ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 342/2004 και 343/2004)
17 Ιανουαρίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 342/2004)
ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 343/2004)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Α. Τιμόθη (κα), για τους Αιτητές και στις δύο Προσφυγές.
Α. Πανταζή (κα), για την Καθ' ης η Αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Πανομοιότυπο είναι το αίτημα και στις δύο προσφυγές. Έχει ως εξής:-
«Απόφαση και/ή δήλωση ότι η πράξη και/ή απόφαση της Καθ' ης η αίτηση που δημοσιεύτηκε στις 16/1/2004 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με την οποία διόρισε τον κ. Ιωάννη Ι. Αγγελή στη μόνιμη θέση Λέκτορα (Μηχανολογίας) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο από την 1η Δεκεμβρίου 2003 αντί του Αιτητή είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Οι δύο προσφυγές προσβάλλουν την εγκυρότητα της ίδιας διοικητικής απόφασης και έχουν κοινό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο. Έτσι με σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου οι δύο προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί.
Η Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως αρμόδια αρχή, με επιστολή ημερ. 4.6.2002 προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ζήτησε την πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Λέκτορα (Μηχανολογίας) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (ΑΤΙ). Επειδή η επίδικη πιο πάνω θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού, η ΕΔΥ αποφάσισε στις 18.6.2002 τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για την υποβολή αιτήσεων μέσα σε τρεις εβδομάδες. Πράγματι η επίδικη θέση δημοσιεύθηκε στις 5.7.2002. Υποβλήθηκαν συνολικά 33 αιτήσεις.
Ο Γραμματέας της ΕΔΥ, σύμφωνα με το άρθρο 33(3) του Νόμου 1/90 στις 6.8.2002 έστειλε στον Αναπληρωτή Διευθυντή του ΑΤΙ, ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, τις 33 αιτήσεις των υποψηφίων καθώς και το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.
Ο Αναπληρωτής Διευθυντής του ΑΤΙ με επιστολή του ημερ. 19.12.2002 διεβίβασε στην ΕΔΥ την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Η ΕΔΥ σε συνεδρία της στις 20.3.2003 αφού εξέτασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, προέβη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου στον οποίο περιλαμβανόταν το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε/Μ) όχι όμως οι αιτητές. Αποφάσισε δε, περαιτέρω, να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνοντο στον τελικό κατάλογο.
Η ΕΔΥ, σε συνεδρία της στις 23.7.2003, εξέτασε αίτημα των αιτητών να κληθούν σε προφορική εξέταση ενώπιον της και το απέρριψε.
Η προφορική εξέταση των υποψηφίων έγινε από την ΕΔΥ στις 24.11.2003. Ο Αναπληρωτής Διευθυντής του ΑΤΙ προέβη σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων και αποχώρησε από τη συνεδρία. Ακολούθως η ΕΔΥ, αφού αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων, απεφάσισε να επιλέξει και να προσφέρει διορισμό στο ενδιαφερόμενο μέρος (Ε/Μ).
Οι αιτητές και στις δύο προσφυγές προβάλλουν δύο ουσιαστικά λόγους ακύρωσης. Πρώτον ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω παράτυπης προπαρασκευαστικής διαδικασίας δηλαδή ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή περιέπεσε σε πλάνη και επίσης διότι η ΕΔΥ επικυρώνοντας την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα και δεύτερον ότι η ΕΔΥ παραβίασε την αρχή της επιλογής του καλύτερου υποψηφίου παραγνωρίζοντας τα προσόντα των αιτητών.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ε/Μ προβάλλει την ακόλουθη προδικαστική ένσταση. Ότι οι αιτητές εφόσον δεν περιλαμβάνονταν ούτε στον προκαταρκτικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής ούτε και στον τελικό κατάλογο της ίδιας της ΕΔΥ δεν νομιμοποιούνται να προσβάλλουν πράξεις ή αποφάσεις της ΕΔΥ μεταγενέστερες της μη συμπερίληψης τους στον τελικό κατάλογο.
Ο συνήγορος του Ε/Μ εισηγείται ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν λόγους ακύρωσης που αφορούν σε μεταγενέστερες πράξεις ή αποφάσεις της ΕΔΥ που ακολούθησαν τον καταρτισμό του προκαταρκτικού καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του τελικού καταλόγου που κατήρτισε η ίδια. Με παραπέμπει προς τούτο σε νομολογία προς επιβεβαίωση της εισήγησης του (Βλέπε: Λοΐζου Χατζηχριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 228/96, ημερ. 28.4.1998, Χατζηχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 2/96, ημερ. 26.8.1997, Σοφοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 117/92 κ.ά., ημερ. 29.7.1994, Ιταλού ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 933/97, ημερ. 9.9.1999).
Στην πιο πάνω νομολογία έχει καθιερωθεί ότι ο προσφεύγων δεν νομιμοποιείται στην προβολή ισχυρισμών και λόγων ακυρότητας σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε τον καταρτισμό του καταλόγου.
Η θέση του συνήγορου του Ε/Μ είναι ορθή αλλά δεν μπορεί να προβληθεί ως προδικαστική ένσταση η οποία μπορεί να διαθέσει χωρίς εξέταση την προσφυγή. Είμαι της άποψης ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει λόγους ακύρωσης οι οποίοι προκύπτουν μεταγενέστερα του χρόνου σύνταξης του τελικού καταλόγου. Έτσι φαίνεται ότι είναι απαράδεκτοι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές και έχουν σχέση με την προφορική εξέταση που διενήργησε η ΕΔΥ ή την τελική επιλογή μεταξύ των υποψηφίων, που δεν συμπεριλαμβάνοντο οι αιτητές.
Οι αιτητές προβάλλουν ως λόγο ακύρωσης πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής γιατί, όπως ισχυρίζονται, η Επιτροπή παρέλειψε να συμπεριλάβει στον Πίνακα, που επισυνάπτεται στην έκθεση της, ορισμένα προσόντα τους ως τιμητικές διακρίσεις, βραβεία, ερευνητικό έργο και δημοσιεύσεις.
Τα προσόντα όμως αυτά υπάρχουν στον προσωπικό φάκελο των αιτητών και επίσης, όπως είναι παραδεκτό στην αγόρευση της συνηγόρου τους, οι αιτητές τα έθεσαν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την προφορική συνέντευξη. Η ίδια δε η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρει στην έκθεση της ότι έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των αιτήσεων των υποψηφίων και όλα τα ενώπιον της στοιχεία. Νοείται ότι έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των αιτητών στους οποίους περιέχονται όλα τα ισχυριζόμενα προσόντα των αιτητών. Έχω καταλήξει ότι δεν έχει αποδειχθεί πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς τα προσόντα των αιτητών, σύμφωνα και με τη νομολογία. (Βλέπε: Σταύρου Παπαντωνίου ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 426 και Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 24/2000, ημερ. 22.5.2001).
Ισχυρίζονται περαιτέρω οι αιτητές ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή επλανήθη γιατί πίστωσε το Ε/Μ με ένα χρόνο επιπλέον πείρας κατά το οποίο απουσίαζε με εκπαιδευτική άδεια για απόκτηση του διπλώματος B.Eng. στο Πολυτεχνείο της Ουαλλίας. Δεν συμφωνώ με τον πιο πάνω ισχυρισμό των αιτητών. Σύμφωνα με τον Κανονισμό. 15(β) της Κ.Δ.Π. 98/91, τέτοια απουσία για απόκτηση πρώτου πανεπιστημιακού διπλώματος από υπηρετούντα δημόσιο υπάλληλο αναγνωρίζεται ως κανονική υπηρεσία και πείρα.
Επίσης οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή εξίσωσε, πεπλανημένα, την πείρα του Ε/Μ στη θέση Εργαστηριακού Βοηθού και την πείρα των αιτητών στη θέση Εκπαιδευτή. Ούτε με αυτή τη θέση των αιτητών συμφωνώ. Το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης δεν κάμνει διάκριση της πείρας ανάλογα με τη θέση που κατέχει κάθε υποψήφιος. Το σχέδιο υπηρεσίας μιλά για πείρα σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και τόσο η πείρα που αποκτήθηκε στη θέση Εκπαιδευτή όσο και η πείρα του Ε/Μ που αποκτήθηκε στη θέση Εργαστηριακού Βοηθού είναι σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.
Ισχυρίζονται περαιτέρω οι αιτητές ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ δεν διεξήγαγαν τη δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα να περιπέσουν σε πλάνη με τη μη συμπερίληψη των αιτητών στον κατάλογο των συστημένων. Ισχυρίζονται ότι το μόνο κριτήριο για τον αποκλεισμό των αιτητών από τον κατάλογο ήταν η προφορική εξέταση. Δεν συμφωνώ με τους ισχυρισμούς αυτούς. Η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη, όπως φαίνεται στην έκθεση της στην πρέπουσα έρευνα και έλαβε υπόψη τόσο τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης όσο και όλα τα άλλα στοιχεία που ήταν ενώπιον της, δηλαδή την πείρα, τα προσόντα και το πλεονέκτημα που κατείχαν τόσο οι αιτητές όσο και το Ε/Μ. Το Ε/Μ έχοντας το πρώτο πτυχίο, που εστερούντο οι αιτητές, κατείχε δύο μεταπτυχιακά προσόντα τα MPhil και PhD.
Οι αιτητές επίσης ισχυρίζονται ότι η απόφαση της ΕΔΥ να μην τους συμπεριλάβει στον τελικό κατάλογο ήταν αναιτιολόγητη. Ο Νόμος όμως δεν απαιτεί τέτοια αιτιολογία. Αντίθετα ο νόμος απαιτεί αιτιολογία μόνο στην περίπτωση που η ΕΔΥ αποφασίσει να περιλάβει στον τελικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. (Βλέπε: Ιωάννη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4Γ Α.Α.Δ. 2150). Παρά τα πιο πάνω θεωρώ ότι η ΕΔΥ έδωσε επαρκή αιτιολογία γιατί, όπως αναφέρει, οι συστηθέντες υπερτερούν σε προσόντα και αξιολογήθηκαν σε ψηλότερο επίπεδο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση.
Παραπονούνται ακόμα οι αιτητές ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της προφορική εξέταση όταν κατάρτισε τον προκαταρκτικό κατάλογο, αποκλείοντας τους αιτητές. Δεν συμφωνώ. Όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιον της συμπεριλαμβανομένης επίσης της προφορικής εξέτασης. Όπως δε η νομολογία καταγράφει είναι ότι «η προφορική εξέταση ρίπτει φως στην αξία των υποψηφίων» (Βλέπε Ολυμπίας Στυλιανού κ.ά. (1984) 3 Α.Δ.Δ. 387). Βασικό δε κριτήριο για διορισμό στην επίδικη θέση είναι η αξία, πράγμα που πολλές φορές ξεχνούν οι προσφεύγοντες (Βλέπε: Ηλία Παπαδόπουλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3Α Α.Α.Δ. 560). Η εισήγηση των αιτητών ότι η προφορική εξέταση αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για τον αποκλεισμό των αιτητών από τον προκαταρκτικό κατάλογο είναι όχι μόνο αόριστη αλλά και αβάσιμη.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η ΕΔΥ παραβίασε την αρχή της επιλογής του καλύτερου υποψηφίου παραγνωρίζοντας τα προσόντα των αιτητών. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Έχω ήδη αναφέρει πιο πάνω ότι όλα τα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των προσόντων των υποψηφίων ήταν ενώπιον της ΕΔΥ τα οποία και έλαβε δεόντως υπόψη. Επίσης έχω ήδη αναφέρει ότι, ορθά, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ έχουν αναφέρει ότι το Ε/Μ υπερείχε των αιτητών και στα προσόντα, αφού κατείχε πρώτο πτυχίο και δύο μεταπτυχιακά (MPhil και PhD) ενώ οι αιτητές δεν κατείχαν πρώτο πτυχίο. Και ο λόγος αυτός ακυρότητας είναι ανεδαφικός.
Ορισμένοι άλλοι επί μέρους λόγοι των αιτητών για παραλείψεις της ΕΔΥ ή πλάνη περί τα πράγματα σε στάδιο μετά την έγκριση του τελικού καταλόγου, στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνοντο οι αιτητές, δεν μπορούν, όπως έχω αναφέρει στην αρχή της απόφασης αυτής, να εξεταστούν σύμφωνα με τη νομολογία.
Ενόψει των πιο πάνω οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ