ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ.464/2003, 465/2003 και 638/2003)

 

 

6 Φεβρουαρίου, 2006

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 464/2003)

 

1.  ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΜΑΝΙΔΗΣ,

2.  ΔΗΜΟΣ ΒΑΛΑΝΟΥ,

3.  ΕΛΕΝΑ ΕΡΜΟΓΕΝΙΔΟΥ,

4.  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Αιτητές

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

2.  ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

(Υπόθεση Αρ. 465/2003)

 

ΑΝΤΡΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ,

 

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

κυπριακη δημοκρατια, μεσω

1.  υπουργου δικαιοσυνησ και δημοσιασ ταξησ

2.  αρχηγου αστυνομιαΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

(Υπόθεση Αρ. 638/2003)

 

νικοσ χριστοδουλου,

 

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

κυπριακη δημοκρατια, μεσω

1.  υπουργου δικαιοσυνησ και δημοσιασ ταξησ

2.  αρχηγου αστυνομιασ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Ο αιτητής στην 638/2003 παρουσιάζεται προσωπικά.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Π. Παπαγεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ε. Αλεξάνδρου.

Μ. Καλλίγερου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μ. Αγρότου.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η παρούσα διαδικασία αφορά επανεξέταση, ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 10.2.20003, με την οποία ακυρώθηκαν οι προαγωγές στο βαθμό του Λοχία των ενδιαφερομένων μερών Ε. Αλεξάνδρου και Μ. Αγρότου. Επίσης, είχε ακυρωθεί η απόφαση για τη σύντμηση της υπηρεσίας και των δύο ενδιαφερομένων προσώπων.

 

Οι αιτητές 2, 3 και 4 στην προσφυγή υπ΄ αρ. 464/2003 είχαν σε κάποιο στάδιο αποσύρει τις προσφυγές τους. Το ίδιο έπραξαν τόσο ο αιτητής 1 στην 464/2003, όσο και ο αιτητής στην προσφυγή 465/2003, αυτοί μετά την επιφύλαξη της απόφασης. ΄Ετσι παραμένει προς εκδίκαση μόνο η προσφυγή υπ΄ αρ. 638/2003.

 

Ο Κανονισμός 11 (1) (α) (ΙΙΙ) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 52/89, προβλέπει ότι κανένας δεν θεωρείται ως προσοντούχος υποψήφιος για προαγωγή εκτός αν έχει συμπληρώσει εξαετή υπηρεσία από την οποία εξαιρούνται όσοι κατέχουν ειδικά προσόντα, αναγκαία για την εκτέλεση των ειδικών καθηκόντων τα οποία θα τους ανατεθούν. Με βάση τον Κανονισμό αυτό, στις 4.4.2003 ο Αρχηγός της Αστυνομίας αποφάσισε για τους λόγους που εκθέτει στην απόφασή του και στις δύο περιπτώσεις των ενδιαφερομένων προσώπων Αγρότου και Αλεξάνδρου, να εφαρμόσει την εξαίρεση, ώστε να μπορέσουν να καταστούν προσοντούχες για προαγωγή στο βαθμό του λοχία.

 

Το Συμβούλιο Κρίσεως, αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων και ύστερα από αξιολόγηση των μετρήσιμων κριτηρίων, έδωσε την ανάλογη βαθμολογία στους υποψήφιους, όπως φαίνεται στο επεξηγηματικό έντυπο, με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και του ατομικού τους δελτίου. Συμπληρώθηκε το νέο διαφοροποιημένο έντυπο κατά συμμόρφωση προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλέπε προσφυγή υπ΄ αρ.889/01), το οποίο εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.

 

Στη συνέχεια υποβλήθηκε στον Αρχηγό Αστυνομίας νέος κατάλογος συστηνομένων κατ΄ αλφαβητική σειρά, μαζί με τα αναλυτικά αποτελέσματα της προσωπικής συνέντευξης από το Συμβούλιο Κρίσεως του 2001. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνονταν ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 638/2003 (στο εξής «ο αιτητής») και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Στη συνέχεια ο Αρχηγός της Αστυνομίας, αφού αξιολόγησε τα ενώπιόν του στοιχεία κατέταξε τους συστηνόμενους σε πίνακα κατά σειρά βαθμολογίας. Πρώτη κατετάγη η Αλεξάνδρου με συνολική βαθμολογία 86.58, έβδομη στη σειρά η Αγρότου με 82.75 και τριακοστός πέμπτος ο αιτητής με 76.18.

 

Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται η ακύρωση των προαγωγών των Αλεξάνδρου και Αγρότου, αλλά και δήλωση ότι η απόφαση του Αρχηγού να τις καταστήσει προσοντούχες για προαγωγή λόγω εξαίρεσης, είναι άκυρη.

 

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στον οποίο απεστάλη σχετική επιστολή, αποφάσισε την προαγωγή αναδρομικά των ενδιαφερομένων μερών από 1.9.2001, αφού έκρινε ότι αυτές υπερείχαν των άλλων υποψηφίων.

 

Υποστηρίζεται ότι οι δύο προσβαλλόμενες διοικητικές αποφάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 4.4.2003, με βάση τις οποίες αποφάσισε εκ νέου, ύστερα από επανεξέταση, τη σύντμηση, τόσο της υπηρεσίας της Αλεξάνδρου, όσο και της Αγρότου, πάσχουν γιατί είναι αντίθετες με τον Κανονισμό 11 (1) (α) (ΙΙΙ) των περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 52/89, ενώ εκδόθηκαν υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης. Τέλος, υποστηρίζεται ότι είναι  παράνομες γιατί εκδόθηκαν κατά παράβαση του δικαστικού δεδικασμένου.

 

Ειδικά, για την Αγρότου, ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση για σύντμηση της υπηρεσίας της θα πρέπει να ακυρωθεί, γιατί λανθασμένα θεωρήθηκε ότι είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος του University of Wales. Ισχυρίζεται ότι η Αγρότου δεν είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος και παραπέμπει στο επεξηγηματικό έντυπο για την αξιολόγηση από το Συμβούλιο Κρίσεως που έγινε με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου της Αγρότου, στο οποίο δεν της δόθηκαν οποιεσδήποτε μονάδες για κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος. Στο έντυπο αξιολόγησης το Συμβούλιο Κρίσεως κατέταξε το δίπλωμα που κατέχει η Αγρότου στο κριτήριο υπ΄ αρ. 5, δηλαδή στα «ακαδημαϊκά προσόντα πέραν του απολυτηρίου εξατάξιας σχολής-άλλες εξετάσεις-διπλώματα», με βαθμολογία 0.25 για κάθε προσόν. Περαιτέρω, διερωτάται ο αιτητής, κατά πόσο το δίπλωμα που κατέχει η Αγρότου ήταν αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων που καθόρισε ο Αρχηγός ότι θα της ανατίθονταν στο Τμήμα Μελετών και Ανάπτυξης.

 

Παρόμοιο ερώτημα θέτει και για την Αλεξάνδρου, όπου με αναφορά στα προσόντα και τα καθήκοντα που επρόκειτο να της ανατεθούν, υποβάλλεται το ερώτημα κατά πόσο το δίπλωμά της από το Πανεπιστήμιο Πειραιώς, σε θέματα διοίκησης επιχειρήσεων, ήταν κατάλληλο για την εκτέλεση των πιο πάνω καθηκόντων που υπήρχε πρόθεση να της ανατεθούν ως Βοηθού του Γραφείου Διευθυντή Σπουδών της Αστυνομικής Ακαδημίας Κύπρου.  Τίθεται και εδώ το ερώτημα κατά πόσο υπήρχε η επιβαλλόμενη ειδική σχέση ανάμεσα στα προσόντα και στα καθήκοντα που θα της ανατίθονταν. Ο αιτητής τόσο για την Αγρότου ως και την Αλεξάνδρου υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τέτοια ειδική σχέση και ότι τα διπλώματα που κατέχουν δεν ήταν χρήσιμα για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε τα ειδικά καθήκοντα που δικαιολογούσαν κατά τη γνώμη του Αρχηγού της Αστυνομίας την εξαίρεση των δύο υποψηφίων. ΄Οσον αφορά την Αγρότου, ο Αρχηγός της Αστυνομίας δικαιολογεί τη σύντμηση του χρόνου αξιολόγησής της για προαγωγή στο βαθμό του λοχία, γιατί λόγω των ειδικών προσόντων που κατείχε, επρόκειτο να μετατεθεί στο Τμήμα Μελετών και Ανάπτυξης για ανάθεση σ΄ αυτήν διοικητικών καθηκόντων στο Γραφείο Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, Στατιστικών, Προϋπολογισμών και Χρηματοδοτήσεων κατά της τρομοκρατίας. ΄Οσον αφορά την Αλεξάνδρου, επειδή επρόκειτο να της ανατεθούν καθήκοντα Βοηθού του Γραφείου Διευθυντή Σπουδών της Αστυνομικής Ακαδημίας Κύπρου, όπου θα είχε τον έλεγχο και την εποπτεία για την εφαρμογή και υλοποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την εκπόνηση ερευνών, την καθοδήγηση των υπολοίπων εκπαιδευτών της Α.Α.Κ. και γενικά τη χάραξη της πολιτικής στον τομέα της εκπαίδευσης των νεοσύλλεκτων αστυνομικών. Τα πιο πάνω θεωρήθηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση ως ειδική και πλήρης αιτιολογία, που καθιστούσε εφικτό το δικαστικό έλεγχο.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄αρ. 889/2001, θεώρησε ότι για να δικαιολογείται εξαίρεση από τον κανόνα της εξαετούς υπηρεσίας, πρέπει ο Αρχηγός της Αστυνομίας να συγκεκριμενοποιεί και εξειδικεύει τα ειδικά καθήκοντα τα οποία θα ανατεθούν στον υποψήφιο που κατέχει τα ειδικά προσόντα. Κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για να φανεί κατά πόσο τα ειδικά προσόντα του υποψήφιου είναι αναγκαία για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων.

 

Ως προς την Αγρότου, έλεγχος του προσωπικού της φακέλου δείχνει ότι ως φοιτήτρια του Frederick Polytechnic στην Κύπρο εξασφάλισε τίτλο αναγνώρισης από το University of Wales, στα business studies, το 1990. Τον τίτλο αυτό, το Συμβούλιο Κρίσεως δεν θεώρησε ως πανεπιστημιακό δίπλωμα.

 

Συνεπώς, αφού ο Αρχηγός την θεώρησε, λανθασμένα, ως κάτοχο πανεπιστημιακού διπλώματος, ενήργησε υπό πλάνη. Η άποψη της διοίκησης με διαφορετικά γεγονότα, δεν μπορεί βέβαια να πιθανολογηθεί αλλά η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, λόγω πιθανότητας εμφιλοχώρησης πλάνης (βλέπε Πολυβίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 494).

 

Εν πάση περιπτώσει, το ερώτημα το οποίο τίθεται όχι μόνο για την Αγρότου, αλλά και για την Αλεξάνδρου, είναι γιατί τα οποιαδήποτε προσόντα που κατείχαν και τα οποία χαρακτηρίστηκαν μάλιστα ως ειδικά, δικαιολογούν την ανάθεση σ΄ αυτές των συγκεκριμένων καθηκόντων που αναφέρονται. Ακόμα και στην περίπτωση της Αλεξάνδρου, όπου δεν αμφισβητείται η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος θα πρέπει να δικαιολογείται η σχέση μεταξύ του πτυχίου που κατέχει και των καθηκόντων που υπήρχε πρόθεση να της ανατεθούν. Θα πρέπει να δίδεται ικανοποιητική εξήγηση γιατί αυτά τα καθήκοντα δεν μπορούν να ασκηθούν από άλλο μέλος της Δύναμης, που είτε κατέχει τα ίδια προσόντα, είτε ακόμα και που δεν τα κατέχει. Θα πρέπει ακόμα να αιτιολογείται και ο λόγος της προαγωγής. Δηλαδή, θα πρέπει να εξηγείται γιατί για τη συγκεκριμένη θέση απαιτείται η κατοχή και ο διορισμός λοχία και όχι απλού αστυφύλακα.

 

΄Οπως το δικαστήριο έχει επισημάνει και στην απόφασή του στην προσφυγή υπ΄ αρ. 889/2001, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιούνται και εξειδικεύονται τα ειδικά καθήκοντα, αλλά και ποιά ειδικά προσόντα του υποψήφιου είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων. Αυτό θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη σαφήνεια. ΄Εχω τη γνώμη ότι η εξαίρεση του Κανονισμού θα πρέπει να ασκείται με μεγάλη φειδώ. Ειδικά προσόντα για ειδικά καθήκοντα σημαίνει εξειδίκευση που άλλο μέλος της Δύναμης δεν κατέχει και που δικαιολογεί τη σύντμηση του χρόνου του συγκεκριμένου υποψήφιου.

 

Η εξαίρεση αυτή που καθιερώνεται από τον Κανονισμό, εξανεμίζει ουσιαστικά, όχι μόνο το κριτήριο της αρχαιότητας, αφού οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι δεν κατέχουν καν τον ελάχιστο χρόνο που τα άλλα μέλη χρειάζονται προς προαγωγή, αλλά σε κάποιο βαθμό και το κριτήριο της αξίας, αφού ουσιαστικά ο συγκεκριμένος υποψήφιος δεν συγκρίνεται πλέον ισότιμα με όλους τους άλλους συναδέλφους του. Γι΄ αυτό το λόγο θα πρέπει η αιτιολογία που δίδεται να είναι όχι μόνο εξαιρετικά εξειδικευμένη, αλλά και ο λόγος για την επιλογή που γίνεται να είναι αρκούντως πειστικός. Θα πρέπει, για παράδειγμα, να εξηγείται αν άλλα μέλη της Δύναμης, που έχουν συμπληρωμένα τα έξι χρόνια, έχουν το ίδιο προσόν, αλλά και τι καθιστά το συγκεκριμένο προσόν απαραίτητο για τη συγκεκριμένη θέση, ούτως ώστε, να μπορεί να θεωρηθεί ειδικό προσόν για ειδικά καθήκοντα. Θα πρέπει να εξειδικεύονται και το ειδικό προσόν και τα ειδικά καθήκοντα και η σχέση μεταξύ τους. Κι΄ αυτό δεν έγινε στην παρούσα περίπτωση.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει, όμως, να ακυρωθεί και για ένα ακόμα λόγο. Στο νέο έντυπο αξιολόγησης των υποψηφίων από το Συμβούλιο Κρίσεως, το οποίο καθορίστηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας και εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, δεν περιλαμβάνεται το κριτήριο της αρχαιότητας. Κατά την επανεξέταση της όλης υπόθεσης από το Συμβούλιο Κρίσεως, επί συνόλου 100 μονάδων για την αξιολόγηση των προσοντούχων υποψηφίων για την ετοιμασία του πίνακα των συστηνομένων για προαγωγή, δεν δόθηκε για το στοιχείο της αρχαιότητας καμιά μονάδα.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 889/2001, αποφάσισε ότι η παραχώρηση από το Συμβούλιο Κρίσεως δύο μόνο βαθμών για το κριτήριο της αρχαιότητας από το σύνολο των 100 μονάδων, έχει καταργήσει και εξουδετερώσει τη σημασία της αρχαιότητας, η οποία, αποτελεί, ως είναι γνωστό, ένα από τα τρία κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφίων, όσο κι΄ αν αυτό υπολείπεται σε σπουδαιότητα των άλλων κριτηρίων.

 

Παρ΄ όλα αυτά, αντί στο νέο έντυπο αξιολόγησης να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στην αρχαιότητα, δεν δόθηκε καμιά μονάδα. Αυτό συνιστά πλήρη κατάργηση και εξουδετέρωση ενός από τα τρία κριτήρια, με αποτέλεσμα η προπαρασκευαστική απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεως να καθίσταται πλημμελής. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας δεσμεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 13Α.(5) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, από τον κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, μη έχοντας τη δυνατότητα να επιλέξει για προαγωγή εκτός καταλόγου.

 

Ο δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση άνκαι παραδέκτηκε ότι στο νέο έντυπο αξιολόγησης δεν περιλήφθηκε πράγματι το στοιχείο της αρχαιότητας, υποστήριξε ότι το έντυπο ετοιμάστηκε σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 889/2001. Περαιτέρω, ο Αρχηγός της Αστυνομίας έλαβε υπ΄ όψιν του την αρχαιότητα και αυτό φαίνεται από την επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ημερ. 24.4.2003, με την οποία ζητούσε την έγκρισή του για τη διενέργεια των προαγωγών. Στην επιστολή αυτή φαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι έλαβε υπ΄ όψιν και την αρχαιότητα των υποψηφίων για προαγωγή, ενώ καταγράφει ότι οι υποψήφιοι για προαγωγή υπερέχουν άλλων υποψηφίων σε αξία και προσόντα, γι΄αυτό και η αρχαιότητα δεν μπορεί να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο. Συνεπώς, καταλήγουν οι καθ΄ ων η αίτηση, η μη περίληψη του κριτηρίου της αρχαιότητας στο νέο έντυπο δεν συνιστά λόγο ακύρωσης.

 

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω επιχειρηματολογία. Κατ΄ αρχάς, κάθε άλλο παρά συνιστά συμμόρφωση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η μη συμπερίληψη του κριτηρίου της αρχαιότητας στο έντυπο αξιολόγησης. Περαιτέρω, δεν συμφωνώ με τη γενική ρήση ότι επειδή οι υποψήφιοι για προαγωγή υπερέχουν των άλλων υποψηφίων σε αξία και προσόντα, η αρχαιότητα δεν μπορεί να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο. Η αρχαιότητα, όσο και αν δίδεται σ΄ αυτή περιορισμένη σημασία, δεν παύει να είναι ένα από τα κριτήρια, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνεται υπ΄ όψιν και να συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τις προηγούμενες προαγωγές γιατί δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα σε ένα ουσιώδη και σχετικό, όπως τον χαρακτήρισε, παράγοντα, εκείνο της αρχαιότητας. Στην επανεξέταση προς συμμόρφωση με την πιο πάνω απόφαση, καταργήθηκε εντελώς το κριτήριο της αρχαιότητας. Κάτι τέτοιο συνιστά και παράβαση του δεδικασμένου (για την παράβαση του δεδικασμένου βλέπε Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, 360).

 

Συνεπώς και η παράλειψη του Συμβουλίου Κρίσεως να συνυπολογίσει και το κριτήριο της αρχαιότητας, καθιστά την επίδικη απόφαση τρωτή και συνεπώς οι προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών θα πρέπει να ακυρωθούν και για το λόγο αυτό.

 

Η διαπιστωθείσα πλημμέλεια που συνδέεται  με το προπαρασκευαστικό στάδιο της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεως, οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση και ασφαλώς η ακυρότητά της, οδηγεί στην ακυρότητα και της τελικής πράξης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, τόσο η απόφαση για προαγωγή των Αγρότου και Αλεξάνδρου, όσο και η σύντμηση της υπηρεσίας τους που έγινε προηγουμένως, ακυρώνονται. Η προσφυγή υπ΄ αρ. 638/2003 επιτυγχάνει, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.

 

Οι προσφυγές υπ΄ αρ. 464/2003 και 465/2003, απορρίπτονται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο