ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 761 /2004)
23 Ιανουαρίου, 2006
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΛΟΨΙΔΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Στ. Αμπίζας, για τον Αιτητή.
Μ. Κυπριανού, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η ΕΔΥ) με την οποία τερματίστηκε η διαδικασία πλήρωσης μιας μόνιμης θέσης Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών, Υπηρεσία Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών, Υπουργείο Οικονομικών, στην οποία ήταν και ο ίδιος υποψήφιος.
Τα απαιτούμενα προσόντα για διορισμό στην επίδικη θέση σύμφωνα με το σχέδιο Υπηρεσίας ήταν τα ακόλουθα:
«Α π α ι τ ο ύ μ ε ν α π ρ ο σ ό ν τ α:
Α. Για Πρώτο Διορισμό-
(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν.
(Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).
(2) Μέλος αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών ή Αναλογιστών.
(3) Πενταετής τουλάχιστο λογιστική/ελεγκτική πείρα μετά την απόκτηση του επαγγελματικού προσόντος που αναφέρεται στο (2) πιο πάνω, από την οποία τριετής τουλάχιστο πείρα σε διοικητικά ή/και εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.»
Υποβλήθηκαν συνολικά εννέα αιτήσεις. Η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε και εξέτασε τις αιτήσεις, έκρινε προκαταρκτικά ότι μόνο δύο υποψήφιοι, από τους οποίους ένας ήταν ο αιτητής, κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα και τους κάλεσε σε γραπτή εξέταση με την επιφύλαξη ότι δεν αποκτούν οποιοδήποτε δικαίωμα αν σε μεταγενέστερο στάδιο εξακριβωθεί ότι δεν είναι προσοντούχοι. Ο μόνος υποψήφιος που προσήλθε ήταν ο αιτητής ο οποίος και σύμφωνα με τη βαθμολογία που συγκέντρωσε (65 από τα 100 και 63 από τα 100), κρίθηκε ότι είχε πετύχει στη γραπτή εξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή τον σύστησε για διορισμό. Η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερ. 23.9.03 αφού μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, διαπίστωσε ότι έπρεπε να εξεταστεί περαιτέρω το κατά πόσο ο αιτητής κατέχει τη πενταετή λογιστική/ελεγκτική πείρα μετά την απόκτηση του επαγγελματικού προσόντος και ζήτησε συμπληρωματικά έκθεση.
Ο αιτητής απέστειλε μετά από αίτημα της Συμβουλευτικής Επιτροπής επιστολές διορισμού και βεβαιώσεις εργασίας από τις διάφορες εταιρείες στις οποίες εργάστηκε, στη βάση των οποίων η Συμβουλευτική έκρινε και πάλι ότι κατέχει την απαιτούμενη στην παρ.3 του Σχεδίου Υπηρεσίας λογιστική/ελεγκτική πείρα. Η συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής διαβιβάστηκε στην ΕΔΥ η οποία στη συνεδρία της ημερ. 20.1.04 έκρινε αναγκαίο να ζητήσει από τον αιτητή να προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία/τεκμήρια που να αποδεικνύουν τα ακόλουθα :
«α) Τη λογιστική/ελεγκτική πείρα του καθώς και την πείρα του σε διοικητικά ή/και εποπτικά καθήκοντα με λεπτομέρειες για τη φύση και το περιεχόμενο των καθηκόντων που εκτελούσε, και
β) ο,τιδήποτε άλλο σχετικό.»
Ο αιτητής απέστειλε στις 29.1.04 τα ίδια στοιχεία που είχε υποβάλει και στη Συμβουλευτική Επιτροπή, εξειδικεύοντας στη σχετική επιστολή του προς την ΕΔΥ τα καθήκοντα που εκτελούσε στην εκάστοτε θέση. Τελικά η ΕΔΥ στις 10.2.04 έλαβε την ακόλουθη απόφαση:
«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία που υπέβαλε ο πιο πάνω υποψήφιος, παρατήρησε ότι αυτά είναι τα ίδια τα οποία είχε υποβάλει και στη Συμβουλευτική Επιτροπή και τα οποία βρίσκονται ήδη ενώπιον της Επιτροπής.
Ενόψει των πιο πάνω, η Επιτροπή κρίνειότι ο ΚΑΛΟΨΙΔΙΩΤΗΣ Κωνσταντίνος δεν πληροί τα απαιτούμενα προσόντα που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών, Υπηρεσία Ελέγχου Ασφαλιστικών, Υπουργείο Οικονομικών, και ενόψει του ότι ουδείς άλλος αιτητής πληροί τα υπό του Σχεδίου Υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα, αποφασίζει όπως η διαδικασία πλήρωσης της πιο πάνω θέσης τερματιστεί.»
Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής, εφόσον δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα, στερείται του εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την επίδικη απόφαση. Η νομολογία που επικαλούνται αφορά σε υποθέσεις στις οποίες η προσβαλλόμενη πράξη ήταν ο διορισμός ή προαγωγή τρίτων προσώπων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η επίδικη απόφαση αφορά στον τερματισμό της διαδικασίας πλήρωσης μιας ανώτερης θέσης στην οποία ο αιτητής κρίθηκε εκ πρώτης όψεως ως ο μοναδικός προσοντούχος υποψήφιος. Εδώ η προσβαλλόμενη απόφαση επάγεται αμεσότερα δυσμενείς συνέπειες για το συμφέρον του αιτητή, αφού ως ο μοναδικός υποψήφιος που συστάθηκε από τη Συμβουλευτική, θα καταλάμβανε σίγουρα την επίδικη θέση αν η ΕΔΥ δεν αποφάσιζε ότι αυτός δεν ήταν προσοντούχος.
Εξάλλου η νομολογία υποστηρίζει ότι από τη στιγμή που αμφισβητείται σοβαρά η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα, η οποία και καθίσταται επίδικο θέμα, ο αιτητής δεν χάνει το έννομο συμφέρον του να επιδιώξει αναθεώρηση της. (Βλ. Χρυσοστόμου κ.α ν. Κωνσταντινίδου κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ ,13). Επίσης σχετικό είναι το σύγγραμμα «Το έννομο συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» της Γλ.Π. Σιούττη, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σελ.95, από το οποίο παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«(α8) Η συμμετοχή στη διαδικασία
81. Η συμμετοχή στην προβλεπόμενη από τις διατάξεις διοικητική διαδικασία αποτελεί, αν όχι μια ιδιότητα, πάντως μια ιδιαίτερη κατάσταση, την οποία η νομολογία αναγνωρίζει σε διάφορες περιπτώσεις, ως απαραίτητη αλλά και επαρκή θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, με το σκεπτικό ότι πληροί τις προϋποθέσεις ύπαρξης ιδιαίτερου δεσμού του με την προσβαλλόμενη πράξη.»
Ο αιτητής στην παρούσα υπόθεση, κέκτηται εννόμου συμφέροντος, γιατί αν λανθασμένα η ΕΔΥ έκρινε ότι δεν κατέχει την απαιτούμενη στην παρ. 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης πείρα- εκτίμηση η οποία είναι το μοναδικό επίδικο θέμα της παρούσας προσφυγής- θα έπρεπε να διοριστεί ως ο μοναδικός κατάλληλος και προσοντούχος υποψήφιος σε αυτήν. Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση πλήττει άμεσα τα συμφέροντα του και έχει έννομο συμφέρον προς αμφισβήτηση της.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η ΕΔΥ έλαβε την επίδικη απόφαση χωρίς να διεξάγει τη δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή των προσόντων από πλευράς του και κατά συνέπεια υπήρξε πλάνη κατά την ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας. Με την έλλειψη δέουσας έρευνας συναρτάται άμεσα και ο επόμενος λόγος ακυρώσεως που αφορά στην παντελή έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης.
Το ιστορικό της υπόθεσης που παρατέθηκε πιο πάνω αποδεικνύει την ορθότητα των ισχυρισμών του αιτητή. Από τη γενική και αόριστη αναφορά στο πρακτικό της 10.2.04 πιθανολογείται ότι το σκεπτικό της ΕΔΥ όταν απέκλειε την υποψηφιότητα του αιτητή ήταν ότι αυτός δεν πληρούσε την παρ. Α(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Παραμένει άγνωστο ποια ακριβώς πτυχή της απαιτούμενης πείρας δεν πληρούσε ο αιτητής, δηλαδή την 5ετή λογιστική πείρα ή την 3ετή τουλάχιστο πείρα σε διοικητικά και/ή εποπτικά καθήκοντα, κατά την ΕΔΥ. Ποιοι ήταν οι λόγοι που, επί τη βάσει των ίδιων στοιχείων (δηλ. των επιστολών που είχε υποβάλει ο αιτητής στη Συμβουλευτική Επιτροπή αναφορικά με τα καθήκοντα και την πείρα του), οδήγησαν την ΕΔΥ σε αντίθετη απόφαση από αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι δηλαδή ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος;
Ο αιτητής πέτυχε στις γραπτές εξετάσεις, ήταν ο μοναδικός συστηνόμενος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ανταποκρίθηκε στο αίτημα των καθ' ων για αποστολή των «οποιοδήποτε στοιχείων /τεκμηρίων που κατείχε και που αποδεικνύουν την λογιστική/ελεγκτική πείρα του και την πείρα του σε διοικητικά και/ή εποπτικά καθήκοντα». Το ότι αυτά ήταν ίδια με αυτά που υποβλήθηκαν στη Συμβουλευτική, δεν αναιρούσε την υποχρέωση της ΕΔΥ να αξιολογήσει το περιεχόμενο τους, προκειμένου να διαπιστώσει αν τα καθήκοντα και το αντικείμενο εργασίας του αιτητή, όπως περιγράφονταν στις επιστολές των εργοδοτών του, ανταποκρίνονταν στο είδος της πείρας που προνοούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας. Δεν είναι έργο του δικαστηρίου να συζητήσει τα όποια στοιχεία για να διαμορφώσει πρωτογενώς άποψη και να την εξηγήσει. Αυτό είναι καθήκον της ΕΔΥ. Παρατηρώ ωστόσο, ότι τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής (ερ. 42-47 στο διοικητικό φάκελο) και ιδιαίτερα η επιστολή από την ασφαλιστική εταιρεία Alico, παρέχουν αναλυτικές πληροφορίες για την εξακρίβωση της λογιστικής και διοικητικής του πείρας. Ιδιαίτερα μάλιστα αφού η απαιτούμενη «πείρα σε διοικητικά και εποπτικά καθήκοντα» εξειδικευόταν από το ίδιο το Σχέδιο Υπηρεσίας ότι περιλαμβάνει «προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών».
Παρόλα αυτά, η ΕΔΥ δεν προέβη σε οποιαδήποτε ερμηνεία των προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας με ειδική αναφορά στο θέμα της πείρας, το οποίο μάλιστα έχει ερμηνευθεί ευρέως από τη νομολογία. Έκρινε ότι τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον της ο αιτητής δεν στοιχειοθετούσαν το απαιτούμενο προσόν, χωρίς να τα αξιολογήσει σε συνάρτηση προς τα επιμέρους χαρακτηριστικά της πείρας που προνοούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας. Παρέλειψε δε να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα παρά το ότι (α) ο αιτητής ήταν ο μοναδικός υποψήφιος, (β) είχε κριθεί προσοντούχος και μάλιστα με συμπληρωματική έκθεση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και (γ) η ίδια η ΕΔΥ είχε τρόπους περαιτέρω διερεύνησης της πείρας του αιτητή μέσω προφορικής συνέντευξης του ιδίου που δήλωνε πρόθυμος να παρέχει οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες οι οποίες ουδέποτε του ζητήθηκαν.
Αντί των πιο πάνω, η Επιτροπή αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος χωρίς να παρέχει οποιαδήποτε αιτιολογία και επέλεξε την πιο επαχθή για τον αιτητή λύση της εκκρεμούσης επί 2½ χρόνια διαδικασίας πλήρωσης της επίδικης θέσης, δηλαδή τον τερματισμό της. Η απόρριψη της υποψηφιότητας του αιτητή είναι ατεκμηρίωτη και αναιτιολόγητη και ανατρέπει συθέμελα και την απόφαση για τον τερματισμό της διαδικασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά και θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.