ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 6/2004)

 

22 Φεβρουαρίου 2006

 

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

Αιτήτρια,

- ν. -

 

ΔΗΜΟΥ ΚΑΤΩ ΠΟΛΕΜΙΔΙΩΝ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

---------------------------

Χρ. Κληρίδης, για την Αιτήτρια.

Χρ. Ραγουζαίου, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

       Με την παρούσα προσφυγή ζητείται:

«Δήλωση  και/ή  απόφαση  του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 12/12/03 με την οποία αρνήθηκαν να παραλάβουν και/ή έμμεσα απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας για έκδοση οικοδομικής άδειας στο Τεμ. 1257 Φ/ΣΧ LIV/57 γιατί δεν συνυπέβαλε και τα έγγραφα για εκπόνηση αρχιτεκτονικής εργασίας στα σχέδια 1-7 και 20-23 σύμφωνα με τον Νόμο 126(Ι)/2000 ή ως το Τεκμήριο Α στην παρούσα, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

 

 

    Το άρθρο του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, (όπως τροποποιήθηκε), το οποίο εισήχθη με τον Ν. 126(Ι)/00, προβλέπει τα εξής:

    «8Α (1)  Όλα τα σχέδια, σχεδιαγράμματα, μελέτες, συγγραφές, υπολογισμοί και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, τα οποία υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος Νόμου στην αρμόδια αρχή για την έκδοση άδειας, θα φέρουν την υπογραφή και τον τίτλο του προσώπου το οποίο τα ετοίμασε, το οποίο πρέπει να έχει μια από τις άδειες άσκησης επαγγέλματος, που χορηγούνται δυνάμει των διατάξεων των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμων του 1990 έως 1997.

 

     (2) Ανεξάρτητα από τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, όλα τα εκπονούμενα σχέδια, σχεδιαγράμματα, συγγραφές, μελέτες, υπολογισμοί και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο σχετικό με τα πιο πάνω, τα οποία αφορούν οποιαδήποτε οικοδομή, μετατροπή, προσθήκη, επισκευή οικοδομής ή διάνοιξη οδού, και τα οποία υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή για έκδοση άδειας, υποβάλλονται και υπογράφονται από τα ακόλουθα πρόσωπα:

 

     (α)  ότι εκπονείται σε σχέση με αρχιτεκτονική εργασία, από αρχιτέκτονα μελετητή

 

     (β)   ότι εκπονείται σε σχέση με εργασία πολιτικού μηχανικού, από πολιτικό μηχανικό μελετητή.

 

      (3)   Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται στα πρόσωπα τα οποία ήταν εγγεγραμμένα, κατά την 4η Νοεμβρίου 1993, στα μητρώα του καταργηθέντος περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου, τα οποία συνεχίζουν να έχουν τα ίδια δικαιώματα αναφορικά με την υπογραφή οποιουδήποτε από τα έγγραφα που αναφέρονται στο εδάφιο (2), που είχαν δυνάμει του πιο πάνω καταργηθέντος νόμου.

 

       (4) (α) Ανεξάρτητα από τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2), δύνανται να ετοιμάζουν, υπογράφουν και υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή σχέδια, σχεδιαγράμματα, μελέτες, συγγραφές, υπολογισμούς και οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο, εκτός στατικών μελετών και υπολογισμών ή αντισεισμικών μελετών και υπολογισμών, για την έκδοση άδειας για διάνοιξη ή διαίρεση γης για οικοδομικούς σκοπούς και πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου στον κλάδο Αγρονομικής -Τοπογραφικής Μηχανικής.

 

         (β)  Τα πρόσωπα στα οποία παρέχεται δικαίωμα δυνάμει του παρόντος εδαφίου δύνανται να διενεργούν και επίβλεψη του έργου διάνοιξης ή διαίρεσης γης, μόνο για οικοδομικούς σκοπούς, όπως προνοείται στις σχετικές διατάξεις του παρόντος Νόμου.

 

         (5)    Οποιοδήποτε σχέδιο, σχεδιάγραμμα, μελέτη, συγγραφή, υπολογισμός και οποιοδήποτε άλλο σχετικό προς αυτά έγγραφο, το οποίο  υποβάλλεται, δυνάμει του παρόντος άρθρου, στην αρμόδια αρχή, συνοδεύεται με έγγραφη βεβαίωση του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, όπως καθορίζεται από κοινού από τον Υπουργό Εσωτερικών και το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, ότι το πρόσωπο που  ετοίμασε τα πιο πάνω έχει σχετική άδεια άσκησης επαγγέλματος δυνάμει του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου.»

 

 

     Στις 31 Νοεμβρίου 2003 η αιτήτρια υπέβαλε προς τον Δήμο Κάτω Πολεμιδιών, ως την αρμόδια αρχή, αίτηση για την έκδοση άδειας ανέγερσης οικοδομής. Η αίτηση συνοδευόταν από αρχιτεκτονικά σχέδια και σχετικές μελέτες, επισυνάπτετο δε βεβαίωση του ΕΤΕΚ αναφορικά με το δικαίωμα του ονομασθέντος στην αίτηση ως μελετητή του έργου, να εκπονεί εργασία πολιτικού μηχανικού. Δεν υπήρχε όμως ανάλογη βεβαίωση και για την αρχιτεκτονική εργασία.  Ένεκα αυτής της έλλειψης ο Δήμος αποφάσισε πως η αίτηση δεν μπορούσε να προχωρήσει και πληροφόρησε περί τούτου την αιτήτρια με επιστολή ημερ. 12 Δεκεμβρίου 2003.

 

      Όσο και αν μοιάζει αναπόφευκτη αυτή η κατάληξη, η αιτήτρια προβάλλει ότι η απόφαση του Δήμου είναι ακυρωτέα.  Βασίζεται στα εξής, τα οποία διατυπώνει ως τα νομικά σημεία της προσφυγής:

«1.   Η πράξη ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση είναι πρόδηλα παράνομη και αντίθετη προς το Σύνταγμα, το Νόμο και τις γενικές αρχές περί την έκδοση έγκυρης και νόμιμης απόφασης κατά το Διοικητικό Δίκαιο και/ή τη Νομολογία.

 

 2.    Η πράξη ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση λήφθηκε κατά διαδικασία που προηγήθηκε που πάσχει νομικά γιατί στηρίχθηκε σε γεγονότα και/ή ενέργειες που προήλθαν από άλλα όργανα, που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη και/ή γιατί παρεβίασαν τη σχετική νομοθεσία ή διαδικασία, και/ή γιατί αντιβαίνει και/ή είναι αντίθετη Νομολογία, στο Νόμο, και ή στην χρηστή διοίκηση και/ή παραβιάζει την αρχή της ισότητας, της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη Διοίκηση.

 

 3.   Οι Καθ΄ ων η Αίτηση ενήργησαν κατά προφανή παράβαση του Νόμου και Κανονισμών ή/και κατά κατάχρηση ή/και υπέρβαση εξουσίας και με καταφανή πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα, και με βάση Νόμο ο οποίος είναι αντισυνταγματικός.

 

 4.   Έλαβαν υπ΄ όψη, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης, στοιχεία τα οποία δεν εδικαιούντο νόμιμα και λάβουν υπ΄ όψη και/ή τα οποία προήρχοντο από αναρμόδιο όργανο.

 

 5.   Παρέλειψαν να ερευνήσουν κατάλληλα και νομότυπα όλες τις πτυχές της υπόθεσης ή/και ενήργησαν με βάση ανεπαρκή και αυθαίρετα δεδομένα και με δέσμια και όχι διακριτική εξουσία.

 

 6.   Η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση είναι προϊόν αλλότριου σκοπού και παραβιάζει τα κεκτημένα δικαιώματα του Αιτητή τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης.

 

 7.    Η  προσβαλλόμενη  πράξη  ή   απόφαση   είναι   αποτέλεσμα    εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου, Κανονισμών και Διαδικασίας και συνεπώς λήφθηκε κάτω από συνθήκες που ισοδυναμούν με κατάχρηση εξουσίας.

 

 8.  Η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη δεόντως ή καθόλου, και/ή περιέχει αντιφατική αιτιολογία.

 

9.    Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υπήρξε αναρμόδια ανάμειξη στην όλη διαδικασία   που οδήγησε σε παράνομη λειτουργία και κρίση που λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, και/ή από όργανο με πάσχουσα σύνθεση.

10.    Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση στερείται δέουσας έρευνας.»

 

 

     Σε σχέση με αυτά τα σημεία διατυπώθηκε η εξής έκθεση γεγονότων:

«Α.   Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στους καθ΄ ων για έκδοση οικοδομικής άδειας για ανέγερση οικοδομής στο τεμάχιο της 1527 Φ/ΣΧ 4r/57 στα Κ. Πολεμίδα δια του μελετητή Πολιτικού Μηχανικού.

 

 Β.  Μέχρι την λήψη της προσβαλλόμενης πράξης και/ή απόφασης κατά την υποβολή αίτησης για άδεια οικοδομής όπου δεν απαιτείτο και Πολεοδομική αίτηση δεν απαιτείτο έγγραφη βεβαίωση του ΕΤΕΚ για αρχιτεκτονική εργασία.

 

 Γ.  Οι καθ΄ ων με την προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση με βάση αντισυνταγματικό Νόμο αποφάσισαν ότι σε αίτηση για άδεια οικοδομής όπου δεν απαιτείται και Πολεοδομική αίτηση πρέπει να υποβάλλεται και έγγραφη βεβαίωση του ΕΤΕΚ για αρχιτεκτονική εργασία και δεν δέχθηκαν την αίτηση της αιτήτριας.

 

 Δ.     Είναι  ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, στηρίζεται σε νόμο αντισυνταγματικό, παραβιάζει τα κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας είναι προϊόν πλάνης και εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και αντίθετα στην αρχή της εμπιστοσύνης του πολίτη προς την Διοίκηση.

 

 Ε.    Για  τους  λόγους αυτούς η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δικαιούται να πετύχει στην προσφυγή της και επιφυλάσσει το δικαίωμα να παρουσιάσει κατά την ακρόαση της υπόθεσης του πρόσθετα γεγονότα και/ή ισχυρισμούς.»

 

 

Εν τέλει, ο συνήγορος της αιτήτριας προώθησε, με την αγόρευση του, μόνο δύο ζητήματα.  Το ένα αφορά στην άποψη ότι ο υπό αναφορά  νόμος είναι αντισυνταγματικός• και το άλλο ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.

 

      Κατ΄ αρχάς ο Δήμος αμφισβήτησε το έννομο συμφέρον της αιτήτριας, λέγοντας ότι η αιτήτρια δεν ενομιμοποιείτο εφόσον η υποβληθείσα αίτηση δεν πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις αλλά απέσυρε την ένσταση όταν η αιτήτρια υπέδειξε πως οι εν λόγω προϋποθέσεις ήταν επίδικες στην προσφυγή.  Όμως θα επανέλθω αυτεπαγγέλτως στο έννομο συμφέρον, από μια άλλη σκοπιά η οποία έχει σχέση με το ζήτημα της συνταγματικότητας. 

 

            Η θέση της αιτήτριας περί αντισυνταγματικότητας δεν συγκεκριμενοποιήθηκε, όπως είδαμε, στα νομικά σημεία της προσφυγής, ούτε υποστηρίχθηκε από ο,τιδήποτε το σχετικό στην έκθεση γεγονότων.  Ως μέσο για τον καθορισμό της θέσης χρησιμοποιήθηκε η γραπτή αγόρευση όπου γίνεται λεπτομερής αναφορά στην άποψη ότι το άρθρο 8Α  του νόμου αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας.  Η ουσία περιέχεται στα ακόλουθα αποσπάσματα, το πρώτο από την αρχική αγόρευση και το δεύτερο από την απαντητική:

(α)  «Είναι ισχυρισμός της αιτήτριας ότι στο σημείο αυτό και στην συγκεκριμένη διάταξη 3 ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός γιατί παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη διά του Άρθρου 28 του Συντάγματος Αρχή της Ισότητας.

 

          Είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο εδάφιο (3) προβαίνει σε ένα άνισο διαχωρισμό και διάκριση χωρίς κανένα αιτιολογικό έρεισμα παρά το ότι τα υποκείμενα της ρύθμισης είναι απολύτως ομοιογενή.

 

          Δηλαδή ενώ πρόκειται και για τις δύο περιπτώσεις για Πολιτικούς Μηχανικούς με τα ίδια ακριβώς ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα, το εδάφιο (3) του Άρθρου 8 επιτρέπει σε όσους ήταν εγγεγραμμένοι κατά την 04/11/93 να έχουν και την αρχιτεκτονική βεβαίωση, την οποίαν τους δίδει το ΕΤΕΚ, και ως εκ τούτου να μπορούν να την συνυποβάλλουν με αιτήσεις για έκδοση οικοδομικών αδειών χωρίς να απαιτείται και η δεύτερη βεβαίωση ξεχωριστού - τρίτου Αρχιτέκτονα, ενώ αντίθετα τούτο απαγορεύεται σε όσους έχουν εγγραφεί μετά την 04/11/93 διότι το ΕΤΕΚ δεν δίδει την αρχιτεκτονική βεβαίωση αλλά απαιτεί κατά την υποβολή των σχετικών αιτήσεων για έκδοση άδειας και βεβαίωση Αρχιτέκτονα.

 

          Η διάκριση αυτή εκτός του ότι είναι άνιση προκαλεί και σοβαρό αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των Πολιτικών Μηχανικών είναι και αντίθετη στην λογική διότι με την διάκριση αυτή δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον αναφορικά με την ασφάλεια των οικοδομών αφού ουσιαστικά ένας Πολιτικός - Μηχανικός εγγεγραμμένος πριν την 04/11/93 καλύπτει και την αρχιτεκτονική μελέτη, ενώ χωρίς λόγο ο εγγεγραμμένος μετά την 4/11/03 όχι.

 

          Πρόσθετα δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα επιβίωσης στους μετά το 1993 Πολιτικούς Μηχανικούς γιατί έχουν απώλεια επαγγελματικής ύλης και εσόδων έναντι των προ των 1993 εγγραφέντων.

 

          Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αναδρομικότητα και άνιση αυτή διάκριση οδηγεί τους νέους Πολιτικούς Μηχανικούς οι οποίοι άρχισαν να εργάζονται μετά την 04/11/93 σε δυσμενή μεταχείριση από άποψης επαγγελματικής αποκατάστασης και εργασίας.

 

          Δεν υπάρχει απολύτως καμιά αιτιολογία γιατί ξαφνικά το 2000 έπρεπε να αλλάξει η έννοια της εργασίας Πολιτικού Μηχανικού εν σχέσει με αυτή του Αρχιτέκτονα όσον αφορά τον πριν του 1993 εγγεγραμμένο Πολιτικό Μηχανικό.»

 

(β)    «Στην    πρώτη κατηγορία δίδει το δικαίωμα στους Πολιτικούς Μηχανικούς που ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα του καταργηθέντος Νόμου Περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών κατά την 4/11/93 να αγοράζουν (με αυτό τον τρόπο το ΕΤΕΚ παράνομα καρπούται πάνω από 150.000 ΛΚ ετησίως) από το ΕΤΕΚ και βεβαίωση για αρχιτεκτονική εργασία και να την συνυποβάλλουν στις αιτήσεις για έκδοση οικοδομικών αδειών χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να ζητούν άλλη πρόσθετη, ξεχωριστή βεβαίωση από Αρχιτέκτονα.

 

   Στην δεύτερη κατηγορία τοποθετεί τους Πολιτικούς Μηχανικούς οι οποίοι δεν ήσαν εγγεγραμμένοι κατά την 4/11/93 στα μητρώα του πιο πάνω Νόμου στους οποίους το ΕΤΕΚ δεν επιτρέπει να αγοράζουν την βεβαίωση για αρχιτεκτονική εργασία, οπότε οι πελάτες τους, όταν ήδη εκπονήθηκαν τα σχέδια από δεύτερης κατηγορίας μελετητές τους, υποχρεούνται να προστρέξουν για χορήγηση της δεύτερης βεβαίωσης σε τρίτο Αρχιτέκτονα, το οποίο είναι μόνο εφικτό εάν η σύλληψη του έργου και τα τεχνικά σχέδια (όψεις, κατόψεις και τομές) ξαναγίνουν από την αρχή από τον αρχιτέκτονα διότι ο Νόμος ζητεί όπως τα σχέδια υπογραφούν από το πρόσωπο που τα εκπόνησε.

 

   Τούτο δημιουργεί πρόσθετη δαπάνη και ταλαιπωρία στον πολίτη, αλλά επίσης δημιουργεί και πρόβλημα επιβίωσης στους νέους Πολιτικούς Μηχανικούς, δηλαδή σε αυτούς οι οποίοι άρχισαν να ασκούν το επάγγελμα μετά το 1993 αφού αυτοί έχουν έναντι των παλαιοτέρων Πολιτικών Μηχανικών σοβαρή απώλεια επαγγελματικής ύλης και εσόδων λόγω στέρησης εργασίας και αντιμετώπισης αθέμιτου ανταγωνισμού.»

 

 

     Δεν δικαιολογείται η εξέταση της συνταγματικότητας για δύο λόγους.  Πρώτο, διότι το ζήτημα δεν καθορίζεται με ακρίβεια στην ίδια την προσφυγή, όπως απαιτεί η νομολογία:  βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Β. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 862 και Κακουρής ν. Επάρχου Αμμοχώστου κ.α., (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 8. Δεύτερο, διότι ακόμα και αν το ζήτημα ετίθετο δεόντως, δεν προβάλλεται μετ΄ εννόμου συμφέροντος.  Καθώς υπέδειξε ο Κωνσταντινίδης Δ. στην Αναστασίου ν. ΚΟΤ, υπόθ. αρ. 571/95, ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 1996:

«Όχι μόνο η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται 'μετ΄ εννόμου συμφέροντος' για να είναι παραδεκτοί.»

 

 

Αυτό επικροτήθηκε από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. China Wanbao Engin. Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406 και Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339. Μου φαίνεται πως το ζήτημα εδώ δεν άπτεται άμεσου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας αλλά των συμφερόντων ορισμένης τάξης πολιτικών μηχανικών.

      Ως προς το ζήτημα της χρηστής διοίκησης, η αιτήτρια παραπονείται ότι δεν υπήρχε νομοθετική ή κανονιστική ερμηνεία των όρων «αρχιτεκτονική εργασία» και «εργασία πολιτικού μηχανικού» και ότι, επομένως,  καθίστατο ανέφικτη η εφαρμογή του νόμου. Η γραπτή αγόρευση αναφέρει ως προς αυτό τα εξής:

«Πρόσθετα το Άρθρο 8Α είναι και πρακτικά αδύνατο να εφαρμοσθεί ως προς το εδάφιο (2), και η επιμονή της προσβαλλόμενης απόφασης στην εφαρμογή του είναι αντίθετη στη χρηστή Διοίκηση.

 

Τούτο γιατί το εδάφιο (2) απαιτεί αναφορικά με τα εκπονούμενα σχέδια, σχεδιαγράμματα, μελέτες κλπ. για οποιαδήποτε οικοδομή, μετατροπή προσθήκη, επισκευή οικοδομή ή διάνοιξη οδού δύο ξεχωριστές βεβαιώσεις εκ των οποίων η μία να αφορά στην αρχιτεκτονική εργασία και η άλλη στην εργασία του Πολιτικού Μηχανικού.

 

Όμως για συνταχθούν, υπογραφούν και προσκομισθούν οι δύο αυτές ξεχωριστές βεβαιώσεις, αναφερόμενες σε δύο ξεχωριστές μελέτες και εργασίες, ώστε να εφαρμοσθεί το Άρθρο 8Α πρέπει πρώτα να υπάρξει η ερμηνεία του σχετικού άρθρου συγκεκριμένα και με σαφήνεια, και ειδικότερα συνεπώς πρέπει να υπάρχει νομοθετικά και/ή κανονιστικά ερμηνεία των όρων αρχιτεκτονική εργασία και εργασία Πολιτικού Μηχανικού.

 

Με το εδάφιο (2) ο νομοθέτης ναι μεν αναφέρεται σε δύο ξεχωριστές βεβαιώσεις μία για αρχιτεκτονική εργασία υπογεγραμμένη από Αρχιτέκτονα και μία για εργασία Πολιτικού Μηχανικού υπογεγραμμένη από Πολιτικό Μηχανικό αλλά πουθενά στον πιο πάνω Νόμο, αρχικό και τροποποιητικό, όπως επίσης και πουθενά σε οποιοδήποτε σχετικό  Νόμο ή Κανονισμό δεν υπάρχει ρητός, συγκεκριμένος και σαφής ορισμός εκάστης των δύο εννοιών, ήτοι ορισμός της αρχιτεκτονικής εργασίας και της εργασίας Πολιτικού Μηχανικού όπως αυτές αναφέρονται στο Άρθρο 8Α.

 

Κατά συνέπεια, εφόσον δεν υπάρχει ο ορισμός των δύο εννοιών, δεν υπάρχει και η δυνατότητα στην αιτήτρια να γνωρίζει εάν είναι υποχρεωμένη, μέχρι ποίου σημείου, για ποιες εργασίες σε ποιο στάδιο του έργου και/ή εργασιών απαιτείται να προσκομίσει δύο βεβαιώσεις, η όποια δε διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής να κρίνει ποια εργασία είναι αρχιτεκτονική και ποια εργασία είναι Πολιτικού Μηχανικού αφενός μεν τίθεται υπό αμφισβήτηση και αφετέρου δεν μπορεί να προλάβει τα γεγονότα αφού, όταν η Αρμόδια Αρχή θα κληθεί να ασκήσει αυτή την υπό αμφισβήτηση διακριτική της ευχέρεια, ήδη η αιτήτρια και ο οποιοσδήποτε πολίτης θα έχει αναθέσει αρμοδίως την εκπόνηση των σχεδίων και των μελετών τα οποία έχουν ετοιμασθεί.»

 

 

Εν συνεχεία, στο ίδιο γενικό πλαίσιο, η γραπτή αγόρευση εισάγει αναφορά σε Ευρωπαϊκή Οδηγία, την 85/384/ΕΟΚ ημερ. 10 Ιουνίου 1985 με τίτλο «Αμοιβαία Αναγνώριση των Πτυχίων και άλλων Τίτλων στον τομέα της Αρχιτεκτονικής και τη Θέσπιση Μέτρων για τη Διευκόλυνση της Πραγματικής Άσκησης του Δικαιώματος Εγκατάστασης και Ελεύθερης Παροχής Υπηρεσιών», για να υποστηριχθεί ότι:

 «οι δραστηριότητες στο τομέα της Αρχιτεκτονικής δεν αποτελούν μονοπωλιακό δικαίωμα και είναι δυνατόν να ασκηθούν και από άλλους επαγγελματίες ιδίως Μηχανικούς οι οποίοι έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση στο τομέα της κατασκευής ή της οικοδομικής τέχνης». 

 

      Αναφορικά όμως με τις εν λόγω πτυχές, δεν συγκεκριμενοποιήθηκε ο,τιδήποτε στην προσφυγή, δηλαδή στα νομικά σημεία και την έκθεση γεγονότων.  Δεν διατυπώθηκε θέση ότι η προτεινόμενη οικοδομή δεν περιλάμβανε αρχιτεκτονική εργασία  ή ότι, με δεδομένο ότι την περιλάμβανε, ότι προέκυπτε μεταξύ της αιτήτριας και του Δήμου οποιαδήποτε διαφορά ως προς τον καθορισμό της έκτασης αυτής της εργασίας ή ότι, στην απουσία νομοθετικών ορισμών, το διοικητικό όργανο δεν διατηρούσε διακριτική ευχέρεια να προβαίνει σε τέτοιο καθορισμό.

 

        Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                                        Γ.Κ. Νικολάου,

                                                                                       Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο