ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 111
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 403/2004)
13 Φεβρουαρίου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Γ. Καραπατάκης, για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Ι. Νικολάου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 3.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Προσβάλλεται η απόφαση, η δημοσιευθείσα στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, Τόμος XLV, Αύξων Αρ. 7, ημερ. 16 Φεβρουαρίου 2004, με την οποία προάχθηκαν στη μόνιμη θέση Υπαστυνόμου ο Λοχ. 1254 Σ. Ιωνά, ο Λοχ. 3439 Ν. Τσαππής και ο Λοχ. 1265 Ι. Γιαννόπουλος, αναδρομικά οι πρώτοι δύο από 1 Αυγούστου 2002 και από 1 Οκτωβρίου 2002 ο τρίτος. Επρόκειτο περί επανεξέτασης κατόπιν δικαστικής ακυρωτικής απόφασης, ημερ. 1 Ιουλίου 2003, στην προσφυγή αρ. 898/02 με την οποία είχε προσβληθεί η αρχική απόφαση, ημερ. 22 Ιουλίου 2002.
Οι λόγοι ακύρωσης της πρώτης διοικητικής απόφασης φαίνονται στην Χατζηϊωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 763/02, ημερ. 1 Ιουλίου 2003, που ήταν παρόμοια και υιοθετήθηκε το σκεπτικό της. Κρίθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο το Συμβούλιο Κρίσεως αξιολόγησε τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και των ατομικών δελτίων, στη βάση του εντύπου που καθόρισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο αρμόδιος Υπουργός σύμφωνα με τον Καν. 8(4) των περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), ήταν πλημμελής διότι:
(1) Σε σχέση με τα προσόντα λήφθηκαν υπόψη και βαθμολογήθηκαν ως επί μέρους στοιχεία (α) η ευδόκιμη υπηρεσία «σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων», σε καθορισμένους τομείς, (β) η εκπαίδευση σε εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων και (γ) οι εκπαιδεύσεις εξωτερικού σε εξειδικευμένα θέματα συναφή με τα καθήκοντα. Αυτά, καθώς υπέδειξε ο Καλλής, Δ., με αναφορά στην απόφαση του στη Σαμανίδη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 889/01, ημερ. 10 Φεβρουαρίου 2003, δεν αποτελούσαν νόμιμα στοιχεία κρίσης. Επεσήμανε ότι:
«Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή, αρχή η οποία απαιτεί την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας. Διαφορετικά, θα αφήνετο στη Διοίκηση να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται.»
(2) Δεν δόθηκε αρκετή σημασία στην αρχαιότητα η οποία στο εν χρήσει έντυπο αξιολόγησης βαθμολογείτο με μόνο, κατ΄ ανώτατο όριο, 2 μονάδες από τις 100. Έγινε, ως προς αυτό, αναφορά στη Σαμανίδη (ανωτέρω), στη Χήρα ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1040/02, ημερ. 18 Οκτωβρίου 2002, στη Μιχαλόπουλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 4/01 κ.α., ημερ. 18 Οκτωβρίου 2002 και στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77.
(3) Δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στα προσόντα των υποψηφίων, για τα οποία το έντυπο προέβλεπε ανώτατη βαθμολογία και πάλι μόνο 2 μονάδων. Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι
«η παραχώρηση 2 μονάδων - από το σύνολο των 100 - έχει καταργήσει και εξουδετερώσει τη σημασία των προσόντων τα οποία συνιστούν ουσιώδες στοιχείο κρίσεως».
Η επανεξέταση διεξήχθη στη βάση αναθεωρημένου εντύπου το οποίο, καθώς δηλώθηκε, προοριζόταν να συνάδει με ό,τι είχε αποφασίσει το Δικαστήριο. Ωστόσο, στο νέο έντυπο συμπεριλήφθηκε και πάλι ως στοιχείο κρίσης η ευδόκιμη υπηρεσία «σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων» παρόλον που αφαιρέθηκε η αναφορά σε τομείς. Μεταβλήθηκε, εξάλλου, με αύξηση μονάδων, η βαθμολογία άλλων επιμέρους στοιχείων που παρέμειναν τα ίδια. Σε σχέση με την αρχαιότητα, η βαθμολογία αφαιρέθηκε από το έντυπο εντελώς, οι δύο μονάδες που τις αναλογούσαν δόθηκαν σε μερικά άλλα στοιχεία και τέθηκε η εξής σημείωση:
« ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η αρχαιότητα του μέλους θα λαμβάνεται υπόψη και θα καταχωρείται σε πρακτικό του Συμβουλίου Κρίσεως. Εκεί όπου η αξία και τα προσόντα των υποψηφίων είναι ίσα, το μέλος με τη μεγαλύτερη αρχαιότητα θα προτιμάται και θα επιλέγεται για συμπερίληψη στον κατάλογο συνιστώμενων για προαγωγή.»
Προκύπτει από επιστολή, ημερ. 17 Μαρτίου 2003, του τότε Αρχηγού της Αστυνομίας προς τον αρμόδιο Υπουργό, ότι η εν λόγω σημείωση οφειλόταν στην εντύπωση πως τέτοια ρύθμιση του ζητήματος διερμήνευε ορθά την πρόνοια στον Καν. 3(2) σύμφωνα με την οποία:
«Η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δε θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή• μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα.»
Ο αιτητής παραπονείται για το ότι συμπεριλήφθηκε ξανά η ευδόκιμη υπηρεσία «σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων» ως στοιχείο κρίσης, κατ΄ αντίθεση προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Είναι προφανές ότι το παράπονο ευσταθεί. Επίσης παραπονείται ότι προστέθηκε νέο στοιχείο κρίσης. Αναφέρεται στο «Επαμοιβόμενο Κύπελλο Αστυνομίας». Παρατηρώ ωστόσο πως το ίδιο υπήρχε και στο παλαιό έντυπο, μόνο που εκεί επρόκειτο για επιμέρους στοιχείο στο γενικότερο πλαίσιο ηθικών και υλικών αμοιβών ενώ στο νέο κατέστη αυτοτελές στοιχείο, οι δε ηθικές και υλικές αμοιβές άλλο ξεχωριστό και άλλαξε η συνολική βαθμολογία. Με εξαίρεση λοιπόν τη βαθμολογική διαφοροποίηση στην οποία εντάσσεται σε ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια, στην ουσία τίποτε δεν άλλαξε ως προς το υπό συζήτηση στοιχείο. Θεωρώ λοιπόν αβάσιμο αυτό το δεύτερο παράπονο. Έπειτα ο αιτητής παραπονείται ότι με την αύξηση μονάδων σε ορισμένα από τα στοιχεία κρίσης παραβιάστηκε το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου με αναφορά στον οποίο, σύμφωνα με σταθερή νομολογία, διενεργείται η επανεξέταση. Μου φαίνεται, ως προς αυτό το ζήτημα της αύξησης μονάδων σε μερικά από τα στοιχεία, πως υπήρξε πλημμέλεια. Ακόμα και αν μπορούσε να δικαιολογηθεί η κατάργηση των μονάδων για αρχαιότητα και η μεταφορά τους αλλού, δεν εξηγείται η επιλεκτική κατανομή τους σε μερικά μόνο από τα στοιχεία αντί της κατ΄ αναλογίαν κατανομής σε όλα.
Όμως η κατάργηση των μονάδων για αρχαιότητα δεν εδικαιολογείτο. Το δικαστικό ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν ήταν δυνατόν να σήμαινε, ως προς αυτό το ζήτημα, παρά μόνο την ανάγκη αύξησης των μονάδων για αρχαιότητα, σε επίπεδο ανάλογο με το ρόλο της στο θεσμοθετημένο πλαίσιο. Με αυτό ως δεδομένο δεν χρειάζεται να εκφέρω οριστική άποψη σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντικρίστηκε στο νέο έντυπο η αρχαιότητα αλλά μου φαίνεται πως παρερμηνεύθηκε ο σχετικός Κανονισμός, με αποτέλεσμα η αρχαιότητα να υποβαθμιστεί μέχρι σημείου όπου, στη συνηθισμένη περίπτωση, πρακτικά εξουδετερώνεται.
Τέλος, ο αιτητής υποδεικνύει ότι το Συμβούλιο Κρίσεως, του οποίου η σύνθεση είχε στο μεταξύ αλλάξει, έλαβε υπόψη κατά την επανεξέταση τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων που είχαν γίνει κατά την πρώτη εξέταση. Αυτό δεν ήταν επιτρεπτό. Είναι και εδώ προφανές το σφάλμα. Επρόκειτο για εξέλιξη που η νομολογία δεν επέτρεπε: βλ. Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163. Η απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, στην οποία ανασκοπήθηκε η νομολογία και έγινε συγκεκριμένη αναφορά στη Safirides, επιβεβαίωσε τον επί του θέματος κανόνα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ