.1.93 μέχρι του διορισμού του στις 12.11.97 στη θέση Λειτουργού Άμυνας, αναδρομικά από 4.4.94, δεν συνιστά υπηρεσία σε υπεύθυνη θέση. Συμφώνησε επίσης ότι η υπηρεσία του στη θέση Λειτουργού Άμυνας δεν ήταν πραγματική. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έκρινε ότι ο ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Μάριος δεν κατέχει το προσόν της πενταετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποψήφιος για τη θέση Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως Α΄, Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως."

 

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Αμφισβητείται, ειδικότερα, η ορθότητα της προσέγγισης των δύο Επιτροπών αναφορικά με την υπηρεσία του αιτητή ως Τελωνειακού Λειτουργού 3ης Τάξης, από 18.1.1993 μέχρι 12.11.1997, όπως και αναφορικά με την υπηρεσία του στη θέση Λειτουργού Άμυνας από του διορισμού του, στις 12.11.1997, αναδρομικά από 4.4.1994.

 

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.

 

Τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ έκρινε ότι η υπηρεσία του αιτητή στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού 3ης Τάξης δε συνιστούσε υπηρεσία σε "υπεύθυνη θέση". Είναι γνωστή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η ερμηνεία και εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας από τα αρμόδια διοικητικά όργανα, όπως και η κρίση τους αναφορικά με την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων, εμπίπτουν στη διακριτική τους εξουσία, αρκεί να χαρακτηρίζονται από το στοιχείο του "ευλόγου", έστω και αν θα μπορούσε να υπάρξει και άλλη εύλογη προσέγγιση. Στην προκείμενη περίπτωση, δε βλέπω γιατί η μελέτη του Σχεδίου Υπηρεσίας του Τελωνειακού Λειτουργού 3ης Τάξης, στην οποία προέβησαν οι δύο Επιτροπές, δεν μπορούσε εύλογα να τις οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η υπηρεσία στη θέση αυτή δε συνιστούσε υπηρεσία σε "υπεύθυνη θέση".

 

Όσον αφορά την πλασματική υπηρεσία του αιτητή στη θέση Λειτουργού Άμυνας (4.4.1994 έως 12.11.1997) παρατηρώ ότι η "πλασματική υπηρεσία" είναι ένα πράγμα και άλλο πράγμα η "πλασματική πείρα". Σύμφωνα με τη νομολογία, η πλασματική υπηρεσία δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως πλασματική πείρα. Και τούτο διότι η έννοια της "πείρας" εμπεριέχει το στοιχείο της πραγματικής απασχόλησης σε συγκεκριμένη θέση. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Α. Μακρή ν. ΕΔΥ, Προσφυγή Αρ. 336/2001, 12.12.2002, Καλλής, Δ.:

 

"Ωστόσο τα σχέδια υπηρεσίας στην παρούσα υπόθεση δεν απαιτούν μόνο υπηρεσία μιας συγκεκριμένης διάρκειας. Απαιτούν εκπαιδευτική υπηρεσία τουλάχιστον 15 ετών «περιλαμβάνουσα επαρκή ευδόκιμον διοικητικήν πείραν ή και εποπτικήν πείραν εις την εκπαίδευσιν». Επομένως απαιτούν - με το δεύτερο σκέλος τους - διοικητικήν πείραν ή/και εποπτικήν εις την εκπαίδευσιν την οποία η Ε.Δ.Υ. έχει καθορίσει ότι πρέπει να είναι διαρκείας 5 ετών και να αποκτάται από άσκηση καθηκόντων από τις θέσεις Βοηθού Διευθυντή Σχολείων κλπ.

 

Το σχέδιο υπηρεσίας κάμνει αναφορά σε πείρα και όχι σε υπηρεσία. Θεωρώ, επομένως, ότι ο Καν. 7(2) δεν διασφαλίζει ταυτόχρονα και την κατοχή της πείρας που απαιτείται από την πιο πάνω παραγ. 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Διασφαλίζει μόνο τη διάρκεια της υπηρεσίας.

 

Έπεται πως η εισήγηση του κ. Τυπογράφου δεν ευσταθεί. Εξέταση της πιο πάνω παραγ. 3(3) του σχεδίου υπηρεσίας όχι μόνο με βάση το λεκτικό της αλλά με βάση το σκοπό που στοχεύει να εξυπηρετήσει καταδεικνύει ότι σκοπός του Νομοθέτη ήταν να διασφαλίσει όπως στην επίδικη θέση διορίζονται άτομα που κατέχουν «επαρκή, ευδόκιμον διοικητικών ή/και εποπτικήν πείραν εις την εκπαίδευσιν». Είναι αυτονόητο πως τέτοια πείρα δεν μπορεί να είναι πλασματική πείρα αλλά πείρα που αποκτάται μέσα από πραγματική απασχόληση σε συγκεκριμένη θέση."

 

Την ίδια θέση υιοθέτησε και ο Νικήτας, Δ., στη Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου ν. ΕΔΥ, Προσφυγή Αρ. 768/2001, 20.3.2003:

 

"Πολύς λόγος έγινε από τους υποψηφίους και για το θέμα της πείρας. Η αιτήτρια υποστήριξε, στηριζόμενη στην προσφ. Αρ. 469/96 Σωτήρης Πελεκάνου ν. Δημοκρατίας ημερ. 25/2/00, ότι η πείρα της, με την αναδρομική αποκατάσταση της, πρέπει να θεωρείται ως πραγματική. Επίσης παρέπεμψε στον Καν. 14, παρ. 5 της Κ.Δ.Π. 98/91, που ορίζει ότι:

 

«Σε περίπτωση που υπάλληλος, προάγεται αναδρομικά σε μια θέση, λογίζεται ότι έχει υπηρετήσει σ΄ αυτή από την ημέρα που αρχίζει η προαγωγή του.»

 

Ο κ. Νικολάου έχει αντίθετη άποψη που την ενίσχυσε παραπέμποντας στην απόφαση μου στην υπόθεση αρ. 178/96 Ιωάννης Σολωμού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 8/10/(97 και 1034/97 Ιωάννης Σολωμού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 18/3/99 (Καλλής, Δ).

 

Δε νομίζω πως η Πελεκάνου, ανωτέρω, υποστηρίζει την εισήγηση της αιτήτριας. Ο αιτητής στην περίπτωση εκείνη κρίθηκε ότι, λόγω του αναδρομικού διορισμού του, είχε δικαίωμα να κριθεί για προαγωγή. Το ζήτημα, όπως εμφανίζεται εδώ, είναι αν τέτοιος διορισμός προσδίδει και πραγματική πείρα. Συμφωνώ ότι με τον αναδρομικό διορισμό αποκαθίστανται τα δικαιώματα του υπαλλήλου. Όπως εντούτοις έχει νομολογηθεί «πείρα αποκτάται με μακρά άσκηση μιας εργασίας ή ειδικότητας» (βλ. Skapoullis & Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 562 και Piperis & Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306. Έχω τη σαφή αντίληψη ότι τουλάχιστο στον τομέα αυτό της πείρας θα ήταν παράλογο και εξωπραγματικό να γίνει δεκτό, διά πλάσματος δικαίου, ότι αποκτήθηκε πείρα (εδώ 6 ½ χρόνια), ενώ ένας δεν κατείχε τη θέση.

 

Δε νοείται κατά τη γνώμη μου, αποκατάσταση και στο θέμα της πείρας, στο οποίο, με τα δεδομένα της υπόθεσης, το ε.μ. ήταν εμπειρότερος."

 

Ορθά, επομένως, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ δεν αναγνώρισαν και δεν επιμέτρησαν ως "πείρα" την πλασματική υπηρεσία του αιτητή στη θέση Λειτουργού Άμυνας απο΄4.4.1994 έως 12.11.1997.

 

Προσφυγή Αρ. 684/2003

 

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πραγματικής και ή νομικής πλάνης, καθότι η ΕΔΥ πίστευε, εσφαλμένα, το ενδιαφερόμενο μέρος Άριστος Τσιάρτας ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δημόσιος υπάλληλος και, επομένως, η επίδικη θέση ήταν γι΄ αυτό θέση προαγωγής ενώ, στην πραγματικότητα, ήταν θέση πρώτου διορισμού. Ως αποτέλεσμα δε του σφάλματος, η ΕΔΥ αξιολόγησε τον Άριστο Τσιάρτα ως υποψήφιο για προαγωγή.

 

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Ο Άριστος Τσιάρτας είχε, εν τω μεταξύ, διοριστεί στη θέση Λειτουργού Επιτρόπου Διοικήσεως αναδρομικά από τις 3.1.1994, ο δε διορισμός του αυτός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 4.10.2002. Ήταν, επομένως, ο Άριστος Τσιάρτας δημόσιος υπάλληλος κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή στις 15.1.1998.

 

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Άριστος Τσιάρτας δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν της πενταετούς πείρας κλπ, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3(1)(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ούτε και ερευνήθηκαν δεόντως οι εναντίον του καταγγελίες που άπτονταν του χαρακτήρα του.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Παραπέμπω στα όσα έχω αναφέρει συναφώς στην προσφυγή 524/2003.

 

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Ελένη Λάμπρου-Χατζηττοφή δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ανεξάρτητα του ότι η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή κωλύεται να εγείρει αυτό το λόγο ακυρώσεως, και τούτο κατ΄ εφαρμογή της αρχής της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, εφόσον και η ίδια κρίθηκε ότι κατείχε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στην ίδια γραπτή εξέταση όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος, στα πλαίσια προηγούμενης διαδικασίας για πρόσληψη εκτάκτων Λειτουργών στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως, παραπέμπω, εν πάση περιπτώσει, και πάλι στα όσα ανέφερα συναφώς στην προσφυγή 524/2003.

 

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι οι ενέργειες της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ, ως ενδιάμεσες της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, να λάβουν υπόψη τις επιμέρους πράξεις, και δη τη γραπτή εξέταση που είχε διενεργηθεί από την προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή, παραβιάζουν το δεδικασμένο στις προσφυγές 438/2000, 486/2000, 491/2000, 439/2000, 485/2000 και 1624/2000.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το γεγονός ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ έλαβαν υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης που είχε διενεργηθεί από την προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν παραβιάζει οποιοδήποτε δεδικασμένο. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τη νομολογία, οι ακυρωτικές αποφάσεις δεν επηρεάζουν το κύρος προηγούμενων ενδιάμεσων ενεργειών της σύνθετης διοικητικής ενέργειας· ενεργειών, δηλαδή, που προηγήθηκαν χρονικώς της φάσης που κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι προκαλούσε ακυρότητα των μετέπειτα ενεργειών. Σε όλες τις πιο πάνω προσφυγές, εκείνο που κρίθηκε από το Δικαστήριο ήταν ότι η σύνθεση της προηγούμενης Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν κακή, αφότου αποφασίστηκε να μην καλείται ένα από τα μέλη της και μετέπειτα. Η γραπτή εξέταση είχε προηγηθεί. Είχε, δηλαδή, διενεργηθεί με απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όταν αυτή λειτουργούσε με τη συμμετοχή του μέλους. Με καλή, δηλαδή, σύνθεση. Εξάλλου, μεταξύ των εξετασθέντων και συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην παρούσα υπόθεση ήταν και η ίδια η αιτήτρια. Ισχύει, επομένως, και εδώ η αρχή ότι δεν επιτρέπεται ο διάδικος να επιδοκιμάζει μια ενέργεια εφόσον αυτή είναι προς το συμφέρον του και, ταυτόχρονα, να την αποδοκιμάζει εφόσον είναι προς το συμφέρον του αντιδίκου του.

 

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η αιτήτρια υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους Άριστου Τσιάρτα σε αξία, προσφορά, προσόντα, αρχαιότητα και διοικητική πείρα. Δόθηκε, επίσης, κατά την εισήγηση, υπέρμετρη βαρύτητα στη γραπτή εξέταση.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε της αιτήτριας στη γραπτή εξέταση (74% έναντι 71%), έχοντας λάβει την ψηλότερη βαθμολογία, υπερείχε της αιτήτριας σε προσόντα, εφόσον είχε δίπλωμα M. Phil. In Transnational Commercial Law, το οποίο αποτελούσε συναφές πρόσθετο, αν και μη προβλεπόμενο προσόν το οποίο, όμως, λαμβάνεται υπόψη, ενώ η αιτήτρια είχε μόνο το ακαδημαϊκό προσόν στη βάση του οποίου θεωρήθηκε προσοντούχος, και είχε, το ενδιαφερόμενο μέρος, επιπλέον, τη σύσταση του Προϊσταμένου, η οποία, αν και δεν απαιτείται από το νόμο να είναι αιτιολογημένη, εν τούτοις, ήταν αιτιολογημένη, όπως εξήγησα στην προσφυγή 524/2003. Από την άλλη, η μόνη υπεροχή της αιτήτριας έναντι του Άριστου Τσιάρτα ήταν στην αρχαιότητα. Ήταν, όμως, οριακή. Είκοσι-οκτώ μόνο μέρες (3.1.1994 έναντι 1.2.1994) στην προηγούμενη θέση.

 

Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Τα αποσπάσματα από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ, τα οποία έχω παραθέσει, ομιλούν αφ΄ εαυτών.

 

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα υπέρ της καθ΄ης η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους Άριστου Τσιάρτα.

 

 

Ρ. Γαβριηλίδης,

Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο