ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 882/2003)
9 Φεβρουαρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,
Αιτητής,
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Γ. Χατζηπροδρόμου(κα) για Α. Παπαγεωργίου και Συνεργάτες, για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Ολ. Παλάτου(κα) για Κ. Χρυσοστομίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Υποδιευθυντή (Διοικητικό Προσωπικό) που έγινε στις 14.7.2003.
Το Συμβούλιο Προσωπικού που συνήλθε με βάση τον κανονισμό 10(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 έως 1990, μετά από αξιολόγηση όλων των υποψηφίων, ομόφωνα συνεβούλευσε το Συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση να προχωρήσει στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. Σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό, το Συμβούλιο Προσωπικού, κατά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους, στάθμισε τα κριτήρια του κανονισμού 10(7), δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοσή τους, καθώς και το κριτήριο της ουσιαστικής καταλληλότητας, στο οποίο περιλαμβάνονται η αξία, η πείρα, τα προσόντα και η γενική υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου και στη συνέχεια έκρινε ότι ουσιαστικά καταλληλότερη για προαγωγή ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στη συνέχεια ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής των καθ΄ ων η αίτηση, αφού μελέτησε τα πρακτικά, συμφώνησε με την πιο πάνω συμβουλή και πρόσθεσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των άλλων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες.
Τελικά, του θέματος επιλήφθηκε η ίδια η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής «η Αρχή»), στη συνεδρία της ημερ. 14.7.2003. Ενώπιον της Αρχής τέθηκαν τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου Προσωπικού, η εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων.
Ο αιτητής κρίθηκε ως «πολύ καλός και εργατικός υπάλληλος, με προσήλωση στο καθήκον. Διαθέτει άρτια επαγγελματική κατάρτιση και διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες». Το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε «ως εξαίρετη, έμπειρη και αποφασιστική υπάλληλος, με ψηλές ικανότητες, δυνατότητες και αίσθημα ευθύνης. Διακρίνεται για τις εξαιρετικές, οργανωτικές και διοικητικές της ικανότητες». ΄Ετσι, η Αρχή αποφάσισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των λοιπών υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ουσιαστική καταλληλότητα και προχώρησε στην προαγωγή της.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι επειδή η Αρχή έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις εισηγήσεις του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, οι οποίες πάσχουν, αφού δεν συνάδουν με το περιεχόμενο των φακέλων και συνεπώς δεν είναι αιτιολογημένες, η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο Προσωπικού και κατ΄ επέκταση η Αρχή, πεπλανημένα έλαβαν υπ΄ όψιν τους πίνακες βαθμολογιών των υποψηφίων μόνο για την περίοδο 1.1.2000 - 31.12.2002, όπου βασικά η διαφορά του με το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν οριακή, ενώ, αν λαμβανόταν υπ΄ όψιν η βαθμολογία συνολικά για την περίοδο από 1.1.1996 - 31.12.2002, εξαφάλιζε μεγαλύτερη διαφορά έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Σημειώνει ακόμα ότι στα έντυπα αξιολόγησης από το έτος 1996-2002, ο ίδιος χαρακτηρίζεται «ως εξαίρετος υπάλληλος με άριστες οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες και άρτια επαγγελματική κατάρτιση που διακρίνεται για την εργατικότητα και την πρωτοβουλία και συγκαταλέγεται μεταξύ των αρίστων στελεχών». Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος χαρακτηρίζεται «ως υπάλληλος με πολύ καλή κατάρτιση, πείρα και ικανότητες για τα έτη 1996-1997», «ως υπάλληλος με ψηλές ικανότητες και δυνατότητες και πολύ καλή κατάρτιση και πείρα για τα έτη 1998-2000» και «ως υπάλληλος με εξαίρετη κατάρτιση και πείρα και ότι διακρίνεται για τις εξαιρετικές οργανωτικές και διοικητικές της ικανότητες για τα έτη 2001-2002».
Παρ΄ όλα αυτά, υποστηρίζει ο αιτητής, και παρά το χαρακτηρισμό του ως «εξαίρετου υπαλλήλου», κατά την αξιολόγησή του από την Αρχή, κρίθηκε μόνο «ως πολύ καλός και εργατικός υπάλληλος», σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος που κρίθηκε «ως εξαίρετη, έμπειρη και αποφασιστική».
Εν όψει των πιο πάνω, ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση της Αρχής για επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους γιατί υπερέχει των υπολοίπων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ουσιαστική καταλληλότητα, είναι αναιτιολόγητη. Επισημαίνει ακόμα την αρχαιότητά του κατά δύο χρόνια. Εξ ίσου αναιτιολόγητη, υποστηρίζει, είναι και η εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή αναφορικά με την εισήγησή του για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία, αφού δεν συνάδει με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων, κρίνεται ως αναιτιολόγητη. Σημειώνεται ότι στην εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή βασίστηκε και η Αρχή για να καταλήξει στην απόφασή της.
Οι καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη, γιατί, όπως προκύπτει από τους φακέλους, το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι υπερέχει του αιτητή σε επίδοση και απόδοση. Περαιτέρω, έχει υπέρ της τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Υποστηρίζουν ότι η υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους για την περίοδο από 1.1.1996 - 31.12.2002, είναι μηδαμινή, ως προς δε την αρχαιότητα ισχυρίζονται ότι αυτή δεν προσμετρά ιδιαίτερα υπέρ του, γιατί, σύμφωνα με τον κανονισμό 10(7), δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής.
Ως προς το αναιτιολόγητο της εισήγησης του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή υποστηρίζουν ότι σύμφωνα με τον κανονισμό 10(5), δεν απαιτείται αυτή να είναι αιτιολογημένη, άνκαι θεωρούν ότι η σύσταση είναι αιτιολογημένη, αφού ο Διευθυντής προέβη σε διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων προτού καταλήξει στην εισήγησή του.
Η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί. Τόσον η εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής είναι πράγματι αναιτιολόγητες. Το Δικαστήριο, βέβαια, δεν προβαίνει σε πρωτογενή συμπεράσματα αναφορικά με την καταλληλότητα ή μη για προαγωγή των υποψηφίων. Ούτε μπορεί να υποκαταστήσει τη δική του κρίση με εκείνη του διορίζοντος οργάνου. Ελέγχει μόνο κατά πόσο, σύμφωνα με τα δεδομένα που ήταν ενώπιον του οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο, η απόφασή του ήταν αιτιολογημένη και εύλογα επιτρεπτή. Είναι αλήθεια ότι οι κανονισμοί δεν απαιτούν αιτιολόγηση της σύστασης, όμως, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, όταν παρέχεται αιτιολογία, αυτή υπόκειται σε έλεγχο. Σημειώνεται δε ότι η σύσταση ελήφθη σοβαρά υπ΄όψιν κατά τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης της Αρχής.
Ο κανονισμός 10(7) προβλέπει ότι οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.
΄Εχοντας υπ΄ όψιν τα στοιχεία κρίσης που αναφέρονται πιο πάνω, σε συνάρτηση με το σύνολο των στοιχείων που περιέχονται στους φακέλους του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, προκύπτει ότι τουλάχιστον το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερτερεί του αιτητή σε απόδοση και επίδοση. Ο αιτητής από το 1996 βαθμολογείται τόσο στις αξιολογήσεις του, όσο και στα φύλλα ποιότητάς του, με μεγαλύτερο βαθμό από το ενδιαφερόμενο μέρος. Σε αρχαιότητα επίσης υπερέχει κατά δύο χρόνια.
΄Οπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Α.Τ.Η.Κ. ν. Στασοπούλου κ.α., Α.Ε. 3856, ημερ. 25.4.2005, τα στοιχεία τόσο της αρχαιότητας, όσο και των προσόντων, έχουν τη σημασία τους και εντάσσονται και τα δύο στο κριτήριο της ουσιαστικής καταλληλότητας του κανονισμού 10(7). Στην ίδια απόφαση παρατηρήθηκε επίσης πως η Αρχή, εν όψει της ισοβαθμίας των υποψηφίων, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να διενεργήσει προφορικές συνεντεύξεις.
Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να παρατηρήσω ότι δεν αντιλαμβάνομαι πως η κατάρτιση ενός υπαλλήλου κρίνεται τον ένα χρόνο «πολύ καλή» και τον επόμενο «εξαίρετη», όπως έγινε στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους. Εκτός εάν το ενδιαφερόμενο μέρος είχε παρακολουθήσει κάποια σειρά μαθημάτων ή κάποιο πρόγραμμα, δεν νοείται, κατά τη δική μου λογική, η αλλαγή στην αξιολόγηση της κατάρτισης. Αλλαγές μπορούν να υπάρξουν στην αξία, όπου η επίδειξη ζήλου και εργατικότητας, για παράδειγμα, μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί, αλλά ως προς την κατάρτιση δεν βλέπω πως η αξιολόγηση αυτή μπορεί να αλλάξει, εκτός αν προστεθούν στο φάκελο του υπαλλήλου συγκεκριμένα προσόντα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα, εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ