ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 147
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 944/2004)
21 Φεβρουαρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΑΒΒΑΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Ι. Τυπογράφος, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την 1.9.2003 ο αιτητής διορίστηκε στη μόνιμη θέση του Λειτουργού Προγραμμάτων Τηλεόρασης, στο Ραδιοφωνικό ΄Ιδρυμα Κύπρου. Όπως αναγράφεται στη σχετική επιστολή προσφοράς διορισμού, ημερ. 9.9.2003, ο διορισμός ήταν για δοκιμαστική περίοδο 2 χρόνων. Το ΄Ιδρυμα, κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου των 2 χρόνων, θα είχε δικαίωμα να τερματίσει τον επί δοκιμασία διορισμό του αιτητή, καθ΄ οιονδήποτε χρόνο. Μετά από ικανοποιητική συμπλήρωση της επί δοκιμασία περιόδου, ο αιτητής θα δικαιούτο σε μονιμοποίηση του διορισμού του.
Το ότι οι διορισμοί σε μόνιμες θέσεις στο Ραδιοφωνικό ΄Ιδρυμα Κύπρου γίνονται επί δοκιμασία προνοείται και στους περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1966. Στο άρθρο 8(1) των προαναφερόμενων κανονισμών προνοείται ρητά ότι οι διορισμοί σε μόνιμες θέσεις γίνονται επί δοκιμασία. Στο άρθρο 8(2) του ιδίου κανονισμού προνοείται ότι διορισμός υπαλλήλου σε μόνιμη θέση επικυρούται μετά τη λήξη της διετούς επί δοκιμασία περιόδου, νοουμένου ότι η διαγωγή του υπαλλήλου και η εκτέλεση των καθηκόντων του ήταν από κάθε άποψη ικανοποιητικές.
Στους περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμούς του 1987, Κ.Δ.Π. 317/87, που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 2282 της 18ης Δεκεμβρίου, 1987, στο ερμηνευτικό άρθρο 2 προνοείται ότι «προαγωγή» σημαίνει «αλλαγήν εις την μόνιμον κατάστασιν υπαλλήλου ..».
Την 28.7.2004 συνεδρίασε το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ ων η αίτηση για να αποφασίσει κατά πόσον ο αιτητής πληρούσε τις προϋποθέσεις για να είναι υποψήφιος για τη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Προγραμμάτων Τηλεόρασης στην οποία θα γινόταν προαγωγή κάποιου μέλους του προσωπικού, σύμφωνα με την προκήρυξη της θέσης που είχε γίνει κατά την 5.4.2004. Παρών στη συνεδρίαση ήταν και ο Νομικός Σύμβουλος των καθ΄ ων η αίτηση κ. Π. Γ. Πολυβίου, ο οποίος επέσυρε την προσοχή του Συμβουλίου στους σχετικούς κανονισμούς περί διορισμών και προαγωγών και στο ότι προαγωγή σημαίνει «αλλαγήν εις την μόνιμον κατάστασιν υπαλλήλου». Εξήγησε ο κ. Πολυβίου ότι δεν υπάρχει σαφής νομολογία επί του θέματος αλλά ότι η γνώμη του ήταν πως ο αιτητής, ο οποίος διορίστηκε σε θέση πρώτου διορισμού και ο διορισμός του δεν είχε ακόμα επικυρωθεί (μέχρι τις 28.7.2004), βρισκόταν επί δοκιμασία και δεν μπορούσε να διεκδικήσει θέση προαγωγής, με βάση τη φράση «μόνιμον κατάστασιν υπαλλήλου» που παρουσιάζεται στον ορισμό της «προαγωγής». Αφού ο κ. Πολυβίου εξήγησε τα προαναφερόμενα, πρόσθεσε ότι το θέμα του κατά πόσο κάποιο πρόσωπο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας μιας θέσης καθώς και θέματα ερμηνείας και εφαρμογής των σχεδίων υπηρεσίας ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία θα πρέπει να ασκηθεί κατά τρόπον εύλογο.
Αφού απεχώρησε από τη συνεδρία ο Νομικός Σύμβουλος, το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ ων η αίτηση «με βάση τα όσα ανέφερε ο Νομικός Σύμβουλος, αποφάσισε ότι ο κ. Αριστοδήμου Σάββας δεν πληροί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί υποψήφιος για τη θέση». Στη συνέχεια το Συμβούλιο προχώρησε στην αξιολόγηση της απόδοσης των εναπομείναντων δύο υποψηφίων και τελικά προήγαγε, στην προαναφερόμενη θέση, το ενδιαφερόμενο μέρος από 1.8.2004.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η προαναφερόμενη απόφαση του Συμβουλίου των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στις 2.8.2004, με Εγκύκλιο του Γενικού Διευθυντή υπ΄ αρ. 49/2004, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους προσβάλλεται η προαναφερόμενη διοικητική πράξη και/ή απόφαση είναι ότι στερείται της δέουσας και/ή νομίμου αιτιολογίας, λήφθηκε κατόπιν διαδικασίας που πάσχει νομικά, είναι προϊόν αλλότριου σκοπού, παραβιάζει τα δικαιώματα του αιτητή και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου και των Κανονισμών, παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας των καθ΄ ων η αίτηση.
Ο αιτητής ισχυρίζεται πως κατά τον ουσιώδη χρόνο πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να είναι υποψήφιος για προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Προγραμμάτων Τηλεόρασης και ότι υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερομένου μέρους.
Στην ένσταση τους οι καθ΄ ων η αίτηση υποβάλλουν πως η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος. ΄Ανευ επηρεασμού της προαναφερόμενης θέσης, οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με ορθή και νόμιμη διαδικασία, εντός των πλαισίων του Νόμου και του Συντάγματος από αρμόδιο όργανο, μετά τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, ότι η απόφαση τους δεν συνιστά καθ΄ οιονδήποτε τρόπο υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας και ότι είναι πλήρως αιτιολογημένη. Οι θέσεις του ενδιαφερομένου μέρους συμπίπτουν ουσιαστικά και υποστηρίζουν τις θέσεις των καθ΄ ων η αίτηση.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επέσυρε την προσοχή του δικαστηρίου στο ότι άλλοι υπάλληλοι των καθ΄ ων η αίτηση, παρόλο που ήσαν επί δοκιμασία, προήχθησαν. Επίσης επέσυρε την προσοχή του δικαστηρίου σε Σημείωμα ημερ. 19.7.2004 της κας Καραολή, Πρώτης Λειτουργού Προσωπικού και Διοίκησης, προς το Γενικό Βοηθό Διευθυντή των καθ΄ ων η αίτηση με κοινοποίηση στο Γενικό Διευθυντή, στο οποίο επισημαίνεται ότι υπάλληλοι των οποίων ο διορισμός δεν έτυχε επικύρωσης από το Διοικητικό Συμβούλιο δεν μπορούν να θεωρούνται υποψήφιοι για την πλήρωση θέσης προαγωγής.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία και καταλήγω στα εξής συμπεράσματα:
(α) Στις 28.7.2004 και την 1.8.2004, όταν αποφασίστηκε και άρχισε να ισχύει, αντίστοιχα, η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Προγραμμάτων Τηλεόρασης, ο αιτητής κατείχε τη μόνιμη θέση του Λειτουργού Προγραμμάτων Τηλεόρασης των καθ΄ ων η αίτηση, «επί δοκιμασία». Από την 1.9.2003 και για περίοδο δύο ετών ο αιτητής ήταν κάτοχος μόνιμης θέσης επί δοκιμασία και νοουμένου ότι η διαγωγή του και η εκτέλεση των καθηκόντων του θα ήταν ικανοποιητικές ο διορισμός του στην προαναφερόμενη μόνιμη θέση θα επικυρωνόταν μετά τη λήξη της διετούς επί δοκιμασία περιόδου.
(β) Η θέση του Ανώτερου Λειτουργού Προγραμμάτων Τηλεόρασης, η οποία προκηρύχθηκε προηγουμένως και πληρώθηκε την 1.8.2004, με την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους σ΄ αυτή, είναι θέση προαγωγής και σε θέση προαγωγής μπορούν να προαχθούν μόνον υπάλληλοι που βρίσκονται εις «μόνιμον κατάστασιν».
(γ) Δεδομένου ότι ο αιτητής ήταν επί δοκιμασία υπάλληλος των καθ΄ ων η αίτηση, η κατάστασή του, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μόνιμος κατάστασις σύμφωνα με τους προαναφερόμενους κανονισμούς του 1987 και επομένως ο αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να είναι υποψήφιος για την προαναφερόμενη θέση προαγωγής. Κατά συνέπεια ορθά γνωμοδότησε ο Νομικός Σύμβουλος των καθ΄ ων η αίτηση και ορθά το Συμβούλιο των καθ΄ ων η αίτηση ακολούθησε τη συμβουλή του Νομικού του Συμβούλου, κατά την απόφαση που έλαβε στις 28.7.2004. Θα ήταν εξάλλου παράξενο ένας υπάλληλος του οποίου ο (αρχικός) διορισμός ακόμα υπόκειται σε επικύρωση, υπό προϋποθέσεις, να δικαιούται να διεκδικήσει προαγωγή σε ανώτερη θέση.
(δ) Εφόσον ο αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να είναι υποψήφιος για την προαναφερόμενη θέση, δηλαδή δεν κατείχε τα απαραίτητα προσόντα, σύμφωνα με τη νομολογία δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στην προαναφερόμενη θέση (Δέστε: Neophytou v. Republic (1964) C.L.R. 280, Santos and Others v. Republic (1969) 3 C.L.R. 28, Miltiadous v. Republic (1969) 3 C.L.R. 210, Constandinidou and Others v. Republic (1974) 3 C.L.R. 416 και Paraskecopoulou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 647. Δέστε, επίσης, Νίκου Χρ. Χαραλάμπους «Η Δράση και ο ΄Ελεγχος της Δημόσιας Διοίκησης» (2η έκδοση, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη), σελ. 146 κ.επ ).
(ε) Εάν οι καθ΄ ων η αίτηση, κατά παράβαση των προαναφερόμενων κανονισμών, προήγαγαν υπαλλήλους τους ενώ ήσαν επί δοκιμασία και συνεπώς όχι εις μόνιμον κατάστασιν, το γεγονός ότι εις την προκείμενην περίπτωσιν ενήργησαν εντός των πλαισίων της νομιμότητας και σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανισότητα ή αδικία εις βάρος του αιτητή. Η τυχόν παρανομία των καθ΄ ων η αίτηση, σε άλλες περιπτώσεις, δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαιώματα υπέρ του αιτητή σ΄ αυτή την υπόθεση.
(στ) Δεν αποδίδω οποιαδήποτε σημασία στο προαναφερόμενο Σημείωμα της κας Καραολή που δεν φαίνεται να ήταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ ων η αίτηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως ορθά παρατήρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερομένου μέρους.
(ζ) Κατά την κρίση μου η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη, εφόσον αυτή λήφθηκε στη βάση των όσων ανέφερε ο Νομικός Σύμβουλος των καθ΄ ων η αίτηση στο Συμβούλιο και τα όσα ανέφερε ο Νομικός Σύμβουλος φαίνονται καθαρά στα πρακτικά της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ ων η αίτηση που συγκροτήθηκε στις 28.7.2004. Τα όσα ανέφερε ο Νομικός Σύμβουλος των καθ΄ ων η αίτηση ενσωματώνονται ουσιαστικά στην επίδικη απόφαση τους και συνιστούν την αιτιολογία της απόφασης. Η γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου επικεντρωνόταν στην ερμηνεία των σχετικών κανονισμών και εξηγούσε γιατί ο αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις και δεν είχε δικαίωμα να διεκδικήσει την προαναφερόμενη θέση, που ήταν θέση προαγωγής.
Εν όψει των προαναφερομένων συμπερασμάτων μου, η κατάληξη μου είναι ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει οποιοδήποτε από τους λόγους τους οποίους επικαλείται με σκοπό την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση. Κατά την κρίση μου οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς, εντός των πλαισίων της νομιμότητας και άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια κατά τρόπο που δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμπτός καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Η απόφαση τους είναι αιτιολογημένη και δεν βρίσκω ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσής της. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομολογία, κρίνω ότι ο αιτητής δεν έχει καν έννομο συμφέρον, δυνάμει της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 146 του Συντάγματος, να προσβάλει την επίδικη απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση.
Κατά συνέπεια και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, θεωρώ ότι η προσφυγή απέτυχε και ως εκ τούτου απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Καμιά διαταγή για έξοδα αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.